Κυριακή, 21 Μαρτίου 2010
Hannah Arendt - HEIDEGGER
ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ
Hannah Arendt
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ!
Κεφάλαιο Τέταρτο: HEIDEGGER
Η προσπάθεια του Χάϊντεγκερ να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, παρά τον Καντ και ενάντια στον Καντ, έφερε μια βαθειά αλλαγή στην παραδοσιακή ορολογία της φιλοσοφίας. Αυτός είναι ο λόγος που με μια πρώτη ματιά ο Χάϊντεγκερ παρουσιάζεται πάντα σαν πιο επαναστατικός από τον Γιάσπερς και ο λόγος που αυτή η λάμψη της ορολογίας του έθεσε σε κίνδυνο τη σωστή αξιολόγηση της φιλοσοφίας του. Δηλώνει απερίφραστα πως επιθυμεί να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, εννοώντας πως έχει πρόθεση να εκμηδενίσει την κατεδάφιση της αρχαίας έννοιας του Είναι που ξεκίνησε με τον Καντ! Δεν υπάρχει λόγος να μην πάρουμε στα σοβαρά ένα τέτοιο σχέδιο, ακόμη και αν υποχρεωνόμαστε να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως είναι αδύνατον να θεμελιωθεί μια οντολογία με την παραδοσιακή έννοια, χρησιμοποιώντας περιεχόμενα τα οποία προέρχονται από την επανάσταση εναντίον της Φιλοσοφίας.
Ο Χάϊντεγκερ δεν οριστικοποίησε ποτέ του την οντολογία του, καθώς το δεύτερο μέρος του «Είναι και Χρόνος» δεν εμφανίστηκε ποτέ. Στην ερώτηση για το νόημα του Είναι έδωσε μια πρόχειρη απάντηση και μάλιστα ακατανόητη: Το νόημα του Είναι είναι η Χρονικότης. Αυτό –μαζί με την ανάλυση της υπάρξεως (δηλαδή του Είναι του ανθρώπου) η οποία καθορίζεται από τον θάνατο– οδηγεί στο συμπέρασμα πως το νόημα του Είναι, είναι η μηδενικότης. Ήταν λογικό λοιπόν ότι η προσπάθεια του Χάϊντεγκερ, να ξαναθεμελιώσει την μεταφυσική, θα ολοκληρωνόταν όχι με το δεύτερο μέρος που είχε υποσχεθεί, το οποίο θα έπρεπε να ορίσει το νόημα του Είναι γενικώς ακολουθώντας την ανάλυση της υπάρξεως του ανθρώπου, αλλά με μια μικρή πραγματεία με τίτλο «Τι είναι μεταφυσική;», στην οποία εκτίθεται με μια κάποια συνέπεια, παρόλα τα κόλπα και τα γλωσσικά σοφίσματα, πως κατά τον Χάϊντεγκερ το νόημα του Είναι είναι το ΤΙΠΟΤΑ.
Η ιδιαίτερη γοητεία που εξάσκησε στην μοντέρνα φιλοσοφία η σκέψη του ΤΙΠΟΤΑ, δεν δείχνει αναγκαστικά Μηδενισμό. Ας αξιολογήσουμε το πρόβλημα του Τίποτα μέσα στα δικά μας δεδομένα, μιας φιλοσοφίας δηλαδή εναντίον της φιλοσοφίας, εννοημένης σαν καθαρός στοχασμός, σαν μια προσπάθεια να γίνουμε «Κύριοι του Είναι» και γι’ αυτό να θέσουμε φιλοσοφικά το θέμα με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να κατορθώσουμε να περάσουμε αμέσως στην πράξη: Αυτή η σκέψη λοιπόν τότε, πως το ΕΙΝΑΙ κατά βάθος είναι το ΤΙΠΟΤΑ, παρουσιάζει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί πως η σχέση του με το Είναι που του δωρίστηκε, δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνη του Δημιουργού πριν από την δημιουργία του κόσμου – δημιουργημένου όπως είναι γνωστό από το Μηδέν. Στον ορισμό του Είναι σαν Τίποτα βρίσκεται επιπλέον, η προσπάθεια να εγκαταλειφθεί ο ορισμός του Είναι σαν κάτι δεδομένο και η μεταμόρφωση των ανθρωπίνων πράξεων που μέχρι τώρα ήταν όμοιες με τις θεϊκές, σε πράξεις θεϊκές καθ’ εαυτές.
Αυτός είναι ο κρυφός λόγος για τον οποίον στον Χάϊντεγκερ το ΤΙΠΟΤΑ γίνεται ξαφνικά ενεργό και αρχίζει να «εκμηδενίζει» (nichten). Το Τίποτα επιδιώκει, τρόπον τινά, να εκμηδενίσει το ΕΙΝΑΙ και να μπει στην θέση του σαν «εκμηδενιστής». Εάν το Είναι, το οποίο δεν δημιούργησε ΕΓΩ, εξαρτάται από ένα ον που δεν είμαι Εγώ και ούτε καν γνωρίζω, τότε μάλλον αυτό σημαίνει πως για τον άνθρωπο, το μόνο περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος δεν είναι το ΕΙΝΑΙ, αλλά το ΤΙΠΟΤΑ. Εφόσον δεν κατόρθωσα να είμαι ο δημιουργός του κόσμου, ο προορισμός μου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από εκείνον του καταστροφέα του κόσμου. Αυτή είναι πάντως η φιλοσοφική βάση του μοντέρνου μηδενισμού, το γεγονός της καταγωγής του από την παληά οντολογία: Αυτή είναι και η τιμή της προσπάθειας να εισάγουμε με την βία τις νέες ερωτήσεις και τα καινούργια περιεχόμενα στο πλαίσιο της παληάς οντολογίας!
Παρόλα αυτά λίγο ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα της Χαϊντεγκεριανής έρευνας. Είχε το μεγάλο προνόμιο να συνδεθεί απευθείας με την διατύπωση του προβλήματος που εμφανίστηκε με τον Καντ και με το οποίο δεν ασχολήθηκε κανείς μετά από αυτόν. Ανάμεσα στα συντρίμμια της προκατασκευασμένης αρμονίας μεταξύ του Είναι και της σκέψης, ανάμεσα στην ουσία και στην ύπαρξη, ανάμεσα σ’ αυτό που υπάρχει και σ’ αυτό που μπορεί να συλληφθεί με την νόηση ο Χάϊντεγκερ ισχυρίζεται πως βρήκε ένα ον στο οποίο ουσία και ύπαρξη είναι αμέσως ταυτόσημα: Τον άνθρωπο. Η ουσία του είναι η ύπαρξή του. «Η ουσία του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα, αλλά η ύπαρξη». Ο άνθρωπος δεν έχει καμμία ουσία: Δίνεται ολότελα στο γεγονός πως υπάρχει. Δεν μπορούμε να θέσουμε στον άνθρωπο το ερώτημα του «τί πράγμα», όπως συμβαίνει με τα πράγματα, αλλά μόνον το ερώτημα του «ποιος».
Καθότι λοιπόν ταυτότης ουσίας και υπάρξεως, ο άνθρωπος φαίνεται να προσφέρει ένα νέο κλειδί στο πρόβλημα του Είναι. Για να γίνει κατανοητή η γοητεία αυτού του σχεδίου, πρέπει να θυμηθούμε πως για την παραδοσιακή μεταφυσική, ο θεός ήταν το ον στο οποίο συνέπιπταν ουσία και ύπαρξη, στο οποίο σκέψη και πράξη ήταν ταυτόσημες και πως ερμηνευόταν γι’ αυτό σαν ουράνια βάση του γήϊνου Είναι.
Ήταν ακριβώς μια προσπάθεια να γίνει ο άνθρωπος άμεσα, ο «Κύριος του Είναι». Ο Χάϊντεγκερ το ονομάζει «πρωτείο όντικο-οντολογικό του Dasein». Είναι ένας ορισμός που δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε πως ο άνθρωπος τοποθετείται ακριβώς στην θέση στην οποία υπήρχε παραδοσιακά ο θεός.
Ο Χάϊντεγκερ ονομάζει το ΕΙΝΑΙ του ανθρώπου Dasein (υπάρχω τώρα). Αυτή η ορολογία τού επιτρέπει να αποφύγει την χρησιμοποίηση του όρου «άνθρωπος». Ο σκοπός είναι να μειωθεί ο άνθρωπος σε μια σειρά τρόπων του Είναι φαινομενολογικά επιδείξιμων. Χάνοντας τοιουτοτρόπως όλες εκείνες τις ανθρώπινες πλευρές για τις οποίες ο Kant είχε δώσει μερικά πρόχειρα σκίτσα: Όπως η ελευθερία, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η νόηση. Χαρακτήρες οι οποίοι πηγάζουν όμως από τον ανθρώπινο αυθορμητισμό και δεν μπορούν να αποδειχθούν φαινομενολογικώς, επειδή είναι αυθόρμητοι. Επειδή είναι κάτι διαφορετικό από τυπικές λειτουργίες του Είναι και επειδή ο άνθρωπος σ’ αυτούς τους χαρακτήρες βλέπει να εμφανίζεται κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του.
Η οντολογική σύλληψη του Χάϊντεγκερ κρύβει μια λειτουργικότητα αρκετά όμοια με τον ρεαλισμό του Χόμπς. Εάν ο άνθρωπος μειώνεται μόνον στο γεγονός πως αυτός είναι, πως δεν είναι τίποτε άλλο από τους τρόπους υπάρξεώς του ή από τις λειτουργίες του στον κόσμο (ή στην κοινωνία, για τον Χομπς) τότε τόσο η Χαϊντεγκεριανή λειτουργικότης όσο και ο ρεαλισμός του Χομπς τελικώς διαγράφουν ένα ανθρωπολογικό μοντελό, στο εσωτερικό του οποίου ο άνθρωπος θα λειτουργούσε ακόμη καλύτερα, διότι θα ήταν «απελευθερωμένος» από κάθε αυθορμητισμό.
Αυτός ο λειτουργικός ρεαλισμός, στον οποίο ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν ένα συνοθύλευμα τρόπων υπάρξεως, είναι από την Αρχή του αυθαίρετος, καθώς η επιλογή των τρόπων δεν καθοδηγείται από καμμία ιδέα του ανθρώπου. Στη θέση του ανθρώπου έχει μπει ο «εαυτός» (selbst), καθώς το Dasein (η χρονική ύπαρξη, το Είναι του ανθρώπου) έχει σαν ιδιαιτερότητα ότι γι’ αυτόν «περιμένει το Είναι του».
Αυτός ο στοχασμός του Dasein μπορεί να γίνει κατανοητός «υπαρξιακά», και αυτό είναι όλο όσο απομένει από την δύναμη και την ανθρώπινη ελευθερία.
Μετά τον Χάϊντεγκερ φιλοσοφία σημαίνει πλέον την προσπάθεια κατανοήσεως της ιδίας υπάρξεως: «Η δική μας μελέτη της καθαυτής φιλοσοφικής έρευνας πρέπει να γίνει υπαρξιακά κατανοητή σαν μια δυνατότης υπάρξεως του υπάρχοντος Dasein». Η φιλοσοφία είναι η πιο υψηλή δυνατότης υπάρξεως του Dasein. Πράγμα που δεν είναι τίποτε άλλο από μία επαναβεβαίωση του πρωτείου του «βίου θεωρητικού» του Αριστοτέλη, της στοχαστικής στάσεως αξιολογημένης σαν την πιο υψηλή δυνατότητα του ανθρώπου. Αυτό είναι ακόμη πιο βαρύ σε συνέπειες, καθώς στην φιλοσοφία του Χάϊντεγκερ ο άνθρωπος, εφόσον διαθέτει ουσία και ύπαρξη ταυτόσημες, γίνεται ένα είδος summum ens, ενός «Κυρίου του Είναι». Μετά την αποκάλυψη πως εκείνο το Είναι που μέχρι τώρα ήταν ταυτισμένο με τον Θεό, είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο άνθρωπος, συμπεραίνεται πως ένα τέτοιο Είναι είναι ανίκανο και πως δεν υπάρχει κανείς «Κύριος του Είναι», οπότε δεν απομένει τίποτε άλλο από κάποιους αναρχικούς τρόπους υπάρξεως!
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Hannah Arendt
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ!
Κεφάλαιο Τέταρτο: HEIDEGGER
Η προσπάθεια του Χάϊντεγκερ να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, παρά τον Καντ και ενάντια στον Καντ, έφερε μια βαθειά αλλαγή στην παραδοσιακή ορολογία της φιλοσοφίας. Αυτός είναι ο λόγος που με μια πρώτη ματιά ο Χάϊντεγκερ παρουσιάζεται πάντα σαν πιο επαναστατικός από τον Γιάσπερς και ο λόγος που αυτή η λάμψη της ορολογίας του έθεσε σε κίνδυνο τη σωστή αξιολόγηση της φιλοσοφίας του. Δηλώνει απερίφραστα πως επιθυμεί να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, εννοώντας πως έχει πρόθεση να εκμηδενίσει την κατεδάφιση της αρχαίας έννοιας του Είναι που ξεκίνησε με τον Καντ! Δεν υπάρχει λόγος να μην πάρουμε στα σοβαρά ένα τέτοιο σχέδιο, ακόμη και αν υποχρεωνόμαστε να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως είναι αδύνατον να θεμελιωθεί μια οντολογία με την παραδοσιακή έννοια, χρησιμοποιώντας περιεχόμενα τα οποία προέρχονται από την επανάσταση εναντίον της Φιλοσοφίας.
Ο Χάϊντεγκερ δεν οριστικοποίησε ποτέ του την οντολογία του, καθώς το δεύτερο μέρος του «Είναι και Χρόνος» δεν εμφανίστηκε ποτέ. Στην ερώτηση για το νόημα του Είναι έδωσε μια πρόχειρη απάντηση και μάλιστα ακατανόητη: Το νόημα του Είναι είναι η Χρονικότης. Αυτό –μαζί με την ανάλυση της υπάρξεως (δηλαδή του Είναι του ανθρώπου) η οποία καθορίζεται από τον θάνατο– οδηγεί στο συμπέρασμα πως το νόημα του Είναι, είναι η μηδενικότης. Ήταν λογικό λοιπόν ότι η προσπάθεια του Χάϊντεγκερ, να ξαναθεμελιώσει την μεταφυσική, θα ολοκληρωνόταν όχι με το δεύτερο μέρος που είχε υποσχεθεί, το οποίο θα έπρεπε να ορίσει το νόημα του Είναι γενικώς ακολουθώντας την ανάλυση της υπάρξεως του ανθρώπου, αλλά με μια μικρή πραγματεία με τίτλο «Τι είναι μεταφυσική;», στην οποία εκτίθεται με μια κάποια συνέπεια, παρόλα τα κόλπα και τα γλωσσικά σοφίσματα, πως κατά τον Χάϊντεγκερ το νόημα του Είναι είναι το ΤΙΠΟΤΑ.
Η ιδιαίτερη γοητεία που εξάσκησε στην μοντέρνα φιλοσοφία η σκέψη του ΤΙΠΟΤΑ, δεν δείχνει αναγκαστικά Μηδενισμό. Ας αξιολογήσουμε το πρόβλημα του Τίποτα μέσα στα δικά μας δεδομένα, μιας φιλοσοφίας δηλαδή εναντίον της φιλοσοφίας, εννοημένης σαν καθαρός στοχασμός, σαν μια προσπάθεια να γίνουμε «Κύριοι του Είναι» και γι’ αυτό να θέσουμε φιλοσοφικά το θέμα με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να κατορθώσουμε να περάσουμε αμέσως στην πράξη: Αυτή η σκέψη λοιπόν τότε, πως το ΕΙΝΑΙ κατά βάθος είναι το ΤΙΠΟΤΑ, παρουσιάζει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί πως η σχέση του με το Είναι που του δωρίστηκε, δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνη του Δημιουργού πριν από την δημιουργία του κόσμου – δημιουργημένου όπως είναι γνωστό από το Μηδέν. Στον ορισμό του Είναι σαν Τίποτα βρίσκεται επιπλέον, η προσπάθεια να εγκαταλειφθεί ο ορισμός του Είναι σαν κάτι δεδομένο και η μεταμόρφωση των ανθρωπίνων πράξεων που μέχρι τώρα ήταν όμοιες με τις θεϊκές, σε πράξεις θεϊκές καθ’ εαυτές.
Αυτός είναι ο κρυφός λόγος για τον οποίον στον Χάϊντεγκερ το ΤΙΠΟΤΑ γίνεται ξαφνικά ενεργό και αρχίζει να «εκμηδενίζει» (nichten). Το Τίποτα επιδιώκει, τρόπον τινά, να εκμηδενίσει το ΕΙΝΑΙ και να μπει στην θέση του σαν «εκμηδενιστής». Εάν το Είναι, το οποίο δεν δημιούργησε ΕΓΩ, εξαρτάται από ένα ον που δεν είμαι Εγώ και ούτε καν γνωρίζω, τότε μάλλον αυτό σημαίνει πως για τον άνθρωπο, το μόνο περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος δεν είναι το ΕΙΝΑΙ, αλλά το ΤΙΠΟΤΑ. Εφόσον δεν κατόρθωσα να είμαι ο δημιουργός του κόσμου, ο προορισμός μου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από εκείνον του καταστροφέα του κόσμου. Αυτή είναι πάντως η φιλοσοφική βάση του μοντέρνου μηδενισμού, το γεγονός της καταγωγής του από την παληά οντολογία: Αυτή είναι και η τιμή της προσπάθειας να εισάγουμε με την βία τις νέες ερωτήσεις και τα καινούργια περιεχόμενα στο πλαίσιο της παληάς οντολογίας!
Παρόλα αυτά λίγο ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα της Χαϊντεγκεριανής έρευνας. Είχε το μεγάλο προνόμιο να συνδεθεί απευθείας με την διατύπωση του προβλήματος που εμφανίστηκε με τον Καντ και με το οποίο δεν ασχολήθηκε κανείς μετά από αυτόν. Ανάμεσα στα συντρίμμια της προκατασκευασμένης αρμονίας μεταξύ του Είναι και της σκέψης, ανάμεσα στην ουσία και στην ύπαρξη, ανάμεσα σ’ αυτό που υπάρχει και σ’ αυτό που μπορεί να συλληφθεί με την νόηση ο Χάϊντεγκερ ισχυρίζεται πως βρήκε ένα ον στο οποίο ουσία και ύπαρξη είναι αμέσως ταυτόσημα: Τον άνθρωπο. Η ουσία του είναι η ύπαρξή του. «Η ουσία του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα, αλλά η ύπαρξη». Ο άνθρωπος δεν έχει καμμία ουσία: Δίνεται ολότελα στο γεγονός πως υπάρχει. Δεν μπορούμε να θέσουμε στον άνθρωπο το ερώτημα του «τί πράγμα», όπως συμβαίνει με τα πράγματα, αλλά μόνον το ερώτημα του «ποιος».
Καθότι λοιπόν ταυτότης ουσίας και υπάρξεως, ο άνθρωπος φαίνεται να προσφέρει ένα νέο κλειδί στο πρόβλημα του Είναι. Για να γίνει κατανοητή η γοητεία αυτού του σχεδίου, πρέπει να θυμηθούμε πως για την παραδοσιακή μεταφυσική, ο θεός ήταν το ον στο οποίο συνέπιπταν ουσία και ύπαρξη, στο οποίο σκέψη και πράξη ήταν ταυτόσημες και πως ερμηνευόταν γι’ αυτό σαν ουράνια βάση του γήϊνου Είναι.
Ήταν ακριβώς μια προσπάθεια να γίνει ο άνθρωπος άμεσα, ο «Κύριος του Είναι». Ο Χάϊντεγκερ το ονομάζει «πρωτείο όντικο-οντολογικό του Dasein». Είναι ένας ορισμός που δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε πως ο άνθρωπος τοποθετείται ακριβώς στην θέση στην οποία υπήρχε παραδοσιακά ο θεός.
Ο Χάϊντεγκερ ονομάζει το ΕΙΝΑΙ του ανθρώπου Dasein (υπάρχω τώρα). Αυτή η ορολογία τού επιτρέπει να αποφύγει την χρησιμοποίηση του όρου «άνθρωπος». Ο σκοπός είναι να μειωθεί ο άνθρωπος σε μια σειρά τρόπων του Είναι φαινομενολογικά επιδείξιμων. Χάνοντας τοιουτοτρόπως όλες εκείνες τις ανθρώπινες πλευρές για τις οποίες ο Kant είχε δώσει μερικά πρόχειρα σκίτσα: Όπως η ελευθερία, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η νόηση. Χαρακτήρες οι οποίοι πηγάζουν όμως από τον ανθρώπινο αυθορμητισμό και δεν μπορούν να αποδειχθούν φαινομενολογικώς, επειδή είναι αυθόρμητοι. Επειδή είναι κάτι διαφορετικό από τυπικές λειτουργίες του Είναι και επειδή ο άνθρωπος σ’ αυτούς τους χαρακτήρες βλέπει να εμφανίζεται κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του.
Η οντολογική σύλληψη του Χάϊντεγκερ κρύβει μια λειτουργικότητα αρκετά όμοια με τον ρεαλισμό του Χόμπς. Εάν ο άνθρωπος μειώνεται μόνον στο γεγονός πως αυτός είναι, πως δεν είναι τίποτε άλλο από τους τρόπους υπάρξεώς του ή από τις λειτουργίες του στον κόσμο (ή στην κοινωνία, για τον Χομπς) τότε τόσο η Χαϊντεγκεριανή λειτουργικότης όσο και ο ρεαλισμός του Χομπς τελικώς διαγράφουν ένα ανθρωπολογικό μοντελό, στο εσωτερικό του οποίου ο άνθρωπος θα λειτουργούσε ακόμη καλύτερα, διότι θα ήταν «απελευθερωμένος» από κάθε αυθορμητισμό.
Αυτός ο λειτουργικός ρεαλισμός, στον οποίο ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν ένα συνοθύλευμα τρόπων υπάρξεως, είναι από την Αρχή του αυθαίρετος, καθώς η επιλογή των τρόπων δεν καθοδηγείται από καμμία ιδέα του ανθρώπου. Στη θέση του ανθρώπου έχει μπει ο «εαυτός» (selbst), καθώς το Dasein (η χρονική ύπαρξη, το Είναι του ανθρώπου) έχει σαν ιδιαιτερότητα ότι γι’ αυτόν «περιμένει το Είναι του».
Αυτός ο στοχασμός του Dasein μπορεί να γίνει κατανοητός «υπαρξιακά», και αυτό είναι όλο όσο απομένει από την δύναμη και την ανθρώπινη ελευθερία.
Μετά τον Χάϊντεγκερ φιλοσοφία σημαίνει πλέον την προσπάθεια κατανοήσεως της ιδίας υπάρξεως: «Η δική μας μελέτη της καθαυτής φιλοσοφικής έρευνας πρέπει να γίνει υπαρξιακά κατανοητή σαν μια δυνατότης υπάρξεως του υπάρχοντος Dasein». Η φιλοσοφία είναι η πιο υψηλή δυνατότης υπάρξεως του Dasein. Πράγμα που δεν είναι τίποτε άλλο από μία επαναβεβαίωση του πρωτείου του «βίου θεωρητικού» του Αριστοτέλη, της στοχαστικής στάσεως αξιολογημένης σαν την πιο υψηλή δυνατότητα του ανθρώπου. Αυτό είναι ακόμη πιο βαρύ σε συνέπειες, καθώς στην φιλοσοφία του Χάϊντεγκερ ο άνθρωπος, εφόσον διαθέτει ουσία και ύπαρξη ταυτόσημες, γίνεται ένα είδος summum ens, ενός «Κυρίου του Είναι». Μετά την αποκάλυψη πως εκείνο το Είναι που μέχρι τώρα ήταν ταυτισμένο με τον Θεό, είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο άνθρωπος, συμπεραίνεται πως ένα τέτοιο Είναι είναι ανίκανο και πως δεν υπάρχει κανείς «Κύριος του Είναι», οπότε δεν απομένει τίποτε άλλο από κάποιους αναρχικούς τρόπους υπάρξεως!
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος