Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ



 
Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Χρήστου Κ. Παναγιώτη
Ευχαριστήριον, Τιμητικός Τόμος επί τη 45ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και  τη 35ετηρίδι τακτικής καθηγεσίας Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Αθήναι 1958, σελ. 508-515.

Ο Θεολόγος Γρηγόριος, μόλις επέστρεψεν εις την Ναζιανζόν από τον Πόντον, όπου είχε φθάσει δια ν’ αποφύγη την ιερωσύνην εις τας αρχάς του 363, εξεφώνησε τον Απολογητικόν περί φυγής. Αγωνίζεται να δικαιολόγηση την πράξιν του δια του υπερτονισμού των ευθυνών της ιερωσύνης. Μελετώντες το έργον αυτό, πειθόμεθα βεβαίως περί της σημασίας του ιερατικού αξιώματος, αλλ’ ως προς τον Γρηγόριον διατηρούμεν αμφιβολίας, αν μόνον η συναίσθησις των ευθυνών τον εκράτει μακράν του θυσιαστηρίου.
Πράγματι ολόκληρος σχεδόν ο βίος του μεγάλου αυτού ανδρός υπήρξε φυγή. Ήτο άνθρωπος ιδιόρρυθμος, που εφέρετο από δύο αντιθέτους ροπάς· της ωθήσεως προς τας ευθύνας της εξουσίας και της απωθήσεως από αυτάς. Η μόρφωσίς του, το ενδιαφέρον του δια τα εκκλησιαστικά πράγματα, το περιβάλλον του, η θεία φωνή, που συχνά ηκούετο μέσα του, τον ώθουν προς τας ευθύνας, αλλ η διάθεσίς του προς μόνωσιν και το φυλάσθενον τον απωθούν. Προς στιγμήν εδέχετο, αλλά μετενόει και ματαίωνε τα σχέδια των άλλων δια της φυγής. Τούτο είχεν ήδη πράξει εις τας Αθήνας, όταν, δεχθείς να παραμείνη ως καθηγητής, μετενόησε μετά εν έτος.
Έκλεψα μικρού λάθρα την εκδημίαν 1 λέγει ο ίδιος· το επανέλαβε δε πολλάκις μέχρι του θανάτου του. Μόνον μίαν φοράν εδέχθη χωρίς πολλάς αντιρρήσεις την ανάληψιν βαρύτατων καθηκόντων όταν του ανετέθη η ηγεσία των ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ηττήθη ο χαρακτήρ του, αλλά τούτο απετέλεσε την περιφανεστέραν νίκην του και του έδωσε την διακεκριμένην θέσιν που κατέχει εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, του έδωσε δε και το τιμητικόν επώνυμον του Θεολόγου, με το οποίον παρέμεινε γνωστός εις τους αιώνας.
Όταν ο Γρηγόριος επέστρεψεν από τας Αθήνας εις την γενέτειράν του, ειργάσθη επ ολίγον ως ρήτωρ, αλλ’ η θορυβώδης ζωή των πόλεων δεν ήτο κατάλληλος δια τον χαρακτήρα του. Όχι μόνον ήτο ασθενικός αλλά και εξ ιδιοσυγκρασίας ηρέσκετο εις την ησυχίαν και την ηρεμίαν. Δια τούτο επεδόθη με ζήλον εις την ποίησιν και την επιστολογραφίαν, προϊόντα συνήθως της ησυχίας. Εις τας Αθήνας είχε κάμει σχέδια ν’ αποσυρθή και συνασκητεύση με τον φίλον του Βασίλειον 2. Ηγάπων και οι δύο την Καππαδοκίαν και τας γενέτειρας των, έκαστος δε ήθελε να προσέλκυση τον άλλον εις το κτήμα του. Φαίνεται ότι κατ’ αρχάς ο Βασίλειος είχε συμφωνήσει να διαμείνουν εις την Τιβερίνην, την περιοχήν εις την οποίαν ευρίσκετο το κτήμα του Γρηγορίου. Ούτος πράγματι απεσύρθη εκεί και εδέχθη την επίσκεψιν του Βασιλείου, αργότερα όμως ο Βασίλειος εξέλεξεν εις τον Πόντον θαυμασίαν τοποθεσίαν παρά τον ποταμόν Ίριν, όπου συνεφώνησε τέλος να μεταβή και ο Γρηγόριος. Εμελέτησαν μαζί την χριστιανικήν θεολογίαν με βάσιν τα συγγράμματα του Ωριγένους και ήρχισαν την σύνταξιν των μοναχικών κανόνων.
Παρά την συνεργασίαν των αυτήν οι δύο φίλοι δεν συνεφώνουν εις τας μοναστικάς αντιλήψεις. Ο Βασίλειος ωργάνωσε κοινοβιακώς τους μοναχούς του και τους έθεσε καθήκοντα κοινωνικά και φιλανθρωπικά. Ο Γρηγόριος, δεικνύων και εις τούτο τας τάσεις του, δεν είχεν εκκαθαρίσει τας προτιμήσεις του. Εθεώρει την ενεργόν άσκησιν εις το κοινόβιον ή το φιλανθρωπικόν ίδρυμα ως πράξιν , την δε αδρανή διαβίωσιν εις την ερημίαν ως θεωρίαν . Από τότε οι δύο αυτοί όροι χαρακτηρίζουν τα δύο κύρια στάδια της μοναχικής ασκήσεως.
Πράξιν προτιμήσειας η θεωρίαν;
Όψις τελείων έργον, η δε πλειόνων.
Άμφω μεν εισι δεξιαί τε και φίλαι,
συ δε προς
ην πέφυκας, εκτείνου πλέον 3 .
Όταν ο Γρηγόριος ηναγκάσθη να επιστρέψη εις την Ναζιανζόν πλησίον του πατρός του, που είχεν ανάγκην της βοηθείας του, διετήρησε ζωηράν ανάμνησίν της εκεί διαβιώσεως· της ψαλμωδίας, των αγρυπνιών, της προς τον Θεόν ανόδου δια της προσευχής, της κοινωνίας με τους αδελφούς, αλλά και των άλλων ευτελέστερων έργων 4.
Ο πατήρ του ήτο πολύ γέρων, ενενήντα ετών περίπου, και ήτο ανίκανος να διείσδυση εις την έννοιαν των λεπτών θεολογικών διακρίσεων που συνεκλόνιζον τότε την Εκκλησίαν. Είχε λοιπόν ανάγκην βοηθού και κανείς δεν ήτο δια το έργον τούτο καταλληλότερος από τον Γρηγόριον. Ησκήθη μεγάλη πίεσις επ αυτού, δια να δεχθη την χειροτονίαν εις πρεσβύτερον, μολονότι υπήρχε διπλή υπόσχεσις προς τούτο. Η ευσεβής μήτηρ του εις τας προσευχάς της ν αποκτήση υιόν είχεν υποσχεθή, ότι θα τον αφιέρωνεν εις τον Θεόν. Ο ίδιος πάλιν όταν μετέβαινεν από την Αλεξάνδρειαν εις τας Αθήνας και πλησίον της Κύπρου έπεσεν εις τρικυμίαν, κατά τον κίνδυνον, που είχεν αποκαρδιώσει όλους τους συνεπιβάτας, ανενέωσε την μητρικήν υπόσχεσιν εζήτησε την σωτηρίαν και προσέφερεν εαυτόν δώρον γης και θαλάσσης, εξηγνισμένον από το τάμα της μητρός και τους εξαίσιους φόβους 5.
Υποχωρών εις τας τόσας παρακλήσεις, εχειροτονήθη πρεσβύτερος πιθανώς εις τα τέλη του 362, αλλ’ αμέσως έπειτα μετανόησε, και τα Θεοφάνεια του 363 εγκατέλειψε τα πάντα και έφυγεν.
Ούτω μεν ουν ήλγησα τη τυραννίδι...ώστε πάντων αθρόως, φίλων, φυσάντων, πατρίδος, γένους λυθείς, ως οι μύωπι των βοών πεπληγότες, εις Πόντον ήλθον της ανίας φάρμακον θήσων εμαυτώ των φίλων τον ένθεον 6.
Διατί τώρα έφυγεν ο Γρηγόριος; Εις τους ανωτέρω στίχους προβάλλει τον πόνον από τον εκβιασμόν εις την πρώτην ομιλίαν μετά την επιστροφήν λέγει ότι ηθέλησεν «επισκέψασθαι εαυτόν» 7. Αι δύο δικαιολογίαι δεν διαφέρουν πολύ εις την ουσίαν, συμφωνούν δε οπωσδήποτε με την ιδέαν που είχεν ο Γρηγόριος περί της ιερωσύνης. Εντρέπετο δια λογαριασμόν εκείνων που, χωρίς να είναι καλύτεροι απ τους κοινούς ανθρώπους, αν δεν είναι και χειρότεροι, εισέρχονται εις τα ιερώτατα με άνιπτα χέρια και αμύητους ψυχάς, και συνωθούνται περί την αγίαν Τράπεζαν, πριν γίνουν άξιοι να πλησιάσουν τα ιερά, νομίζοντες ότι το αξίωμα αυτό δεν είναι τύπος της αρετής αλλά μέσον βιοποριστικόν, δεν είναι λειτούργημα υπεύθυνον, αλλ εξουσία κοινή 8.
Συνήλθε συντόμως από την ταραχήν. Ο Βασίλειος τον εκράτησε πλησίον του δύο ή τρεις μήνας, δια να τον αναψύξη και τον ανάπαυση· τέλος τον συνεβούλευσε να επιστρέψη, πράγμα το οποίον έπραξεν εκείνος ευχαρίστως πλέον. Επί δέκα περίπου έτη όλον το βάρος του εκκλησιαστικού έργου εις την Ναζιανζόν έπεσεν εις τους ώμους του.
Ηκολούθησεν έπειτα επεισόδιον που εδοκίμασε την φιλίαν του με τον Βασίλειον. Ο αυτοκράτωρ Ουάλης, του οποίου τους εκφοβισμούς απέκρουσεν ο Βασίλειος, εύρε πλάγιον τρόπον να καταπολέμηση και μειώση τον απτόητον ιεράρχην· εχώρισε την Καππαδοκίαν εις δύο επαρχίας, κατέστησε δε και τα Τύανα, πρωτεύουσαν της δευτέρας, μητρόπολιν, ούτως ώστε η περιοχή να διαιρεθή και εκκλησιαστικώς. Ο Βασίλειος, δια ν’ αντιδράση κατά το δυνατόν εις τα σχέδια του αιρετικού αυτοκράτορος, διώρισεν εις τας μεθοριακάς κώμας ιδικούς του επισκόπους, ετοποθέτησε δε τον Γρηγόριον ως επίσκοπον των Σασίμων. Ούτος, υποκύψας και πάλιν, εχειροτονήθη εις την Ναζιανζόν από τον πατέρα του και τον Βασίλειον, αλλ’ είχεν ήδη από της πρώτης στιγμής απογοητευθή.
Τα Σάσιμα ήσαν μικρός σταθμός εις την λεωφόρον της Καππαδοκίας, που εσχίζετο εκεί εις τρεις δρόμους, άνυδρος και πολυθόρυβος από τους περαστικούς· δεν είχε λοιπόν κανέν πλεονέκτημα των χωρίων και κανένα πλεονέκτημα των πόλεων. Και το χειρότερον ήτο, οτι ο Άνθιμος Τυάνων διεξεδίκει το χωρίον δια την επαρχίαν του, ο δε Γρηγόριος δεν είχε καμμίαν ορεξιν δι έριδας.
Βεβαίως ο Βασίλειος εγνώριζεν ότι το χωρίον αυτό δεν ήτο κατάλληλον ν’ αποτελέση την επισκοπικήν έδραν του Γρηγορίου. Ήθελε να ετοποθετείτο ο αδελφικός του φίλος εις επισκοπήν ανάλογον με τα προσόντα του· αλλ αύτη θα ήτο ολόκληρος η οικουμένη συνηγμένη εις εν. Επειδή δε τούτο ήτο αδύνατον, εσκέφθη να τον καταστήση επίσκοπον όχι τιμώμενον από την θέσιν, αλλά τιμώντα την θέσιν 9. Ο Γρηγόριος επεσκέφθη το χωρίον δι ολίγον, αλλά δεν ελειτούργησεν ούτε παρέμεινεν εκεί. Κατελήφθη από την συνήθη ψυχολογίαν της φυγής.
Πάλιν φυγάς τις και δρομαίος εις όρος,
κλέπτων φίλην δίαιταν,
εντρύφημ εμού.
Η παράκλησις του πατρός του δεν ίσχυσε να τον πείση να επανέλθη εις τα Σάσιμα. Ενεθυμείτο δε πάντοτε το επεισόδιον αυτό που του εστοίχισεν αργότερα πολλάς στενοχώριας.
Επείσθη όμως τουλάχιστον να έλθη εις την Ναζιανζόν, οπού και πάλιν εβοήθησε τον πατέρα του μέχρι του θανάτου του, συμβάντος το 374. Αφού ετακτοποίησε τα πράγματα της επισκοπής, προέτρεψε τους συμπατριώτας του να εκλέξουν νέον επίσκοπον, βλέπων δε την απροθυμίαν των υπωπτεύθη ότι εσχεδίαζον να τοποθετήσουν αυτόν εις την κενήν εδραν. Απεφάσισε λοιπόν να φύγη και πάλιν.
Ήλθον εις Σελεύκειαν φυγάς 10.
Αλλ’ ενώ έφευγε πάντοτε τον κόσμον, ο κόσμος εύρισκε τρόπον να τον επαναφέρη. Με πολύ πνεύμα λέγει ο ίδιος εις ένα στίχον του· «φαίνεται ότι δεν ήμουν αρκετά ταχύς φυγάς»! .
Εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολιν, είχον επικρατήσει επί σαράντα έτη οι αρειανοί. Η αυτοκρατορική αυλή και ο στρατός, που εκυριαρχούντο από τους βαρβάρους Γότθους, ηυνόουν την αίρεσιν, η οποία εφαίνετο περισσότερον εύκαμπτος εις τας κοσμικάς αδυναμίας παρ όσον οι αυστηροί ίεράρχαι, ως ο Αθανάσιος και ο Βασίλειος. Εις το τέλος του 378 ανελήφθη προσπάθεια και εκ των εσω και εκ των έξω προς αντίδρασιν κατά της αρειανής επιβολής. Η Ορθόδοξος κοινότης της Κωνσταντινουπόλεως εζήτησε πλέον άνδρα ικανόν να την θερμάνη και να την οργανώση, ώστε ν αντιμετώπιση επιτυχέστερον τον μέχρις αφανισμού κίνδυνον από τους αρειανούς. Οι επίσκοποι δεν ηδύναντο να εύρουν καταλληλότερον πρόσωπον από τον Γρηγόριον, διότι πράγματι κανείς δεν είχε την ιδικήν του δύναμιν και αγιότητα. Σύνοδος εις την Αντιόχειαν προσέθεσε και την ιδικήν της παράκλησιν. Τέλος ο Γρηγόριος εδέχθη ν΄ αναλάβη το έργον, μολονότι, και πάλιν προέβαλεν ασθενείς αντιρρήσεις.
Ούτω μεν ήλθον ουχ εικών, αλλ ανδράσι κλαπείς βιαίως, ως λόγον συνήγορος 11.
Αλλ η αντίδρασίς του τώρα ήτο ασήμαντος. Αν ήτο δυνατόν ν’ ανατάμη την ψυχήν του, θα εύρισκεν εις το βάθος της παραμερισμένον κάποιον κρυφόν πόθον να μεταβή και εργασθή εκεί, πόθον ο οποίος ήδη εδυναμώνετο. Διατί άραγε ήλλαξε τόσον; Διότι ήδη απέκτησε την συνείδησιν ηγέτου της Ορθοδοξίας. Αρχηγός του μετώπου των ορθοδόξων ανεγνωρίζετο από την συνείδησιν της Εκκλησίας μέχρι του 373, ο Μέγας Αθανάσιος· από του έτους αυτού κατέλαβε την θέσιν ταύτην ο Μέγας Βασίλειος. Με τον θάνατον και τούτου, η θέσις εκενώθη, εχρειάζετο δε να τεθη εις την κεφαλήν του αγώνος νέος ισχυρός ανήρ. Ο Γρηγόριος δεν ησθάνετο βεβαίως τόσον ισχυρόν τον εαυτόν του, αλλ είχε θερμόν ζήλον δια την Ορθοδοξίαν και εσωτερικήν φλόγα όσον κανείς άλλος, και οπωσδήποτε κάποιος έπρεπε να ευρεθή. Όταν δε ανέλαβε το έργον απέδειξεν ότι υπετίμα τον εαυτόν του επί πολλά ετη.
Οι αντίπαλοί του δεν ανησύχησαν αμέσως. Τι ηδύνατο να επιτύχη εις την πρωτεύουσαν αυτός ο ερημίτης, που, ενώ ήτο πενήντα μόνον ετών, εφαίνετο ήδη υπέργηρος από την ασθένειαν, την νηστείαν και την σκληραγωγίαν; Η δυσμενής εντύπωσις δεν επρόκειτο βέβαια να διασκεδασθή από το πτωχόν παρουσιαστικόν του. Ίσως να κατεπλάγησαν από την εμφάνισιν και εκείνοι που τον είχον καλέσει.
Αλλ’ ο Γρηγόριος ανέτρεψεν εντός ολίγου χρόνου την εντύπωσιν αυτήν. Αι συναθροίσεις των ορθοδόξων που εγίνοντο αρχικώς κατ’ οίκον, συντόμως εστεγάζοντο εις νέον ναόν, ονομασθέντα της Αναστασίας. Εκεί αντήχησεν ο λόγος της ευσέβειας και εκεί εξεφωνήθησαν οι Λόγοι περί Θεολογίας. Οι ακροαταί, κατά τας συνήθειας της εποχής, εξέσπων εις χειροκροτήματα και επιδοκιμασίας. Ανεγνωρισμένοι και κρυφοί στενογράφοι κατέγραφον τα λεγόμενα. Η φήμη του κήρυκος διεδόθη ταχέως και το ακροατήριον επλήθυνε και εποίκιλλεν, πολυάριθμοι δε από τους αιρετικούς ακροατάς επανελάμβανον την επίσκεψιν, μέχρις ότου εγίνοντο μέλη της ορθοδόξου Εκκλησίας. Εις τους ακροατάς προσετίθεντο δόκιμοι θεολόγοι από μακρυνάς επαρχίας· ο Ιερώνυμος από την Δύσιν, και ο Ευάγριος από την Ανατολήν.
Οι διωγμοί που εξαπέλυσαν οι αιρετικοί δεν έκαμψαν την δραστηριότητά του, δεν ηδύνατο όμως ούτος ν’ ανεχθή τας εσωτερικάς έριδας και την αχαριστίαν. Εις την πρωτεύουσαν τον επεσκέφθη ο κυνικός φιλόσοφος Μάξιμος. Ήτο ακάθαρτος, αλλ’ ο Γρηγόριος τον ηγάπησε δια την ασκητικότητα, την λιτότητα και την ορθοδοξίαν του. Τον εφιλοξένησε, τον εβάπτισε και τον εχειροτόνησε πρεσβύτερον και εκείνος εφιλοδόξησε να καταστή κρυφίως αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, ανατρέπων το έργον του ευεργέτου του. Η ανάμιξις εις την συνωμοσίαν και του Πέτρου Αλεξανδρείας επλήγωσε τον Γρηγόριον βαθύτατα 12. Δεν εκουράζετο από τον πόλεμον, εκουράσθη όμως από τας αντιζηλίας και τας αντιλογίας και ενεθυμήθη την παλαιάν του τακτικήν. Απροσδοκήτως εξεφώνησεν εις τον ναόν λόγον αποχαιρετιστήριον και έφυγεν εις παραθαλασσίαν εξοχήν, αλλ αι παρακλήσεις και τα δάκρυα του λαού τον μετέπεισαν να επιστρέψη, αφού ησύχασε και ανεπαύθη επ ολίγον.
Παρά την συνέχισιν των αντιδράσεων, ο Γρηγόριος ολίγον αργότερα εδοκίμασε την μεγαλυτέραν χαράν της ζωής του. Ο νέος αυτοκράτωρ Θεοδόσιος, προερχόμενος από την Θεσσαλονίκην, εισηλθεν εις την πρωτεύουσαν και αμέσως ετάχθη υπέρ των θεολογικών απόψεων του Ιεράρχου. Ακολουθών την επιθυμίαν του λαού, ηθέλησε να εγκαταστήση επισήμως τούτον ως αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, δια να επαλήθευση ό,τι είχεν είπει προ ετών ο Βασίλειος περί έδρας της οικουμένης. Αλλ’ ο Γρηγόριος δεν εδέχθη. Εθεώρει αναγκαίαν την τακτοποίησιν των πραγμάτων υπό τον όρον ότι θα επέστρεφεν έπειτα εις την προσφιλή του ύπαιθρον.
Η διευθέτησις των εκκλησιαστικών υποθέσεων ήτο πράγμα επείγον και το 381 συνήλθεν η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, εις την οποίαν μετέσχον επίσκοποι της Ανατολής μόνον. Πρώτον μέλημα της συνόδου ήτο ν ανακήρυξη τον Γρηγόριον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, αυτός δε εδέχθη το βάρος παρά τας αρχικάς αντιρρήσεις, υποχωρήσας και πάλιν. Ούτως ικανοποιήθη ο πόθος του λαού της πρωτευούσης. Μετ’ ολίγον διεδέχθη τον Μελέτιον Αντιοχείας εις την προεδρίαν της Συνόδου.
Έως τότε ο Γρηγόριος έδειξεν εις την Κωνσταντινούπολη όλην την δύναμίν του, αλλ’ ήδη επρόκειτο να δείξη και την αδυναμίαν του. Ήτο άμετρος των διπλωματικών ελιγμών και κατώρθωσεν εντός ολίγου χρόνου να δυσαρέστηση όλας τας ελαφρώς διαφωνούσας παρατάξεις των ορθοδόξων. Οι συμμετέχοντες εις την σύνοδον ανήκον εις την μετριοπαθή μερίδα των οπαδών της Νικαίας. Μετά τον θάνατον του Μελετίου Αντιοχείας, επισκόπου των μετριοπαθών, ο Γρηγόριος επρότεινε να μη εκλεγή νέος επίσκοπος από την μερίδα αυτήν, αλλά ν’ αναγνωρισθεί από όλους ο επίσκοπος της αυστηράς μερίδος Παυλίνος. Ούτω δυσηρέστησε τους μετριοπαθείς φίλους του, ενώ συγχρόνως οι αυστηροί επίσκοποι Αιγύπτου και Μακεδονίας ήσαν ανέκαθεν δυσμενώς διατεθειμένοι προς αυτόν, δεν ήτο δε εύκολον να μεταστραφούν με την ενέργειάν του εκείνην. Όταν οι επίσκοποι των δύο αυτών χωρών προσήλθον καθυστερημένοι εις την σύνοδον, έθεσαν ζήτημα κανονικότητος της εγκαταστάσεως του Γρηγορίου. Ήτο επίσκοπος Σασίμων και δεν επετρέπετο τότε η μετάθεσις των επισκόπων. Ο Γρηγόριος ηδύνατο βέβαια ν αντιτάξη, ότι δεν είχε ποτέ εγκατασταθή εις τα Σάσιμα και συνεπώς κατ’ ουσίαν δεν υπήρξεν επίσκοπος της έδρας εκείνης· τούτο όμως είχε δι’ αυτόν μικράν σημασίαν. Και μόνον το γεγονός ότι ηγέρθη τοιούτον ζήτημα τον επίκρανε θανασίμως. Ήθελον ν’ απαλλαγούν απ’ αυτόν; Αλλ’ αυτός εγνώριζε καλά τον δρόμον της φυγής. Ανήλθεν εξαφνικά εις την προεδρικήν έδραν και απήγγειλε λόγους που άφησαν έκπληκτους τους συνέδρους. Εάν ήτο αυτός αίτιος της διαιρέσεως, ας τον έρριπτον εις την θάλασσαν σαν τον Ιωνάν, δια να παύση η τρικυμία 13.
Πριν αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολη απηύθυνεν από τον άμβωνα της Αναστασίας προς τους επισκόπους και τον λαόν τον συγκινητικόν Συντακτήριον Λόγον, εις τον οποίον εφανέρωσεν όλον το μεγαλείον της πνευματικής και ηθικής δυνάμεώς του. Δικαιολογεί την απόφασίν του ν’ αποχωρήση και αποχαιρετά όλους άλλοτε με πόνον, άλλοτε με σοβαρότητα, άλλοτε με ειρωνείαν, αλλά πάντοτε χωρίς μνησικακίαν.
Το ποίμνιον τούτο, τους έλεγεν, ήτο κάποτε μικρόν, ασύντακτον, ανοργάνωτον, χωρίς επίσκοπον δεν είχε τόπον να βόσκηση ούτε μάνδραν να ησυχάση· επλανάτο εις ορη, εις σπήλαια και εις οπάς της γης. Και τώρα έγινε πολυάριθμον και γεμάτον σφρίγος. Ο ποιμήν εκοπίασε πολύ να το φέρη εις αυτήν την κατάστασιν και δικαιούται να ζήτηση αμοιβήν. Δεν είναι άμισθος εργάτης αυτός· πρέπει να του δώσουν μισθόν δια τους κόπους του. Όχι βέβαια τον μισθόν που θα υπωπτεύοντο μερικοί· απλώς να τον αναπαύσουν από τους κόπους, να σεβασθούν τ’ άσπρα μαλλιά του, να τιμήσουν την ξενητιάν.
Τι τους χρειάζεται τώρα αυτός ο δειλός και άνανδρος γέρων, που με δυσκολίαν απαγγέλλει και τούτους τους λόγους; Έπειτα εκουράσθη ακούων να τον κατηγορούν ως επιεική· εκουράσθη να μάχεται με λόγους και με ζήλον εναντίον έχθρων και συμμάχων δεν υποφέρει πλέον τας ιπποδρομίας και τα θέατρα των.
Και τελειώνει με αυτόν τον επίλογον 14: «Χαίρε, Αναστασία μου, που έγινες επώνυμος της ευσέβειας, διότι συ μας ανέστησες τον λόγον που κατεφρονείτο ακόμη τότε· τοποθεσία της νίκης, νέα Σηλώμ, όπου εγκατεστήσαμεν την σκηνήν που περιεφέρετο εις την έρημον σαράντα χρόνια... Χαίρε, καθέδρα μου, αυτό το επίφθονον και επικίνδυνον ύψωμα, το συνέδριον των αρχιερέων, το τιμημένον από τον σεβασμόν των ιερέων και τον χρόνον. Χαίρετε, χοροστασίαι των μοναχών, αρμονίαι των ψαλτών, σύλλογοι των χηρών και των ορφανών, οφθαλμοί των πτωχών που κυττάζετε προς τον Θεόν και προς ημάς. Χαίρετε, θαυμασταί των λόγων μου, πύυ συναθροίζεσθε τρέχοντες και στενογραφίδες φανεραί και κρυφαί και συ η κιγκλίς που παραβιάζεσαι από τους συνωθουμένους δια την ακρόασιν των λόγων. Χαίρετε βασιλείς και ανάκτορα και υπάλληλοι και αυλικοί των βασιλέων οι οποίοι εις μεν τον βασιλέα δεν ξεύρω αν είσθε πιστοί, αλλ’ εις τον Θεόν ξεύρω ότι είσθε κατά το πλείστον άπιστοι. Χειροκροτήσατε, κραυγάσατε, σηκώσατε υψηλά τον ρήτορά σας. Θα σιγήση εις το εξής η δηκτική και φλύαρος γλώσσα, αλλά βεβαίως δεν θα σιγήση διαπαντός· διότι θα πολεμήση με την χείρα και την μελάνην απλώς θα σιγήση προς το παρόν μόνον... Τεκνία, να μου φυλάξετε την παρακαταθήκην, να μου ενθυμείσθε τους λιθοβολισμούς. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μαζύ σας. Αμήν».
Ο Ιεράρχης με την γλυκύτητα της ψυχής και την δύναμιν του λόγου έφυγε δια τελευταίαν φοράν εις την ερημίαν, απεσύρθη εις την γενέτειραν. Η Ορθοδοξία είχεν ανδρωθή πλέον και δεν είχεν ανάγκην των υπηρεσιών του. Εις το τέλος του ποιήματος που εχρησιμοποιήσαμεν ήδη επανειλημμένως περιέκλεισεν όλην την μελαγχολίαν του· εζήτει να κατοίκηση μίαν ερημίαν από κακά, όπου θα του εγίνοντο γηροκόμοι η ζήτησις του θείου και η ελαφρά ελπίς των άνω· εις την Εκκλησίαν δεν είχε να δώση παρά το δάκρυον.
Ζητώ τιν οικείν εκ κακών ερημίαν, ου μοι το θείον νω μόνω ζητουμενον, ελπίς τε κούφη των άνω, γηροτρόφος. Εκκλησίαις δε τι δώσομεν; το δάκρυον εις τούτο γαρ με και συνήγαγε Θεός, πολλοίς ελίσσων την εμήν ζωήν στροφαίς.
Δεν τελειώνει όμως με τόσην απαισιοδοξίαν· η χριστιανική πίστις έρχεται να δώση εις τα διαλογήματα εν στοιχείον ανανεώσεως και ασφαλείας.
Η ποί προβήσετε ; ειπέ μοι, Θεούν Λόγε· εις την άσειστον εύχομαι κατοικίαν, ένθα Τριάς μου και το σύγκλητον σέλας· ης νυν αμυδρώς ταις σκιαίς υψούμεθα 15.
Απομονωμένος εις το αγρόκτημα όπου είχε γεννηθή, εύρε την πρόσκαιρον ανάπαυσιν, μέχρις ότου ανεπαύθη οριστικώς από τους κόπους του κόσμου αυτού.

 

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Μοναχός Μωυσής, Η Περιτομή του Κυρίου και ο Μ. Βασίλειος


Μοναχός Μωυσής, Η Περιτομή του Κυρίου και ο Μ. Βασίλειος
Η Περιτομή του Κυρίου και ο Μ. Βασίλειος
Γράφει ο μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Η Περιτομή του Κυρίου -μια εορτή όχι και τόσο γνωστή- και η μνήμη του Μ. Βασιλείου εορτάζονται την 1η Ιανουαρίου (στο Άγιον Όρος, όπως γνωρίζετε, τις γιορτάζουμε 13 μέρες μετά).Οκτώ μέρες λοιπόν μετά τη γέννησή Του ο Χριστός δέχθηκε την περιτομή κατά το έθιμο. Ο ίδιος αργότερα, με το βάπτισμα, κατάργησε την περιτομή, που ήταν νομοθετημένη από την εποχή του πατριάρχη Αβραάμ. Υπακούοντας στον νόμο δέχθηκε ο Χριστός την περιτομή, κάτι που για μία ακόμη φορά μας διδάσκει την ταπείνωση και την υπακοή. Μας λέει να περιτέμνουμε το κακό, τους κακούς λογισμούς, τις παθογόνες μνήμες. Την ημέρα αυτή, κατά τους Ιουδαίους, ο Χριστός πήρε όνομα. Ονομάστηκε Ιησούς, που σημαίνει Σωτήρας.
Ιησούς ονομάστηκε πρώτα από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Άγγελος Κυρίου είπε και στον Ιωσήφ ότι θα ονομαστεί Ιησούς. Ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται επίσης και Μεσσίας, Εμμανουήλ, που σημαίνει ο Θεός είναι μαζί μας, Υιός του Θεού και Υιός του ανθρώπου.
Ονομάζεται επίσης Κύριος, Φως του κόσμου, Άρτος ζωής, ο Ποιμήν ο καλός, η Ανάσταση, η Ζωή, η Αλήθεια, το Φως, η Άμπελος, ο Αστέρας ο πρωινός.
Την ίδια μέρα εορτάζουμε τη μνήμη του Αγίου Ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου. Υπήρξε θεολόγος, φιλόσοφος, ρήτορας, φυσικός, μαθηματικός, ιατρός, επίσκοπος, συγγραφέας, φιλόπτωχος και φιλάνθρωπος. Ολοκληρωμένη προσωπικότητα, φίλος του Θεού, ευεργέτης της ανθρωπότητος, σοφός και συνετός. Η συμβολή του στην παιδεία σπουδαία. Η κοινωνία δίκαια τον τιμά και τον θαυμάζει. Φωτισμένος, με άγιο βίο, ζωντανό παράδειγμα. Φίλος της αρετής, προετοιμασμένος για τον θάνατο. Γνώριζε μόνο τους δρόμους της εκκλησίας και του σχολείου. Όπως λέει, είμαστε εικόνες Θεού, αλλά ελεύθερα θα πρέπει να του μοιάσουμε. Χρειάζεται συνεχής αγώνας για αυτό. Από νωρίς να δίνουμε καλή αγωγή στα παιδιά, να τ’ ανεβάζουμε στον ουρανό. Οι γονείς έχουν ευθύνη για την κατάσταση του σπιτιού, όταν επικρατούν νεύρα, θυμοί, ζήλιες, ύβρεις, ασωτίες και παρεκτροπές.
Τονίζει για τον δάσκαλο ότι πρέπει να είναι ευγενικός, ανεκτικός, ευσπλαχνικός και μεγαλόψυχος, ότι πρέπει να θεραπεύει το κάθε πάθος με διάκριση και να συμβουλεύει με πραότητα.
Ο ιεροκήρυκας πρώτιστα να είναι ελεήμονας, καθώς δεν είναι διανοούμενος αλλά φωτισμένος από τον Θεό.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Κυνηγώντας τον βάτραχο…στο φως της νήψεως

Κυνηγώντας τον βάτραχο…στο φως της νήψεως

Από το ομώνυμο βιβλίο του  Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Κορναράκη
1. Ο πονηρός βάτραχος της Κλίμακος του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου.
Ο όσιος Ιωάννης, συγγραφέας της Κλίμακος μας δίνει μία θαυμάσια εικόνα της συμπεριφοράς και της δράσεως του πονηρού λογισμού στον ανθρώπινο νου με την ανύποπτη και αφανή, για τον πνευματικό αγωνιστή, παρέμβασή του στην μετατροπή ενός αγαθού λογισμού σε πονηρό!Ο λογισμός αυτός εικονίζεται στο κείμενο της Κλίμακος με την μορφή του αθώου και ουσιαστικά ακίνδυνου, στην πραγματική και φυσική του εικόνα, για την ανθρώπινη ζωή βατράχου.
Γράφει λοιπόν ο όσιος Ιωάννης:
«Μερικές φορές, καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές, αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και έναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπεπλεγμένες μαζί τους. Επί παραδείγματι, με τη φιλοξενία συμπλέκεται η γαστριμαργία, με την αγάπη η πορνεία… με τη φρόνηση η πονηρία, με την πραότητα η υπουλότης και η νωθρότης και η οκνηρία και η αντιλογία και η ιδιορρυθμία και η ανυπακοή. Με την σιωπή η διδασκαλική υπεροψία. Σε όλα αυτά ακολουθεί ωσάν κοινό κολλύριο η μάλλον δηλητήριο, η κενοδοξία» (1).
***
Σύμφωνα με το κείμενο αυτό του οσίου Ιωάννου της Κλίμακας, το πρόβλημα της θεοφιλούς κατακτήσεως της νήψεως, της κορυφαίας αυτής αρετής της ορθοδόξου βιοτής, εντοπίζεται στην δυνατότητα του πνευματικού αγωνιστού, του πιστού, να αντιλαμβάνεται την παρουσία και τις κινήσεις στο νου του του απεχθούς αυτού βατράχου και να εξουδετερώνει έγκαιρα την κακοποιό, εις βάρος του αγιασμού του, δραστηριότητά του.
Προϋπόθεση βέβαια για την ύπαρξη της ικανότητος αυτής του πνευματικού αγωνιστού είναι η καθαρότητα του νου του από εμπαθείς λογισμούς και παθογόνα νοήματα, δηλαδή η καθαρότητά του από τα ποικίλα πάθη.
Όσο περισσότερο καθαίρεται από τα πάθη ο πνευματικός αγωνιστής, τόσο καθαρότερα μπορεί να αντιλαμβάνεται στο νου του την παρουσία του πονηρού βατράχου.
Επομένως το κυνηγητό του βατράχου, στο οποίο αποδύεται ο εν λόγω αγωνιστής, συμπίπτει με την κάθαρση του νου, επειδή η παθογένεση των πονηρών λογισμών στην ανθρώπινη ψυχή δημιουργείται και εμπεδώνεται, ως τρόπος προσωπικής ζωής, από τον επιδέξιο και ακοίμητο μάστορα και τεχνίτη της δημιουργίας των παθών, τον δαιμονικό λογισμό, από την χορεία των πνευμάτων της πονηρίας, τα οποία ακούραστα κυκλώνουν συνεχώς τον ανθρώπινο νου.
Κυνηγώντας λοιπόν τον βάτραχο, τον πονηρό λογισμό, ο πνευματικός αγωνιστής κάνει ουσιαστικά βήματα προς την καθαρότητα του νου για την κατάκτηση της νήψεως. Προλαμβάνει έτσι τον σκοτασμό του νου, την καταλυτική αιχμαλωσία και υποδούλωσή του στην κυριαρχία των παθών.
Αλλά το ερώτημα είναι εύλογο:
- Γιατί άραγε ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της Κλίμακας, ονομάζει ή χαρακτηρίζει τον πονηρό λογισμό βάτραχο;
Επειδή φρονεί βέβαια ότι το μικροσκοπικό αυτό ζωάκι, ο βάτραχος, έχει χαρακτηριστικά κινήσεως και δράσεως, τα οποία συμπίπτουν κατά ένα μεγάλο μέρος με τις δόλιες συμπεριφορές του πονηρού λογισμού! Όπως λ.χ.,
1) Το πηδηχτό περπάτημα του βατράχου που του επιτρέπει να κάνει αιφνίδιες κινήσεις και απρόβλεπτες, ως προς την κατεύθυνσή τους, για εκείνον τον άνθρωπο που θα ήθελε να τον συλλάβει.
2) Καθώς το δέρμα του βατράχου είναι συνήθως υγρό και γλοιώδες από τον βυθισμό του στην ελώδη κατοικία του, προσθέτει το γεγονός αυτό μία ακόμη δυσκολία πιασίματος του βατράχου. Τον βάτραχο δεν τον πιάνεις εύκολα! Όπως ακριβώς τον πονηρό λογισμό!
3) Ιδιαίτερα ο υγροβάτραχος (2) έχει την δυνατότητα να εξαφανίζεται απρόοπτα στα βαθιά λασπώδη ύδατα της κατοικίας του αυτής. Κρύβεται αιφνίδια και αιφνίδια εμφανίζεται. Βυθίζεται και αναδύεται, κυριαρχεί με άνεση στον υγρό όγκο του έλους του. Και τέλος,
4) Με την απεχθή και αποκρουστική, για τα ανθρώπινα μάτια, εικόνα του, αλλά και για τον φόβο τυχόν μολύνσεως, ο άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ οικείος με το μικρό αυτό και άφιλο από τη φύση του ζωάκι. Τον βάτραχο οι περισσότεροι άνθρωποι τον απεχθάνονται, τον «συχαίνονται»! Έτσι βέβαια πρέπει να συμπεριφέρονται και στον πονηρό λογισμό.
Ήδη λοιπόν αυτά και μόνο τα χαρακτηριστικά του βατράχου, κατά ένα μεγάλο μέρος, αντιστοιχούν και στον πονηρό λογισμό. Το «περπάτημα» του πονηρού λογισμού είναι «πηδηχτό»! Ακόμα κι αν έχεις μάτι νηπτικό, μόλις τον βλέπεις μέσα σου, τον χάνεις γρήγορα από το οπτικό πεδίο του νου σου, για να σε αιφνιδιάσει κάποια άλλη στιγμή, με μία άλλη παρόμοια συμπεριφορά του και με τη δαιμονική μάσκα κάποιων άλλων δόλιων, πιθανώς «αγαθών», λογισμών.
Τον πονηρό λογισμό δεν μπορείς, μόλις τον δεις μέσα σου, να τον «πιάσεις»! Δηλαδή να κατανοήσεις και να συγκρατήσεις το ιδιαίτερο νόημά του για την προσωπική πνευματική σου ζωή. Από τη φύση του είναι επιδεκτικός πολλών ερμηνειών και εκτιμήσεων. Γι’ αυτό εξάλλου τον λόγο, συσκοτίζει πολλές φορές το ιδιαίτερο νόημά του, για να σου προκαλέσει απορίες και ερωτήσεις, χωρίς διαφωτιστικές απαντήσεις για τη δική σου προσωπική πειρασμική προσβολή.
Στον νυκτερινό ουράνιο θόλο του σύμπαντος υπάρχουν κάποιες φορές διάττοντες αστέρες! Μας δείχνουν για κλάσμα δευτερολέπτου την τροχιά τους, για να χαθούν αμέσως από το ανθρώπινο μάτι στο βαθύ και χαώδες απέραντο νυκτερινό σκοτάδι!
Δεν υπάρχουν όμως διάττοντες αστέρες μόνο στον φυσικό ουρανό. Υπάρχουν και διάττοντες πειρασμικοί λογισμοί στην ανθρώπινη ψυχή, που την αιφνιδιάζουν και την προβληματίζουν, πολύ περισσότερο βέβαια από το αιφνίδιο πήδημα του βατράχου μέσα στο σκοτεινό νερό του έλους!
«Ομιλούν, παρατηρεί ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακας, οι πιο ακριβολόγοι από τους γνωστικούς Πατέρας και για μία άλλη έννοια, λεπτότερη από τις προηγούμενες, η οποία σύμφωνα με ορισμένους αποκαλείται παραρριπισμός του νοός (σ.σ.: έντονο και αιφνίδιο δαιμονικό φύσημα στο νου). Αυτή η έννοια παρευθύς, χωρίς να μεσολαβήσει χρόνος η λόγος η εικόνα, παρουσιάζει με περισσότερη οξύτητα το πάθος στον άνθρωπο. Ανάμεσα στα πνεύματα του κακού τίποτε δεν υπάρχει πιο ταχύ και πιο αδιόρατο. Με μόνη την λεπτή και απλή ενθύμηση, αχρόνως, αφθάστως, σε πολλούς δε και αγνώστως παρουσιάζεται μέσα στην ψυχή. Εάν δε κάποιος μπόρεσε δια μέσου του πένθους να κατανοήσει την λεπτότητα αυτού του πνεύματος, αυτός μπορεί να μας διδάξει πως γίνεται με μόνη την δράση, με ένα ανεπαίσθητο βλέμμα και άγγιγμα χεριού και άκουσμα μελωδίας, χωρίς καμιά έννοια και σκέψη, να πορνεύσει εμπαθώς η ψυχή» (3).
***
Ο πονηρός Λογισμός είναι πράγματι ένας βάτραχος επικίνδυνος. Έχει δυστυχώς στη διάθεσή του όλο τον «ουρανό» του ανθρώπινου νου και όλο τον αδιάστατο χώρο του ανθρώπινου ψυχισμού. Είναι σε θέση να περπατάει όχι μόνο τον σαρκικό χώρο, άλλα και τον πνευματικό. Κυκλοφορεί άνετα και εν αγνοία μας, τις πιο πολλές φορές, στους εσωτερικούς άλλα και στους εξωτερικούς χώρους της υπάρξεως! Στο νου μας, στα αισθήματά μας, στις αισθήσεις μας και στις επιθυμίες μας, άλλα και στις συμπεριφορές μας, και στις πράξεις και στα έργα μας. Κυκλοφορεί μέσα και έξω στους χώρους αυτούς σαν να είναι στο σπίτι του!
***
Ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα επιβεβαιώσει το γεγονός αυτό με τον φωτισμό της δίκης του πνευματικής εμπειρίας.«Ο κόσμος κυριαρχείται από το πάθος της κακίας και δεν το γνωρίζει. Δυστυχώς υπάρχει πυρ ακάθαρτο (πονηρό), το οποίο φλογίζει την καρδιά και από εκεί διατρέχει όλα τα μέλη και προτρέπει τους ανθρώπους σε πράξεις ασέλγειας και σε μύρια κακά. Αυτοί λοιπόν που ερεθίζονται («γαργαλίζονται») και ηδονίζονται, πράττουν την πορνεία μέσα στην καρδιά τους πρώτα και, όταν το κακό μεγαλώσει, φτάνουν στην φανερή πορνεία. Έτσι γίνεται και με τα αλλά πάθη της φιλαργυρίας, της κενοδοξίας, της οιήσεως, του ζήλου και του θυμού. Λοιπόν η αμαρτία (ο πονηρός λογισμός) προκαλεί όλα αυτά τα πάθη και η ψυχή ευφραινομένη βαρύνεται με το κακό της μεγάλης αυτής αμαρτίας» (4).
Άλλα πότε και από ποιο χώρο ξεκίνησε το έργο του ο πονηρός λογισμός και με ποιο τρόπο απεκάλυψε τη δόλια και καταστροφική του παρουσία για την ανθρώπινη ψυχή;
2. Η πρώτη παρέμβαση του πονηρού λογισμού, του βατράχου, στον ανθρώπινο νου.
Ο διάλογος του όφεως με τους πρωτόπλαστους, στον παράδεισο, παρουσιάζεται ως μεθοδική παρέμβαση του βατράχου, του πονηρού λογισμού, στον ανθρώπινο νου, προκειμένου να εξουδετερωθεί ο αγαθός λογισμός της Εύας, η εμμονή της στην τήρηση της παραδείσιας εντολής του Θεού και να διολισθήσει εκείνη, μέσω της δαιμονικής αυτής παρεμβάσεως, στην παρακοή και την αθέτηση της εντολής του Θεού.
Οι πρωτόπλαστοι κατά την παραλαβή της συμβουλής προς αυτούς του Θεού, να μη φάγουν τον καρπό του δένδρου του καλού και πονηρού, επειδή το αποτέλεσμα θα είναι γι’ αυτούς ολέθριο και καταστροφικό, είχαν την απαραίτητη νήψη για να συλλάβουν την νοηματική καθαρότητα του μηνύματος του Θεού. Φρόντισαν δε να το διαφυλάξουν στον νου τους το μήνυμα αυτό, να μη το λησμονήσουν, ώστε να είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν την συμβουλή του Θεού.
Όμως ο όφις με απλότητα και αφέλεια μεστή πονηρίας δαιμονικής και με υποκριτική φιλική διάθεση, η οποία κάλυπτε στεγανά την επικίνδυνη απειλή της επιχειρούμενης από αυτόν παραπλανήσεως, διευκολύνει τον βάτραχο να εισέλθει ανύποπτα στον νου της Εύας.
Και είπεν ο όφις τη γυναικί, τι ότι είπεν ο Θεός, ου μη φάγητε από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω; (5)
Η Εύα, στην οποία απευθύνεται ο όφις, καθώς έχει ακόμη καθαρό το νου της από σκέψεις και ιδέες πονηρές, τελούσε σε εγρήγορση και νήψη και για το λόγο αυτό, έσπευσε να διορθώσει το λάθος (το ψεύδος) του όφεως, προκειμένου να αποκαταστήσει την αλήθεια των λόγων του Θεού.
Και είπεν η γυνή τω όφει, από καρπού του ξύλου του παραδείσου φαγούμεθα, από δε του καρπού του ξύλου, ο εστίν εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, ου φάγεσθε απ’ αυτού, ου δε μη άψησθε αυτόν, ίνα μη αποθάνητε. (6)
Το τελευταίο τμήμα των λόγων της Εύας, ου μη άψησθε αυτού, δείχνει την αθωότητα και την καθαρότητα του νου και της σκέψεως της Εύας, εφόσον οι λόγοι αυτοί δεν περιέχονται στην απαγορευτική εντολή του Θεού. Η Εύα δεν αντιλαμβάνεται την πονηρία του όφεως και εκλαμβάνει προφανώς τον διάλογο μαζί του μέσα στο πνεύμα της παραδείσιας, από κάθε άποψη, καθαρότητας. Φαίνεται να είναι «παγιδευμένη» στην παραδείσια αθωότητα. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, ο όφις επιμένει!
Ύστερα από το ψεύδος της απολυτοποιήσεως της εντολής του Θεού, ότι δήθεν αυτή αφορούσε σε όλα τα δένδρα του παραδείσου, προκειμένου να κλονίσει με ισχυρότερο επιχείρημα, την αντίσταση της Εύας στην ανυπακοή, διαψεύδει άμεσα πλέον και με απόλυτο, καθησυχαστικό τρόπο γι’ αυτήν, την απειλή του «δήθεν» επικρεμάμενου θανάτου, στην κεφαλή των πρωτόπλαστων, στην περίπτωση της παρακοής.
Και είπεν ο όφις τη γυναικί, ου θανάτω αποθανείσθε· ήδει γαρ ο Θεός, ότι εν η αν ημερα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν.(7)
Με τους λόγους του αυτούς ο όφις καθησυχάζει την Εύα, ότι, αν φάγουν τον απαγορευμένο καρπό, όχι μόνο δεν θα πεθάνουν, αλλά αντίθετα θα ανοίξουν τα μάτια τους και θα ιδούν μία νέα εικόνα του εαυτού τους τόσο λαμπρή και μεγαλειώδη, που θα μοιάζουν με θεούς. Ακόμη δε, θα πλουτισθεί η γνώση τους και θα γνωρίσουν καλύτερα όχι μόνο το καλό που ήδη ξέρουν άλλα και το πονηρό, το οποίο δεν γνωρίζουν. Θα αποκτήσουν μία νέα γνώση και θα γευθούν μία νέα εμπειρία, την οποία μόνο οι θεοί γεύονται και γνωρίζουν.
Ο όφις, προσπαθώντας να πείσει την Εύα να παραβεί την εντολή του Θεού, επιδίωξε να φθάσει στον σκοπό του μέσα από την πρόκληση και τον ερεθισμό των ψυχοδυναμικών λειτουργιών του αδαμικού άνθρωπου.
Ο πονηρός δαιμονικός λογισμός δεν μπορούσε να περιορισθεί μόνο στο διανοητικό πεδίο του προσώπου αυτού, επειδή η επιθυμητή για τον όφι παράβαση της εντολής του θεού δεν ήταν πρόβλημα μόνο του νου του αδαμικού ανθρώπου άλλα της συνολικής ψυχοσωματικής του δυναμικής. Για το λόγο αυτό, ο πονηρός όφις προκάλεσε και αφύπνισε τους ισχυρούς εκείνους ψυχοσωματικούς παράγοντες του αδαμικού προσώπου, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν καταστροφικά οι ποικίλες αισθήσεις, που οι δυναμικές τους αφετηρίες θα εκπορεύοντο από την περιοχή του επιθυμητικού άλλα και του θυμοειδούς. Επιθυμίες βρώσεως και απολαύσεως υλικών στοιχείων της υπάρξεως αλλά και συγκινήσεις και εφέσεις ηδυπαθών εικόνων και παραστάσεων! Όλες οι απαιτήσεις των υλικών αισθήσεων του αδαμικού προσώπου, θα έπρεπε να αφυπνισθούν από την κατάσταση του «ύπνου» της αθωότητας και της αγνότητος, για να δραστηριοποιηθεί το αδαμικό ανθρώπινο πρόσωπο ήρεμα μεν αλλά καταλυτικά, στην παράνομη καταστρατήγηση του χαρίσματος της ελευθερίας, με το οποίο το προίκισε ο Θεός!
Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα από του καρπού αυτού έφαγε. (8)
Η Εύα βλέπει πλέον το δέντρο του καλού και πονηρού και ιδιαίτερα τον καρπό του, από μία νέα πλέον οπτική γωνία, με την σύμπραξη της επιθυμητικής έλξεως των αισθητών της υπάρξεως! Τα μόλις πριν απαγορευμένα, γενεσιουργά θανάτου στοιχεία της φύσεως, κοσμούνται τώρα, μέσα από το κάτοπτρο της νέας αυτής οπτικής γωνίας, με όλες τις «αρετές» των αισθησιακών αξιών της υπάρξεως. Οι ποικίλες παθογόνες πλέον αισθήσεις του αδαμικού προσώπου, σε μία αγαστή αλληλοπροσέγγιση, υπηρετούν ήδη, στο σύνολό τους, τον παράνομο και ανόσιο και ολέθριο γάμο του ανθρώπινου νου με όλα τα υλικά-παθογόνα αισθητά στοιχεία της κτίσεως.
Τώρα το δένδρο εκτιμάται στο σύνολό του ως καλόν, μεταποιουμένου και του πονηρού δυναμικού του σε θετική αξία της υπάρξεως. Τα μάτια της Εύας δεν βλέπουν πλέον την πραγματικότητα του πονηρού, επειδή το τελευταίο αυτό κατεπόθη στο βάθος του ψυχικού της κόσμου τω λείω της ηδονής (9), και έγινε στο εξής νέο πρίσμα οράσεως των υλικών στοιχείων της υπάρξεως.
Έτσι η ωραία αισθητή -αισθησιακή- όψη του δέντρου της παρακοής ωθεί την Εύα σε μία νέα γεύση και μία εσώτερη, με το δέντρο αυτό, επιθυμητική επικοινωνία και αλληλοπεριχώρηση. Αγνοεί όμως, χάρη στην ανύποπτη δράση του πονηρού βατράχου, ότι η αλληλοπεριχώρηση αυτή είναι πλέον συζυγία θανάτου!
***
Ο έβδομος στίχος του τρίτου κεφαλαίου της Γενέσεως, οποίος μας πληροφορεί για το τελικό παράγωγο αποτέλεσμα της παρακοής των πρωτοπλάστων, δείχνει το κατόρθωμα του πονηρού λογισμού, να αλλοιώσει και να διαφθείρει την προσωπική εικόνα του αδαμικού ανθρώπου στο βαθμό μιας φρικτής αυτοαπορρίψεως!
Και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα». (10)
Άλλα στο φόντο της φρικαλέας αυτής απορριπτέας προσωπικής εικόνας ο νους της Εύας μπόρεσε να ιδεί το θανατηφόρο πρόσωπο του δαιμονικού όφεως.
Μόνο τότε αντιλήφθηκε τη δαιμονική πλάνη του πονηρού λογισμού. Αποτέλεσμα, το οποίο στη θετική του πλευρά αφύπνισε την παγιδευμένη στον πειρασμό του όφεως αυτοσυνειδησία της. Τότε μόνο, αν και ήταν αργά πλέον, «ήλθε στον εαυτό της»!
Έτσι, όταν ο ελεγκτικός λόγος του Θεού απαίτησε εξήγηση της αιτίας της παρακοής της, τι τούτο εποίησας, η Εύα ήταν σε θέση να αποκαλύψει το όργανο της πλάνης της: ο όφις ηπάτησέ με, και έφαγον. (11)
Αυτή ήταν η πρώτη, ούτως η άλλως, «νηπτική» γνωριμία του ανθρώπινου νου με τον πονηρό βάτραχο, τον εχθρό του ανθρώπου! Τον είδε πρόσωπο με πρόσωπο! Έκτοτε το πρόβλημα του ανθρώπου, ο οποίος ευλογήθηκε με το μυστήριο του βαπτίσματος και ντύθηκε το Χριστό, είναι το κυνηγητό του βατράχου αυτού, στην προσπάθειά του να αποδυθεί ο Χριστιανός άνθρωπος τον παλαιό άνθρωπο και να αναγεννηθεί και ανακαινισθεί σε νέο άνθρωπο «εν Χριστώ» κτιζόμενον «εν οσιότητι της αληθείας». (12)
Σημειώσεις:
1. ΙΩΑΝΝΟΥ τον ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ’, Περί διακρίσεως, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1978, σ. 294.
2. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Περί του ξηροβατράχου, ΡG 43, 53200.
3. Οπ.π., σ. 211.
4. ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ, Ομιλίαι πνευματικοί, 6, ΒΕΠΕΣ, τ. 41, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1970, σ. 235.
5. Γεν. 3, 1.
6. Οπ.π., 3, 2.
7. Οπ.π., 3, 4.
8. Οπ.π., 3, 6.
9. τω κατ’ αίσθησιν λείω της ηδονής (ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Εις την προσευχήν του Πάτερ ημών, ΡG 90, 8880).
10. Γεν. 3, 7.
11. Οπ.π.,3, 13.
12. Εφεσ. 4, 24.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΠΑΘΗ.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΠΑΘΗ.
 
 
 
To να παρενοχλούν τα πάθη την ψυχή και ναμας πολεμούν,αυτό δεν μπορούμε να το εμποδίσουμε.Το να πολυκαιρίζουν όμως μέσα μας οι πονηρές σκέψεις και να κινούν τα πάθη,αυτό εξαρτάται από εμάς.Και το πρώτο είναι αναμάρτητο,γιατί δεν εξαρτάται από εμάς.Το δεύτερο όμως,αν αντισταθούμε με ανδρεία και νικήσουμε ,είναι πρόξενο στεφάνων,αν από χαλαρότητα και δειλία νικηθούμε,είναι πρόξενο τιμωριών.Τρία είναι τα γενικότερα πάθη,μέσω των οποίων  γεννιούνται όλα τα άλλα:η φιληδονία,η φιλαργυρία και η φιλοδοξία.Σ’αυτά ακολουθούν άλλα πέντε πονηρά πνεύματα και από αυτά γεννιέται πλήθος παθών και διάφορα είδη ποικιλόμορφης κακίας.Εκείνος λοιπόν πουνίκησε τους τρεις αρχηγούς και ηγεμόνες,φονεύει μαζί και τους άλλους πέντε και υποτάσσει όλα τα πάθη.Οι αναμνήσεις όσων πράξαμε με εμπάθεια,τυραννούν εμπαθώς την ψυχή μας.Όταν οι εμπαθείς ενθυμήσεις εξαλειφθούν ολότελα από την καρδιά μας,τότε έχουμε σημάδι συγχωρήσεως των αμαρτιών μας.Γιατί έως ότου κινείται η ψυχή εμπαθώς,είναι φανερή η δύναμη της αμαρτίας επάνω της.
Τα σωματικά και υλικά πάθη λιγοστεύουν και μαραίνονται με τις σωματικές κακοπάθειες,τα ψυχικά και μη φαίνομενα,εξαφανίζονται με την ταπεινοφροσύνη,την πραότητα και την αγάπη.Την εμπαθή επιθυμία μαραίνει η εγκράτεια ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη,τον φλογισμένο θυμό καταπρα’ύ’νει η αγάπη,το λογισμό που περιπλανάται εδώ κι εκεί,τον συγκεντρώνει η εντατική προσευχή με ενθύμηση του Θεού και έτσι καθαρίζετε το τριμερές της ψυχής.Αυτό τακτοποιώντας και ο Απόστολος έλεγε:<<Eπιδιώκετε την ειρήνη με όλους και τον αγιασμό,που δίχως αυτόν κανείς δεν θα δει τον Κύριον>>.Μερικοί είχαν απορία,ποιο από τα δύο,οι έννοιες κινούν τα πάθη ή τα πάθη κινούν τις έννοιες;Και άλλοι είπαν το ένα,άλλοι το άλλο.Εγώ 
λέω ,οι έννοιες είναι που κινούνται από τα πάθη.Γιατί  αν δεν βρίσκοταν μέσα στην ψυχή τα πάθη,δεν θα την ενοχλούσαν οι εμπαθείς έννοιες.Οι δαίμονες που πάντα μας πολεμούν,έχουν συνήθεια να μας εμποδίζουν από τις πραγματοποιήσιμες και κατάλληλες για μας αρετές και να βάζουν μέσα ισχυρό πόθο για τις αδύνατες και αταίριαστες.Εκείνους που έχουν προκοπή στην υποταγή,τους αναγκάζουν να κάνουν τα έργα των ησυχαστών.Στους ησυχαστές και ανχωρητές βάζουν την επιθυμία της κοινοβιακής ζωής.Αυτή την μέθοδο μεταχειρίζονται για την κάθε αρετή.Εμείς όμως δεν πρέπει να αγνοούμε τα σχέδιά τους,γνωρίζοντας ότι όλα είναι καλά όταν γίνονται στον καιρό τους και με το μέτρο.Αντίθετα είναι βλαβερά όταν ξεπερνούν το μέτρο και δεν είναι στον κατάλληλο καιρό.Εκείνους που ζουν στον κόσμο και είναι κοντά στις αφορμές των παθών ,οι δαίμονες τους πολεμούν  και παλεύουν να τους ρίξουν στην αμαρτία που γίνεται με την πράξη.Τους ερημίτες επειδή σπανίζουν τα υλικά πράγματα,τους πολεμούν με τους λογισμούς.Και είναι πολύ φοβερότερος ο δεύτερος αυτός πόλεμος από τον πρώτο.Γιατί ο πόλεμος με τα πράγματα έχει ανάγκη από χρόνο και τόπο και ευκαιρίες.Ενώ ο πόλεμος του νου είναι πιο ελεύθερος και δύσκολα μπορεί να αντιμετωπισθεί.Σ’αυτή την ασώματη μάχη,μας έχει δωθεί σαν όπλο η καθαρή προσευχή,γι αυτό και έχει νομοθετηθεί να γίνεται αδιάλειπτα.Αυτή η προσευχή κάνει το νου δυνατό για τον αγώνα,γιατί μπορεί να εκτελείται και χωρίς το σώμα.  ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΔΕΣΣΗΣ ΣΥΡΙΑΣ.ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ".

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Η Χαρά της Πνευματικότητας μπροστά στον Πόνο

Η Χαρά της Πνευματικότητας μπροστά στον Πόνο

6 Ιανουαρίου 2014
«Φτωχό φύλλο μαραμένο, πεσμένο απ΄το κλωνάρι σου…»[1]. Είναι οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα του Γάλλου ποιητή Arnault. Αυτούς τους στίχους ψέλλισε ικετευτικά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στον Τσάρο της Ρωσίας, γύρω στα 1817, στην προσπάθειά του να συνδράμει και να κερδίσει την εύνοια της Ρωσικής Αυλής, σχετικά με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
xara1
         Η ζωή του κάθε ανθρώπου, σκέπτομαι, μοιάζει μ΄ένα φτωχό φύλλο, που άλλοτε μαραμένο εγκαταλείπει την αγαστή φιλοξενία του ¨ζωοποιού ¨δέντρου, και άλλοτε ανθίζει και αναβιώνει την προσωπική του επάνοδο μέσα στην κτιστότητα της ήδη υπάρχουσας αφιλόξενης κτίσης. Πολλές δε φορές, ο άνθρωπος συμβιβάζεται, κωφεύει, μυωπάζει, αναπαύεται πρόσκαιρα, θαρρώ όλα αυτά συμβαίνουν όταν φυλλοροεί το δέντρο και ο άνθρωπος παλεύει ν΄αποδείξει ότι διαφέρει από την υπόλοιπη δημιουργία. Αγωνίζεται τότε να πείσει τον εαυτό του ότι δύναται να προσπερνά στην ουσία την άλογη πραγματικότητα της κοινοτικής του σχέσης, και κατορθώνει, αν και σε πτώση, να συνεχίζει να πολιτεύεται ως πεσμένο φύλλο πια, μαραμένο, αναίτιο και ουσιαστικά ανύπαρκτο.
Το αποτέλεσμα κραυγαλέο και βροντώδες! Επλεόνασαν τα μαραμένα φύλλα γύρω μας και ωσαύτως επλεόνασε και η υποκρισία, η χαλαρότητα, η μιαρή συνήθεια να ανταγωνίζονται – αν και πεσμένα φύλλα πια – την προβολή της ιδιαιτερότητας και ευγενικής προτεραιότητας του γενεσιουργού δέντρου τους, λες και βάλθηκαν ν΄αποδείξουν και να εκλέξουν τον πρωτεπιστάτη και χοράρχη της αναίδειας, της μαλθακότητας, της αδιαντροπιάς! Έχω δε την αίσθηση, ότι ορμώμενος από σκηνές ως οι παραπάνω, ο μεγάλος λογοτέχνης Καζαντζάκης έγραψε: «Πόσο είναι ο κόσμος όμορφος, σα δεν έχει ανθρώπους! Πόσο είσαι όμορφος»[2].
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, η διαφορετική οπτική θέα του δέντρου. Εκεί τα κλωνάρια είναι στέρεα, δομημένα κοινοτικά και αλληλένδετα με ανθισμένες διακλαδώσεις, με μεστούς και εύγεστους αρωματικούς καρπούς, με φύλλα ανθισμένα, πολύχρωμα, πολύδροσα, δεσποτικά! Είναι η χορεία των ανθρώπων που εκφράζουν την Χριστοκεντρική και Εκκλησιαστική τους καταγωγή καθημερινά, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς να παραμονεύουν και να προσμετρούν μήπως και τους αντιληφθεί κάποιος και τους αποδώσει τα εύσημα, ζητωκραυγάζοντας πανταχόθεν την εξαίσια και αξιέπαινη ηθικολογική τους στάση και συμπεριφορά. Έτσι, οι άνθρωποι που αγωνίζονται, πέφτουν και σηκώνονται, κλαίνε και γελούν, φεύγουν και επιστρέφουν, καθώς πάντοτε ενθυμούνται την αγιασμένη θαλπωρή του δέντρου, την ανέκφραστη καρδιακή συμμετοχή στην κοινοτική ευημερία και εκκλησιαστική συνοχή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση του πιστού ανθρώπου μπροστά στον πόνο και στην ευτυχία και χαρά του συνανθρώπου και αδελφού του. Γλυκό συναίσθημα, ιερό, ζωογόνο να μοιράζεσαι τον πόνο και την ευτυχία του ουράνιου συμπολίτη σου. Μα είναι πραγματικά έτσι; Μπορείς εσύ που διαβάζεις τις αράδες αυτές να με διαβεβαιώσεις βιωματικά ότι ισχύει ορθόπρακτα η συνεπικουρία και η οικειοποίηση των συναισθημάτων των άλλων; «Ψυχή μου – φώναζα – όρθια στάσου. Ετούτη η πιο αψηλή στιγμή είναι της ζωής σου. Τράβα μπροστά να δεις και να θυμάσαι!»[3]. Πότε αναρωτιέμαι είναι  αληθινή και καθάρια η ταύτιση του ξένου πόνου ή ακολούθως ο χαριτωμένος μερισμός και εγκωλπισμός της χαράς του άλλου;
Η συμπόνια δεν είναι αρετή[4]. Η οικείωση του πόνου και της λύπης του αδελφού σου δεν ταυτίζεται πάντοτε με αγαθή προαίρεση, διότι η ηθική της συμπόνιας, παρά το γεγονός ότι εκφράζει αγαθά και φιλάνθρωπα κίνητρα, στην πραγματικότητα δεν αγιάζει, δεν εξευγενίζει το ανθρώπινο πρόσωπο. Ηθικά, ψυχολογικά, κοινωνιολογικά και πλείστα άλλα κριτήρια συνηγορούν ότι πράττεις καλώς και δικαίως, πλην της ορθοδόξου πνευματικότητας, η οποία τονίζει ότι πολλές φορές, η συμπόνια αυτή είναι επιδερμική και κίβδυλη επίφαση της προσπάθειάς σου να συνειδητοποιήσεις ότι ο άλλος πάσχει, ο άλλος πονάει και όχι εσύ!
Ασφαλώς και λοιπές ανθρωπολογικές επιστήμες εξεγείρονται και συνδράμουν στην παγίωση της παραπάνω θέσης, όμως στερούν το αγιαστικό δικαίωμα να ¨ντυθείς¨, ως έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος Εζνεπίδης, τον πόνο του άλλου, να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις πολλές φορές με αυτόν και να κομματιάζεις την καρδιά σου νυχθημερόν στην προσευχητική ενδυνάμωση και συνδιαλλαγή. Άλλωστε, μπροστά στον πόνο μερίζεται η φιλαυτία και εγωπάθεια του ανθρώπου, αλλά εξακολουθεί και θεριεύει και αυξομειώνεται σταδιακά διότι προσεγγίζεις τον αδελφό σου με συναισθήματα δυσδιάκριτα, αναμεμιγμένα με φιλοπρόσωπο και φίλαυτο προσανατολισμό.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο όταν εγκολπώνεσαι την ευτυχία και χαρά του διπλανού και δη του αγνώστου. Θέλει ορθόδοξο καρδιακό φρόνημα, προϋποθέτει ισόβια καλλιέργεια του εαυτού σου για να μπορείς να συν-ευφραίνεσαι αληθινά και μακάρια. Αναφέρομαι στην πραγματική χαρά, στην ουσιοποιό ανείστακτη μέριμνα και φιλόθεη επιθυμία του καλλιεργημένου πιστού, που καί θέλει και κυρίως δύναται -ως απόρροια της ορθόδοξης βιοτής του- να χαίρεται με την ευτυχία, με το χαρμόσυνο και χαρούμενο γεγονός του συνανθρώπου του. Η πραγματική αυτή χαρά που γεύεσαι με τον αδελφό σου εκφράζει έμπρακτα την ποιότητα της αγαπητικής σου σταδιοδρομίας στα θεία και εκκλησιαστικά γεγονότα.
Με άλλα λόγια, αν χαίρεσαι ειλικρινά και βαθυστόχαστα με τη χαρά του αδελφού σου, τότε ναι, η διάρκεια και η  διαβάθμιση της χαράς που κομίζεις εξωτερικεύει και την ορθόδοξη πνευματικότητα που συνέχει το ¨είναι¨ σου και την προσωπικότητά σου ολόκληρη. «Κάποιο μυστήριο τελείται μέσα μου, Και κάποια Λειτουργιά. Σκύβω κι ακούω στα στήθη μου ύμνους και προσευχές και ξεπεταρίσματα φτερών π΄ ανοίγουν και καρδιοχτύπια που σαν ήχοι εξωτικής καμπάνας καλούν τις σκέψεις μου στη λειτουργία»[5].
Στέκομαι μπροστά στον εαυτό μου λοιπόν και αναλογίζομαι! Πλησιάζω τον αδελφό μου και μοιράζομαι τον πόνο του ως άνθρωπος και χριστιανός, ως αδελφός και συνοδοιπόρος. Ήξερε καλά ο σπουδαίος Παπαδιαμάντης τότε που έγραφε: «Σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου!»[6].Ωσαύτως πλησιάζω την ευτυχία και χαρά του συνανθρώπου μου και ψιθυρίζω στη χαρά: «Μου ανήκεις, είσαι και δική μου». Και έτσι πορεύομαι στην καθημερινότητα που άλλοτε δύναται να εναρμονισθεί στην φιλαλήθεια και ακεραιότητα των συναισθημάτων μου και άλλοτε τολμά ν΄ αγαπά άδολα και ασυμβίβαστα και να ¨κομπορρημονεί¨ ότι γεύεται και οικειώνεται την ευτυχία του άλλου. Διότι κάθε φορά που θα μερίζεσαι την οικείωση της αδελφικής χαράς, θα σπεύδεις αυτοθέλητα να διατυμπανίζεις τα κάτωθι: «Είπε Γέρων: ¨Όρος χριστιανού μίμησις Χριστού¨»[7].
Παραπομπές:
1.Βλαχογιάννης Γιάννης, Ιστορική Ανθολογία 1 στη σειρά ¨Άπαντα των Νεοελληνικών Κλασσικών¨, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, Αθήνα 1976, σελ. 4(παραπομπή 4).
2.Καζαντζάκη Νίκου, Σπασμένες Ψυχές, Εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σελ. 254. «Ω! τη φρικώδη αδιαφορία, την αβάσταχτη, που δείχνουνε στους πόνους μας ο ήλιος και η θάλασσα και το φεγγάρι και τα βουνά! […] Ωϊμέ, τί αδιάφορη και τί σκληρή είναι η ζωή σ΄εμάς – κ΄εμείς πόσο την αγαπούμε!!», Αυτόθι, σελ. 280-281.
3.Καζαντζάκη Ν., Θέατρο, Τραγωδίες με αρχαία θέματα, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1998, σελ. 18.
4.Πρβλ.,Δεληκωσταντή Κωνσταντίνου, ¨Παντοπόρος Άπορος;¨, Νεωτερικές και Μετανεωτερικές περιπέτειες του Ανθρωπολογικού στοχασμού, Αθήνα 2003, κυρίως τις σελίδες 57-64, Schopenhauer Arthur,Die Welt als Wille und Vorstellung, Samtliche Werke,(επιμέλεια Wolfgang Frhr. von Loneysen), Frankfurt a.M., 1998, I,511 και 705.
5.Καζαντζάκη Ν., Όφις και Κρίνο, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2002, σελ. 15.
6.Παπαδιαμάντη Αλέξανδρου, ¨Το μοιρολόγι της Φώκιας¨ στη σειρά Επιλογή 1, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992, σελ. 302.
7. Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Α΄, εκδ. Ι.Ησυχ. ¨Το Γενέσιον της Θεοτόκου¨, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2002, σελ. 158.
Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών