Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα; Τα παιδιά δηλαδή είναι υπόλογα και για τις αμαρτίες των γονέων τους ενώπιον του Θεού;




                Οι ιουδαίοι είχαν την πεποίθηση ότι τα τέκνα τιμωρούνται εξαιτίας των αμαρτιών των γονέων τους. Ο Μωυσής άλλωστε είχε δηλώσει ότι τιμωρεί ο Θεός τα τέκνα εξαιτίας των αμαρτιών των γονέων μέχρι τετάρτης γενεάς.  Επομένως η κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 597 π.Χ από τους Βαβυλωνίους οφείλονταν έλεγαν οι ιουδαίοι στις αμαρτίες των γονέων των. Έτσι δεν υπήρχε γι’ αυτούς σωτηρία άσχετα αν αυτοί μετανοούσαν. Αποτέλεσμα αυτής της βλαβερής πεποίθησης ήταν η αμετανοησία και η απελπισία. Γιατί όμως ο Μωυσής είχε πει κάτι τέτοιο; Εννοούσε ότι αν οι απόγονοι δουν τις αμαρτίες των προγόνων τους και δεν μετανοήσουν θα τιμωρηθούν και για τις αμαρτίες των προγόνων τους, διότι είδαν την τιμωρία και δεν μετανόησαν. Και η εντολή εκείνη ασφαλώς δεν είχε σκοπό να οδηγήσει στην μοιρολατρία αλλά στην μετάνοια. Ο Ιεζεκιήλ πολεμεί αυτήν την πεποίθηση υποστηρίζοντας ότι έκαστος είναι υπεύθυνος για τις αμαρτίες του και ότι ο Θεός είναι έτοιμος περισσότερο να συγχωρεί παρά να τιμωρεί. Τα τέκνα λοιπόν είναι ελεύθερα από τις αμαρτίες των γονέων, έχουν όμως την προσωπική ευθύνη των πράξεών τους.
                 Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που κάποιος δίκαιος τιμωρείται εξαιτίας των αμαρτιών των συμπατριωτών του; -Ότι για τους άλλους είναι τιμωρία, γι’ αυτούς είναι ευλογία.
                Ο Θεός εν τέλει καλεί πάντας εις μετάνοιαν: «Θέσατε μέσα σας καινούρια καρδιά και καινούριο πνεύμα… Σας λέγω αυτά διότι δεν επιθυμώ τον θάνατο εκείνου, ο οποίος αποθνήσκει εν αμαρτία».

Ο Ιερεμίας ζητά την καταστροφή των εχθρών του. Είναι δικαιολογημένη αυτή του η επιθυμία;



    Ο προφήτης κάποια στιγμή μαθαίνει ότι οι εχθροί του συνωμοτούν εναντίον του και αμέσως ζητά την προστασία του Κυρίου. Ποιοι είναι οι κύριοι συνωμότες και εχθροί του προφήτου; Οι ιερείς, οι ψευδοπροφήτες και οι άρχοντες του λαού! Αυτοί δηλαδή που θα έπρεπε να είναι οι σοφοί καθοδηγητές του λαού.  Αυτή τη φορά ο προφήτης δεν ζητά πλέον την προστασία τους από τον Θεό αλλά την δίκαιη τιμωρία τους. Ζητά να καταστραφούν με λοιμό και μάχαιρα: «Ας καταστραφούν ενώπιόν Σου κάμε τούτο εις καιρό θυμού Σου». Λέγει ο προφήτης. Η επιθυμία αυτή της τιμωρίας των εχθρών του ανήκει ασφαλώς στην προχριστιανική εποχή, στην εποχή προ της χάριτος και επομένως είναι ατελής. Έχει όμως κάποια δικαιολογία, διότι αν δεν τιμωρούνταν οι εχθροί του, θα αποδεικνύονταν το έργο του αδιάφορο, άδικο, ψευδές. Η δικαιοσύνη είναι αίτημα άλλωστε της ανθρώπινης ψυχής, ασχέτως αν ανήκει σε κατώτερη βαθμίδα απ’ αυτήν της συγνώμης.

Είναι εκδικητικός ο "Θεός της Παλαιάς Διαθήκης"; Είναι άλλος απ' αυτόν την Καινής;



Ας δούμε όμως την φιλοσοφία κάποιων εντολών της Παλαιάς Διαθήκης όπως το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και το  «οδόντα αντί οδόντος». Πως είναι δυνατόν να είναι αγαθός εκείνος που έδωσε τέτοιου είδους εντολές ή άλλες παρόμοιες;
Απάντηση: Δεν έδωσε αυτές τις εντολές για να καλύψει πιθανά αισθήματα εκδικήσεως και τιμωρίας, αλλά για την προστασία των αδυνάτων από την  υπέρμετρη κακοποίηση. Ας υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν αυτές οι εντολές, άρα όλοι θα ενεργούσαν  χωρίς τον φόβο της τιμωρίας, άρα όλες οι πόλεις θα πλημμύριζαν από εγκληματίες ατιμώρητους. Συνεπώς οι εντολές αυτές είχαν φιλάνθρωπο-προστατευτικό  χαρακτήρα και όχι απάνθρωπο και εκδικητικό.
Όμως πολλοί θα πουν ότι ο «Θεός της Καινής Διαθήκης» δίνει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων. Καταδικάζει ακόμη και την επιθυμία για οργή. Μήπως λοιπόν ρωτούν ο Θεός της Καινής διαθήκης αποδεικνύεται ήπιος σε σχέση με τον «Θεό της Παλαιάς Διαθήκης»;  Απάντηση: Όχι και οι δύο μορφές των εντολών έχουν τον αυτό χαρακτήρα είναι ανάλογες των περιστάσεων και έχουν τον αυτό σκοπό.
Ρωτούν όμως οι επικριτές: Τι γίνεται όμως όταν λέει να στρέψουμε και το άλλο μάγουλο σ’ αυτόν που μας χτυπά; Ο εγκληματίας μένει ατιμώρητος; Απάντηση: Όχι, απλά μην τον τιμωρήσεις εσύ. Βέβαια το να μην οργισθούμε θέλει διάκριση. Επιτρέπεται να οργισθούμε όταν έχουμε για παράδειγμα κίνητρο να επαναφέρουμε κάποιον στον δρόμο του Θεού. Είναι ανεπίτρεπτη όμως η οργή όταν συμβαίνει με αίσθημα εκδίκησης και παροξυσμού. Είναι αυτό δηλαδή που διαβάζουμε στις γραφές «Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε».
Σε άλλο σημείο στην επί του όρους ομιλία ο Χριστός διδάσκει: «ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός».  Τι εντολή είναι αυτή πάλι; Για μια λέξη να τιμωρηθούμε τόσο αυστηρά; Απάντηση: Δεν γνωρίζεις ότι οι περισσότερες αμαρτίες  αρχίζουν με τα λόγια; Βλασφημούμε, απαρνούμεθα, επιορκούμε, ψευδομαρτυρούμε. Έτσι με μικρές λέξεις ανάβουν μεγάλες πυρκαγιές, πυρπολείται η ψυχή. Άλλωστε εμείς οι ίδιοι θεωρούμε ανυπόφορη και την ελάχιστη προσβολή. Τα λόγια πολλές φορές ανέτρεψαν ολόκληρες πόλεις. Τα λόγια μοιάζουν με την  φωτιά. Αν η φωτιά είναι πολύ ισχυρή, ακόμη και το νερό αντί να την σβήσει την  ενισχύει. Ο Χριστός τα γνωρίζει ασφαλώς όλα αυτά και έτσι καθορίζει μικρότερη τιμωρία σε εκείνον απλά που θα οργισθεί και βαρύτερη σε εκείνον που θα εκφραστεί με ύβρεις.
Δεν είναι απλό πράγμα και εύκολα προσπελάσιμο το να πεις κάποιον βλάκα. Του αφαιρείς τον νου, την φρόνηση, την υψηλή καταγωγή του. Ας μην ομιλούμε λοιπόν με επιπολαιότητα.
Ο Θεός είναι ξεκάθαρος μαζί μας: «᾿Εὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, 24 ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου». Δεν δέχεται δηλαδή ο Θεός ούτε τις προσευχές μας, ούτε τις ελεημοσύνες  μας αν υπάρχουν εκκρεμότητες με τους συνανθρώπους μας. Πήγαινε λέει και συμφιλιώσου. Άλλωστε Αυτός πρώτος μας έδωσε το παράδειγμα, αφού έτρεξε κοντά μας, έγινε άνθρωπος. Άφησε λοιπόν μας λέγει το δώρο σου στο θυσιαστήριο. Δεν λογαριάζει τον εαυτό Του, την τιμή που του γίνεται. ΑΣ ΔΙΑΚΟΠΕΙ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΜΟΥ μας λέει! ΚΑΤΑΛΑΓΗΘΙ συμφιλιώσου ακόμα κι αν εσύ δεν είσαι ο φταίχτης.
            Θα πει κάποιος, εδώ ο Θεός ωφελεί τον αδικούντα, βλάπτει τον αδικημένο. Τι γίνεται όμως στην πραγματικότητα; -ο αδικημένος τελικά ωφελείται, γυρνά πίσω στο θυσιαστήριο και αφήνει το δώρο του με περισσότερη παρρησία. Ας σκεφτούμε και πάλι την συμπεριφορά του Χριστού ο οποίος α μη τι άλλο είχε δίκαια παράπονα εναντίον μας. Κι όμως προσέτρεξε, κι όμως θυσιάστηκε!
            Συμφιλιώσου πριν σε βρει η δύση του ηλίου. Γιατί; Γιατί την ημέρα είσαι απασχολημένος, το βράδυ όμως θεριεύουν οι λογισμοί, μεγαλώνει η σύγχυση. Ο διάβολος εκμεταλλεύεται την μοναξιά και διαχύει περισσότερο δηλητήριο.
            Συνεπώς η εντολή να μην αποκαλούμε κανέναν ανόητο είναι ένα προληπτικό φάρμακο κατά του μίσους. Η δε συμφιλίωση είναι φάρμακο θεραπευτικό.
            Άλλη ερώτηση που κάνουν ορισμένοι: Τι γίνεται με τα δικαστήρια, επιτρέπεται οι χριστιανοί μετά απ’ όσα ακούσαμε να προστρέχουν για υποθέσεις τους σ’ αυτά; Ο Θεός το λέει ξεκάθαρα, προτίμησε να αδικηθείς. Αν πας στον δικαστή αυτόματα έχασες την ελευθερία σου παραχώρησες την κρίση σου σε έναν τρίτο. Πάρε λοιπόν εσύ την απόφαση, κάνε τις απόψεις του αντιπάλου σου δικές σου! Αν αυτό φαίνεται δυσβάστακτο, σκέψου τους μάρτυρες, σκέψου ότι όλα αυτά τα κάνεις για τον Θεό και τα τότε θα «απολαύσεις» το εκούσιο μαρτύριό που προκάλεσες στον εαυτό σου.
            Ας αποτινάξουμε λοιπόν αδελφοί τον ζυγό των παθών από πάνω μας, τότε ο δρόμος της κακίας από ελκυστικός που φαίνονταν πριν θα μας φανεί ελεεινός, άξιος πάσης αποστροφής. Αμήν.

Συγκριτική μελέτη της κοσμογονίας της Βίβλου με τις άλλες θρησκείες.



Πολλοί πιστεύουν και υποστηρίζουν πως η Βίβλος έχει πάρει στοιχεία ή έχει αντιγράψει την παράδοση άλλων θρησκειών και πολιτισμών. Ας δούμε όμως πως περιγράφει η Βαβυλωνιακή παράδοση την κοσμογονία της: (να σημειώσουμε πως η βαβυλωνιακή κοσμογονία θεωρείται από πολλούς ως «μητέρα» της κοσμογονίας της βίβλου)
Η κύρια πηγή των βαβυλωνιακών έργων είναι αυτά του ιερέως αυτών Βηρωσού ο οποίος γράφει: «Όταν ο ουρανός άνω δεν είχε ακόμη λάβει το όνομά του ούτε η γη κάτω την ονομασία της, όταν του ωκεανού του πρωτίστου πάντων και του ερέβους η γυνή, η Τιαμάτ, η γενέτειρα πάντων των άλλων, το ύδωρ, ήταν ένα μίγμα, όταν κανείς εκ των θεών υπήρχε.... όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτοι θεοί...» όσο δε για την δημιουργία του ανθρώπου γράφει πως ο Μαρδούχ (ένας από τους θεούς) απέκοψε την κεφαλή από έναν άλλο θεό και με το αίμα του, το οποίο ανέμιξε με γήινο χώμα δημιούργησε τον άνθρωπο.
Ιδού λοιπόν πόσο διαφέρει η κοσμογονία της βίβλου από την βαβυλωνιακή. Στην βαβυλωνιακή έχουμε θεογόνια και πολυθεΐα, οι δε θεοί αυτοί πολεμούν συνεχώς για την επιβίωσή τους.
Ο Θεός της Βίβλου όμως στέκεται υπεράνω όλων των δημιουργημάτων τα οποία δημιουργούνται εκ του μηδενός και όχι από μία προϋπάρχουσα ύλη. Στην δε βαβυλωνιακή κοσμογονία απουσιάζει η τάξις της εξαημέρου δημιουργίας και το Σάββατο της αναπαύσεως.
Αλλά και στους υπόλοιπους λαούς, στους Αιγύπτιους, του Φοίνικες και τους Έλληνες τα αυτά στοιχεία με τους βαβυλωνίους θα συναντήσουμε: θεογονία, πολυθεϊσμό, δυαρχία του καλού και του κακού, διαμάχη των θεοτήτων.
Πολύ σωστά λέει λοιπόν ο Oetti: «ολόκληρος ο φανταστικός κόσμος των εξωτικών φαντασμάτων, ο οποίος υπάρχει στους κοσμογονικούς μύθους των άλλων λαών, στην κοσμογονία της Βίβλου εξαφανίζεται. Αν μελετήσει κάποιος τους κοσμογονικούς μύθους των άλλων θρησκειών και ύστερα εισέλθει στην κοσμογονία της Βίβλου θα αισθανθεί, ότι εξήλθε εκ των συγκεχυμένων φαντασμάτων ενός ασθενούς πάσχοντος εξ υψηλού πυρετού εις την καθαρά ατμόσφαιρα της καθαράς διανοήσεως και νηφαλιότητος».
Πηγή: Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλος εις την Παλαιά Διαθήκη.

Είναι η Πεντάτευχος αυθεντικό Μωσαϊκό κείμενο;



Θα εξετάσουμε τώρα το κείμενο από το οποίο πληροφορούμεθα την δράση του Μωυσή αν είναι αυθεντικό Μωσαϊκό κείμενο ή όχι. Και αυτό γιατί από τον 16ο αι. ἀρχισε μια έντονη αμφισβήτηση της Μωσαϊκότητας της πεντατεύχου δηλαδή των πρώτων πέντε βιβλίων της βίβλου. Παλαιότερα κανείς δεν αμφισβητούσε ότι ο συγγραφέας των βιβλίων αυτών είναι ο Μωυσής. Όμως διάφοροι λόγιοι όπως ο άγγλος Hobbes και ο Ιουδαίος Spinoza έθεσαν κάποια σημαντικά επιχειρήματα. Η αμφισβήτηση κορυφώθηκε τον 19ο  αι. με την ανάπτυξη της κριτικής σχολής των Baur, Bauer και Wallhausen. Αυτοί λοιπόν υποστήριξαν τα εξής:
Α) πρό του 800 π.Χ δεν υπήρχαν μονοθεϊστικές θρησκείες. Πως λοιπόν ένα τόσο αρχαίο υποτιθέμενο κείμενο μιλά για μονοθεϊσμό;
Απάντηση: Η αρχαιολογική σκαπάνη αποδεικνύει πως βρέθηκαν μονοθεϊστικές θρησκείες σε αρχαίους λαούς. Αντικρούεται λοιπόν το επιχείρημα του  Wallhausen και των προκατόχων του.
Β) κατά το 1400 π.Χ εποχή που έζησε ο Μωυσής δεν υπήρχε γραφή, άρα πώς έγραψε ο Μωυσής;
Απάντηση: γνωρίζουμε σήμερα κάλλιστα ότι τα γράμματα ήταν γνωστά πολύ πριν τον Μωυσή. Η στήλη του Χαμουραμπί ανάγεται εις το 2000 π.Χ, ο Ασσυριακός κώδιξ είναι του 16ου αιώνα προ Χριστού  η δε εν Σινά ανακαλυφθείσα επιγραφή ανάγκασε τον αρχαιολόγο Grimme να δηλώσει ότι η επιγραφή αυτή είναι αρχαιοεβραϊκή καθόλου διαφέρουσα από τη γραφή της Βίβλου. Όλα αυτά όμως ήταν άγνωστα στην εποχή των ορθολογιστών.
Γ) κατά τα βιβλία Ιησούς του Ναυή, Κριταί, Βασιλείαι παρατηρείται λατρεία αντίθετη με την πεντάτευχο. Επομένως αυτή δεν υπήρχε ως νόμος.
Απάντηση: Η μη εφαρμογή ενός νόμου δεν σημαίνει την ανυπαρξία αυτού.
Δ) Ο Μωυσής γράφει στο τρίτο ενικό πρόσωπο: ο Μωυσής είπε εκείνο, έκανε εκείνο. Πως λοιπόν είναι ο συγγραφεύες;
Απάντηση: στην Αγία Γραφή είναι σύνηθες οι ιεροί συγγραφείς να γράφουν στο τρίτο πρόσωπο, όπως ο Ωσηέ, ο Αμώς, ο Ησαΐας, αλλά και οι ευαγγελιστές Ματθαίος, Ιωάννης.
Ε) Στην Έξοδο περιγράφεται ο θάνατος του Μωυσή και ιστορικά στοιχεία που έγιναν μετά τον θάνατο αυτού. Άρα ο Μωυσής λίγα έγραψε ή ακόμη και τίποτα.
Απάντηση: Μέσα στην πεντάτευχο παρατηρούνται μερικές ξένες παρεισφρήσεις οι οποίες και αυτές όμως θεόπνευστες είναι αλλά ακαι από την άλλη δεν επηρεάζουν καθόλου τον όγκο του όλου έργου ως αυθεντικό Μωσαϊκό κείμενο.
*πηγή: Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου "Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄"

Ο Θρίαμβος της Εκκλησίας (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)


theologia
Το δώρο της πίστεως είναι ανεκτίμητο. Αλίμο­νο σ’ όποιον το στερήθηκε. Η ανεστιότητα και η ορφάνια θα επηρεάζουν αδιάκοπα τις εκδηλώ­σεις του, θα τραυματίζουν βαθιά τον ψυχικό του κόσμο, θα τον απογυμνώνουν σταδιακά από καθε­τί το ανώτερο και θα τον κατεβάζουν στο επίπεδο του εξελιγμένου κτήνους, εκεί ακριβώς που τοπο­θετούν τον άνθρωπο με τη μυωπία τους οι υλιστές, για να πετύχουν έτσι την αυτοδικαίωσή τους. Η ζωή του πιστού είναι πλημμυρισμένη με φως. Μια πανίσχυρη δύναμη τον γεμίζει αισιοδοξία, ειρή­νη, ελπίδα, χαρά, βοηθώντας τον να νικάει τις δυσκολίες της ζωής, ν’ αντιμετωπίζει ηρωικά κι αυτόν ακόμα το θάνατο. Βασική αιτία της απιστίας είναι η ζωή της τρυφής και της αμαρτίας. Για την τρυφή είναι γραμμένο στην Παλαιά Διαθήκη: «Έφαγε ο ισραηλιτικός λα­ός και χόρτασε, και κλώτσησε το Θεό ο αγαπημέ­νος. Πάχυνε, χόντρυνε, έγινε θρεφτάρι, και εγκατέ­λειψε το Θεό, τον πλάστη του, και απομακρύνθηκε από το Θεό, τον σωτήρα του» (Δευτ. 32:15). Όσο για την αμαρτία, όλοι οι λαοί σ’ όλες τις εποχές κατανόησαν, ότι υψώνει τείχος αδιαπέραστο ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό. Είναι εντελώς ασυμβίβαστη η σκοτεινή ζωή της αμαρτίας με το φως μιας ζωντανής πίστεως στον παντεπόπτη Θεό, που «ετάζει καρδίας και νε­φρούς». Γι’ αυτό ακριβώς είναι τόσο δύσκολο το πνευματικό ξαναζωντάνεμα μιας πωρωμένης ψυ­χής. Και γι’ αυτό δεν αρκούν οι «αποδεικτικοί» λό­γοι της απολογητικής, αλλά χρειάζονται οπωσδή­ποτε η θερμή προσευχή και η αγία ζωή των χριστια­νών, ώστε με τη χάρη του Θεού να επηρεάσουν όχι τόσο το νου όσο την καρδιά των απίστων. Τα λόγια δεν αρκούν στο έργο της ιεραποστολής. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Για χάρη τους εγώ αγιάζω τον εαυ­τό μου, ώστε και αυτοί να είναι αγιασμένοι, με τη βοήθεια της αλήθειας» (Ιω. 17:19). Ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Πρός τε Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις ότι εστί Θεός ο Χριστός» είναι συναρπαστικός. Ο θεοφώτιστος νους του μεγάλου ιεράρχη, με τη γνωστή διαλεκτική του ικανότητα, πλέκει μιαν αλυσίδα πει­στικών επιχειρημάτων, τα οποία στηρίζει στη θαυ­μαστή εξάπλωση της πίστεως, παρά τους σκληρούς διωγμούς που δέχθηκε από τα πρώτα της βήματα. Έτσι, κεντρικός άξονας του λόγου είναι ο θρίαμβος της Εκκλησίας και κατακλείδα του η αισιοδοξία για το μέλλον της, που επαληθεύει σε κάθε εποχή την προφητεία του Κυρίου: «Καί δεν θα την κατα­νικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
(Πρόλογος υπό των πατέρων της Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής)
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πώς αποδεικνύεται ότι ο Χριστός είναι Θεός; Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί. Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει. Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει. Πώς λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος; Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που κι εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία. Σε ποιο λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα; Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία. Απ’ αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ’ αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού. Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν’ αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ’ όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας. Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους. Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι… Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα. Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες. Μπόρεσε ν’ αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο. Και όλ’ αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο!
Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους. Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν. Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει. Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ό,τι δημιούργησαν. Και αυτό το παθαί­νουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα. Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και τ’ ό­νομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται. Αυτά συμβαίνουν σ’ εκείνους, που πρώτα μ’ ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πό­λεμο ολόκληρες στρατιές. Σ’ εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους. Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο. Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση: Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν. Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς. Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα. Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης. Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν’ αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού. Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν. Σ’ Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων. Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες. Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του. Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες. Και πώς φαίνεται αυτό; Στη Ρώμη, οι αυτοκρά­τορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα ε­γκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου. Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους. Κι έτσι γίνονται οι βασι­λιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέ­πονται γι’ αυτό, αλλά και καυχιώνται. Καυχιώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.
Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδε­κα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει: «Πάνω σ’ αυτή την πέτρα (δηλαδή πάνω στην ομο­λογία πίστεως του Πέτρου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυ­νάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας; Βλέπεις την εκπλήρωσή της; Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σ’ όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τί λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια. Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η με­ταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο. Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει. Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύ­γκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής. Είχε δηλα­δή δυο ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή. Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, α­πό τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαι­ότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλά­βει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ’ αυτά συμ­φώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετι­κά δύσκολο. Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο. Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νη­στεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδη­γούσε στην ακτημοσύνη. Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα. Απο­μάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία. Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλί­ψεις. Και μάλιστα οδηγούσε σ’ αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων. Γιατί δεν έ­γιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ’ άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθει­ες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ’ αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό. Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο. Και τους έπεισε να τον βαδίσουν! Πόσους έπεισε; Όχι μόνο δύο ή δέκα ή είκοσι ή εκατό, αλλ’ αμέτρητους. Και με ποιούς τους έπεισε; Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέρ­γητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χω­ρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα. Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλό­γλωσσοι. Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες. Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ’ όλες τις άλλες γλώσ­σες. Μ’ αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικου­μένης. Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν ν’ αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους. Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους. Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη. Αλλά τί λέω για έθνη και πόλεις; Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους. Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, το δούλο από τον αφέ­ντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα. Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, κι έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους. Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν. Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις. Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδι­ους, αλλά – πράγμα φοβερό – καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δη­λαδή που μόλις είχαν πιστέψει. Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περι­φρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο. Να πιστέψουν σ’ Αυτόν που έλαβε ανθρώ­πινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικά­στηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δει­νά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε. Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι, ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, το σταυρό, τους χλευασμούς, τον τά­φο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση. Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές. Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικο­δομούσαν την Εκκλησία. Πώς; Με ποιόν τρόπο; Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύ­ξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη. Αυτός ήταν που τους άνοιξε το δρόμο. Αυτός διευκόλυνε το δύσκο­λο έργο τους. Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θ’ άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού. Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρή­τορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τ’ αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος. Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύο­νταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν. Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοι­νοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρ­χονταν στην Εκκλησία. Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανι­στήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότε­ροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι! Μόνοι τους έ­τρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών. Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλ’ αυτά τα θαύματα; Πώς είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια; Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν! Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί αξιώθηκαν να κακοποιηθούν για χάρη του Χρι­στού» (Πράξ. 5:41).
Κι ενώ ούτ’ ένα τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι από­στολοι έχτιζαν την Εκκλησία σ’ όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέ­τρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο. Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές ν’ αλλάζουν τρόπο ζωής, να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους και ν’ ακολουθούν τη ζωή της αρετής. Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη»(Ματθ. 16:18). Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκ­κλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκω­σαν εναντίον της… Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πο­λεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκ­κλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν. Παρ’ όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επι­θέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστη­καν σαν καπνός. Άλλα και όσα σχεδίαζαν ενα­ντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους χριστιανούς. Γιατί δημιούρ­γησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν το θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκ­κλησίας.
Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας; Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν». Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα. Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία. Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πό­λεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεση­κώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σ’ όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών. Πώς πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια; Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντε­λώς ανίκανος να σκέφτεται.
(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.)

π. Ιωάννης Ρωμανίδης: 16. Περί Απολογητικής στο θέμα της ψυχής


Ο Ορθόδοξος θεολόγος δεν είναι υποχρεωμένος να προτείνη την ύπαρξι μιας Φραγκικής ψυχής, «αλά Πλάτωνα» δηλαδή, επειδή οι Φράγκοι ακολούθησαν τον Πλάτωνα στο περί ψυχής θέμα. Διότι οι Πατέρες δεν ακολούθησαν τον Πλάτωνα στα θέματα αυτά. Βέβαια αυτό οι Νεοέλληνες δεν το γνωρίζουν και τόσο, διότι με αυτόν τον μεγάλο θαυμασμό που έχουν για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, που διδάσκονται στα σχολεία, έγιναν οι Πατέρες για τους Νεοέλληνες σαν χορευτές στο θέατρο, ώστε και αυτοί να χορεύουν τον χορό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη!
Διότι πως αλλοιώς οι Πατέρες θα είναι μεγάλοι Πατέρες, για τους Νεοέλληνες, αν δεν είναι οπαδοί των αρχαίων Ελλήνων; Εδώ στην Ελλάδα το μόνο κριτήριο μεγαλειότητος είναι το αν είναι κάτι από την αρχαία Ελλάδα! Γι’ αυτό και η εορτή των Τριών Ιεραρχών εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει αυτήν την μορφή που έχει, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες είναι συνεχιστές του μεγάλου Ελληνικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδος! Αν όμως διαβάση κανείς τους Τρεις Ιεράρχες και προ παντός τον ιερό Χρυσόστομο, θα δη ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνέχεια επικρίνει τους αρχαίους Έλληνες. Ο Χρυσόστομος είναι μεγάλος «υβριστής» των αρχαίων Ελλήνων. Για τον Χρυσόστομο δηλαδή το όνομα Έλληνας, που είχε καταλήξει να σημαίνει ειδωλολάτρης, είναι μία βρισιά και τίποτε άλλο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όπως και ο Γρηγόριος ο Νύσσης δεν πάνε πολύ πίσω στο θέμα αυτό. Αυτοί, ως Καππαδόκες που ήταν, είχαν άλλη παράδοσι.

Εξ επόψεως της μοντέρνας επιστήμης ο Ορθόδοξος δεν είναι υποχρεωμένος να κάνη Απολογητική, π.χ. στο θέμα περί της αθανασίας της ψυχής, ως και περί υπάρξεως πνευματικής ψυχής, καθώς και περί μεταφυσικής γνωσιολογίας όπως κάνουν οι Λατίνοι. Δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος. Μάλιστα θα έλεγα το άλλο: Ότι είναι μάλλον υποχρεωμένος να κάνη το αντίθετο, δηλαδή να προσπαθή να μην κάνη Απολογητική και αντ’ αυτής απλώς να προβάλλη μόνο τις Πατερικές θέσεις στα θέματα αυτά.

Ο Χριστιανισμός εμφανίσθηκε σε μία εποχή που κυβερνούσε η ειδωλολατρία και μεταξύ των ελληνοφώνων και λατινοφώνων κυριαρχούσαν γύρω από τα θέματα περί ψυχής διάφοροι φιλόσοφοι, Πλατωνικοί, Αριστοτελικοί, Πυθαγόρειοι κ.λ.π. Οι περισσότερες από αυτές τις φιλοσοφίες, που είχαν και οπαδούς, ήταν και θρησκείες, όπως ο Νεοπλατωνισμός, που ήταν καθαρή θρησκεία. Βέβαια, όσοι θέλουν να σώσουν τον Πλάτωνα, για να μη χαρακτηρισθή ιδρυτής θρησκείας, λένε ότι αυτός δεν είχε θρησκευτικό σύστημα. Αλλά εγώ υποπτεύομαι ότι και το αρχαίο Πλατωνικό σύστημα και αυτό θρησκεία ήταν. Δεν ήταν δηλαδή, μόνο ο Πλατωνισμός θρησκεία, αλλά και ο ίδιος ο Πλάτων ίδρυσε θρησκεία, αφού ενσωματώνη τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέσα στο φιλοσοφικό του σύστημα. Ο Πλάτων δεν διαχωρίζει την θρησκεία του από την φιλοσοφία.

Για τον Αριστοτέλη βέβαια είναι δύσκολο να ισχυρισθή κανείς κάτι τέτοιο, εφ’ όσον αυτός δεν δέχθηκε την ατομική αθανασία του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος ως άτομο δεν είναι ψυχή, οπότε τουλάχιστον από αυτής της απόψεως ο Αριστοτελισμός δεν είναι θρησκεία. Όμως, από άλλης απόψεως, είναι και αυτός θρησκεία, διότι και ο ίδιος ο Αριστοτέλης πίστευε στους τότε θεούς, καθώς και διότι και ο ίδιος ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος, όπως, εξ άλλου, ήταν και όλοι οι άλλοι της εποχής του. Μάλιστα, δεν ήταν και άμοιρος της πίστεως στην μαγεία, δηλαδή στην μαγική αντίληψη περί θρησκείας.