Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Hannah Arendt - HEIDEGGER ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ

Κυριακή, 21 Μαρτίου 2010


Hannah Arendt - HEIDEGGER

ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ

Hannah Arendt

Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ!

Κεφάλαιο Τέταρτο: HEIDEGGER

Η προσπάθεια του Χάϊντεγκερ να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, παρά τον Καντ και ενάντια στον Καντ, έφερε μια βαθειά αλλαγή στην παραδοσιακή ορολογία της φιλοσοφίας. Αυτός είναι ο λόγος που με μια πρώτη ματιά ο Χάϊντεγκερ παρουσιάζεται πάντα σαν πιο επαναστατικός από τον Γιάσπερς και ο λόγος που αυτή η λάμψη της ορολογίας του έθεσε σε κίνδυνο τη σωστή αξιολόγηση της φιλοσοφίας του. Δηλώνει απερίφραστα πως επιθυμεί να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, εννοώντας πως έχει πρόθεση να εκμηδενίσει την κατεδάφιση της αρχαίας έννοιας του Είναι που ξεκίνησε με τον Καντ! Δεν υπάρχει λόγος να μην πάρουμε στα σοβαρά ένα τέτοιο σχέδιο, ακόμη και αν υποχρεωνόμαστε να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως είναι αδύνατον να θεμελιωθεί μια οντολογία με την παραδοσιακή έννοια, χρησιμοποιώντας περιεχόμενα τα οποία προέρχονται από την επανάσταση εναντίον της Φιλοσοφίας.

Ο Χάϊντεγκερ δεν οριστικοποίησε ποτέ του την οντολογία του, καθώς το δεύτερο μέρος του «Είναι και Χρόνος» δεν εμφανίστηκε ποτέ. Στην ερώτηση για το νόημα του Είναι έδωσε μια πρόχειρη απάντηση και μάλιστα ακατανόητη: Το νόημα του Είναι είναι η Χρονικότης. Αυτό –μαζί με την ανάλυση της υπάρξεως (δηλαδή του Είναι του ανθρώπου) η οποία καθορίζεται από τον θάνατο– οδηγεί στο συμπέρασμα πως το νόημα του Είναι, είναι η μηδενικότης. Ήταν λογικό λοιπόν ότι η προσπάθεια του  Χάϊντεγκερ, να ξαναθεμελιώσει την μεταφυσική, θα ολοκληρωνόταν όχι με το δεύτερο μέρος που είχε υποσχεθεί, το οποίο θα έπρεπε να ορίσει το νόημα του Είναι γενικώς ακολουθώντας την ανάλυση της υπάρξεως του ανθρώπου, αλλά με μια μικρή πραγματεία με τίτλο «Τι είναι μεταφυσική;», στην οποία εκτίθεται με μια κάποια συνέπεια, παρόλα τα κόλπα και τα γλωσσικά σοφίσματα, πως κατά τον Χάϊντεγκερ το νόημα του Είναι είναι το ΤΙΠΟΤΑ.

Η ιδιαίτερη γοητεία που εξάσκησε  στην μοντέρνα φιλοσοφία η σκέψη του ΤΙΠΟΤΑ, δεν δείχνει αναγκαστικά Μηδενισμό. Ας αξιολογήσουμε το πρόβλημα του Τίποτα μέσα στα δικά μας δεδομένα, μιας φιλοσοφίας δηλαδή εναντίον της φιλοσοφίας, εννοημένης σαν καθαρός στοχασμός, σαν μια προσπάθεια να γίνουμε «Κύριοι του Είναι» και γι’ αυτό να θέσουμε φιλοσοφικά το θέμα με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να κατορθώσουμε να περάσουμε αμέσως στην πράξη: Αυτή η σκέψη λοιπόν τότε, πως το ΕΙΝΑΙ κατά βάθος είναι το ΤΙΠΟΤΑ, παρουσιάζει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί πως η σχέση του με το Είναι που του δωρίστηκε, δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνη του Δημιουργού πριν από την δημιουργία του κόσμου – δημιουργημένου όπως είναι γνωστό από το Μηδέν. Στον ορισμό του Είναι σαν Τίποτα βρίσκεται επιπλέον, η προσπάθεια να εγκαταλειφθεί ο ορισμός του Είναι σαν κάτι δεδομένο και η μεταμόρφωση των ανθρωπίνων πράξεων που μέχρι τώρα ήταν όμοιες με τις θεϊκές, σε πράξεις θεϊκές καθ’ εαυτές.

Αυτός είναι ο κρυφός λόγος για τον οποίον στον Χάϊντεγκερ το ΤΙΠΟΤΑ γίνεται ξαφνικά ενεργό και αρχίζει να «εκμηδενίζει» (nichten). Το Τίποτα επιδιώκει, τρόπον τινά, να εκμηδενίσει το ΕΙΝΑΙ και να μπει στην θέση του σαν «εκμηδενιστής». Εάν το Είναι, το οποίο δεν δημιούργησε ΕΓΩ, εξαρτάται από ένα ον που δεν είμαι Εγώ και ούτε καν γνωρίζω, τότε μάλλον αυτό σημαίνει πως για τον άνθρωπο, το μόνο περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος δεν είναι το ΕΙΝΑΙ, αλλά το ΤΙΠΟΤΑ. Εφόσον δεν κατόρθωσα να είμαι ο δημιουργός του κόσμου, ο προορισμός μου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από εκείνον του καταστροφέα του κόσμου. Αυτή είναι πάντως η φιλοσοφική βάση του μοντέρνου μηδενισμού, το γεγονός της καταγωγής του από την παληά οντολογία: Αυτή είναι και η τιμή της προσπάθειας να εισάγουμε με την βία τις νέες ερωτήσεις και τα καινούργια περιεχόμενα στο πλαίσιο της παληάς οντολογίας!

Παρόλα αυτά λίγο ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα της Χαϊντεγκεριανής έρευνας. Είχε το μεγάλο προνόμιο να συνδεθεί απευθείας με την διατύπωση του προβλήματος που εμφανίστηκε με τον Καντ και με το οποίο δεν ασχολήθηκε κανείς μετά από αυτόν. Ανάμεσα στα συντρίμμια της προκατασκευασμένης αρμονίας μεταξύ του Είναι και της σκέψης, ανάμεσα στην ουσία και στην ύπαρξη, ανάμεσα σ’ αυτό που υπάρχει και σ’ αυτό που μπορεί να συλληφθεί με την νόηση ο Χάϊντεγκερ ισχυρίζεται πως βρήκε ένα ον στο οποίο ουσία και ύπαρξη είναι αμέσως ταυτόσημα: Τον άνθρωπο. Η ουσία του είναι η ύπαρξή του. «Η ουσία του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα, αλλά η ύπαρξη». Ο άνθρωπος δεν έχει καμμία ουσία: Δίνεται ολότελα στο γεγονός πως υπάρχει. Δεν μπορούμε να θέσουμε στον άνθρωπο το ερώτημα του «τί πράγμα», όπως συμβαίνει με τα πράγματα, αλλά μόνον το ερώτημα του «ποιος».       

Καθότι λοιπόν ταυτότης ουσίας και υπάρξεως, ο άνθρωπος φαίνεται να προσφέρει ένα νέο κλειδί στο πρόβλημα του Είναι. Για να γίνει κατανοητή η γοητεία αυτού του σχεδίου, πρέπει να θυμηθούμε πως για την παραδοσιακή μεταφυσική, ο θεός ήταν το ον στο οποίο συνέπιπταν ουσία και ύπαρξη, στο οποίο σκέψη και πράξη ήταν ταυτόσημες και πως ερμηνευόταν γι’ αυτό σαν ουράνια βάση του γήϊνου Είναι.

Ήταν ακριβώς μια προσπάθεια να γίνει ο άνθρωπος άμεσα, ο «Κύριος του Είναι». Ο Χάϊντεγκερ το ονομάζει «πρωτείο όντικο-οντολογικό του Dasein». Είναι ένας ορισμός που δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε πως ο άνθρωπος τοποθετείται ακριβώς στην θέση στην οποία υπήρχε παραδοσιακά ο θεός.

Ο Χάϊντεγκερ ονομάζει το ΕΙΝΑΙ του ανθρώπου Dasein (υπάρχω τώρα). Αυτή η ορολογία τού επιτρέπει να αποφύγει την χρησιμοποίηση του όρου «άνθρωπος». Ο σκοπός είναι να μειωθεί ο άνθρωπος σε μια σειρά τρόπων του Είναι φαινομενολογικά επιδείξιμων. Χάνοντας τοιουτοτρόπως όλες εκείνες τις ανθρώπινες πλευρές για τις οποίες ο Kant είχε δώσει μερικά πρόχειρα σκίτσα: Όπως η ελευθερία, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η νόηση. Χαρακτήρες οι οποίοι πηγάζουν όμως από τον ανθρώπινο αυθορμητισμό και δεν μπορούν να αποδειχθούν φαινομενολογικώς, επειδή είναι αυθόρμητοι. Επειδή είναι κάτι διαφορετικό από τυπικές λειτουργίες του Είναι και επειδή ο άνθρωπος σ’ αυτούς τους χαρακτήρες βλέπει να εμφανίζεται κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του.

Η οντολογική σύλληψη του Χάϊντεγκερ κρύβει μια λειτουργικότητα αρκετά όμοια με τον ρεαλισμό του Χόμπς. Εάν ο άνθρωπος μειώνεται μόνον στο γεγονός πως αυτός είναι, πως δεν είναι τίποτε άλλο από τους τρόπους υπάρξεώς του ή από τις λειτουργίες του στον κόσμο (ή στην κοινωνία, για τον Χομπς) τότε τόσο η Χαϊντεγκεριανή λειτουργικότης όσο και ο ρεαλισμός του Χομπς τελικώς διαγράφουν ένα ανθρωπολογικό μοντελό, στο εσωτερικό του οποίου ο άνθρωπος θα λειτουργούσε ακόμη καλύτερα, διότι θα ήταν «απελευθερωμένος» από κάθε αυθορμητισμό.

Αυτός ο λειτουργικός ρεαλισμός, στον οποίο ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν ένα συνοθύλευμα τρόπων υπάρξεως, είναι από την Αρχή του αυθαίρετος, καθώς η επιλογή των τρόπων δεν καθοδηγείται από καμμία ιδέα του ανθρώπου. Στη θέση του ανθρώπου έχει μπει ο «εαυτός» (selbst), καθώς το Dasein (η χρονική ύπαρξη, το Είναι του ανθρώπου) έχει σαν ιδιαιτερότητα ότι γι’ αυτόν «περιμένει το Είναι του».

Αυτός ο στοχασμός του Dasein μπορεί να γίνει κατανοητός «υπαρξιακά», και αυτό είναι όλο όσο απομένει από την δύναμη και την ανθρώπινη ελευθερία.

Μετά τον Χάϊντεγκερ φιλοσοφία σημαίνει πλέον την προσπάθεια κατανοήσεως της ιδίας υπάρξεως: «Η δική μας μελέτη της καθαυτής φιλοσοφικής έρευνας πρέπει να γίνει υπαρξιακά κατανοητή σαν μια δυνατότης υπάρξεως του υπάρχοντος Dasein». Η φιλοσοφία είναι η πιο υψηλή δυνατότης υπάρξεως του Dasein. Πράγμα που δεν είναι τίποτε άλλο από μία επαναβεβαίωση του πρωτείου του «βίου θεωρητικού» του Αριστοτέλη, της στοχαστικής στάσεως αξιολογημένης σαν την πιο υψηλή δυνατότητα του ανθρώπου. Αυτό είναι ακόμη πιο βαρύ σε συνέπειες, καθώς στην φιλοσοφία του Χάϊντεγκερ ο άνθρωπος, εφόσον διαθέτει ουσία και ύπαρξη ταυτόσημες, γίνεται ένα είδος summum ens, ενός «Κυρίου του Είναι». Μετά την αποκάλυψη πως εκείνο το Είναι που μέχρι τώρα ήταν ταυτισμένο με τον Θεό, είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο άνθρωπος, συμπεραίνεται πως ένα τέτοιο Είναι είναι ανίκανο και πως δεν υπάρχει κανείς «Κύριος του Είναι», οπότε δεν απομένει τίποτε άλλο από κάποιους αναρχικούς τρόπους υπάρξεως!

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Hannah Arendt - ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ (KIERKEGAARD)



Hannah Arendt

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: KIERKEGAARD

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ.

Με τον Κίρκεγκαρντ ξεκινά ουσιαστικά η μοντέρνα φιλοσοφία της υπάρξεως. Δεν υπάρχει ούτε ένας φιλόσοφος της υπάρξεως στον οποίο να μην είναι εμφανής η επιρροή του! Είναι γνωστό πως ξεκινά απο μια κριτική στον Hegel (και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, από την σιωπή του για τον Σέλλινγκ, του οποίου γνώριζε την ύστερη φιλοσοφία μέσα από τα μαθήματά του). Στο Εγελιανό σύστημα που απαιτούσε να συλλάβει και να εξηγήσει το «Όλον», αντιθέτει τον «μοναδικό», το ανθρώπινο άτομο που δεν έβρισκε ούτε θέση ούτε νόημα στο όλον, που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του πνεύματος του κόσμου. Με άλλους όρους, ο Κίρκεγκαρντ ξεκινά από την συνθήκη της αλλοτριώσεως του ατόμου σ’ έναν κόσμο τόσο ξεκαθαρισμένο από την νόηση. Σε σχέση μ’ έναν κόσμο τόσο φωτισμένο η μοναδικότης βρίσκεται σε συνεχή αντίφαση, καθώς η υπαρξίς της – δηλαδή το απλό γεγονός της τυχαίας της υπάρξεως (το γεγονός πώς ακριβώς εγώ, και όχι ένας άλλος, είμαι και ακριβώς εγώ είμαι αντί να μην υπάρχω) –

Hannah Arendt (3) Συνέχεια και τέλος δευτέρου κεφαλαίου

Hannah Arendt (3)


Διαλύοντας την αρχαία έννοια τού Είναι, ο Κάντ είχε κατά Νού να ξαναδώσει την αυτονομία στον άνθρωπο, αυτό που ονόμαζε την αξιοπρέπεια τού ανθρώπου. Είναι ο πρώτος φιλόσοφος πού θέλησε να κατανοήσει ολόκληρο τον άνθρωπο ξεκινώντας από τον νόμο του και να τον αφαιρέσει από την γενική οντολογική συνάφεια μέσα στην οποία δεν ήταν άλλο από ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα - ακόμη και όταν τίθεται αντιμέτωπος όπως η res cogitans στην res extensa. Συμφωνώντας με τον Λέσσινγκ, η ωριμότης του ανθρώπου υποδεικνύεται στη σκέψη και δεν είναι τυχαίο πως μία τέτοια φιλοσοφική δήλωση συμπίπτει με την Γαλλική Επανάσταση. Ο Κάντ είναι εξάλλου ο φιλόσοφος της Γαλλικής Επαναστάσεως. Για την εξέλιξη του ΧΙΧ αιώνος αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως δεν χάθηκε τίποτα από την νέα επαναστατική έννοια της Citoyen (ιθαγένεια), όπως και για την εξέλιξη της μετα-Καντιανής φιλοσοφίας υπήρξε αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως δεν χάθηκε στα γρήγορα αυτή η έννοια του ανθρώπου, παρότι ήταν στην αρχή της αναπτύξεώς της ακόμη.

Hannah Arendt (2) Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ ΕΝΟΣ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Hannah Arendt (2)


Η λέξη “ύπαρξη” με την μοντέρνα έννοια εμφανίζεται για πρώτη φορά, στον τελευταίο Σέλλινγκ. Γνώριζε επακριβώς εναντίον αυτού που επαναστατούσε όταν αντέκρουσε την «αρνητική φιλοσοφία», την φιλοσοφία της καθαρής σκέψης, με την «θετική φιλοσοφία», η οποία «προοδεύει από την ύπαρξη και την κατέχει μόνον στη μορφή του καθαρού “τί”»! Γνώριζε πως μ’ αυτόν τον τρόπο ο φιλόσοφος έλεγε αντίο στην «στοχαστική ζωή». Γνώριζε πως «η επανάσταση είχε ξεκινήσει από το Εγώ», διότι σε μια τέτοια φιλοσοφία της καθαρής σκέψης, η οποία δεν ήταν πλέον ικανή να «εξηγήσει το τυχαίο και την ουσιαστική πραγματικότητα των πραγμάτων», «η απόλυτη απελπισία τον είχε κατακυριεύσει». Όλο το μοντέρνο παράλογο, όλη η μοντέρνα εχθρότης προς το πνεύμα και την νόηση βασίζονται σ’ αυτή την απελπισία!

Η μοντέρνα φιλοσοφία ξεκινά με την αναγνώριση πως το τί πράγμα δεν είναι ικανό να εξηγήσει το τί, ξεκινά με το τρομακτικό σοκ μιας πραγματικότητος κενής καθ’ εαυτής! Όσο περισσότερο η πραγματικότης στερείται κάθε ποιότητος, τόσο γυμνό και αμεσολάβητο αποκαλύπτεται αυτό που είναι το μόνο ενδιαφέρον σ’ αυτή: Ότι αυτή είναι! Γι’ αυτόν τον λόγο από το ξεκίνημά της η μοντέρνα φιλοσοφία υμνεί το τυχαίο σαν το στοιχείο με το οποίο η πραγματικότης, ανυπολόγιστη, απρόβλεπτη και άρρητη, επιτίθεται κατευθείαν στον άνθρωπο. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχίζουν να υπολογίζονται οι «οριακές καταστάσεις» (Γιάσπερς), αυτές που ωθούν τον άνθρωπο να φιλοσοφήσει: Ο θάνατος, η ενοχή, η μοίρα, το τυχαίο, διότι σε όλες αυτές τις εμπειρίες η πραγματικότης φαίνεται αναπόφευκτη, αμείωτη, στο επίπεδο της σκέψης. Εδώ ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την εξάρτησή του – εξάρτηση όχι από κάτι ιδιαίτερο ούτε καν από την θνητότητά γενικώς, αλλά εξάρτηση από το γεγονός πως υπάρχει.

Hannah Arendt (1)Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΕΩΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΦΑΙΝΟΜΕΛΟΓΙΑΣ




Ανάμεσα στους επιγόνους του Hegel, τα τελευταία εκατό χρονιά, τα πιο μοντέρνα και ενδιαφέροντα φιλοσοφικά ρεύματα είναι ο πραγματισμός και η φαινομενολογία. Πάνω απ’ όλα η φαινομενολογία άσκησε στην σύγχρονη φιλοσοφία μια τέτοια επιρροή που δεν μπορεί να είναι τυχαία, η οποία δεν εξαρτάται αποκλειστικώς από την μέθοδό της. Ο Χούσερλ έθεσε σαν στόχο να ξαναδέσει την αρχαία σχέση ανάμεσα στο Είναι και στην σκέψη, η οποία είχε εξασφαλίσει στον άνθρωπο μια κατοικία μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, μέσω μια παρακάμψεως δια μέσου της προθετικής δομής της συνειδήσεως. Επειδή κάθε πράξη της συνειδήσεως έχει από την φύση της ένα αντικείμενο, μπορούμε να είμαστε σίγουροι τουλάχιστον για ένα πράγμα, δηλαδή ότι εγώ “έχω” το αντικείμενο της συνειδήσεώς μου. Χωρισμένη τοιουτοτρόπως εντελώς από το πρόβλημα της πραγματικότητος, το θέμα του Είναι μπορεί να μπει σε παρένθεση: Σαν συνειδητό ον εγώ κατέχω όλο το Είναι και σαν συνείδηση Είμαι, μέσα στον ανθρώπινο κόσμο μου, το Είναι του κόσμου (το ειδωμένο δένδρο, το δένδρο σαν αντικείμενο της συνειδήσεώς μου δεν έχει ανάγκη να είναι το πραγματικό δένδρο, αυτό είναι ούτως ή άλλως το πραγματικό αντικείμενο της συνειδήσεώς μου).

Το μοντέρνο αίσθημα της αποξενώσεως (unheimlichkeit) ξεκίνησε μπροστά στα μοναχικά πράγματα, στα πράγματα που ελευθερώθηκαν από το λειτουργικό τους πλαίσιο. Σημείο αυτού του πράγματος είναι η λογοτεχνία και ένα μεγάλο μέρος της ζωγραφικής. Όπως κι αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτή την αποξένωση, κοινωνιολογικά ή ψυχολογικά, αυτή η αποξένωση έχει τη φιλοσοφική της βάση στο γεγονός πως, παρότι το λειτουργικό πλαίσιο του κόσμου μέσα στο οποίο συμμετέχω μπορεί να εξηγήσει και να δικαιολογήσει πως για παράδειγμα υπάρχουν γενικώς τραπέζια και καρέκλες, αυτό το πλαίσιο δεν είναι σε θέση να με βοηθήσει να συλλάβω γιατί αυτό το τραπέζι υπάρχει. Και είναι ακριβώς η ύπαρξη αυτού του τραπεζιού, ανεξαρτήτως των τραπεζιών πού εννοούνται γενικώς πού προκαλεί το φιλοσοφικό σόκ.

Hannah Arendt - ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ

Hannah Arendt - ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ
Τί είναι η φιλοσοφία της υπάρξεως;

Η φιλοσοφία της υπάρξεως έχει μια ιστορία παληά τουλάχιστον εκατό ετών. Ξεκίνησε με τον τελευταίο Σέλλινγκ και τον Κίρκεγκαρντ, βρήκε στον Νίτσε μια ανάπτυξη κατά μήκος δυνατοτήτων που δεν έχουν εξαντληθεί ακόμη μέχρι σήμερα, καθόρισε ουσιωδώς την σκέψη του Μπεργκσόν και την λεγόμενη “φιλοσοφία της ζωής”, μέχρι να κατακτήσει στην μεταπολεμική Γερμανία, με το Σέλερ, τον Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς, μια αξεπέραστη συνειδητοποίηση αυτού που παίζει αληθινά στην μοντέρνα φιλοσοφία.

Πρώτα απ’ όλα ο όρος “ύπαρξη” (existenz) δεν δείχνει παρά το Είναι του ανθρώπου, ανεξαρτήτως από όλες τις ποιότητες και τις ικανότητες του ατόμου, οι οποίες ερευνώνται ψυχολογικά. Αρμόζει μέχρις εδώ και για την φιλοσοφία της υπάρξεως αυτό που είχε επισημάνει με το δίκηο του ο Χάιντεγκερ σχετικά με την φιλοσοφία της ζωής, δηλαδή πως αυτή η έκφραση ήταν τόσο μικρής σημασίας όσο και εκείνη της “βοτανικής των φυτών”. Παρόλα αυτά δεν είναι τυχαίο που η λέξη “Είναι” αντικατεστάθη από την λέξη “ύπαρξη”. Σ’ αυτή την αλλαγή ορολογίας, κρύβεται στην πραγματικότητα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της μοντέρνας φιλοσοφίας.

Η φιλοσοφία του Hegel που, με μια πρωτοφανή πληρότητα, είχε εξηγήσει όλα τα φυσικά και ιστορικά φαινόμενα και τα είχε οργανώσει σε ένα σύνολο με μια μυστηριώδη συνάφεια –και που δεν κατορθώσαμε να ορίσουμε με σιγουριά αν επρόκειτο για μια κατοικία ή για μια φυλακή– ήταν στην πραγματικότητα η «κουκουβάγια της Αθηνάς», η οποία ξεκινά το πέταγμά της μόνον όταν πέφτει το δειλινό. Αμέσως μετά τον θάνατο του Hegel, το σύστημά του φάνηκε σαν η τελευταία λέξη σύνολης της Δυτικής φιλοσοφίας, καθώς από τον Παρμενίδη ακόμη δεν αμφέβαλλε ποτέ της πως: Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι, δηλαδή πως το Είναι και η σκέψη είναι ταυτόσημα. Αυτό που ακολούθησε τον Hegel ήταν μια επανάσταση των φιλοσόφων ενάντια στην ταυτότητα Είναι και σκέψης ή το χάσιμο της ελπίδας σ’ αυτή την ταυτότητα!

Όλες οι σημαντικές σχολές φιλοσοφίας που υπάρχουν σήμερα είναι σχολές επιγόνων! Όλες προσπαθούν να ξαναπετύχουν την ενότητα Είναι και σκέψης!

Μικρή σημασία έχει σ’ αυτή την προσπάθεια εάν δοκιμάζουν να πετύχουν αυτή την αρμονία ονομάζοντας κυρίαρχη την ύλη ή το πνεύμα. Όπως έχει μικρή σημασία επίσης πως, παίζοντας με τον όρο (Aspekt) “άποψις”, δοκιμάζουν να ιδρύσουν ένα όλον Σπινοζικού χρώματος.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Τρίτη επιστολή του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου προς τη ΔΙΣ για τη Μεγάλη Σύνοδο




Τρίτη επιστολή του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου προς τη ΔΙΣ για τη Μεγάλη Σύνοδο
Γ' Επιστολή Μητροπολίτου Ναυπάκτου για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
"Εάν δέν γίνουν οἱ ἀναγκαῖες τροποποιήσεις, τότε στό συγκεκριµένο κείµενο θά ἐπικρατῆ θεολογική καί ἐκκλησιολογική διγλωσσία, ἡ ὁποία εἶναι ἀνάρµοστη σέ συνοδικά κείµενα καί µάλιστα σέ κείµενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου" αναφέρει μεταξύ άλλων στην τρίτη επιστολή του προς τη ΔΙΣ ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος σχολιάζοντας το επίμαχο κείμενο "Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον".

Η Μεγάλη Σύνοδος και οι Προσυνοδικές Διασκέψεις. (Ιερά Μονή Γρηγορίου)




Η Μεγάλη Σύνοδος και οι Προσυνοδικές Διασκέψεις. (Ιερά Μονή Γρηγορίου)
(περιοδικό Ό Όσιος Γρηγόριος, ετήσια έκδ. Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου Αγ. Όρους,   40(2015), 176-179)
Η πορεία προς τη Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας βαίνει προς το τέλος της. Την
Πεντηκοστή του 2016, εκτός απρόοπτου.
Ελπίδα και αγωνία, ανάμεικτα συναισθήματα, για την έκβαση της συνόδου. Κάθε σύνοδος είναι μία διακινδύνευσις. Θα την αποδεχθεί άραγε το πλήρωμα της Εκκλησίας ή θα υπάρξουν σχίσματα;
Ένα είναι το αδιαφιλονίκητο κριτήριο: η ορθοδοξία των αποφάσεών της, η πιστότης στην
διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων. Όπως το διατύπωσε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Εκείνα οίδεν αγίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών, ας ορθότης δογμάτων έκρινεν» (PG 90, 148).
Αυτό εξαρτάται από τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τις αποφάσεις της. Προσευχόμαστε όλα να γίνουν αγιοπνευματικά και όχι με μεθόδους του κόσμου τούτου, οι οποίες δεν είναι δυστυχώς άγνωστες στην εκκλησιαστική ιστορία. Η εκκοσμίκευσης και ο ανθρωποκεντρισμός είναι κακές και επικίνδυνες προϋποθέσεις. Το «επομένοι τοις αγίοις πατράσι» και η εκζήτησις του θείου θελήματος είναι ασφαλείς προϋπόθεσης. «Ότε ωμίλουν εκ του νοός μου, συνέβαινον λάθη», έλεγε ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ.

Οι άγιοι Αρχιερείς έχουν την ευθύνη. Εμείς οι μοναχοί, μαζί με τον πιστό λαό της Εκκλησίας, μπορούμε να προσευχόμαστε με ταπεινοφροσύνη να τους φωτίσει το Άγιο Πνεύμα ώστε να ομιλήσουν με Πνεύμα Άγιον και «νουν Χριστού».

Παράλληλα με ταπεινό φρόνημα και με φόβο Θεού, μπορούμε να εκφράζουμε εκείνο που νιώθουμε ως αποστολική και αγιοπατερική παρακαταθήκη που πρέπει να διαφυλαχθή αναλλοίωτη.Για το φλέγον θέμα «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμον», θεωρούμε ότι πρέπει να αποφευχθή μια συνοδική απόφανσις, ότι οι ετερόδοξες εκκλησίες έχουν «εκκλησιαστικό χαρακτήρα» (ecclesiality, δηλαδή ότι είναι εκκλησίες με τους χαρακτήρες της Μίας

Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας), εν όσω δεν υπάρχει μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων ενότης πίστεως, λατρείας, διοικήσεως, ήθους, και κυρίως ταυτότης εμπειρίας της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος «συν πάσι τοις αγίοις».

Για κάποια θέματα κοινωνικής φύσεως, που αφορούν την ειρήνη και την ευστάθεια των αγίων του Θεού τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών μας, προσευχόμαστε εμπόνως ως «μέλη» του αυτού αγίου Σώματος του Χριστού, «μέλη εκ μέρους» και «αλλήλων μέλη» (βλ. Α΄ Κορ. ιβ΄ 25-27, Ρωμ. ιβ΄ 5), να μη επιτρέψει ο Κύριος τριγμούς στην ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

Θεωρούμε ότι σε ωρισμένα θέματα δεν πρέπει να παραβλεφθούν και οι θέσεις της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους και οι παρεμβάσεις της. Όσον αφορά π.χ. το ζήτημα του συνεορτασμού του Πάσχα μετά των ετεροδόξων, υπάρχει η παρέμβασις  της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους προς την Β΄ Προσυνοδική Διάσκεψι, με τη χαρακτηριστική φράσι: «διό και αποδοκιμάζομεν οιανδήποτε αλλαγή του Πασχαλίου».

Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω και η αποδοχή της παρεμβάσεως αυτής από τον πρόεδρο της Β΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως με τα εξής λόγια: «Θεωρώ φυσικόν να εκφράσουν ούτοι προς ημάς ευλαβώς την άποψιν, το φρόνημα και την γνώμην των. Οφείλομεν να τους προσέξωμεν. Αποδίδομεν ιδιαιτέραν σημασίαν και προσοχήν εις την τάξιν των μοναχών, και ιδιαιτέρως των σεβασμίων Πατέρων του Άθω. Παρακαλώ υμάς όπως, εν τη εξετάσει των θεμάτων εν ταις επιτροπαίς, έχητε υπ’  όψιν και την ασκητικήν άποψιν των μοναχών» (βλ. Συνοδικά VIII, έκδ. Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Σαμπεζύ 1994, σελ. 119).

Όσον αφορά δε τα θέματα που άπτονται της μοναχικής ζωής και ιδιότητος η Ιερά Κοινότης του Αγ. Όρους έχει εκφράσει επίσημη τοποθέτηση, κατά την οποία ο μοναχός, ο οποίος  έχει καρεί με «ρασοευχή» και δεν έχει λάβει ακόμη το «μεγάλο Σχήμα», είναι μοναχός και η μοναχική ιδιότης του παραμένει ανεξίτηλη παρά την τυχόν έκπτωσή του από τον μοναχικό βίο (βλ. ΕΔIΣ ΡΚΘ΄, 20.8.1993). Θεωρούμε επ’  αυτού ότι  ιερολογούντες τον γάμο εκπεσόντος μοναχού υποβαθμίζουμε την δυνατότητα μετανοίας του - γνωστής από πάμπολλες διηγήσεις των συναξαρίων περί πρώην εκπεσόντων μοναχών -  και την προθυμία φιλοθέου επιστροφής του στις προς Θεόν μοναχικές υποσχέσεις».

Οἱ ἅγιοι γέροντες τῆς Ῥουμανίας μιλοῦν γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ

γιοι ῾Ρουμᾶνοι γέροντες τῶν ἡμερῶν μας μιλοῦν γιὰ τὴν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πρῶτος, ὁ πρύτανις τῶν ῾Ρουμάνων θεολόγων καὶ μεταφραστὴς τῆς Φιλοκαλίας στὴ ῥουμανικὴ π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τὸν Οἰκουμενισμὸ παναίρεσι καὶ προϊὸν τῆς μασονίας. Ἀκολουθοῦν ἅγιοι γεροντάδες, ὁ π. Κλεόπας Ἠλίε, ὁ ὁμολογητὴς γέρων π. Γεώργιος Καλτσίου, ὁ γέρων Ἀρσένιος Πάπατσοκ, ὁ π. Ἀδριανὸς Φαγκετεάνου, ὁ γέρων Ἰουστῖνος Πάρβου, ὁ π. Ἀρσένιος Μπόκα. Ὅλοι τους μιλοῦν, ὁμοφώνως, γιὰ δαιμονικὲς φαντασιώσεις ἑνοποιήσεως τῶν θρησκειῶν στὸ κατώτερο δυνατὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο.

Ἄχ ὅλοι αὐτοὶ οἱ «ἀγράμματοι» καὶ «ἀγροῖκοι», ἡ «πλέμπα», οἱ «φανατικοὶ μελανοχίτωνες», ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν ἀξία τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ καὶ τῆς ὑψηλῆς θεολογίας τῶν σαλονιῶν τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ Φαναρίου!...

Κάντε μόνοι σας τὶς συγκρίσεις. Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ οἱ ὅσιοι ἀββᾶδες τῆς πίστεώς μας, μὲ δεκαετίες ἀσκήσεως ἀλλὰ καὶ φυλακῶν καὶ ἐξοριῶν στοὺς κυρτωμένους ὤμους τους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ δεσποτάδες τοῦ Φαναρίου, οἱ Ἀθηναγόρες καὶ οἱ Μελίτωνες, μὲ δεκαετίες καλοπέρασης στὰ εὐρωπαϊκὰ σαλόνια, δίπλα στοὺς ἰσχυροὺς τοῦ χρήματος καὶ τῆς πολιτικῆς…



π. Δημήτριος Σταλινοάε (1903 - 1993)

Πραγματικὰ δὲν εἶμαι ὑπὲρ τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ὁ Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁ Σέρβος εἶχε δίκαιο ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσε παναίρεσι τῶν ἡμερῶν μας. Θεωρῶ τὸν οἰκουμενισμὸ προϊὸν τῆς μασονίας, γιατὶ κάνει τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν αἵρεσι σχετικές.

Γιὰ ποιό λόγο νὰ πάω μὲ ἐκείνους ποὺ κάνουν τὶς γυναῖκες ἱέρειες; μὲ ἐκείνους ποὺ ἐπιβάλλουν τὴν ἀγαμία τῶν κληρικῶν; μὲ αὐτοὺς ποὺ προβάλλουν τοὺς ὁμοφυλοφίλους στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὴν Ἀγγλία;


π. Γεώργιος Καλσίου, νεομάρτυρας τῶν ἡμερῶν μας ποὺ ἔκανε 21 χρόνια σὲ κομμουνιστικὲς φυλακές (1925 - 2006)

Ἡ κίνησι τοῦ οἰκουμενισμοῦ εἶνε μιὰ δρᾶσι ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὶς προσπάθειες νὰ ἰσοπεδώσουν τὶς θρησκεῖες καὶ τὰ ἔθνη, μιὰ ἐνέργεια ποὺ ἔχει προωθήσει ὁ τεκτονισμὸς ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό.

Εἶμαι ἐναντίον τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ τὸν θεωρῶ ὡς τὴν μεγαλύτερη αἵρεσι τοῦ αἰώνα μας. Δὲν ξέρω ἂν τὸ γνωρίζετε, ἀλλὰ ἡ ΣερβικὴἘκκλησία ζήτησε τὴν ἀποχώρησί της ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, καὶ μέχρι τώρα οἱ παρακάτω ἐκκλησίες ἤδη ἔχουν ἀποχωρήσει· ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων.

Πιστεύω ὅτι θὰ πρέπῃ νὰ εἴμαστε ἀρκετὰ προσεκτικοὶ μὲ τὸν οἰκουμενισμὸ ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἰσοπεδώσῃ τὶς θρησκεῖες, νὰ προκαλέσῃ δηλαδὴ μιὰ πνευματικὴ πτῶσι στὸ χαμηλότερο ἐπίπεδο καὶ μιὰ καταστροφὴ τῆς ἰδιαιτερότητος τῆς Ὀρθοδοξίας.


π. Ἀρσένιος Παπάτσιοτς (2005)

–Τί λέτε γιὰ τὸν οἰκουμενισμό;

–Μὰ φυσικὰ καὶ εἶμαι ἐναντίον του! Εἶνε αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα καὶ προηγουμένως· εἶμαι τόσο ἐναντίον του, ὅπως ἡ πάλη μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου. Γιὰ ποιόν οἰκουμενισμὸ μοῦ μιλᾶτε τώρα…;

–Ποιά εἶνε ἡ γνώμη σας γιὰ τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν καθολικὴ ἐκκλησία;

–Εἶνε ἀναθεματισμένοι, ἔτσι εἶνε. Δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς ἐγγυηθοῦμε τὴν σωτηρία τους, δὲν μποροῦμε. Ἐπίσης οἱ ἅγιοι πατέρες καὶ ὅλες οἱ οἰκουμενικὲς σύνοδοι ἀνακήρυξαν τὴν διδασκαλία [τους] ὡς αἱρετική. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε μιὰ ἀναθεματισμένη αἵρεσι ὡς σωτηριώδη.



π. Ἀδριανὸς Φαγετεάνου

–Εἶνε ὁ οἰκουμενισμὸς αἵρεσι;

–Ναί, εἶνε! Τὸ ἴδιο ὑποστήριξε καὶ ὁ π. Σταλινοάε. Ἡ αἵρεσι τοῦ 20οῦ αἰώνα.

–Τὸ ἴδιο εἶπε καὶ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς;

–Ναί!

π. Γεώργιος Καλσίου (1925 - 2006)

–Ποιά εἶνε ἡ γνώμη σας γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὰ ἀποτελέσματά του μέχρι στιγμῆς;

–Οἰκουμενισμὸς εἶνε –τὸ λένε καὶ οἱ Ἕλληνες–ἡ μεγαλύτερη αἵρεσι τοῦ αἰώνα μας. Καὶ ἔτσι εἶνε!

Πλανάει τὸν κόσμο ὅμως, γιατὶ παρουσιάζεται μὲ κάποιες εὐλογοφανεῖς ἰδέες, π.χ. νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· γιατί νὰ διαφωνοῦμε; νὰ ἔχουμε κοινὲς προσευχὲς γιατὶ οἱ κοινὲς προσευχὲς φτάνουν πιὸ γρήγορα στὰ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ, κ.λπ.. Πράγματα ποὺ εἶνε εἰδωλολατρικὲς πλάνες, διαβολικὲς πλάνες!

Πιστεύω ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ μείνουν ἀκλόνητοι στὴν πίστι τους, καὶ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ βλέπω ἀντιδράσεις ἐναντίον τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὅλο καὶ πιὸ πολὺ αὐτὴ ἡ ἱερὴ ἀντίδρασι φτάνει στὰ αὐτιὰ τῶν πιστῶν.


γέρ. Ἠλία Κλεόπα τῆς Σιχάστριας (1912 - 1998)

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε λίγοι, ἀλλὰ εἴμαστε ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Δὲν μᾶς λείπει τίποτε. Δὲν ἔχουμε τίποτε νὰ δανειστοῦμε ἀπὸ τοὺς προτεστάντες ἢ τοὺς καθολικούς – τίποτε, ἀπολύτως τίποτε! Πιστεύουμε καὶ καταλαβαίνουμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε πλήρης. Ὅλα τὰ δόγματά της εἶνε ὀρθά· κατέχει ὅλη τὴν ἀποστολικὴ καὶ τὴν καθολικὴ παράδοσι τῶν ἁγίων πατέρων. Κατέχει ἐπίσης ὅλους τοὺς κανόνες καὶ ὅλη τὴ λειτουργική, τὴν κανονική, τὴν δογματικὴ καὶ τὴν ἱστορικὴ παράδοσι. Ὅλα ὅσα χρειαζόμαστε, τὰ ἔχουμε στὴν Ἐκκλησία μας! Ἡ Ἐκκλησία εἶνε αὐτὴ ποὺ ἀκολούθησε βῆμα - βῆμα τὴν εὐαγγελική, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ παράδοσι μέχρι τὶς μέρες μας, καὶ αὐτοὶ [=οἱ καθολικοὶ καὶ οἱ προτεστάντες] τὸ γνωρίζουν αὐτό, καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλουν νὰ μᾶς προσεγγίσουν…


π. Ἰουστῖνος Πάρβου, μοναστήρι Πέτρου Βόντα

Οἱ ἅγιοι καὶ οἱ πατέρες τοῦ 11ου καὶ 13ου αἰώνα δὲν μπόρεσαν νὰ πραγματοποιήσουν αὐτὴ τὴν ἕνωσι. Πόσο δύσκολο εἶνε νὰ πραγματοποιηθῇ κάτι τέτοιο μέσῳ τέτοιων ποιμένων τῶν ἡμερῶν μας· ποιμένων ποὺ δὲν ἔχουν καθόλο χριστιανικὸ καὶ θρησκευτικὸ βάθος, ποιμένων ποὺ ἔχουν μόνο πολιτικὴ ζωή. Εἶνε ἕνας οἰκουμενισμὸς ποὺ γεννιέται ὄχι ἀπὸ τὶς γνῶμες τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ σκέψι τέτοιων ἀνθρώπων.

Ἀναφορικὰ μὲ αὐτό, ὁ πατὴρ Σταλινοάε εἶπε· Ὁ οἰκουμενισμὸς εἶνε ἡ πιὸ φοβερὴ αἵρεσι τοῦ 20οῦ αἰώνα.


π. Ἀρσένιος Μπόκα (1910 - 1989)

Ὁ οἰκουμενισμός; Εἶνε ἡ αἵρεσι ὅλων τῶν αἱρέσεων! Ἡ πτῶσι τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς ἰδίους της τοὺς ὑπηρέτες, τὰ ὄργανα τῆς Δύσης. Τὰ ἀποτελέσματά του εἶνε τὰ σάπια συντρίμμια ποὺ πέφτουν, ἀκόμα κι ἂν εἶνε ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοὶ ἢ λαϊκοί. Ἂς ἐπιστρέψουμε στὴν ἁγία παράδοσι, στὰ δόγματα καὶ στοὺς κανόνες τῶν ἁγίων πατέρων τῶν 7 οἰκουμενικῶν Συνόδων. Διαφορετικά, θὰ πᾶμε στὴν κόλασι, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ἐπισκόπων μας! Θεὸς φυλάξοι!



Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Ἡ λάμψις τοῦ καλοῦ παραδείγματος



λάμψις το καλο παραδείγματος
Το πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ δέχονται μ χαρ, ν χι κα μ νθουσιασμό, τ καλό παράδειγμα κάποιου. Σ μι κοινωνία πο πικρατε πι δικία, τ συμφέρον, τ κόρεστο πάθος τς πλεονεξίας, τ θράσος, καμπτος γωισμός, φιληδονία, φιλοδοξία, λλά κα φυγοπονία, πάτη, κακοβουλία, ο δαιμονικές μεθοδεύσεις, πρόκληση, νηθικότητα κ.λπ., εναι παρήγορο πο ο νθρωποι ναζητον κα δχονται τ λάμψη το καλο παραδείγματος. Ατό σημαίνει τι πάρχει κόμα λπίδα ν βελτιωθε κοινωνία. δρόμος βέβαια εναι κα μακρύς κα νηφορικός.

Τ καλό παράδειγμα δν πάρχει παντο, σ ντίθεση μ τ κακό πο πλεονάζει κα δημιουργε δυσάρεστες καταστάσεις. στόσο, γίνεται ποδεκτό κα πό κείνους πο εναι πρόσεκτοι στν προσωπική τους ζωή, κατέχουν δημόσιες θέσεις, σχολονται μ τ κοινά κα συχνά σκανδαλίζουν τος πλούς νθρώπους. Θ μπορούσαμε ν τ χαρακτηρίσουμε δοδείκτη κα ν τ προβάλλουμε πρς μίμησιν.
πάρχει μως κα μεγάλη δυναμία στος νθρώπους. ν θαυμάζουν τ φωτεινό παράδειγμα κάποιου, πό δυναμία κα διαστροφή μιμονται τ κακό παράδειγμα, τ ποο θεωρητικά πορρίπτουν! Συμβαίνει ατό, γιατί εναι κοντόφθαλμοι κα ρνονται τν αώνια ζωή. Γι᾿ ατούς Θεός δν πάρχει ν πάρχει, βρίσκεται πολύ μακριά τους κα δν χρειάζεται ν χουν σχέση μαζί του. ζωή τους κυλάει δίχως Θεό, γι᾿ ατό κα λα πιτρέπονται. Θ μποροσα ν διατυπώσω κα διαφορετικά τ φράση. ζωή τους κυλάει μ τ διάβολο, γι᾿ ατό ο ντολές το Θεο περιττεύουν.
καλοπροαίρετος φελεται πνευματικά κα πό τ καλό παράδειγμα κα πό τ κακό. πό τ καλό παρακινεται πρς τν ρετή κα πό τ κακό, γι ν ποφεύγει τν μαρτία. Μ ατό τν τρόπο τ βήματά του εναι σταθερά πρς τ καλό, συγχρόνως δ ποτελε κα διος ξιομίμητο παράδειγμα.
δ μως πρέπει ν πομε παρενθετικά τι πολλές φορς στ ζωή βλέπουμε τν ποκρισία ν θολώνει τ πράγματα στ συμπεριφορά τν νθρώπων κα ν προβάλλονται τομα, τ ποα εναι πλήρως διεφθαρμένα. Ατό συνήθως συμβαίνει στν τηλεόραση, που πραγματικά τ μαρο κα δυσδες μφανίζεται ς σπρο κα εὐῶδες! Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στ θμα ατό. Δν πρέπει ν εναι κανείς εκολόπιστος, γι ν μ παρασύρεται πό πρόσωπα πο δν χουν θος κα πηρετον μόνο τ δικά τους συμφέροντα.
Εναι νάγκη ν αξηθον ο συνειδητοί χριστιανοί κα ν ποκτήσει κκλησία μεγαλύτερη πνευματική δύναμη. Μόνο τσι μπορε ν λπίζει κάποιος τι κοινωνία θ βελτιωθε, ο νθρωποι θ ποκτήσουν θος κα κακοδαιμονία θ περιοριστε σ μεγάλο βαθμό.

Ορθόδοξος Τύπος, 13/3/2015

Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος για τη Μεγάλη Σύνοδο



Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων 15 Μαΐου 2016
Ἀριθμ. Πρωτ. 415
Διεκπ. 237/10-5-2016
ΕΓΚΥΚΛΙΟ Σ 117Η
Πρὸς τοὺς εὐλαβεῖς ἐφημερίους
καὶ τὸν εὐσεβῆ λαὸ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Ἀσφαλῶς θὰ ἔχετε πληροφορηθεῖ ὅτι τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ γιὰ ἕνα περίπου δεκαήμερο πρόκειται νὰ συνέλθει στὴν Κρήτη ἡ, ὅπως ὀνομάζεται, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι Πανορθόδοξος, μὲ ἄλλα λόγια συμμετέχουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες μὲ ἀντιπροσωπεῖες τους ἐξ ἀρχιερέων, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τοὺς προέδρους τους, δηλαδὴ τοὺς Πατριάρχες καὶ Ἀρχιεπισκόπους τους. Μερικοὶ τῆς δίνουν χαρακτῆρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἂν καὶ γιὰ κάποιους λόγους, ἰδίως τελευταῖα, ἀποφεύγουν νὰ τὴν ὀνομάσουν ἔτσι. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἴσως τέτοιου μεγέθους στὴ δεύτερη χιλιετία, δηλαδὴ ἡ μόνη μετὰ τὴν ἀπόσχιση τῆς Ρώμης ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν, ἤτοι ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἀντιλαμβάνεται λοιπὸν κανεὶς τὴ βαρύτητά της καὶ τὶς ἐλπίδες καὶ προσδοκίες ποὺ ἡ σύγκλησή της γεννᾶ.

Ὡς ἐκ τούτου, θεωρῶ μέγιστη ποιμαντικὴ εὐθύνη μου νὰ ἀπευθυνθῶ σὲ σᾶς, γιὰ νὰ σᾶς ἐνημερώσω γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὴ σημασία της, διότι ὁ λαὸς κατὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση δὲν εἶναι ἁπλὸς θεατὴς τῶν τεκταινομένων, ἀλλὰ συμμετέχει μὲ τὴν προσευχή, τὸν λόγο του ἢ καὶ τὴν ὑγιῆ ἀντίδρασή του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μία τέτοια Σύνοδος συνέρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ κυρίως πνευματικό, προκειμένου νὰ ἑνώσει τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, νὰ τοὺς στηρίξει, νὰ δείξει τὸν δρόμο τῆς ἀληθείας, νὰ θεραπεύσει τὴ σύγχυση καὶ ταυτόχρονα νὰ δώσει τὴ μαρτυρία της στὸν σύγχρονο κόσμο μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἀποστολῆς της, δηλαδὴ νὰ φανερώσει τὴ μία ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ «εἰς πάντα τὰ ἔθνη» κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου (Ματθ. κη΄ 29). Αὐτὸ ὀφείλει νὰ τὸ κάνει στηριζόμενη στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ὀρθὰ ἑρμηνευόμενο, στὴν Ἱερὰ Παράδοση τῶν προηγούμενων Συνόδων, στὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ φυσικὰ σὲ ἀναφορὰ μὲ τὰ προβλήματα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς.
Κατόπιν τούτου, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι τὸ μήνυμα καὶ ὁ λόγος μιᾶς τέτοιας Συνόδου πρέπει νὰ εἶναι ξεκάθαρα, πολὺ δυνατά, προφητικά, θεόπνευστα. Προσβλέπουμε σὲ αὐτὴν σὰν νὰ ἀνοίγει τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ ὕστερα ἀπὸ χίλια χρόνια συνοδικῆς σιωπῆς, μάλιστα σὲ μιὰ ἐποχὴ «σκολιὰ καὶ διεστραμμένη» (Δευτ. λβ΄ 5), γεμάτη σύγχυση, συμβιβασμούς, ἀδιέξοδα, πλάνες, αἱρέσεις, ἄρνηση, ἀθεϊστικὴ μανία, ἀνατροπὲς διαχρονικῶν ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας, σὲ μία ἐποχὴ παγκόσμιας ἀνασφάλειας, τεχνολογικῆς παντοδυναμίας, ψηφιακῆς αὐτοφυλάκισης, συντονισμένων ὕβρεων κατὰ τοῦ Θεοῦ, μαζικῆς καταστροφῆς ἀρχαιότατων πολιτισμῶν, βίαιας μετακίνησης λαῶν ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ρίζες τους, ἀποκαλυπτικοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν.
Ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι «φωνὴ ὑδάτων πολλῶν» (Ψαλμ. κη΄ 3), «φωνὴ καταρρακτῶν»(Ψαλμ. μα΄ 8), νὰ συγκλονίσει τὸν κόσμο, νὰ ἀναστήσει νεκρωμένες ζωές. Ἂν γιὰ κάτι τέτοιο δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι, τότε καλύτερα νὰ περιμένουμε, τότε καλύτερα, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή νὰ ἀναβληθεῖ ἡ Σύνοδος γιὰ ἀργότερα. Τὸ νὰ φωτογραφηθοῦν στὴν Κρήτη τετρακόσιοι ἐπίσκοποι μαζί, μὲ συμβατικὰ χαμόγελα, ἔχοντας προηγουμένως ἀνακατέψει τὸ τίποτα, ἢ ἔχοντας ὑπογράψει κείμενα χωρὶς αἷμα ἀλήθειας καὶ ὕδωρ ζωῆς, χωρὶς τὴ μάχαιρα τοῦ πνευματικοῦ λόγου, μὲ ἀκατανόητες θεολογικὲς διατυπώσεις στοχαστικοῦ ὑποβάθρου, μὲ διάθεση συγκάλυψης τῆς ἀλήθειας καὶ ὡραιοποίησης τῆς πραγματικότητας, ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνον θὰ ἀκυρώσουν τὴν οὐσία τῆς Συνόδου, ἀλλὰ καίρια θὰ πλήξουν τὸ κῦρος τῆς Ὀρθόδοξης μαρτυρίας σήμερα καὶ γιὰ πάντα.
Ἡ Σύνοδος πρέπει νὰ γίνει, μόνο ἂν ἔχει νὰ πεῖ καὶ νὰ δείξει κάτι τόσο δυνατό, ποὺ θὰ ἀναστήσει τὶς ἐλπίδες ὅλων μας, ποὺ θὰ φωτίσει τὸ σκοτάδι μας, ποὺ θὰ ἀκυρώσει τὶς ὑποψίες τῶν πολιτικῶν καὶ ἐγωιστικῶν σκοπιμοτήτων τῆς ἐποχῆς μας, ἀκόμη καὶ ἐκκλησιαστικῶν. Διψᾶμε γιὰ ἀλήθεια, ὅλη ἡ οἰκουμένη, γιὰ ἐλπίδα, γιὰ φῶς, γιὰ δύναμη, γιὰ ζωή, γιὰ αὐθεντικότητα. Αὐτὰ λείπουν στὶς μέρες μας. Εἴμαστε κορεσμένοι ἀπὸ ψέμα, συμβιβασμό, μετριότητα, ὑποψιάζουσες σκοπιμότητες, πεθαμένες θρησκεῖες, ἄνευρη πίστη, θρησκευτικὲς ὑπερβολὲς χωρὶς περιεχόμενο, ρηχὴ καὶ ἀνόητη ἐπίδειξη, ὑποκριτικοὺς ἐναγκαλισμούς. Δὲν ἀντέχουμε ἄλλο τὴν ἐκκοσμίκευση, τὸν συγκρητισμό, τὴν ἀσάφεια, τὴ διγλωσσία, τὴ δημοσιοσχεσίτικη θεολογία, τὸν ἐκφυλισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ μυστήριο ἀποκάλυψης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ φανέρωσης τοῦ θελήματός Του σὲ θρησκειακὸ κατασκεύασμα ἐγκόσμιου προσανατολισμοῦ.
Ἐλπίζουμε καὶ προσευχόμαστε ἡ Σύνοδος νὰ δώσει καὶ μαρτυρία ἑνότητος, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι λίγο, ἀλλὰ ὅμως καὶ λόγο προφητικό. Πράγματι τὸ ὅτι θὰ συναντηθοῦν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ θὰ διακηρύξουμε ὅτι παρὰ τὶς ποικίλες γλῶσσες καὶ νοοτροπίες, παρὰ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, παρὰ τὶς μεταξύ μας παρεξηγήσεις καὶ ἀντιθέσεις, ἴσως διαφορὲς ἢ καὶ συγκρούσεις, μοιραζόμαστε ὅμως τὴν μία καὶ αὐτὴν πίστη στὴν Τριαδικὴ θεότητα καὶ στὸν Θεάνθρωπο Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὴν τὴν κοινὴ πίστη διακηρύσσουμε καὶ ὁμολογοῦμε, αὐτὸ εἶναι πολὺ μεγάλο καὶ ἅγιο καὶ καθιστᾶ ἀπὸ μόνο του τὴν Σύνοδο Μεγάλη καὶ Ἁγία.
Χρειάζεται ὅμως καὶ ὁ λόγος της νὰ εἶναι θεόπνευστος. Πρέπει νὰ κάνει, ὅπως καὶ οἱ προηγούμενες Σύνοδοι, τομὴ στὴν ἱστορία, νὰ προσδώσει τιμὴ καὶ ἀξία στὴν ἐποχή μας ὅσο τίποτε ἄλλο, νὰ βάλει ἀνεξίτηλη σφραγίδα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ σήμερα! Ἀλλιῶς δὲν ἀξίζει. Μᾶς ἀρκεῖ ἡ σιωπή Του. Δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε τὸν ἀνθρώπινο λόγο τῶν συγχρόνων ἐπισκόπων οὔτε νὰ μάθουμε πῶς σκέπτονται οἱ πιὸ ἔξυπνοι καὶ μορφωμένοι ἀπὸ αὐτούς. Θέλουμε νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ χείλη τῶν ἐπισκόπων μας καὶ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν κραυγὴ τῆς Συνόδου μας. Ἂν οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ δὲν παρηγορηθοῦμε, δὲν στηριχθοῦμε καὶ δὲν φωτισθοῦμε, ἂν οἱ ἐπερχόμενες ἐποχὲς δὲν προστρέχουν σὲ αὐτὴν τὴν Σύνοδο ὡς πηγὴ ἀδιάψευστης ἀλήθειας, τότε ποιὸς ὁ λόγος τῆς συγκλήσεώς της; Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε τετριμμένος οὔτε μισὸς οὔτε λίγος.
Καὶ βέβαια δὲν εἶναι λίγα αὐτὰ ποὺ ἔχει νὰ πεῖ καὶ ποὺ πρέπει νὰ πεῖ ἡ Σύνοδος. Μιὰ χιλιετία ἐμπνευσμένη ἀπὸ θεολογικὴ σοφία σὰν αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, μιὰ ἐμπειρία ἀδιάκοπης συνεχοῦς λατρείας, μάλιστα ἀναλυμένη ἀπὸ θεολόγους Ἁγίους ὅπως ὁ Νικόλαος Καβάσιλας καὶ ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ὁμολογία καὶ αἷμα νεομαρτύρων, ποτισμένη ἀπὸ ἱδρῶτες μεγάλων ἀσκητικῶν μορφῶν, ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ καὶ ὁ σύγχρονος ἅγιος Παΐσιος, σφραγισμένη ἀπὸ σημεῖα καὶ θαύματα ἁγίων, μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, ὅπως ὁ ἅγιος Νεκτάριος καὶ ὁ ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριαίμας, οἱ ἅγιοι τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τῶν Βαλκανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς οἰκουμένης, μιὰ πορεία μέσα στὴ θάλασσα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἐντὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἀποτυπωθεῖ ὡς «καινὸς λόγος» στὸ μήνυμα τῆς Μεγάλης Συνόδου. Σήμερα ποὺ ὁ ἄνθρωπος κατάντησε μία βιολογικὴ μηχανὴ ἢ μία κοινωνικὴ μονάδα ἢ ἐκφυλίσθηκε σὲ ἐφήμερη ὀντότητα ἢ συσκευὴ ἐλεγχόμενης σκέψης, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξη μαρτυρία τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, διατυπωμένη καὶ ἐμπειρικὰ τεκμηριωμένη μέσα στοὺς ναούς μας καὶ τὰ μοναστήρια μας, στὰ μυστήρια καὶ τὴ ζωή μας νὰ μὴν κατατεθεῖ ὡς στεντόρεια πανορθόδοξη κραυγή στὴν ἐποχή μας; Μᾶς εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστοῦμε ὅτι σὲ μιὰ ἐποχὴ ὕπουλου καὶ ἀπηνοῦς διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, πρωτοφανοῦς πνευματικῆς ἀσφυξίας, σύγχυσης καὶ «συνοχῆς ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου» (Λουκ. κα΄ 25), σὲ μιὰ ἐποχὴ μὲ ἔντονη τὴν ἀγωνία τῶν ἐσχάτων, ἡ Μεγάλη καὶ μοναδικὴ αὐτὴ Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων θὰ ἀρκεσθεῖ σὲ δελτία τύπου, ἀνακοινωθέντα καὶ φωτογραφήσεις, ὅλα γυμνὰ ἀπὸ νόημα καὶ στεγνὰ ἀπὸ περιεχόμενο.
Ἡ Σύνοδος ὅμως εἶναι καὶ ἡ μόνη ἀπὸ τοῦ Σχίσματος καὶ ἐντεῦθεν. Ἡ ἀπόσχιση τῆς Δύσεως ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ κορμὸ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἔχει γεννήσει πλάνες, ἑτεροδιδασκαλίες καὶ αἱρετικὲς δοξασίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἴσως ἡ εὐθύνη τῶν σημεριῶν χριστιανῶν τῆς Δύσεως νὰ μὴν εἶναι τόση ὅση συχνὰ παρουσιάζεται. Ἡ εὐθύνη ὅμως τῆς Συνόδου νὰ μᾶς προστατεύσει ἀπὸ κάθε τέτοιο κίνδυνο, ὄχι ἐλέγχοντας σκληρὰ καὶ ἀνελέητα αὐτοὺς ποὺ ἀνυποψίαστοι κληρονόμησαν τὴν πλάνη, ἀλλὰ προσδιορίζοντάς την μὲ πόνο, ἀγάπη καὶ θεολογικὴ ἀκρίβεια εἶναι τεράστια. Ὅπως καὶ ἡ εὐθύνη της νὰ προσκαλεῖ πρωτίστως καὶ ταυτόχρονα τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ μετάνοια, προκειμένου νὰ ζήσουμε μὲ συνέπεια τὴν ἀλήθεια ἐμεῖς ποὺ εἴχαμε τὴ μεγάλη εὔνοια τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν κληρονομήσουμε ἢ νὰ τὴν συναντήσουμε στὸν δρόμο μας, εἶναι ἀπροσμέτρητη. Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἄλλοι, πρέπει νὰ μετανοοῦμε προηγουμένως ἐμεῖς. Ἂν δὲν ζοῦμε αὐτό, τότε πάσχει ἡ Ὀρθοδοξία ποὺ ὁμολογοῦμε. Καὶ ἂν αὐτὸ δὲν μᾶς τὸ πεῖ ἡ Σύνοδος, τότε μπορεῖ νὰ εἶναι Μεγάλη, ἀλλὰ δὲν θὰ εναι Ὀρθόδοξος.
Εἶναι ἆραγε ὁ οἰκουμενισμὸς αἵρεση; Θὰ μποροῦσε ὑπὸ ὅρους νὰ ἀποτελεῖ εὐλογημένη πρωτοβουλία; Εἶναι ὁ ἀντιοικουμενισμὸς πάντοτε θεάρεστη ὁμολογία; Μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι μία καὶ ὄχι καθολικὴ καὶ ἁγία, δηλαδὴ νὰ δίνει ἔμφαση στὴν Ὀρθόδοξη ὁμολογία καὶ ὄχι ἀντίστοιχη ἱεραποστολικὴ μαρτυρία; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καθολικὴ χωρὶς νὰ εἶναι μία, δηλαδὴ νὰ ἐπιδιώκει τὴν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν θυσιάζοντας τὴν μοναδικότητά της, μὲ ἄλλα λόγια τὴν αὐτοσυνειδησία της ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία;
Περιμένουμε ἀπὸ τὴν Σύνοδο αὐτὴ νὰ μᾶς μιλήσει πειστικὰ γιὰ τὴ μοναδικότητα, τὴν ἁγιότητα, τὴν καθολικότητα καὶ ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ μία διάλεκτο αὐθεντικοῦ λόγου, μετανοίας καὶ ἔμπρακτης ἁγιότητος πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ὄχι μὲ ὑπερφίαλες θριαμβολογίες ἢ μὲ γλυκόλογα κούφιων κοσμικῶν ἰσορροπιῶν. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ μάθουμε ποιὸ εἶναι τὸ «πατροπαράδοτον σέβας», ὑπὲρ τοῦ ὁποίου καὶ μυριάκις οἱ πρόγονοί μας στὴν Κωνσταντινούπολη δήλωναν ὅτι εἶναι διατεθειμένοι νὰ ἀποθάνουν («Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία• οὐ ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας•… ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα• εἰ δὲ καλέσοι καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα», Ἰωσὴφ Βρυέννιος)
Ἂν ὁ οἰκουμενισμός μας δὲν εἶναι ἱεραποστολικὸς καὶ προφητικός, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος καὶ ἐκκλησιαστικός.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σᾶς καλῶ ὅλους σὲ ταπεινὴ ἐπαγρύπνηση, σὲ θερμὴ προσευχή, σὲ ἀγῶνα καὶ μετάνοια, ὥστε νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ Σύνοδος αὐτὴ νὰ ἐκφράσει τὴ δική Του φωνή, ὁ λόγος της νὰ εἶναι πραγματικὰ θεόπνευστος καὶ νὰ ἀναστηθεῖ ἔτσι στὶς καρδιές μας ἡ πεποίθηση ὅτι «ζῇ Κύριος» καὶ σήμερα. Τὸ ἔχουμε ὅλοι μας, ὅλος ὁ κόσμος, τόση ἀνάγκη! Μόνον ἔτσι ἡ Σύνοδος θὰ εἶναι Ἁγία κατ’ ἀκρίβειαν καὶ ὄχι κατ’ οἰκονομίαν.
Ἂν ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι Ἁγία, δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, καὶ ἂν δὲν εἶναι Μεγάλη, τότε μεγάλο θὰ παραμείνει τὸ ἐρώτημα τῆς συγκλήσεώς της.
Μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἀναστάσιμες εὐχές,
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Ὁ π. Σεραφεὶμ Rose καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία




Ὁ π. Σεραφεὶμ Rose καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία
O π. Σεραφεὶμ Ρόουζ ἦταν ἕνας Ἀμερικανὸς προτεστάντης, ποὺ πέρασε κατόπιν ἀπ᾽ ὅλα σχεδὸν τὰ σύγχρονά του ἀνατολικὰ θρησκευτικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ῥεύματα. Μὲ τὴν ῥιζικὴ ὅμως μετάνοια καὶ τὴν μεταστροφή του στὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν σταυροαναστάσιμη πορεία της ἀφωμοίωσε κυριολεκτικὰ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ σκέψι σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ ἀνατρέψῃ κάθε σημερινὴ ἰδεολογία τῆς μεταπατερικῆς αἱρέσεως. Ἡ παρακάτω ἀνθοδέσμη – ἐκλογὴ ἀπὸ τὰ ἔργα του δείχνει περίτρανα πῶς χαριτώνει ὁ Θεὸς αὐτοὺς ποὺ πεθαίνουν γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὶς ἡδονές του, καὶ ζοῦν γι᾽ Αὐτόν, τὸν γλυκύτατον Χριστόν.

O π. Σεραφεὶμ ἔγραψε ἐναντίον τῆς προσπαθείας νὰ ὑποβιβασθοῦν τὰ πρότυπα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν οἱ ἀναζητοῦντες τὴ μεταρρύθμισι ὀρθόδοξοι συγκεντρώθηκαν τὸ 1971 γιὰ νὰ προετοιμάσουν τὴν «Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο». Προφανῶς αὐτὴ ἡ Σύνοδος προωριζόταν νὰ γίνῃ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὅ,τι ἡ δευτέρα Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸν ῾Ρωμαιοκαθολικισμὸ ἕξι χρόνια πρίν. Μία ἀπὸ τὶς ἐκθέσεις τῆς ἡμερησίας διατάξεως, μὲ τίτλο «Ἀναθεώρησι τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων περὶ νηστείας σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας», πρότεινε, δεδομένου ὅτι οἱ περισσότεροι ὀρθόδοξοι πιστοὶ δὲν τηροῦν ὅλες τὶς νηστεῖες τῆς Ὀρθοδόδου Ἐκκλησίας, ἡ νηστεία νὰ γίνῃ εὐκολώτερη, ὥστε νὰ τοὺς ταιριάζῃ, «προκειμένου νὰ ἀποφευχθοῦν τὰ προβλήματα συνειδήσεως λόγῳ τῆς παραβίασης τῶν αὐστηρῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπιταγῶν».

«Μιὰ τέτοια προσέγγιση», ἔγραψε ὁ π. Σεραφείμ, «εἶναι ἐντελῶς ἀνορθόδοξη, καὶ ἀποτελεῖ προφανῆ καὶ ἀνεπεξέργαστη μίμησι τοῦ πνεύματος μεταρρύθμισης τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάργησι τῆς νηστείας. Ὁ ὀρθόδοξος κανόνας γιὰ τὴ νηστεία δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν “ἀποφυγὴ τῶν προβλημάτων συνειδήσεως”, ἀλλὰ μᾶλλον στὴν κλῆσι τῶν πιστῶν σὲ ἕνα δύσκολο, ἐμπνευσμένο καὶ ταπεινὸ πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐὰν οἱ πιστοὶ ὑστεροῦν ἐν σχέσει πρὸς τὰ πρότυπα, τουλάχιστον μποροῦν νὰ δοῦν πόσο μακριὰ εἶναι ἡ ζωή τους ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρότυπα, ἀπὸ τὸν κανόνα, ποὺ παραμένει πάντα ὁ ἴδιος. Ἡ παπικὴ ἰδέα, βασισμένη στὴν πλανερὴ σύγχρονη ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς αὐταρέσκειας, ἀφορᾷ εἴτε στὴν παραχώρησι μιᾶς εἰδικῆς “ἀπαλλαγῆς” ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσι συμμορφώσεως πρὸς τὰ πρότυπα (μιὰ ἰδέα ποὺ ἔχουν ἤδη εἰσαγάγει κάποιες Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις) εἴτε στὴν ἀλλαγὴ τῶν ἴδιων τῶν προτύπων, ἔτσι ὥστε ὁ πιστὸς νὰ μπορῇ νὰ ἐκπληρώσῃ εὔκολα τὸν κανόνα καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ λαμβάνῃ μιὰ αἴσθησι ἱκανοποιήσεως ἀπὸ τὴν “ὑπακοὴ στὸν νόμο”. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου· ὁ ὀρθόδοξος ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀδιάκοπα ὅτι εἶναι ἕνας ἁμαρτωλὸς ἐπειδὴ ὑπολείπεται κατὰ πολὺ ἀπὸ τὰ πρότυπα ποὺ ἔχει θέσει ἡ Ἐκκλησία (κατὰ τὸ πνεῦμα ἐὰν ὄχι κατὰ τὸ γράμμα τοῦ νόμου), ἐνῷ ὁ “σύγχρονος” ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νὰ νιώθῃ δικαιωμένος, χωρὶς ὁποιονδήποτε πόνο συνειδήσεως γιὰ τὸ ὅτι ὑπολείπεται τῶν ἐκκλησιαστικῶν προτύπων».

Ὁ π. Σεραφείμ, λοιπόν, εἶδε ὅτι ἡ θεραπεία γιὰ τὴν ἀδράνεια καὶ τὴν ὀμφαλοσκοπία δὲν στηρίζεται στὴν ἀναθεώρησι τῶν προτύπων τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καὶ πρακτικῆς, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ τεθῇ τὸ σύνολο τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ὡς στόχος τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιδιώξουν. «Ἐμεῖς, οἱ τελευταῖοι χριστιανοί», ἔγραφε, «εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴν κανονικὴ ζωὴ τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας· ἑπομένως, πόσο θὰ πρέπῃ νὰ ἀγωνιστοῦμε προκειμένου νὰ ἐπιστρέψουμε σ᾽ ἐκείνη τὴν κανονικὴ ζωή! Ἀλλὰ καὶ πόσο ἐνθαρρυντικὴ εἶναι ἡ πορεία πρὸς αὐτήν!». Ἀλλοῦ ἔγραφε ὅτι «ἀβίαστη μετάδοσι τῆς Ὀρθοδοξίας» μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ «σὲ μία κανονικὴ ἐνορία, ἐὰν ὁ ἱερέας της εἶναι τῆς “παλιᾶς” νοοτροπίας, μὲ ζέσι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐπιθυμία γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου του, ποὺ δὲν θὰ συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς κοσμικές τους συνήθειες, ἀλλὰ θὰ τοὺς ὠθῇ πάντα σὲ ἕνα ὑψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο ζωῆς».

«…Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ὑποστηρίζῃ κάποιος ὅτι μιλᾷ γιὰ τὴν πατερικὴ Ὀρθοδοξία. Πρέπει νὰ ἀνήκῃ καὶ στὴ γνήσια παράδοσι τῶν ἁγίων Πατέρων, ὄχι μόνο “ἀνακαλύπτοντάς τους ἐκ νέου” σὲ μιὰ σύγχρονη ἀκαδημία ἢ μία σχολή, ἀλλὰ πραγματικὰ λαμβάνοντας τὴν παράδοσί τους ἀπὸ τοὺς πατέρες του. Ἕνας εὐφυὴς ἑρμηνευτὴς τοῦ πατερικοῦ δόγματος δὲν ἀνήκει σ᾽ αὐτὴ τὴν παράδοσι. Ἀντιθέτως, ἀνήκει ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐμπιστεύεται τὴν κρίσι του, ἀλλὰ ρωτᾶ συνεχῶς τοὺς πατέρες του ποιά εἶνε ἡ κατάλληλη προσέγγισι καὶ κατανοήσι τῶν ἁγίων Πατέρων» (σελ. 185-187).

Ἔχοντας ἐνστερνισθῆ τὴν παραδοσιακὴ Ὀρθοδοξία ποὺ ἀνέθρεψε τόσους πολλοὺς ἁγίους ―συμπεριλαμβανομένου ἑνὸς ποὺ τὸν γνώριζε προσωπικά, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς―, ὁ π. Σεραφεὶμ εἶχει ἀμφιβολίες ἂν ἡ «ἀποκατεστημένη» Ὀρθοδοξία τῆς σύγχρονης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας θὰ ἔφερνε τοὺς ἴδιους καρπούς. Ὅσο μποροῦσε νὰ δῇ, ἡ τελευταία εἶχε ἤδη χάσει τὸ αἴσθημα τῆς ἀσκητικῆς εὐσεβείας, μέσα στὴν ὁποία εἶχαν παιδαγωγηθῆ οἱ ἅγιοι. Σ᾽ ἕνα ἄρθρο γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο Λόγο, προσπάθησε νὰ ἐξηγήσῃ τὸ γιατί:

«Ἡ ἀδυναμία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τόσο εὐρέως ἐκφράζεται καὶ βιώνεται στὶς μέρες μας, εἶναι ἀναμφίβολα ἕνα προϊὸν ἐνδείας καὶ ἐλλείψεως σοβαρότητος τῆς σύγχρονης ζωῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα, μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς θεολόγους καὶ τοὺς πιστούς της, ἔχει καταστῆ κοσμική. Οἱ νέοι, προερχόμενοι ἀπὸ ἄνετα σπίτια, εἴτε δέχονται εἴτε ἐπιδιώκουν μιὰ θρησκεία ποὺ δὲν ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν αὐτάρεσκη ζωὴ τὴν ὁποία γνωρίζουν· οἱ καθηγηταὶ καὶ οἱ διδάσκοντες ἀρέσκονται στὸ περιβάλλον τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κόσμου, ὅπου ἐμφανῶς τίποτα τελικὰ δὲν γίνεται ἀποδεκτὸ ὡς σοβαρό, ὡς ζήτημα ζωῆς ἢ θανάτου, καθὼς καὶ ἡ πολὺ ἀκαδημαϊκὴ ἀτμόσφαρια μιᾶς αὐτάρεσκης κοσμικότητος―, ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες μαζὶ δημιουργοῦν μιὰ τεχνητὴ ἀτμόσφαιρα θερμοκηπίου, στὴν ὁποία ὁ,τιδήποτε κι ἂν εἰπωθῇ σχετικὰ μὲ τὶς ἐξυψωμένες ὀρθόδοξες ἀλήθειες καὶ ἐμπειρίες, σὲ ὁποιαδήποτε συναφῆ μὲ τὸν κοσμικὸ προσανατολισμὸ τοῦ ὁμιλητῆ καὶ τοῦ ἀκροατῆ ἔκφρασι λεχθῇ, δὲν μπορεῖ νὰ φθάσῃ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ νὰ παραγάγῃ τὴ βαθειὰ ἀφοσίωσι ποὺ φυσιολογικὰ συναντοῦσε κάποιος στοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανούς».

Ὁ π. Σεραφεὶμ …προπάντων ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐμπνεύσῃ στὴ νέα γενιὰ τὴν πνευματικὴ ἄσκησι· «ἔδινε ἔμφασι στὴν ἔμπρακτη πνευματικὴ ζωὴ παρὰ στὴν ὁμιλία περὶ αὐτῆς».… Ὅπως εἶχε πεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος, «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ ἀσκητικὴ πίστι ποὺ καλεῖ σὲ ἀσκητικὸ ἀγῶνα μὲ σκοπὸ τὴν ἐκρίζωσι τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ τὴν ἐμφύτευσι τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν». Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καὶ ἄλλων ἁγίων Πατέρων, πρέπει κάποιος νὰ νικήσῃ τὰ πάθη προτοῦ προσπαθήσῃ νὰ θεολογήσῃ (σελ.190-191).

Ὀρθόδοξοι Χριστανοί! Κρατῆστε γερὰ τὴ χάρι ποὺ ἔχετε· μὴν τὴν ἀφήσετε νὰ γίνῃ θέμα συνηθείας· μὴν τὴ μετρᾶτε σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα πρότυπα καὶ μὴν περιμένετε νὰ γίνῃ λογικὴ ἢ κατανοητὴ σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν καταλαβαίνουν ὁ,τιδήποτε ὑψηλότερο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα ἢ ποὺ σκέπτονται νὰ ἀποκτήσουν τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ ἄλλο τρόπο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἡ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔχει παραδώσει. Ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύσι της, θὰ φαίνεται ὁλοκληρωτικὰ “ἐκτὸς τόπου” σ᾽ αὐτοὺς τοὺς δαιμονικοὺς καιρούς, μιὰ ἐλάχιστη μειονότητα περιφρονημένων καὶ “ἀνοήτων”, ἐν μέσῳ μιᾶς “θρησκευτικῆς ἀναγέννησης” ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο εἶδος πνεύματος. Ἀλλὰ ἂς ἀναπαυθοῦμε μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· “Μὴ φοβᾶσαι, μικρό μου ποίμνιο. Διότι σ᾽ ἐσᾶς εὐαρεστήθηκε ὁ Πατέρας σας νὰ δώσῃ τὴ βασιλεία Του” (Λουκ. 12,32)» (σελ. 494-495).

[ἱερομον. Δαμασκηνοῦ, π. Σεραφεὶμ Ρόουζ – Ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του, τόμ. Β΄, ἔκδ. Γ΄ ἀναθεωρ., Ἀθήνα 2009]

ἐπιλογή· ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης. Ο Οικουμενισμός κυριαρχείται από ακάθαρτα πνεύματα




Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης. Ο Οικουμενισμός κυριαρχείται από ακάθαρτα πνεύματα
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης
Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΑΚΑΘΑΡΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ*
Μαρτυρία π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτη στόν καθηγητή κ. Δημ. Τσελεγγίδη
Στή συνέχεια, θά πῶ κάτι, τό ὁποῖο ἔχει νά κάνει μέ προσωπική κατάθεση. Συνδεόμουνα ἐπί δεκαετίες μέ τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τοῦ ὁποίου τό ἦθος καί τό φρόνημα εἶναι ἐγνωσμένα. Εἶναι ἐγνωσμένο, ἐπίσης, ὅτι εἶχε κι αὐτός «πνευματική τηλεόραση». Ὅσον ἀφορᾶ ἐμένα, πολλές φορές πήγαινα μέ τήν πρόθεση, νά θέσω κάποια ἐρωτήματα πολύ συγκεκριμένα, μέ μία ἀξιολογική σειρά, καί χρησιμοποιώντας τό δικό μου λεξιλόγιο. Καί ὅταν πήγαινα κοντά του, χωρίς νά τοῦ θέσω κἄν τήν ἐρώτηση, μοῦ ἀπαντοῦσε μέ αὐτήν τή διαδοχή τῶν ἐρωτημάτων πού εἶχα καί μέ τό λεξιλόγιό μου. Τό λέω, ὡς προσωπική πείρα. Δέν ἀποτελεῖ κάτι καινοφανές. Αὐτό συνέβαινε καί μέ πολλούς ἄλλους.
Κάποτε, λοιπόν, νεαρός τότε καθηγητής στή Θεολογική, μιλᾶμε τώρα πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, τοῦ εἶπα τό ἑξῆς. Ἐπειδή καί στή Θεολογική Σχολή, ἰδιαίτερα τῆς Θεσσαλονίκης, τό κλῖμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀνθεῖ, εἶχα κάποια ἔντονα προβλήματα καί ἐρωτήματα, ἐπειδή ἔβλεπα νά ἐκπροσωπεῖται ἀπό σεβαστούς, κατά τά ἄλλα, καθηγητές. Φυσικά, τόσο ἡ συνείδησή μου ὅσο καί οἱ γνώσεις μου ἀντιδροῦσαν μέν, ἤθελα ὅμως, πέρα ἀπό τήν ἐπιστημονική μου θέση, νά ἔχω καί τήν χαρισματική ἀπάντηση, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔκανα καί σέ πάρα πολλά ἄλλα θέματα.
Τόν ρώτησα, λοιπόν, ἐπί τοῦ συγκεκριμένου, μήπως μπορεῖ νά μοῦ πεῖ τί πρᾶγμα εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Μοῦ ἀπήντησε ἀπερίφραστα καί χωρίς καμμία δυσκολία: «Αὐτήν τήν ἐρώτηση, παιδί μου, μοῦ τήν ἔχει κάνει κι ἕνας ἀκόμη νωρίτερα ἀπό σένα. Ἐγώ, ἐδῶ πέρα ἐπάνω, βρίσκομαι σαράντα χρόνια στά βράχια. Ἔχω ξεχάσει καί τά ἑλληνικά μου»- σημειωτέον τελείωσε σχολαρχεῖο - «ἀλλά μ’ αὐτό τό θέμα δέν ἔχω ἀσχοληθεῖ. Γι’ αὐτό, ἐπειδή ἔπρεπε νά τό ἀπαντήσω, ἀφοῦ δέχτηκα ἐρώτημα καί δέν εἶχα καμμία γνώμη πάνω στό θέμα, πῆγα στό κελλί μου καί προσευχήθηκα καί ρώτησα τόν Χριστό νά μέ πληροφορήσει τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Πῆρα τήν ἀπάντησή του, ἡ ὁποία εἶναι, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα». Καί τόν ρώτησα, πῶς ἀκριβῶς πιστοποιήθηκε αὐτό. Μοῦ ἀπάντησε, πώς «μετά τήν προσευχή γέμισε τό κελλί μου ἀπό ἀφόρητη δυσωδία, ἡ ὁποία μοῦ ἔφερνε ἀσφυξία στήν ψυχή, δέν μποροῦσα νά ἀναπνεύσω πνευματικά». Τόν ρώτησα, ἄν αὐτό ἦταν ἕνα ἔκτακτο γεγονός γι’ αὐτόν ἤ ἄν ἔτσι τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός σέ ἀνάλογες περιπτώσεις, καί μέ βεβαίωσε, ὅτι «σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, πού εἶναι μπλεγμένες μέ μάγια, μέ ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση, στήν ὁποία μέ εἰσάγει. Μερικές φορές ὑπάρχει καί λεκτική ἀπάντηση, ἀλλά στήν προκειμένη περίπτωση, αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση καί ἔχω ἀπόλυτη τή βε­βαιότητα, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός δέν ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἀκάθαρτο».
Αὐτό πού λέγω αὐτή τή στιγμή, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἐνδεχομένως, ὅτι ἔχει χαρακτῆρα ἐντυπώσεων. Σᾶς πληροφορῶ, ὅτι χάρηκα πάρα πολύ, ἐπειδή αὐτό, πού εἶπε σέ μένα προσωπικά, τό εἶδα καταγραμμένο καί ἀπό τήν εὐλαβῆ συνοδεία
του, πού δημοσίευσε ἕναν τιμητικό Τόμο γύρω ἀπό τό πρόσωπό του, τήν πνευματικότητά του καί τά λόγια του. Πιστοποιεῖται λοιπόν καί ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά ἐγώ τό διεσταύρωσα καί μέ ἄλλους ἀξιόπιστους θεολόγους, οἱ ὁποῖοι συνέβη νά τό ἀκούσουν προσωπικά. Δέν τό ἔχω πεῖ δημοσίᾳ μέχρι τώρα, ἀλλά τό ἔφεραν ἔτσι τά πράγματα, πού μέ ἀναγκάζουν νά τό πῶ. Βεβαίως, αὐτό ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στή στάση μου ἀπέναντι στόν Οἰκουμενισμό. Ἐγώ, βεβαίως, ὡς καθηγητής, ὡς ἐπιστήμων, ὀφείλω σέ κάθε περίπτωση νά τό ἀνακρίνω τό θέμα μέ ἐπιστημονικά κριτήρια καί νά τεκμηριώνω τήν ἄποψή μου ἐπιστημονικά καί αὐτό κάνω καί στά μαθήματά μου, βῆμα πρός βῆμα. Ὅμως θεωρῶ πώς ἡ κατάθεση αὐτή εἶναι σημαντική, γιατί γίνεται μέ τρόπο χαρισματικό ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει κάτι γύρω ἀπό αὐτό τό πρόβλημα, δέν ἔχει διαβάσει, δέν ἔχει ἀκούσει, ἀλλά καταθέτει τήν ἄμεση πνευματική ἐμπειρία του. Νομίζω ὅτι μιλοῦν ἐδῶ τά ἴδια τά πράγματα.
* Ἀπό τό βιβλίο «“Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”. Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητας καί Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας», σελίδες 80, διαστ. 17x24 ἑκ., ἔκδοση «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν “Φώτης Κόντογλου”», Τρίκαλα, Μάρτιος 2016. Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἀπομαγνητοφωνημένη μορφή τῆς τρίωρης ἐκπομπῆς - συνομιλίας τοῦ διευθυντοῦ τοῦ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας κ. Λυκούργου Μαρκούδη μέ τόν καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη.
Περιοδικό Παρακαταθήκη
Μάρτιος - Απρίλιος 2016

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Χριστούγεννα: Αλήθεια και μύθοι Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ



Χριστούγεννα: Αλήθεια και μύθοι
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ γέννησή Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγµατοποιεῖ τὸ σκοπὸ τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐµφάνιση τοῦ Θεανθρώπου στὴν ἱστορία. Τὴν ἕνωση τοῦ κτιστοῦ πλάσµατος µὲ τὸν Ἄκτιστο Πλάστη. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰµ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡµεῖς θεοποιηθῶµεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. Χρυσόστοµος). Στὴ λογικὴ ἑνὸς ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶµεν», ποὺ χρησιµοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο.

Γι’ αὐτὸ µιλοῦν γιὰ «ἠθικὴ θέωση». ∆ιότι φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν ὅτι µὲ τὴ θέωση ὁ ἄνθρωπος µεταµορφοῦται «κατὰ χάριν» σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «κατὰ φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, γι’αὐτό, ἄµεσα συνδεδεµένα καὶ µὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή. Ὁ Χριστὸς - Θεάνθρωπος χαράζει τὸ δρόµο, ποὺ καλεῖται νὰ βαδίσει κάθε σωζόµενος ἄνθρωπος, ἑνούµενος µαζί Του.

Ὁ Εὐαγγελισµὸς καὶ τὰ Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στὴν Πεντηκοστή, τὸ γεγονὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, µέσα δηλαδὴ στὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατὰ χάριν. Μὲ τὸ βάπτισµά µας µετέχουµε στὴ σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ζοῦµε καὶ µεῖς τὰ «Χριστούγεννά µας», τὴν ἀνάπλασή µας. Οἱ Ἅγιοι δὲ ποὺ φθάνουν στὴν ἕνωση µὲ τὸ Χριστό, τὴν θέωση, µετέχουν στὴν Πεντηκοστὴ καὶ φθάνουν ἔτσι στὴν τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννηµένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σηµαίνει ἐκκλησιαστικὰ πραγµάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του.
Ὅσο καὶ ἂν εἶναι κουραστικὸς ὁ θεολογικὸς λόγος, καὶ µάλιστα στὸν ἀµύητο θεολογικὰ ἄνθρωπο, δὲν ἐκφράζει παρὰ τὴν πραγµατικότητα τῆς ἐµπειρίας τῶν Ἁγίων µας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐµπειρία καὶ µόνο µποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδὴ Χριστοκεντρικά, τὰ Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναµία τοῦ µὴ ἀναγεννηµένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νὰ νοηµατοδοτήσει τὰ Χριστούγεννα  ἔχει ὁδηγήσει σὲ κάποιους γύρω ἀπ’ αὐτὰ µύθους. Οἱ ἄγευστοι τῆς ἁγιοπνευµατικῆς ζωῆς, µὴ µπορώντας νὰ ζήσουν τὰ Χριστούγεννα, µυθολογοῦν γι’αὐτά, στὰ ὅρια τῆς φαντασίας καὶ µυθοπλασίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόηµά τους. Ὅπως µάλιστα θὰ δοῦµε, ὁ ἀποπροσανατολισµὸς αὐτὸς δὲν συνδέεται πάντοτε µὲ τὴν ἄρνηση τοῦ µυστηρίου, ἀλλὰ µὲ ἀδυναµία βιώσεώς του, ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παρερµηνεία του.
Μία πρώτη µυθολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτηµα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴ στοχαστικὴ καὶ ἀνέρειστη -ἀνεµπειρικὴ δηλαδὴ- θεολόγηση. Ὁ δοκητισµός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατὰ φαντασίαν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν - φαίνεσθαι). Φαινοµενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐνδοκοσµικὴ πραγµατικότητα. Γιὰ ποιὸ λόγο; θα µποροῦσε νὰ ἐρωτήσει κανείς. Οἱ ∆οκῆται ἢ ∆οκηταὶ κάθε ἐποχῆς δὲν µποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν, στὰ ὅρια τῆς λογικῆς τους, τὴ σάρκωση καὶ τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Μεταβαλλόµενοι σὲ αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νὰ δεχθοῦν κάτι ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ τὴ σωτηρία µας. Τὸ δρόµο τῆς µητρότητας. Νὰ γεννηθεῖ δηλαδὴ ἀπὸ µία Μάνα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ καθαρότερο πλάσµα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν Παναγία Παρθένο.
Ὅλοι αὐτοὶ µποροῦν νὰ καταταχθοῦν στοὺς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο). Γιατί ὁ ∆οκητισµὸς ὁδήγησε στὸ Μονοφυσιτισµό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι. Γι΄ αὐτοὺς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγµατικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπότητά του. Καὶ ὅµως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατὰ τὸν ἀείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Ζεῖ στὴν πραγµατικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία µας καὶ τὶς δέχεται µὲ τὸ ρεαλισµὸ τῆς Θεοτόκου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό µοι κατὰ τὸ ρῆµά σου» (Λουκ. α´ 38)! «Καὶ ὁ Πιλάτος στὸ Σύµβολο», λέγει µία ὡραία σερβικὴ παροιµία. ∆ιότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιὸ ἄβουλος ἀξιωµατοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτὸ ἱστορικὸ πρόσωπο, βεβαιώνει τὴν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσµα ὅµως τῶν ∆οκητῶν ὁ Θεὸς - Λόγος «σὰρξ ἐγένετο -δηλαδὴ ἄνθρωπος- καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν, καὶ ἐθεασάµεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του)» (Ἰωάνν. α´ 14). ∆ιότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωµα τῆς θεότητος σωµατικῶς» (Κολ. β´ 9), εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Ἡ σάρκωση καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ αὐτοκαταργούµενη καὶ αὐτοαναιρούµενη σπεύδει νὰ χαρακτηρίσει «µωρία» τὸ µυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸν σταυρικό του θάνατο (Α´ Κορ. α´ 23). Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νὰ πεθάνει πάνω στὸ σταυρὸ ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς σοφούς τοῦ κόσµου. Γι᾽ αὐτοὺς οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσµου τούτου συνήθως θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους γι᾽ αὐτούς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς θὰ δεχθοῦν τὸ µυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσµον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν µονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε) ‑ ἵνα σωθῇ ὁ κόσµος δι᾽ αὐτοῦ» (Ἰωάνν. γ´ 16. 17). Στὰ ὅρια τῆς «λογικῆς» ἢ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικὰ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ µένει τὸ ἀνθρώπινο, παρανοηµένο καὶ αὐτὸ καὶ παρερµηνευµένο, διότι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὰ ἄνθρωπος - Χριστός, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι «ἀσύγχυτη» µέν, ἀλλὰ καὶ «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικὲς» ἑρµηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν µὲ τὴ λογικὴ τὸ «ὑπέρλογο».
Ἡ νοµικὴ - δικανικὴ συνείδηση ζεῖ καὶ αὐτὴ στὸ Χριστὸ τὸ σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιµότητα κοινωνικὴ στὴ Σάρκωση καὶ καταλήγει καὶ αὐτὴ στὸ µύθο, ὅταν δὲν αὐτοπαραδίδεται στὸν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, µέσῳ τοῦ διακεκριµένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλµου (†1109), τὸν µύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεὸς - Λόγος σαρκοῦται, διὰ νὰ σταυρωθεῖ - θυσιασθεῖ καὶ δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στὴν προσβολὴ ποὺ προξένησε στὸν Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη ἁµαρτία! Τὰ κρατοῦντα τότε στὴ φραγκικὴ φεουδαρχικὴ κοινωνία προβάλλονται (µυθολογικὰ) στὸ Θεό, ποὺ παίρνει τὴ θέση στὴ φραγκογερµανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορα.
Ἂς φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσµον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν µονογενῆ ἔδωκεν.» (γ´16), ἢ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην πρὸς ἠµᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁµαρτωλῶν ὄντων ἡµῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡµῶν ἀπέθανεν» (Ρωµ. ε´ 8). Ὄχι! «Γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση» καὶ «ζητώντας ἱκανοποίηση», θὰ µάθει νὰ φωνάζει ὁ δυτικὸς (ἢ δυτικοποιηµένος) ἄνθρωπος. Ἔτσι πλάσθηκε ἕνας «Χριστιανισµὸς» ἄλλου εἴδους, ποὺ δὲν διαφέρει ἀπὸ µυθοπλασία, ἀφοῦ προβάλλει στὸ Θεὸ τὴ φαντασία καὶ τὶς προλήψεις µας. Ἡ ἐκλογίκευση καὶ ἡ ἐκνοµίκευση τοῦ µυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὁ µεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ Χριστιανισµοῦ στὴν ἱστορία.
Ἡ θρησκευτικὴ (τυπολατρικὴ) συνείδηση ζεῖ τὸ «σκάνδαλο» τῆς ἐνανθρωπήσεως καταφεύγοντας στὴ θρησκειοποίηση τῆς Πίστεως. Ἐξαντλεῖ τὸ νόηµα τῶν Χριστουγέννων στὶς τελετὲς καὶ χάνει τὸν ἀληθινὸ σκοπό τους, ποὺ εἶναι ἡ «υἱοθεσία» (θέωση). «Ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωµεν.» (Γαλ. δ´ 5). Εἶναι τὸ σκάνδαλο τοῦ φαρισαϊσµοῦ, ἔστω καὶ ἂν λέγεται Χριστιανισµός.
Εἶναι ὅµως καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ «παιδίου» ποὺ βιώνουν τὸ σκάνδαλο τῆς ἐξουσίας. Ὁ Ἡρωδισµός! Οἱ κρατοῦντες ἢ µᾶλλον «δοκοῦντες ἄρχειν‑» (νοµίζοντες ὅτι κυβερνοῦν) (Μάρκ. ι´ 42), ὅπως ὁ Ἡρώδης, βλέπουν στὸν νεογέννητο Χριστὸ κάποιον ἀνταγωνιστὴ καὶ κίνδυνο τῶν συµφερόντων τους. Γι᾽ αὐτὸ «ζητοῦσι τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου» (Ματθ. β´ 20). Παρερµηνεύουν ἔτσι τὸν ἀληθινὸ χαραχτήρα τῆς βασιλικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ Χριστὸς ὡς Βασιλεὺς ὅλης τῆς κτίσεως εἶναι ὁ µόνος ἀληθινὸς Κύριός της, ὁ δηµιουργὸς καὶ σωτήρας της καὶ ὄχι ὡς οἱ Ἡρῶδες τοῦ κόσµου τούτου, ποὺ ἀδίστακτα δολοφονοῦν, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν ἐξουσία τους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Ε.Π. 36,516) προσφέρει δυνατότητα ὀρθῆς προσεγγίσεως τῶν Χριστουγέννων, δηλαδὴ ἁγιοπνευµατικῆς: «Τοίνυν ἑορτάζωµεν µὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς· µὴ κοσµικῶς, ἀλλὰ ὑπερκοσµίως· µὴ τὰ ἡµέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡµετέρου (=ὄχι δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς µας, ἀλλὰ τὸν Χριστὸν ἂς τιµᾶµε), µᾶλλον δὲ τὰ τοῦ ∆εσπότου· µὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας· µὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως».


Ορθόδοξος Τύπος, 25/12/2015