Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΩΣ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ!!!


ΠΩΣ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ!!!

• H πολυλογία, τις περισσότερες φορές, προέρχεται από την υπερηφάνεια, από την οποία, φανταζόμενοι εμείς πως γνωρίζουμε πολλά, και ικανοποιώντας τη γνώμη μας, πιεζόμαστε με πολλές επαναλήψεις των λόγων μας, να τυπώσουμε την γνώμη μας αυτή στις καρδιές των άλλων, για να τους κάνουμε τον δάσκαλο, σαν να έχουν ανάγκη να μάθουν από μας, και μάλιστα την ίδια υπερηφάνεια δείχνουμε όταν τους διδάσκουμε χωρίς αυτοί να μας ρωτήσουν πρώτα.

• Ο Απόστολος Ιάκωβος, θέλοντας να φανερώσει πόσο δύσκολο είναι το να μην αμαρτάνει κάποιος στα λόγια που λέει, είπε ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό των τελείων ανδρών.
«Αν κάποιος δεν κάνει σφάλματα με τα λόγια, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος, ικανός να χαλιναγωγήσει όλο του τον εαυτό». (Ιακώβου 3, 2 ).
Γιατί, αφού η γλώσσα αρχίσει μία φορά να μιλάει, τρέχει σαν αχαλίνωτο άλογο, και δεν μιλάει μόνο τα καλά και αυτά που πρέπει, αλλά και τα κακά, γι' αυτό και ονομάζεται αυτή από τον ίδιο τον Απόστολο,
«Ασυγκράτητο κακό, γεμάτη από δηλητήριο θανατηφόρο». (Ιακώβου 3, 8 ).
Όπως σύμφωνα και ο Σολομώντας είπε, ότι από την πολυλογία δεν θα αποφύγεις την αμαρτία. «Μεσα στην πολυλογία δεν λείπει η αμαρτία» (Παρ. 10, 19).
Και για να μιλήσουμε γενικά, όποιος μιλάει πολύ, δείχνει ότι είναι ανόητος.
«ο άφρων πληθύνει λόγους» (Εκκλ. 10, 14).

• Μην ανοίξεις μεγάλες συνομιλίες με εκείνον, που σε ακούει με κακή όρεξη, για να μη τον αηδιάσεις και τον κάνης να σε σιχαθεί, όπως γράφτηκε: «Ο πλεονάζων λόγον, βδελυχθήσεται» (Σειράχ κεφ. 7).

• Απόφευγε να μιλάς αυστηρά και μεγαλόφωνα. Γιατί και τα δύο είναι πολύ μισητά και δίνουν υποψία ότι είσαι μάταιος και έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου.

• Mην μιλάς ποτέ για τον εαυτό σου και τις υποθέσεις σου ή για τους συγγενείς σου, παρά όταν είναι ανάγκη. Και όσο μπορείς περισσότερο, με συντομία και ολιγολογία. Και αν σου φανεί πως άλλοι μιλούν για τον εαυτό τους παραπάνω, εσύ πίεσε τον εαυτό σου να μη τους μιμηθείς, αν υποτεθεί ότι και τα λόγια τους να φαίνονται ταπεινά και των ίδιων κατηγορητικά. Για δε τον πλησίον σου και για όσα ανάγονται σε αυτό, μίλα όσο λιγότερο μπορείς, όταν και εκεί που είναι ανάγκη για το καλό του.

• Για τον Θεό, να μιλάς με όλη σου την όρεξη και μάλιστα για την αγάπη και την αγαθότητα του. Αλλά με φόβο, σκεπτόμενος, ότι μπορείς να κάνεις λάθος ακόμη και σε αυτό. Οπότε, καλύτερα αγάπα να προσέχεις, όταν άλλοι μιλούν σχετικά με αυτά, φυλάσσοντας τους λόγους τους στα εσωτερικά της καρδιάς σου.

• Εξέταζε καλά εκείνα, που έρχονται στην καρδιά σου για να πεις, πριν να περάσουν στη γλώσσα και θα βρεις πολλά, που είναι καλύτερα να μην βγουν από το στόμα σου.

• Aκόμη γνώριζε ότι και από εκείνα που σκέφτεσαι ότι είναι καλά να πεις, είναι πολύ καλύτερο να τα θάψεις στη σιωπή και θα το γνωρίσεις, αφού περάσει εκείνη η συνομιλία.

• Η σιωπή, είναι μία μεγάλη ενδυνάμωση του Αοράτου Πολέμου και μία σίγουρη ελπίδα της νίκης.

• Η σιωπή, είναι πολύ αγαπημένη από εκείνον, που δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του, αλλά ελπίζει στο Θεό.

• Η σιωπή είναι φύλακας της ιεράς προσευχής και θαυμαστή βοήθεια στην εκγύμναση των αρετών• και ακόμη είναι σημείο φρονιμάδας.

• ο Αββάς Ισαάκ λέγει, ότι είναι συνεργός των καλών η σιωπή και μεγαλύτερη όλων των έργων της μοναχικής πολιτείας και μυστήριο του μέλλοντος.

ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
(Από 24ο κεφ. Ο Αόρατος Πόλεμος)

ΟΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ



ΟΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ  ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


  Ὅταν βλέπῃς πράγματα ὡραῖα στὴν ὄψι καὶ τίμια στὴ γῆ, σκέψου, ὅτι ὅλα εἶναι μηδαμηνά, καὶ σὰν μιὰ κοπριά, σὲ σχέσι μὲ τὴν σύγκρισι τῶν ὡραιοτήτων καὶ πλουσιοτήτων τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα μετὰ τὸ θάνατο θὰ ἀπολαύσῃς ἂν καταφρονήσῃς ὅλο τὸν κόσμο· 

 Στρέφοντας ὅλη τη ματιά σου πρὸς τὸν ἥλιο, σκέψου ὅτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν εἶναι φωτεινὴ καὶ ὡραία ἡ ψυχή σου, ἂν σταματᾷς στὴ χάρι τοῦ Ποιητοῦ σου· διαφορετικά, εἶναι περισσότερο σκοτεινὴ καὶ σιχαμερὴ ἀπὸ τὸ καταχθόνιο σκοτάδι. Βλέποντας μὲ τὰ μάτια σου στὸν οὐρανό, πέρασε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου ψηλότερα στὸ πύρινο οὐρανό (1), καὶ ἐκεῖ συγκετρώσου μὲ τὸν λογισμό, σὰν νὰ σοῦ εἶναι αὐτὸς ἕτοιμος γιὰ παντοτεινὴ εὐτυχέστατη κατοικία, ἐφ᾿ ὅσον ζήσεις ἐδῶ στὴ γῆ μὲ ἀθῳότητα. Ἀκούγοντας τὰ κελαδίσματα τῶν πουλιῶν πάνω στὰ δέντρα τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως καὶ ἄλλα μελῳδικὰ τραγούδια, ἀνέβασε τὸ νοῦ σου σὲ ἐκεῖνα τὰ γλυκοκελαδίσματα τοῦ Παραδείσου, καὶ σκέψου πὼς ἐκεῖ ἀκούγεται ἀσταμάτητα τὸ Ἀλληλούια καὶ οἱ ἄλλες ἀγγελικὲς δοξολογίες (2) καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἀξιώσῃ νὰ τὸν ὑμνῇς γιὰ πάντα, μαζὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ οὐράνια πνεύματα «Καὶ μετὰ ταῦτα ἤκουσα φωνὴν ὄχλου πολλοῦ μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ, λέγοντος Ἀλληλούια» (Ἀποκ. 19,3).

Ὅταν καταλάβης ὅτι νιώθεις εὐχαρίστησι ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τῶν δημιουργημάτων, σκέψου, ὅτι ἐκεῖ παρακάτω ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση, βρίσκεται κρεμασμένο τὸ ὑποχθόνιο φίδι, πολὺ προσεκτικὸ καὶ πρόθυμο νὰ σὲ σκοτώσῃ ἢ ἀκόμη καὶ νὰ σὲ πληγώσῃ καὶ πὲς ἐναντίον του· «Ἄ, κατηραμένο φίδι! πῶς κάθεσαι ἔτσι ποὺ ἔχεις στείσει παγίδα, γιὰ νὰ μὲ καταφᾶς»! καὶ ἔπειτα ἀφοῦ στραφῆς πρὸς τὸ Θεό, πές· «Εὐλογητὸς εἶσαι, Θεέ μου, ποὺ μοῦ φανέρωσες τὸ ἐχθρό μου καὶ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὸ λυσσασμένο του λάρυγγα καὶ τὸ ἄγγιστρο». Καὶ ἀμέσως κατάφυγε, κατάφυγε στὶς πληγὲς τοῦ ἐσταυρωμένου, συγκετρώσου σὲ αὐτές, καὶ σκέψου πόσο ὑπέφερε ὁ Κύριός μας στὴν ἁγιώτατη σάρκα του, γιὰ νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ σὲ κάνῃ νὰ μισήσῃς τὶς ἡδονὲς τῆς σάρκας.

Σοῦ θυμίζω καὶ ἄλλο ἕνα πρᾶγμα, γιὰ νὰ ἀποφύγης αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη ἀπόλαυσι καὶ εὐχαρίστησι τῆς σάρκας· καὶ αὐτὸ εἶναι, τὸ νὰ βυθίζῃς καλὰ τὸ νοῦ σου στὸ νὰ συλλογίζεται μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τί θὰ γίνῃ ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ποὺ τότε σοῦ ἄρεσε· δηλαδή, ὅτι θὰ γίνῃ σάπιο καὶ γεμάτο σκουλίκια καὶ βρωμιά· ὅταν περπατᾷς σὲ κάθε βῆμα καὶ διασκελισμὸ ποδιοῦ ποὺ κάνεις, θυμήσου πὼς κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο πηγαίνεις πλησιάζοντας στὸν τάφο. Βλέποντας πουλιὰ στὸν ἀέρα, ἢ νερὰ νὰ τρέχουν, σκέψου πὼς ἡ ζωή σου μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα πετᾶ καὶ πηγαίνει στὸ τέλος της. Ὅταν ξεσηκωθοῦν ἄνεμοι δυνατοὶ τὸν χειμῶνα, ἢ ἀστράφτει καὶ βροντάει ὁ οὐρανός, τότε θυμήσου τὴ φοβερὴ μέρα τῆς Κρίσεως· καὶ κλίνοντας τὰ γόνατα, προσκύνησε τὸν Θεὸ καὶ παρακάλεσέ τον νὰ σοῦ δώσῃ χάρι καὶ χρόνο, νὰ ἑτοιμασθῇς καλά, γιὰ νὰ παρουσιασθῇς τότε μπροστὰ στὴν Ὕψιστη Μεγαλειότητα.

Ἐὰν σὲ βροῦν διάφορα γεγονότα, ἐξασκήσου κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο· ὅταν, παραδείγματος χάριν, εἶσαι στενοχωρημένος ἀπὸ κανένα πόνο ἢ μελαγχολία ἢ ὑποφέρῃς ἀπὸ πυρετὸ ἢ κρύωμα ἢ κάτι ἄλλο θλιβερό, ἀνέβασε τὸ νοῦ σου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο φάνηκε εὐχάριστο γιὰ τὸ καλό σου νὰ ὑποφέρῃς σ᾿ αὐτὸ τὸ μέτρο καὶ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὴν ἀρώστεια καὶ τὴν θλῖψι, γιὰ τὴν ὁποία, χαρούμενος γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ σοῦ δείχνει ὁ Θεός, καὶ γιὰ τὴν ἀφορμὴ ποὺ σοῦ δίνει νὰ τὸν ὑπηρετήσῃς σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἀρέσουν περισσότερο, πὲς μὲ τὴν καρδιά σου· «Ἰδοὺ εἰς ἐμὲ τὸ πλήρωμα τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μου, τὸ ὁποῖο ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὥρισε μὲ ἀγάπη νὰ ὑποφέρω ἐγὼ αὐτὴ τὴν θλῖψι· ἂς εἶναι πάντα εὐλογημένος ὁ ἀγαθώτατός μου Δεσπότης». Καὶ πάλι, ὅταν ἔλθη στὸ νοῦ σου κανένας καλὸς λογισμός, στρέψου στὸ Θεὸ καὶ γνωρίζοντας ὅτι προῆλθε ἀπὸ αὐτόν, εὐχαρίστησέ τον.

Ὅταν κάνῃς ἀνάγνωσι, πίστεψε ὅτι βλέπεις τὸν Θεὸ κάτω ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ λόγια, καὶ δέξου τα σὰν νὰ προέρχονταν ἀπὸ τὸ θεϊκό του στόμα. Τὸν καιρὸ ποὺ βλέπεις ὅτι βασιλεύει ὁ ἥλιος καὶ ἔρχεται ἡ νύχτα, λυπήσου καὶ παρακάλεσε τὸν Θεό, νὰ μὴν πέσῃς στὸ αἰώνιο σκοτάδι. Βλέποντας τὸν σταυρό, συλλογίσου πὼς αὐτὸς εἶναι ἡ σημαία καὶ τὸ λάβαρο τῆς ἐκστρατείας καὶ τοῦ πολέμου σου, καὶ πώς, ἂν ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ αὐτόν, θὰ παραδοθῇς στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν ἂν ὅμως τὸν ἀκολουθήσῃς, θὰ φθάσης στὸν οὐρανὸ φορτωμένος μὲ ἔνδοξα βραβεῖα. Βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀφιέρωσε τὴν καρδιά σου σ᾿ αὐτὴ ποὺ βασιλεύει στὸν Παράδεισο καὶ εὐχαρίστησέ την, γιατὶ στάθηκε πάντα ἕτοιμη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σου, γιατὶ γέννησε, θήλασε, ἀνέθρεψε τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, καὶ γιατὶ δὲν λείπει στὸν ἀόρατό μας πόλεμο ἡ προστασία καὶ ἡ βοήθειά της. Οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, ἂς παραβάλλουν στὸ νοῦ σου ὅτι ἔχεις τόσους συμπαραστάτες καὶ μεσῖτες στὸν Θεὸ καὶ παρακαλοῦν γιὰ σένα· αὐτοὶ ρίχνοντας μὲ γενναιότητα τὰ κοντάρια τους καὶ ἀφοῦ περπάτησαν, σοῦ ἄνοιξαν τὸν δρόμο, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο περπατώντας, θὰ στεφανωθῇς καὶ σὺ μαζί τους σὲ μιὰ δόξα παντοτεινή.

Ὅταν δῇς τὶς Ἐκκλησίες, ἀνάμεσα στὶς ἄλλες εὐλαβεῖς σκέψεις σου, συλλογίσου ὅτι ἡ ψυχή σου εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ «ἐσεῖς εἶσθε ναὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ » (Β´ Κορινθ. 6,16) καὶ πρέπει νὰ τὴν διατηρῇς καθαρὴ καὶ ἁγνή. 

 Ἀκούγοντας σὲ κάθε στιγμὴ τὸν ἀσπασμὸ τοῦ Ἀγγέλου τό, Θεοτόκε Παρθένε, κάνε αὐτὲς τὶς σκέψεις· α´) εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ ἐκεῖνο τὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ στάθηκε ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. β´) Χαῖρε μαζὶ μὲ τὴν Ἀειπαρθένο Μαρία γιὰ τὰ πολλὰ μεγαλεῖα της, στὰ ὁποῖα ὑψώθηκε γιὰ τὴν ἐξαίρετη τιμὴ καὶ βαθύτατη ταπείνωσί της. Καὶ γ´) προσκύνησε μαζὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐτυχισμένη Μητέρα καὶ μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τὸ θεῖο της βρέφος, ποὺ τότε ἀμέσως συνελήφθη στὴ παναγία της μήτρα· αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνῃς τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, τὸ βράδυ, τὸ πρωὶ καὶ τὸ μεσημέρι.

Τὴν δὲ Πέμπτη τὸ βράδυ, σκέψου τὴν λύπη τῆς Θεοτόκου γιὰ τὸν γεμάτο αἵματα ἱδρῶτα, ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὸν ἀγαπητό της Υἱὸ μέσα στὸ Κῆπο ποὺ προσευχόταν, ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν Ἰούδα καὶ τὸν ἔπιασαν καὶ γιὰ τὴν θλῖψι ποὺ εἶχε ὁ Υἱός της ὅλη ἐκείνη τὴν νύχτα· τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς, σκέψου τὶς λῦπες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν παρουσίασι τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ της στὸν Πιλᾶτο καὶ στὸν Ἡρῴδη, γιὰ τὴν ἀπόφασι τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὸ σήκωμα τοῦ Σταυροῦ του· τὸ μεσημέρι, ἕως τὸ Σάββατο, σκέψου τὴν ρομφαία τῆς θλίψεως ποὺ πέρασε τὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς πολὺ ἄξιας Κυρίας, γιὰ τὴν σταύρωσι καὶ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της, γιὰ τὸ σκληρότατο τρύπημα τῆς λόγχης τῆς ἁγίας του πλευρᾶς καὶ γιὰ τὴν ταφή του κ.τ.λ. Καὶ μὲ συντομία, ἂς εἶσαι πάντα ξάγρυπνος καὶ προσεκτικός, στὸ νὰ κυβερνᾷς τὶς αἰσθήσεις σου, καὶ σὲ κάθε τί ποὺ τύχαινει, χαροποιὸ ἢ λυπηρό, ἀγωνίσου νὰ κινῆσαι ἢ νὰ πηγαίνεις πίσω, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος τῶν ἐπιγείων, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δέχεσαι αὐτὰ ἢ νὰ τὰ ἀποστρέφεσαι τόσο, ὅσο θέλει ὁ Θεός.

Λοιπόν, ἂς γνωρίζῃς ὅτι τοὺς παραπάνω τρόπους, ποὺ σοῦ φανέρωσα γιὰ τὴν κυβέρνησι τῶν αἰσθήσεών σου, δὲν σοῦ τοὺς ἔδωσα γιὰ νὰ ἀσχολῆσαι συνέχεια μὲ αὐτούς· ἐπειδὴ καὶ ἔχῃς ὑποχρέωσι σχεδὸν πάντα, νὰ ἔχῃς τὸ νοῦ σου μαζεμένο μέσα στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ στέκεσαι μαζὶ μὲ τὸν Κύριό σου, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ προσέχῃς στὸ νὰ νικᾷς τοὺς ἐχθρούς σου καὶ τὰ πάθη σου, μὲ συνεχεῖς πράξεις, τόσο μὲ τὸ νὰ ἀντιστέκεσαι σ᾿ αὐτά, ὅσο καὶ μὲ τὶς πράξεις τῶν ἀντίθετων ἀρετῶν, καθὼς σοῦ προεῖπα στὸ ιγ´ κεφάλαιο· ἀλλὰ σοῦ τοὺς ἑρμήνευσα γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ κυβερνᾷς τὸν ἑαυτό σου, ὅταν τὸ καλέσῃ ἡ ἀνάγκη. Γιατὶ πολλοί, καὶ παλαιοὶ καὶ νέοι ἀσκητές, καὶ ἄλλοι μὲ παρόμοιες φαντασίες πλανήθηκαν καὶ χάθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ συνηθίζει νὰ μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός, καθὼς εἶπε ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ πλανήσῃ τὸν ἄνθρωπο· «Καὶ ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς μεταμφιέζεται σὲ ἄγγελο φωτός» (Β´ Κορινθ. 11,14).

Γνώριζε ἐπίσης καὶ αὐτό, ὅτι καθὼς ἀπὸ τὴν αἴσθησι γεννιέται ἡ φαντασία, ἔτσι ἀντιστρόφως καὶ ἀπὸ τὴν φαντασία γεννιέται ἡ αἴσθηση, δηλαδὴ τόσο πολὺ χοντραίνει καὶ παχαίνει ἡ φαντασία σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους, ποὺ προκαλεῖ τὶς ἴδιες ἐνέργειες καὶ ἔχει τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, ποὺ κάνει καὶ ἡ αἴσθησις· γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ ὑποχόνδριοι καὶ φαντασιώδεις φοβοῦνται ἀπὸ τὶς φαντασίες τους, ὅπως φοβοῦνται καὶ ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις τους· καὶ ἢ γλυκαίνονται καὶ προσπαθοῦν ἢ πονοῦν καὶ ὑποφέρουν κάποιοι καὶ πεθαίνουν μόνο καὶ μόνο ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ φαντάζονται, παρομοίως σὰν νὰ ἦταν παρόντα αἰσθητὰ καὶ πραγματικά, αὐτὰ τὰ ἴδια πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ φαντάζονται. Καί, λοιπόν, ποιὸς δὲν βλέπει πόσο κακὸ πρᾶγμα εἶναι ἡ φαντασία καὶ πόσο πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγουμε;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
1. Ὁ πύρινος οὐρανὸς ἔχοντας τὴν οὐσία του ἀπὸ φῶς καθαρώτατο, κατὰ τὸν ἅγιο Κάλλιστο, εἶναι, κατὰ τοὺς θεολόγους, ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ «ὁ οὐρανός μοι θρόνος»· καὶ πάλι, «ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίῳ» αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ κατοικία ὅλων τῶν ἁγίων, τόσον Ἀγγέλων, ὅσον καὶ τῶν ἀνθρώπων· αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ πολυπόθητη βασιλεία τῶν οὐρανῶν, σχετικὰ γιὰ τὴν ὁποία ἔλεγε ὁ μακάριος Αὐγουστῖνος, «ἂν καὶ μίαν μόνην ἡμέραν ἔμελλον νὰ ἀπολαύσω τὴν οὐράνιον βασιλείαν, πάντα τὰ τοῦ κόσμου καὶ πᾶσαν σωματικὴν καταφρονήσω ἀπόλαυσιν». Καὶ ὁ Ἱερώνυμος ἐμφανίστηκε σὲ ὄνειρο στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο πρῶτα τὸν ἐρώτησε σχετικὰ μὲ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔλεγε· «Ἀδελφέ, ἡ οὐράνια μακαριότητα καὶ μὲ τὸ στόμα δὲν περιγράφεται καὶ μὲ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ δὲν καταλαβαίνεται. Αὐτὴν καὶ οἱ Ἄγγελοι ἀπολαμβάνουν καὶ οἱ δίκαιοι συναπολαμβάνουν καὶ πίστευε ἔτσι».

2. Τρεῖς ἐξαίσιοι ὕμνοι καὶ δοξολογίες εἶναι, μὲ τὶς ὁποῖες δοξολογοῦν τὴν Ἁγία Τριάδα οἱ ἐννιὰ τάξεις τῶν Ἀγγέλων. Καὶ τῆς μὲν πρώτης Ἱεραρχίας τῶν Θρόνων, Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ, εἶναι ὁ ἴδιος ὕμνος, τό, Γὲλ γὲλ τὸ ὁποῖο βγαίνει ἀπὸ τοὺς κύκλους τῶν Χερουβὶμ κατὰ τὸν Ἰεζεκιὴλ (κεφ. 1,13), δηλώνει δὲ ἀνακυλισμό, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιον Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη (Οὐράν. Ἱεραρχ. κεφ. ιε´)· τῆς δὲ δεύτερης ἱεραρχίας, τῶν Κυριοτήτων, Δυνάμεων καὶ Ἐξουσιῶν, ὁ ἴδιος ὕμνος εἶναι τό, Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος (Ἡσ. 6,3). Τῆς δὲ τρίτης τῶν Ἀρχῶν Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων ἴδιος ὕμνος εἶναι τό, Ἀλληλούια, κατὰ τὸν Νικήτα τὸν Στηθάτη (Φιλοκαλ. κεφ. η´ τῆς τρίτης ἐκατοντ.)


(Από τον "Αόρατο πόλεμο", Μέρος 1)

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


Εορτάζει στις 14 Ιουλίου



ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
Ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς συγγράφεις, ασκητές και θεολόγους του Νέου Ελληνισμού και μάλιστα κατά τον 18ο αιώνα, συγκαταλέγεται δικαίως ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749 - 1809).

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΟΛΥΤΑΛΑΝΤΗ
Ο Άγιος Νικόδημος γεννήθηκε στη Νάξο, κατά το σωτήριον έτος 1749, από γονείς ευσεβείς και αγαπώντες τον Θεό, τον Αντώνιο και την Αναστασία, η οποία όταν αργότερα
έγινε μοναχή μετονομάσθηκε Αγάθη. Κατά τη βάπτισή του το παιδί πήρε το όνομα Νικόλαος. Ενόσω ήταν ακόμα μικρός διδάχθηκε τα κοινά γράμματα στην πατρίδα του, τη Χώρα, από έναν ιερέα της γειτονιάς του, πού τον έπαιρνε μαζί του και στις καθημερινές Ακολουθίες. Αργότερα πήρε μαθήματα από τον παπά Χρύσανθο, τον αδελφό του ιερομάρτυρα Κοσμά του Αιτωλού πού μαρτύρησε πρόσφατα [το 1779], ο Χρύσανθος βρισκόταν τότε στη Νάξο.
Όταν ο Νικόλαος έγινε 16 χρονών, τον πήρε ο πατέρας του και τον έφερε στη Σμύρνη, τον ανέθεσε δε στο διδάσκαλο της Σμύρνης, τον κύρ Ιερόθεον [Βουλισμάν] ο οποίος και τον τακτοποίησε στο κοινόβιο του σχολείου. Όταν ο μακάριος φοιτούσε στο σχολείο ήταν από όλους αγαπητός: από δασκάλους, επιτρόπους και τους συμμαθητές του.


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ«ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ»

Ο Άγιος μετά την εξαγριώση των Τούρκων έφυγε από την Σμύρνη και μαζί με τον μητροπολίτη Παροναξίας στη συνοδεία του πήγε στη Νάξο. Την περίοδο αυτή γνωρίσθηκε στηΝάξο με Αγιορείτες πατέρες, με τους ιερομονάχους, Γρηγόριο και Νήφωνα και με τον Γερο - Αρσένιο, άνδρες πού πραγματικά υπερείχαν από τους πολλούς σε αρετή και σεμνότητα.
Από αυτούς ελκύσθηκε στον μοναχικό βίο και διδάχθηκε τη νοερά προσευχή. Από τη Νάξο, δεν ξέρω ακριβώς πότε, πήγε στην Ύδρα. Εκεί συνάντησε τον άγιο Μακάριο τον Κορίνθου, πού έλαμπε από κάθε αρετή και αγιότητα. Βρήκε και τον Γέροντα Σίλβεστρο τον Καισαρέα.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
Το έτος 1775 θέλησε να μεταβεί στο Άγιον Όρος. Κατεβαίνοντας δε στον αιγιαλό, βρήκε ένα καίκι πού ετοιμαζόταν να αποπλεύσει. Ρωτάει: «για πού, αν θέλει ο Θεός;» Εκείνοι του απάντησαν « για το Άγιον Όρος». Αυτός, ακούγοντας την απάντηση, αφού ευχαρίστησε νοερά τον Θεό πού εκπλήρωνε τον πόθο του, τους λέει χαρούμενος: «σας παρακαλώ, πάρτε κι εμένα». Τού είπαν «ας είναι, σε παίρνουμε». Δεν ξέρω όμως, ή ξέχασαν ή σκέφθηκαν ότι ίσως δεν έχει τα ναύλα, και όταν ξεκίνησαν δεν του το είπαν. Εκείνος, καθώς είδε το καίκι πού απέπλεε, βάζει αμέσως τις φωνές και τα κλάματα και μπαίνει μες στη θάλασσα περπατώντας για να τους φτάσει. Οι ναύτες, βλέποντάς τον πού δεν γύριζε πίσω, φοβήθηκαν τον Θεό, επέστρεψαν και τον πήραν μαζί τους. Με τον τρόπο αυτό έφθασε με το καλό στο Άγιον Όρος και στη Μονή του Άγιου Διονυσίου.

ΑΠΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ: «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ» (1777).

Το έτος 1777 άρχισε να γράφει την «Φιλοκαλία». Σ’ αυτήν βλέπουμε το ωραιότατο Προοίμιο και τους συνοπτικούς μελιστάλακτους Βίους των θείων Πατέρων. Επίσης διόρθωσε και τον «Ευεργετινό» και τον πλούτισε με κάλλιστο Προοίμιο. Διόρθωσε και συμπλήρωσε το πάγχρυσο μικρό έργο «Περί της θείας και ιεράς συνεχούς Μεταλήψεως», τα όποια πήρε μαζί του ο άγιος Κορίνθου [Μακάριος] και πήγε στη Σμύρνη για να φροντίσει περί της δαπάνης της τυπογραφίας.

ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΩΣ «ΚΑΥΓΙΩΤΗΣ».
Κατόπιν νοίκιασε καύγια στον «Άγιο Αθανάσιο», εδώ στη γειτονιά μας, και παίρνοντας από μας το ψωμί ησύχαζε εκεί, ενώ καλλιγραφώντας έβγαζε τα έξοδά του. Επίσης εκεί συνέθεσε τα γλυκύτατα μελωδήματα, τα ιδιόμελα και προσόμοια, πού είναι αντάξια σε πατέρες του μεγέθους των αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου. Στη Σκήτη βρήκε πραγματικά την ησυχία πού από καιρό επιζητούσε. Και δόθηκε ολοκληρωτικά, ημέρα και νύχτα, στη μελέτη των θείων Γραφών και τους λόγους των αγίων Πατέρων, οι όποιοι είναι οι θεόσοφοι ερμηνευτές των θεόπνευστων Γραφών.

ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟΠΟΥΛΑ (1777 - 78)
Ο Γερο - Αρσένιος, πήγε και εγκαταστάθηκε στη Σκυροπούλα. Ως υποτακτικός του τον ακολούθησε και ο Νικόδημος και έμεινε επί έναν χρόνο. Εκεί συνέγραψε το «Συμβουλευτικών.

ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ (1778)

Το 1778 επανήλθε στο Άγιον Όρος. Με την επάνοδο του ο Γέροντάς μας τον έκανε μεγαλόσχημο μοναχό .Όταν πέρασε λίγος καιρός αγόρασε την καλύβα πιο πάνω από το Κυριακό, στο Ραχώνι, πού ονομάζεται «τού Θεωνά».

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΝΩΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
Το 1784 ήρθε και πάλι ο άγιος Μακάριος [Κορίνθου] και ξαναδιόρθωσε και καλλώπισε το βιβλίο του άγιου Συμεών του Νέου Θεολόγου, συνέγραψε και το πρώτο «Εξομολογητάριον», συγκέντρωσε και καλλώπισε και εμελούργησε ένα τμήμα του ιερού «Θεοτοκαρίου». Επίσης καλλώπισε το βιβλίο «Αόρατος Πόλεμος», ή προτιμότερο να πει κανείς το συνέγραψε και το κατένειμε σε κεφάλαια, ενώ συμπλήρωσε και το «Νέον Μαρτυρολόγιον» και τα «Πνευματικά Γυμνάσματα».

ΙΣΟΒΙΟΣ ΝΗΣΤΕΥΤΗΣ ΞΗΡΟΦΑΓΟΣ

Στο διάστημα πού έμενε στον Άγιο Βασίλειο συνέγραψε τη «Χρηστοήθεια», διόρθωσε και καλλώπισε τα «Ασματικά Εγκώμια του Επιταφίου». Λίγο αργότερα αγόρασε την καλύβα πού βρίσκεται απέναντι από τον Άγιο Βασίλειο, και παίρνοντας το ψωμί του από μας, ησύχαζε εκεί. Την άλλη διατροφή του αποτελούσε πότε ρύζι νερόβραστο, πότε νερόμελο τον περισσότερο όμως καιρό το προσφάι του ήταν ελιές και μουσκεμένα κουκιά. Όποτε του τύχαιναν ψάρια, τα έδινε σε κανέναν γείτονα του πού τα μαγείρευε και τα έτρωγαν μαζί.
Και οι γείτονές του, ξέροντας ότι δεν μαγειρεύει, πολλές φορές του πήγαιναν μαγειρεμένο φαγητό.

Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ... ΜΕΓΑΣ ΑΜΒΩΝΑΣ!
Σ’ αυτήν την καλύβα ήρθε το 1794, όπου διόρθωσε και καλλώπισε το «Ευχολόγιον», συνέθεσε την «Χρηστοήθειαν», το δεύτερο «Εξομολογητάριον», τις 14 Επιστολές του Παύλου, τις 7 Καθολικές, το Ψαλτήριον του Ευθυμίου Ζυγαδινού, το οποίο μετέφρασε και το εμπλούτισε σχεδόν με όλες τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων. Επίσης και τις Εννέα Ωδές των θείων Προφητών, βιβλίο πού ονόμασε «Κήπον Χαρίτων», καλλώπισε ακόμα και το βιβλίο του Βαρσανουφίου.

ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
Δεν πρέπει να νομίσετε ότι όλα αυτά τα κατόρθωσε χωρίς φθόνους και πειρασμούς των νοητών και αισθητών εχθρών. Στις καλύβες πού ήταν, τον πείραζαν ψιθυρίζοντας, προσπάθησε μήπως ακούσει κάτι συγκεκριμένο, χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο μία φορά διέκρινε τη φράση: «Αυτός ο γράψας».

ΜΕΓΑΛΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ (1805)
Το 1805, του ήταν απαραίτητο καθημερινά το μαγειρεμένο φαγητό και το κρασί. Παρόλο όμως πού έτρωγε και έπινε, δεν αισθανόταν να ανακτά δύναμη. Κάτω απ’ αυτή την πίεση επεδίωκε να βρει κάποιον αδελφό να κατοικήσουν μαζί. Στην αρχή και για λίγες ημέρες κοινοβίασε με έναν γείτονά του. Ύστερα πήγε πάνω, στον παπα - Κυπριανό, ζωγράφο, του μακαρίτη Παρθενίου. Εκεί κάθισε έναν χρόνο, καλλώπισε δε και συμπλήρωσε τον «Συναξαριστή». Όμως η αγάπη του για «ησυχία» τον πίεζε. Παρακινημένος λοιπόν από έναν αδελφό πού υποσχέθηκε να τον υπηρετήσει ως το τέλος της ζωής του, αγόρασε και πάλι την πρώτη Καλύβη στο Ραχώνι, πάνω από το Κυριακό. Αφού όμως πέρασε κανένας χρόνος ο αδελφός τον άφησε, κι υστέρα άλλος και άλλος. Εδώ εξήγησε τους Κανόνες των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών και άρχισε την ερμηνεία στους Αναβαθμούς.
Αλλά ας πω, πατέρες, το θλιβερό μήνυμα. Ενόσω ερμήνευε τους «Αναβαθμούς» επιδεινώθηκε η αρρώστια του, πού ήταν αδυναμία και ανορεξία. Ότι και να έτρωγε, δεν αισθανόταν να δυναμώνει το σώμα του, αντίθετα καταβαλλόταν περισσότερο. Έπεσαν τα δόντια του και έχασε λίγο την ακοή του.

ΗΜΙΠΛΗΓΙΑ ΑΠΟ ΥΠΕΡΚΟΠΩΣΗ (1809)
Το 1809 πήγε πάνω, στον παπα - Κυπριανό, για τη γιορτή του αγίου Γεωργίου. Επιστρέφοντας στην Καλύβια του ένιωσε αδιαθεσία, όταν του πέρασε αυτή του έμεινε ανορεξία.
Ταυτόχρονα σχεδόν αρρώστησε βαριά και έχασε περισσότερο την ακοή του, η αρρώστια του ήταν σαν καταρροή. Μετά από είκοσι ημέρες περίπου συνήλθε και ολοκληρώνοντας
τους «Αναβαθμούς» δόξασε τον Θεό λέγοντας: «Πάρε με, Θεέ μου, διότι βαρέθηκα ετούτο τον κόσμο». Αυτό το λόγο τον έλεγε συχνά, καθώς διαπίστωνε στον εαυτό του μεγάλη
αδυναμία. Στις 5 Ιουλίου θέλησε να κάνει περίπατο μέχρι τη Μονή Κουτλουμουσίου, φτάνοντας εκεί τον δέχθηκαν οι πατέρες με χαρά. Μετά τον Εσπερινό του διέθεσαν ένα μουλάρι για να ανέβει στο Κελί, ώστε να μη κουραστεί. Ο συνοδός αγωγιάτης, για να επιστρέψει γρήγορα, τον πήγε από τον ανηφορικό δρόμο, το μουλάρι πού έτυχε να είναι νέο και ζωηρό, αναβαίνοντας τον κούνησε. Όταν έφτασε στο Κελί και ξεπέζεψε, πιάστηκε το δεξί του χέρι, την άλλη μέρα πιάστηκε η γλώσσα του. Βρέχοντάς την με νερό μιλούσε, αλλά μετά από λίγο πάλι «πιάνονταν».

«ΠΕΘΑΙΝΩ... ΜΕΤΑΛΑΒΕΤΕ ΜΕ!»
Αυτές τις τελευταίες ημέρες του έκαναν όλα όσα αρμόξουν πριν την έξοδο του [από την παρούσα ζωή], δηλαδή γενική εξομολόγηση, Ευχέλαιο και καθημερινή μετάδοση των αχράντων Μυστηρίων. Στις 13 του μηνός βάρυνε περισσότερο και στενοχωριόταν. Επειδή δεν μπορούσε να λέει την Ευχή με το νου, κατά τη συνήθειά του, την έλεγε ακουόμενος.
Και διαρκώς επανελάμβανε στους αδελφούς: «Να με συγχωρήσετε, πατέρες μου. Κουράστηκε ο νους μου, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στην Ευχή και γι’ αυτό τη λέω δυνατά.
Οι αδελφοί στο μεταξύ έμειναν άγρυπνοι όλη τη νύχτα, περιμένοντας την έξοδο του. Συχνά τον πλησίαζαν και τον ρωτούσαν: «Διδάσκαλε, πώς είσαι;» και μιλούσαν για λίγο.
Κατά την έκτη ώρα της νύχτας, μετά την ερώτηση, τους απάντησε: «Πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω. Αλλά σας παρακαλώ, να με μεταλάβετε». Αφού ετοιμάσθηκε, κοινώνησε των
αχράντων Μυστηρίων. Ύστερα από λίγη ώρα πήγαν και τον βρήκαν με τα χέρια σταυρωμένα, τα πόδια απλωμένα και τον ερωτούν: «Διδάσκαλε, τι κάνεις; Ησυχάζεις;».
Εκείνος αποκρίθηκε: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;» Συνομίλησε για λίγο και σώπασε.

«ΒΑΣΙΛΕΨΕ Ο ΝΟΗΤΟΣ ΗΛΙΟΣ»
Στις 14 Ιουλίου κι ενώ ανέτελε ο αισθητός ήλιος στη γη, βασίλευε ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Αλλά οι ακτίνες των διδαχών του είναι μαζί μας, μας φωτίζουν και θα
φωτίζουν την Εκκλησία...

ΤΑ «ΑΠΑΝΤΑ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Είναι ευτύχημα ότι το μέγα —σε ποιότητα και ποσότητα— συγγραφικό έργο του αγίου Νικοδήμου όχι μόνο διασώθηκε σχεδόν στο σύνολο του, αλλά γνώρισε και γνωρίζει σημαντική
απήχηση μεταξύ των χριστιανών. Στην εποχή του είχε αναδειχθεί ως ο πολυγραφότερος, μετά την Άλωση της Πόλης (1453), εκκλησιαστικός συγγραφέας και είχε συντελέσει όσον
ολίγοι στην πνευματική αναγέννηση του Νέου Ελληνισμού.

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ:

1. Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών (στο πρωτότυπο και σε νεοελληνική απόδοση).
2. Ευεργετινός (κείμενο απόδοση).
3. Περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως.
4. Αλφαβηταλφάβητος όσιου Μελετίου Γαλησιώτου.
5. Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων.
6. Αόρατος Πόλεμος.
7. Πνευματικά γυμνάσματα.
8. Άπαντα αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου (πιθανόν όχι δικό του έργο).
9. Χρηστοήθεια.
10. Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου.
11. Συναξαριστής (Βίοι αγίων των 12 Μηναίων, 6 τόμοι).
12. Συναξαριστής Μέγας (14 τόμοι).
13. Νέον εκλόγιον (Βίοι όσιων).
14. Νέον Μαρτυρολόγιον (Συναξαριστής Νεομαρτύρων).
15. Εξομολογητάριον.
16. Ιερόν Πηδάλιον.
17. Ερμηνεία Ψαλτηρίου (3 τόμοι).
18. Ερμηνεία Καθολικών Επιστολών.
19. Ερμηνεία Επιστολών του αποστόλου Παύλου (3 τόμοι).
20. Εορτοδρόμιον (3 τόμοι).
21. Κήπος Χαρίτων.
22. Νέα Κλίμαξ.
23. Θεοτοκάριον.
24. Απάνθισμα λίαν κατανυκτικών ευχών...
25. Ομολογία Πίστεως.
Πρόσφατα άναγνωρίσθηκαν ως έργα του άγιου Νικοδήμου και τά:
26. Επίσκεψις πνευματικού προς ασθενή, και
27. Εξέτασις της συνειδήσεως.

Η συγκαταρίθμηση του Νικοδήμου μεταξύ των Αγίων της Εκκλησίας μας έγινε σχετικά πρόσφατα με την υπ’ αρ. 1717/31.5.1955 Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η μνήμη του άγεται τη 14η Ιουλίου.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
 ΗΧΟΣ Γ΄. ΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ
Σοφίας χάριτι, Πάτερ, κοσμούμενος, σάλπιγξ θεοφθόγγος ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καί ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε, πάσι γάρ παρέθηκας σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητος διεκφαίνων τήν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτω τῶν ἐνθέων σου λόγων, δί’ ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμω ἔλαμψας.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
Η ιστορία της βασιλόπιτας, είναι μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια, πριν από 1500 χρόνια περίπου, στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία.
Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.
Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.

Οι χριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. 
Τότε ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας.
Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα που έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου.



Στη Μάνη συνηθίζουνε και λένε
«Του Χριστού χριστόψωμα,
τα Φώτα τηγανίδες
και τη Λαμπρή τυρόπιτες
τ' Άγιου Πετριού κουλούρες»



Η βασιλόπιτα έχει έχει πάντα την πρώτη θέση στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι,
πλάι στους κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τις δίπλες και τα άλλα γλυκά.

ΤΙ ΛΟΓΟ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΘΕΟ;



Πες μου, τι λόγο θα δώσεις στο Θεό εσύ που ντύνεις τους τοίχους και όχι τους ανθρώπους;

Εσύ που στολίζεις ένα ζώο και αδιαφορείς για τα κουρέλια που φοράει ο συνάνθρωπος σου;

Εσύ που σου σαπίζουν τα φαγητά και δε δίνεις σ’ αυτούς που πεινάνε;


Βλέπεις αυτούς τους τοίχους που καταρρέουν από το χρόνο, και που τα ερείπια τους ξεφυτρώνουν μέσα στην πόλη όπως οι σκόπελοι αναδύονται μέσα από το νερό; Όταν χτίζονταν, οι πλούσιοι νοιάζονταν για τους τοίχους και αδιαφορούσαν για τους φτωχούς.

Πού πήγε λοιπόν η μεγαλοπρέπεια τους;

Πού πήγε κι αυτός που περηφανευόταν γι’ αυτή τη μεγαλοπρέπεια; Βλέπεις πώς γκρεμίζονται και χάνονται σαν τα παλάτια που χτίζουν τα παιδιά στην άμμο για να παίξουν; Κι ο πεθαμένος κλαίει στον Άδη για τη ζωή που χαράμισε σε μάταια πράγματα. Να έχεις ψυχή μεγάλη.

Οι τοίχοι, οι μικροί και οι μεγάλοι, κάνουν την ίδια δουλειά.

Όταν μπω σε σπίτι ανθρώπου κακόγουστου και νεόπλουτου και το δω πνιγμένο στα στολίδια, ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο από αυτά που φαίνονται, και πως στολίζει τα άψυχα ενώ αφήνει αστόλιστη την ψυχή του.

Πες μου ποια ανάγκη εξυπηρετούν καλύτερα τα πολυτελή κρεβάτια ή τραπέζια, οι πολυθρόνες και τα αμάξια, ώστε να, μην περνάει το χρήμα στους φτωχούς, που χιλιάδες παρακαλάνε έξω απ’ τις πόρτες με σπαρακτική φωνή;

Και συ αρνείσαι να δώσεις, γιατί λες πως δεν έχεις για όλους αυτούς.

Κι ενώ τα χείλη σου ορκίζονται, το χέρι σου σε προδίδει. Γιατί το χέρι σου σε διαψεύδει, φωνάζοντας χωρίς να μιλά, έτσι καθώς λάμπει πάνω του το δέσιμο του δαχτυλιδιού.

Πόσους μπορεί να σώσει από τα χρέη ένα σου δαχτυλίδι; Πόσα σπίτια που χάνονται θα έκανε να ορθοποδήσουν;

Μία σου ντουλάπα μπορεί να ντύσει πόλη ολόκληρη που τρέμει από το κρύο. Κι εσύ κάθεσαι και διώχνεις το φτωχό αβοήθητο, χωρίς να φοβάσαι το Θεό που θα σε κρίνει.

Δεν έδωσες συμπόνια, δε θα πάρεις συμπόνια. Δεν άνοιξες την πόρτα, θα σε διώξουν από τη Βασιλεία. Δεν έδωσες ψωμί, δε θα πάρεις αιώνια ζωή!



Μ. Βασίλειος
«Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς», Ελένη Κονδύλα, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, Β΄ΕΚΔΟΣΗ

Άγιος Βασίλειος "παιδαγωγός της νεότητος"


 

Ο Μέγας ανάμεσα στους Αγίους, Βασίλειος, γεννήθηκε περί το 329μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς, ευσεβείς και Ορθόδοξους γονείς. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής ρητορικής και ονομαζόταν επίσης Βασίλειος, καταγόταν από τον Πόντο.
Η μητέρα του Εμμελεία απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων, καταγόταν από την Καππαδοκία.
Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά. Μεταξύ αυτών
το Γρηγόριο, που έγινε Μητροπολίτης Νύσσης (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης),
το Ναυκράτιο που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος,
τον Πέτρο που έγινε Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας και
τη Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) που το θαυμαστό της βίο τιμούμε στις 19 Ιουλίου.
Τα πρώτα γράμματα, του τα δίδαξε ο πατέρας του. Ζήτησε να σπουδάσει και την αρχαία ελληνική παιδεία όταν μεγάλωσε, την οποία επαινεί ως βοήθημα χρήσιμο ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, γιατί δεν είναι η γνώση εκείνη που κάνει αιρετικό τον άνθρωπο, αλλά η προαίρεση (χάρη σ΄ αυτή τη θέση των Αγίων Ιεραρχών, διασώθηκε όλη η αρχαία κληρονομιά μας και η ελληνική παιδεία και γλώσσα).
Έτσι ο Άγιος πήγε στο Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη), γιατί εκεί ήταν τότε πολλοί σοφοί. Αναζητώντας κάτι περισσότερο ο Βασίλειος, έφτασε στην Αθήνα, όπου βρίσκονταν οι κορυφαίοι σοφοί.
Σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική.

Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα.
Ο σοφός δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από την αυστηρή νηστεία, του Αγίου, και μετά την παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός.
Συμφοιτητές του ήταν και δύο νέοι που έμελλε να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Ο ένας, φωτεινό ο Άγιος και Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο άλλος μελανό στον αντίποδα, προδότης του Ιησού, ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης.

ΘΥΜΟΣ & ΟΡΓΗ - Μ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΓΗ

Δυο πράγματα κι εσύ ν' αποφεύγεις: Να μη θεωρείς τον εαυτό σου άξιο για επαίνους και να μη νομίζεις κανέναν κατώτερό σου. Με τον τρόπο αυτό ποτέ δεν θ' ανάψει μέσα σου θυμός για τις προσβολές που σου γίνονται.

Το θυμό σου να τον στρέφεις εναντίον του ανθρωποκτόνου διαβόλου, που είναι ο πατέρας του ψεύδους και ο πρόξενος κάθε αμαρτίας. Να είσαι όμως σπλαχνικός με τον αδελφό σου, γιατί αν συνεχίσει ν' αμαρτάνει, θα παραδοθεί στο αιώνιο πυρ μαζί με το διάβολο. 

Όπως διαφέρουν οι λέξεις θυμός και οργή, έτσι διαφέρουν και οι σημασίες τους.
Θυμός είναι μια έντονη έξαψη κι ένα ξέσπασμα του πάθους. Ενώ οργή είναι μια μόνιμη λύπη και μια διαρκής τάση για εκδίκηση, σαν να φλέγεται η ψυχή από τον πόθο ν' ανταποδώσει το κακό. Οι άνθρωποι αμαρτάνουν και με τις δυο καταστάσεις. Άλλοτε ορμούν απερίσκεπτα να χτυπήσουν όσους τους προκάλεσαν και άλλοτε καιροφυλακτούν δόλια να εκδικηθούν όσους τους λύπησαν.
Εμείς και τα δυο πρέπει να τ' αποφεύγουμε .

Ας συμμορφωθούμε, λοιπόν, με την εντολή του αποστόλου Παύλου, «Διώξτε μακριά σας κάθε πικρία, θυμό, οργή, κραυγή, βλασφημία, καθώς και κάθε άλλη κακότητα» (Εφ. 4,31), και ας περιμένουμε την εκπλήρωση της υποσχέσεως που έδωσε ο Κύριος στους πράους: «Μακάριοι είναι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη της επαγγελίας» (Ματθ.5,5).

 (Άγιος Βασίλειος ο Μέγας)