Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Τα προβληματικά σημεία της διδασκαλίας περί Λόγου


Παρά τα αρκετά κοινά σημεία τα οποία ευρίσκει κανείς στη θεολογία περί Λόγου των απολογητών και τη συμφωνία με το υπάρχων δόγμα της εκκλησίας, υπάρχει ο ισχυρισμός πως η θεολογία τους στο σημείο αυτό χωλαίνει. Με βάση τον ισχυρισμό αυτό και παρότι οι επιδράσεις της φιλοσοφίας είναι μάλλον μορφολογικές και εξωτερικές[94], τη στιγμή που οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας «αποδεχόμενα πλήρως και εις όλην την έκτασην το σύμβολον της χριστιανικής πίστεως»[95], στο ζήτημα περί Λόγου δεν μπορούν «να εκληφθούν ως πιστοί μάρτυρες του δόγματος της εκκλησίας»[96] όπως αυτή μεταγενέστερα αποσαφηνίστηκε. Οι απόψεις αυτές μάλιστα δείχνουν να έχουν αρειανικό και μοναρχιανικό χαρακτήρα. Σαν κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούν τελικά να εκληφθούν, διότι τόσο η θεότητα του Λόγου είναι κοινό γνώρισμα των απολογητών[97], όσο και η ομοουσιότητα[98][99][100] που διέπει το έργο τους, έστω και αν δεν αναφέρεται με το γνωστό θεολογικό όρο. Οι ισχυρισμοί αυτοί κατά βάση προκύπτουν, όπως προαναφέρθηκε, διότι η διδασκαλία τους είναι γενική και αόριστη και παρουσιάζει πολλά κενά και ασυνέχειες[101] τόσο λόγο του είδους της γραμματείας, που απευθύνεται επικεντρωμένα σε συγκεκριμένα ζητήματα, όσο και διότι η διασωθείσα γραμματεία τους είναι πενιχρή σε σχέση με αυτή που μέχρι σήμερα έχει διασωθεί. Γι αυτό αν και είναι βέβαιο ότι «διέθεταν ικανές θεολογικές προϋποθέσεις, αυτές τις υπέτασσαν στη θεωρητική αντίκρουση των επιχειρημάτων των πολεμίων του Χριστιανισμού»[102] και εξ αυτού η θεολογία τους χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής, «διότι ασχολούμενη βασικώς με τα γενικά θέματα, τα οποία ενδιέφερον τους εθνικούς διανοουμένους, άφηνε κατά πλείστον ανεξέταστα τα ιδιάζοντα εις τον χριστιανισμόν θεολογικά προβλήματα» με αποτέλεσμα η «περί Λόγου θεωρία να χρειασθεί διόρθωση υπό των μεταγενεστέρων θεολόγων»[103].
Τα κύρια προβλήματα τα οποία κυριαρχούν στη θεολογία περί λόγου των απολογητών, θα λέγαμε ότι είναι κυρίως δύο. Αφενός μεν το μοντέλο ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου, αφετέρου η υποταγή του Λόγου στον Πατέρα. Τα στοιχεία αυτά πράγματι διατυπώθηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια μεταγενέστερα από την εκκλησία. Οι τάσεις όμως αυτές εν προκειμένω όμως έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Να εξάρουν την απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού. Οι όροι αυτοί, πράγματι, αν απομονωθούν οδηγούν σε συμπεράσματα, μοναρχιανισμού, τόσο δυναμικού, όσο και τροπικού. Από τη μία η μη προσωπική υπόσταση του Λόγου, μέχρι να εξέλθει του Πατρός, οδηγεί τον Υιό σε μία κατάσταση ιδιάζουσας δύναμης της θεότητας, που αμέσως κινείται προς το σύστημα του δυναμικού μοναρχιανισμού, από την άλλη η υποταγή θα λέγαμε ότι οδηγεί σε μία αρειανιστική προοπτική, με την λεγόμενη εν χρόνω γέννηση του Λόγου και τη θεότητά του να εννοείτε μόνο κατ'επίφασην, αλλά όχι ουσιαστικώς. Φυσικά αυτά τα διλήμματα μόνο ως μία ακραία έκφραση των όσων παραπάνω παρατέθηκαν θα μπορούσαν να νοηθούν. Αυτό διότι ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός υποθέτει πάντοτε το Λόγο ανυπόστατο, κάτι που αποδείχθηκε πως δεν ισχύει στους απολογητές, αφού είναι βέβαιη κατά απόλυτο τρόπο η διδασκαλία περί υποστατικής και προσωπικής υπάρξεως του Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη. Από την άλλη, η υποταγή, θα μπορούσε να οδηγεί σε Αρειανιστική συλλογιστική, αν ο Υιός δεν ήταν πλήρης και φύσει Θεός και αν δεν υπήρχε πάντοτε αϊδίως "εν τω Πατρί", καθώς κατά τον Άρειο, ο Πατήρ πριν δημιουργήσει τον Λόγο, υπήρξε αρχικά μόνος, κάτι που επίσης δε δέχονται οι απολογητές. Ταυτόχρονα η υποταγή των απολογητών αποκλείει κάθε κτιστότητα για το Λόγο, όπως καταδείχτηκε από τη διδασκαλία στον οικείο τομέα.
Παρόλα αυτά το ερώτημα παραμένει. Για ποιο λόγο οδηγήθηκαν τα μέλη αυτά σε τέτοιες προτάσεις; Οι απολογητές άλλωστε είναι αυτοί οι οποίοι για πρώτη φορά στην παγκόσμια φιλοσοφία και θρησκειολογία, θα θέσουν την αποκάλυψη ως το μέσο της γνώσης. Από που λοιπόν και γιατί προήλθαν τέτοιες αστοχίες στην θεολογία τους ή μήπως τελικά υπάρχει λάθος ερμηνεία των λόγων τους, εξ αιτίας των εσφαλμένων θεολογικών δογματικών μεθόδων της δυτικής θεολογίας και τις ελλιπούς ιστορικής μελέτης;
Εν πρώτοις θα πρέπει να τονιστεί πως το μοντέλο προφορικού και ενδιαθέτου λόγου δεν είναι κατά την ορθόδοξη θεολογία ένα λανθασμένο θεολογικό σχήμα. Σύμφωνα με το Γεώργιο Φλορόφσκι ο οποίος αναφέρεται στην περίπτωση του Τερτυλλιανού που χρησιμοποιεί το σχήμα πλέον εμφατικά:
"είναι μάλλον μια παρεξήγηση της θεολογικής προοπτικής από την οποία αυτός γράφει και σαν τέτοια (η κατηγορία) είναι εσφαλμένη. Ο Τερτυλλιανός -και αυτό είναι ακόμα δύσκολο να το κατανοήσουν οι Δυτικοί θεολόγοι -γράφει για την «οικονομική» Τριάδα, όχι την αιώνια ζωή μέσα στην Τριάδα. Αυτοί δεν μπορούν ακόμα να καταλάβουν εκείνη την εσωτερική θεολογική δράση που κληρονομήθηκε από τους Απολογητές, έχουν ακόμα δυσκολία να καταλάβουν τον «ενδιάθετον λόγον» και τον «προφορικόν λόγον» στην ad se (πρός τά έσω) και ad extra (προς τα έξω) τους Ζωή του Θεού"[104]. Αυτό συμβαίνει καθώς για τη δυτική θεολογία δεν υπάρχει η έννοια της θεολογικής και οικονομικής τριάδας.
Όπως συμπληρώνει ο Ιωάννης Ρωμανίδης:
"Ο Προφορικός Λόγος Υιός του Θεού Μονογενής είναι αεί εκ του Θεού. Πάντοτε υπήρχεν, εν τω Θεώ και ο Θεός εν Αυτώ και δι' Αυτού ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμον, κ.τ.λ. Ο Λόγος ούτος σάρξ εγένετο και ως εκ τούτου λέγεται Χριστός. Πάντως ουδόλως πρόκειται περί υποστατοποιήσεως του Λόγου δια της υπό του Θεού γεννήσεως Αυτού. Εν τοιαύτη περιπτώσει θα είχωμεν υποστατοποίησιν του Θεού γενομένου Πατρός. Εις την ορολογίαν των θεολόγων και Πατέρων τούτων οι όροι προφορικός Λόγος, Πατήρ και Υιός Μονογενής του Θεού δηλώνουν την προς τον κόσμον σχέσιν του Θεού, ως και την ενσάρκωσιν του Μονογενούς κατά φύσιν Θεού Λόγου, και την υπό του Θεού υιοθεσίαν των θεουμένων αδελφών του Χριστού του Θεού γενομένου Πατρός κατά χάριν αυτών, ενώ υπήρξε κατά φύσιν Πατήρ του Λόγου. Η ορολογία αυτή είναι κατά πάντα ορθόδοξος και δύναται επιτυχώς να εφαρμοσθή εις την ερμηνείαν της Αγίας Γραφής. Μεταξύ της ορολογίας ταύτης και αυτής των μεταγενεστέρων Πατέρων ουδεμία ουσιαστική διαφορά υπάρχει."[105].
Ρίχνοντας όμως μια περαιτέρω ματιά στη γραμματεία τους και συνάμα στο ιστορικό υπόβαθρο της εποχής, δυνάμεθα να τονίσουμε δύο ακόμα σημαντικά κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας. Πρώτον «ότι δεν είναι δυνατόν να εννοήσει κανείς σωστά τη θεολογία και ειδικότερα τη χριστολογία των Απολογητών στην ορθή τους έννοια, αν δεν έχει με σαφήνεια στο νου το απολογητικό πλαίσιο της σκέψης που εκτίθεται στις απολογίες» και δεύτερον αν δεν κατανοήσει πως «η Ρώμη συνέχεε το χριστιανισμό προς τα μεσσιανικά θρησκευτικά κινήματα της Παλαιστίνης, που είχαν πολιτικό χαρακτήρα [με αποτέλεσμα] την υποδαύλιση του μίσους κατά των χριστιανών που στηριζόταν στην απομάκρυνσή των από τον ειδωλολατρικό τρόπο ζωής, στη λατρεία των χριστιανών που γινόταν κατ ιδίαν και στα κρυφά…και στην άρνησή της να δεχτεί οποιονδήποτε συμβιβασμό μεταξύ του Χριστού και του Καίσαρα, στο γεγονός ότι ο αρχηγός της νέας πίστης σταυρώθηκε από τη Ρώμη, σαν ένας κοινός επαναστάτης»[106]. Τα ανωτέρω λοιπόν γνωρίσματα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκαθαριστεί ότι μεγάλος βασικός στόχος των απολογητών είναι να αποδειχθεί ότι ο χριστιανισμός δεν είναι πολιτικό κίνημα για ανατροπή του κράτους, αλλά μια θρησκευτική δύναμη που εξυγιαίνει τα πάντα και σε αυτή τη λογική, η λογική για τα δεδομένα της εποχής απαίτηση του Αυτοκράτορα για λατρεία, θα έβρισκε μάλιστα ισχυρά πατήματα (λόγω του γεγονότος της σταύρωσης), με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπερτονισμός του Λόγου, αλλά εξασθένηση της χριστολογίας[107]. Μία τρίτη διάσταση είναι η προσπάθεια των απολογητών να αποδείξουν στο μορφωμένο εθνικό περιβάλλον ότι ο χριστιανισμός ως φιλοσοφία δεν υπολείπεται σε τίποτα του πλατωνισμού, του νεοπλατωνισμού και του στωικισμού[108]. Έτσι τελικά γίνεται αντιληπτό πως οι απολογητές «δεν έγραψαν τα έργα τους γενικά μέσα στην άνεση του φιλοσοφικού σπουδαστηρίου, αλλά βρισκόμενοι κάτω υπό πίεση επιζητώντας με κάθε τρόπο να πείσουν τους διώκτες τους»[109] και παρότι ήσαν ικανότατοι θεολόγοι, οι ίδιοι λόγω των περιστάσεων τόνισαν και αλήθειες οι οποίες:
«δεν είναι χαρακτηριστικές του χριστιανισμού, αλλά της θρησκευτικής φιλοσοφίας της εποχής, του Στωικισμού, του Μέσου Πλατωνισμού, παρά το γεγονός ότι η δύναμη και των μη χαρακτηριστικά χριστιανικών αυτών αληθειών βρίσκεται για τους απολογητές στην αποκάλυψη των αληθειών αυτών από τη διδασκαλία του Χριστού»[110].
Γι αυτό το λόγο και η διδασκαλία αυτή όπου ανευρίσκει προβληματικά στοιχεία:
δεν είναι χαρακτηριστικά της πίστεώς τους, διότι μέσα από τα κείμενά τους η θεολογία δείχνει μία εικόνα που είναι για τους εκτός πίστεως ανθρώπους, δίχως να επηρεάζει τη δική τους εικόνα για το Χριστό[111].
Τελικώς λόγω της πρότασης της κοσμολογικής εικόνας, η οποία ουσιαστικά υπαγορεύεται από τον τρόπο φιλοσοφικής όρασης της εποχής και εν πολλοίς από το Γνωστικισμό:
εξελληνίζεται η έννοια του Λόγου και τονίζεται η σχέση του ιστορικού Ιησού με τη θεότητα[112], δίχως να εξαντλεί και να αντιπροσωπεύει με πληρότητα το ουσιώδες της πίστης τους για τον Ιησού[113].
Ενώ λοιπόν το κίνητρό τους είναι εν μέρει κοσμολογικό, περισσότερο κινούνται από απολογητική διάθεση να κάνουν κατανοητή τη χριστιανική πίστη για τον Ιησού με τη βοήθεια της κοινής στην παιδεία της εποχής τους έννοια του Λόγου[114] και εξ αυτού οι απολογητές μπορούν νοηθούν πιο πολύ ως χριστιανοί παρά ως φιλόσοφοι, οι οποίοι σαν άνθρωποι της εποχής τους, κατά κάποιο τρόπο δένουν με την εμπειρική της Εκκλησίας πίστη στον Ιησού, ως το Χριστό και Λόγο. Σε κάθε περίπτωση όμως δε θα πρέπει να λησμονείται και να απαξιώνεται το έργο των απολογητών, διότι αυτό «κρύβει ένα θησαυρό χριστολογικής εξήγησης της Π.Διαθήκης, όχι μόνο ως Λόγος του Γιαχβέ, αλλά ως άγγελος Κυρίου, η δόξα κυρίου, η βάτος...[αλλά] περιορίζεται διότι αυτό πιθανώς ενοχλεί τον αυτοκράτορα λιγότερο»[115].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου