Έτσι το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας στο οποίο ανήκει η τιμή της θεότητος[117], είναι το πνεύμα το προφητικόν[118][119], το οποίο διδάσκει τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, είναι αυτό το οποίο δίδει τη γνώση και σώζει τον άνθρωπο. Το Πνεύμα το Άγιο είναι αυτό που οδηγεί στη σωτηρία, μία σωτηρία η οποία προέρχεται από την απόκτησή του στις ψυχές μας, για να επέλθει το θείο φως[120]. Στην θεολογία μάλιστα του Αθηναγόρα διαβλέπουμε πέραν από τη σαφή τριαδολογική ερμηνεία της μονάδος, ενότητα και αλληλεπιχώρηση μεταξύ των τριών προσώπων, αλλά και τον προφητικό χαρακτήρα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δρα στην Παλαιά Διαθήκη προετοιμάζοντας την Σωτηρία[121]. Το σημαντικότερο όμως εύρημα στη θεολογία του Αθηναγόρα είναι η ότι ως πρόσωπο το Άγιο Πνεύμα απορρέει από το Θεό Πατέρα, που είναι αιτία της υπάρξεως του μία «ορολογία που βρίσκεται πολύ κοντά στην περί εκπορεύσεως διδασκαλία της Εκκλησίας»[122], όπως αυτή διατυπώθηκε κατά τον 4ο αιώνα.
Κτίση και άνθρωπος
Η περί κόσμου απολογία των συγγραφέων του 2ου αιώνος, ως βάση έχει τις βιβλικές διηγήσεις και στόχο την απόδειξη ότι αιτία υπάρξεως του κόσμου είναι ο Θεός, μέσω του δημιουργικού του Λόγου[123]. Οι ίδιοι αντιδιαστέλλουν τη διδασκαλία τους σε σχέση με τους στωικούς και τον Πλάτωνα, μη αποδεχόμενοι το αυθύπαρκτο και αυθυπόστατο της ύλης. Θα λέγαμε πως ουσιαστικά η διδασκαλία τους δεν είναι μία φιλοσοφική διδασκαλία, αλλά εκφράζει τη χριστιανική περί Θεού δημιουργού αντίληψη, μία αντίληψη που θέλει την κτίση αποτέλεσμα της κατασκευής ως προϊόν της θείας δημιουργικής ενέργειάς του Θεού, με τον κόσμο ως λίαν καλό να αντανακλά τη σοφία του δημιουργού[124]. Τελικά οι απολογητές είναι ο πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς οι οποίοι «επιχείρησαν να καταγράψουν τη θέση της εκκλησίας για την αρχή και την ύπαρξη του κόσμου και να την αντιπαραθέσουν στις φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες»[125].Η κτίση κατά τους απολογητές προήλθε από το Θεό και όχι από προϋπάρχουσα ύλη, δεν είναι άναρχη, ούτε αυθύπαρκτη, αλλά αποτελεί προϊόν της θείας ενέργειας[126]. Ο Τατιανός διακρίνει στη δημιουργία δύο φάσεις μία κατά την οποία η ύλη ήταν άπορος και ασχημάτιστος και μία κατά την οποία της δόθηκε σχήμα, μορφή και διαίρεση[127]. Η δημιουργία του κόσμου και της κτίσεως προήλθε δια μέσου του δημιουργικού Λόγου του Θεού[128] συνεργούντως του Πατρός και είναι μία αρμονική ολότητα στην οποία ανακλάται η σοφία του δημιουργού[129]. Σημαντικό εύρημα ανευρίσκουμε στη γραμματεία του Θεοφίλου Αντιοχείας ο οποίος μας αναφέρει πως όχι απλώς Θεός δημιούργησε την κτίση και διαρκώς προνοεί γι αυτή, αλλά ότι αυτή αποτελεί έργο του Τριαδικού Θεού, σε σημείο να προηγείται των άλλων απολογητών εν προκειμένω. Πρέπει να επισημανθεί πως συχνά ασκείται κριτική για τις απόψεις περί δημιουργίας των φιλοσόφων[130][131] από τους απολογητές. Παρόλα αυτά στη διδασκαλία των απολογητών κάποιοι θεολόγοι ανευρίσκουν και ασαφή στοιχεία. Ακόμα και αυτά τα στοιχεία όμως θα λέγαμε ότι μόνο αποσπασματικά αν ερμηνευτούν οδηγούν σε συμπεράσματα Πλατωνικών παραδοχών. Έτσι παρατηρείται συγκεκριμένα ο Ιουστίνος στο κείμενό του Απολογία 1, 67, 7 να αναφέρει πως «...επειδή πρώτην ημέρα εν η ο Θεός το σκότος και την ύλην τρέψας κόσμον εποίησε» και στο 1, 10, 2 «και πάντα την αρχήν αγαθόν όντα δημιουργήσαι αυτόν εξ αμόρφου ύλης δι ανθρώπους δεδιδάγμεθα». Ο ίδιος όμως με μία πιο προσεκτική ματιά δε φαίνεται να νοεί την ύλη ούτε ως άναρχη, ούτε οντικά αυθύπαρκτη όπως ο Θεός, αφού ο «οντικός δυισμός είναι τελείως ξένος προς τον απολογητή αυτό»[132]. Αυτό διότι κατά τον απολογητή μόνη άναρχη και αθάνατη πραγματικότητα είναι ο Θεός. Αν έτσι λάβουμε υπόψη μας μία δεύτερη οντική άναρχη πραγματικότητα, άμεσα προσκρούουμε πάνω σε αυτή τη διδασκαλία, η οποία υπερτονίζεται στο σύστημα του Ιουστίνου.
Σε ότι αφορά τον άνθρωπο, οι απολογητές παρουσιάζουν τη χριστιανική πίστη στο μέτρο που επιβάλλεται από το ενδιαφέρον των απευθυνομένων, συνδυάζοντας με ένα φιλοσοφικό μανδύα τη βασική χριστιανική διδασκαλία. Έτσι ο άνθρωπος είναι μία μοναδική και ανεπανάληπτη πραγματικότητα στον κόσμο της δημιουργίας[133], που σε αυτόν δόθηκε η εξουσία της επίγειας δημιουργίας[134]. Αιτία της δημιουργίας του ανθρώπου είναι η αγαθότητα και η σοφία του Θεού και σκοπός Του είναι να δώσει ζωή αιώνια στα λογικά του όντα[135]. Δημιουργήθηκε από το Λόγο κατά μίμηση της εικόνας αυτού[136] και διαφέρει από όλη την υπόλοιπη έμβια πραγματικότητα διότι έχει μία υψηλή κλήση, η οποία είναι να καταξιωθεί μέσω του βίου του και να συμβασιλεύσει μαζί Του, γινόμενος άφθαρτος και απαθής. Ο άνθρωπος κατά τους απολογητές διαθέτει ψυχή, η οποία αντιπαραβαλλόμενη προς την Πλατωνική διδασκαλία, δεν είναι φυσικώς αθάνατη, αλλά μετέχει της αθανασίας κατά χάρη, διότι μόνος αθάνατος και άφθαρτος ο Θεός, ενώ τα υπόλοιπα όλα είναι φθαρτά [137]. Η αθανασία αυτή αποκτάται με βάση την ελευθερία της προαιρέσεως του ανθρώπου[138]. Η δε ψυχή δεν ταυτίζεται της ζωής, αλλά μετέχει της ζωής, διότι ζωή στην ψυχή δίδει το Πνεύμα το Άγιο[139], αφού ούτε αγέννητη είναι, ούτε ως αυτοζωή μπορεί να νοηθεί. Το σώμα όταν φθαρεί απομένει η ψυχή, αλλά αυτή καθίσταται νεκρή όταν το πνεύμα απομακρύνεται από αυτή (εδώ το πνεύμα νοείται ως ζωογονητική θεία δύναμη και η έννοια νεκρή ψυχή, ως πνευματικά νεκρή, διότι ο Ιουστίνος ρητώς αναφέρει πως και οι άδικοι συνεχίζουν να ζουν μετά το σωματικό θάνατο και θα λάβουν κόλαση[140]). Σημαντικό επίσης στοιχείο είναι το αυτεξούσιο του ανθρώπου, το οποίο μάλιστα καταδεικνύεται από το γεγονός ότι παρότι ο Θεός γνωρίζει την κακή προαίρεση του ανθρώπου, πολλές φορές ο ίδιος δεν παρεμβαίνει για να την αλλάξει ακόμα και όταν ο άνθρωπος οδηγείται σε περιπέτεια[141], ενώ καταγγέλλεται η ειμαρμένη και γενικότερα η έννοια της μοίρας[142] στη διδασκαλία τους ως ανεδαφική.
Πρέπει να τονιστεί ότι εν προκειμένω υπήρξαν και αστοχίες όπως η διδασκαλία του Τατιανού, οι οποίες καταδικάστηκαν από την εκκλησία. Μία από αυτές είναι για παράδειγμα η "λύση" της ψυχής, η οποία συμβαίνει μέχρι της ελεύσεως της Δευτέρας Παρουσίας[143], περί άνω και κάτω οικητηρίου των ψυχών και του πνεύματος, περί κατώτερης ύλης σε σχέση με την ψυχή. (Περισσότερες λεπτομέρειες στο λήμμα Τατιανός ο Σύρος).
Μέλλοντας Αιώνας
Η εσχατολογική διδασκαλία των απολογητών απηχεί πρώτιστα τα δεδομένα της Καινής Διαθήκης και συγχρόνως την αίσθηση της εποχής τους[144]. Η βασική ιδέα που διακρίνεται μέσω της γραμματείας τους είναι πως η μέλλουσα ζωή, είναι ζωή μετοχής στην αφθαρσία και την αιωνιότητα του Θεού. Έτσι «η αιωνιότητα πρέπει να θεωρηθεί ως εσχατολογικό γεγονός που συνδέεται και εξαρτάται από τη σχέση του ανθρώπου με το Δημιουργό του»[145]. Γι αυτό το λόγο το τέλος της ιστορίας είναι η δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και η ανάσταση των νεκρών, όπου η κτίση πλέον θα αλλάξει παντελώς και καθένας θα αμειφθεί κατά τα έργα του[146]. Η ανάσταση αυτή, όσο παράλογη και μωρία κι αν φαίνεται στο εθνικό περιβάλλον είναι δυνατή, διότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και αγαθός[147]. Αλλά ταυτόχρονα η ανάσταση είναι και αναπόφευκτη κατά τον Αθηναγόρα διότι η κλήση του ανθρώπου προς σωτηρία δεν έγινε ματαίως, αλλά με συγκεκριμένη προοπτική που είναι η σωτηρία του και η αιώνια ζωή[148], διότι η σχέση ψυχής - σώματος πρέπει να συνεχιστεί, ώστε ο άνθρωπος να είναι ακέραιη οντότητα, τρίτον λόγο της δικαιοσύνης του Θεού[149] και τέλος διότι σε αυτή τη ζωή δεν αποδίδεται δικαιοσύνη κατά τα έργα του ανθρώπου και αυτή πρέπει αυτή να αποδοθεί σε μία μέλλουσα κατάσταση[150].Η ιστορία του κόσμου τελειώνει με την κρίση του Χριστού, κατά τη δεύτερη ένδοξη παρουσία Του[151], μία μέρα που προφητεύτηκε στην Παλαιά Διαθήκη από τους προφήτες. Χαρακτηριστικό σε αυτό το σημείο είναι η αναφορά του Ιουστίνου στη "βασιλεία των ουρανών", που άλλοτε χαρακτηρίζεται ως "βασιλεία του Θεού"[152], και άλλοτε σα "βασιλεία του Χριστού"[153]. Η έννοια μάλιστα την οποία απέδιδαν οι απολογητές στην Βασιλεία του Θεού, προκύπτει από τα λόγια του Θεοφίλου Αντιοχείας, ο οποίος λέγει πως «βασιλείαν εάν είπω, δόξαν αυτού λέγω»[154]. Η ερμηνεία μάλιστα αυτή δεν μπορεί να δοθεί αποκομμένα από την Αγία Γραφή εφόσον μάλιστα δύναται να διαπιστωθεί στην Καινή Διαθήκη πως «η έλευσις της βασιλείας δεν ταυτίζεται με έλευσιν καταστάσεως αποκαταστάσεως, αλλά δηλοί την φανέρωσιν της αιωνίως υπαρχούσης δυνάμεως και χάριτος του Θεού και την υπό των ανθρώπων μέθεξιν της χάριτος ταύτης»[155] σε σημείο από «επιστημονικής, ιστορικής και φιλολογικής απόψεως [να] επιβάλλεται εις τους διαφωνούντας να αποδείξουν αυτοί το αντίθετον»[156]. Ουσιαστικά λοιπόν αποτελεί, μία πνευματική, αιώνια[157], θεία και επουράνια βασιλεία, που ανήκει στον Πατέρα και στο Λόγο του[158], όπου κατά τη δευτέρα παρουσία του πλέονι κάθε κακία θα πάψει να υπάρχει[159] και οι δίκαιοι και οι ενάρετοι ,άφθαρτοι πλέον και απαθείς θα κοινωνούν διαρκώς με το Θεό και θα συμβασιλεύουν μαζί του[160], "εν απαθεία και αφθαρσία και αλυπία και αθανασία"[161].
Η φιλοσοφία στο σύστημα των απολογητών
Μια πρώτη παρατήρηση, που εμπεριέχει τον λόγο για τον οποίο θα πρέπει να μελετηθεί η σχέση των απολογητών με την ελληνική φιλοσοφία, είναι ότι έχουν επικριθεί αρκετές φορές και έχει διατυπωθεί εναντίον τους η μομφή ότι η θεολογία τους οδήγησε "εις τον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού...εις την παραφθοράν του δόγματος διά της ελληνικής φιλοσοφίας"[162]. Ποιες ήταν όμως οι αφορμές για τις αιτιάσεις αυτές;Η ομάδα των απολογητών, ήταν αυτή που "ανέλαβε την υπεράσπιση της χριστιανικής πίστεως έναντι των ψευδών κατηγοριών που αποτελούσαν το επίκεντρο και την πρόφαση των διωγμών. Η Εκκλησία είχε ιδιαίτερη ανάγκη απολογίας την εποχή εκείνη, ήταν αναγκαίο να δώση τον δικό της λόγο στις ποικίλες κατηγορίες που ανεφύησαν και οι όποιες πλαστογραφούσαν το μήνυμα της"[163]. Καθώς "δεν πρόκειται για ένα ή δύο συγγραφείς αλλά για ομάδα λογίων χριστιανών, δρώντων ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, με κοινά όμως χαρακτηριστικά γραφής και επιχειρηματολογίας" θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρξε "κοινή ανάγκη μιας εποχής...να εκφραστεί σε όλη περίπου την τότε «οικουμένη»", σε Ανατολή και Δύση[164].
Το συνολικό έργο των απολογητών φανερώνει την κοινή αυτή ανάγκη, που πήγαζε από τις σημαντικές προκλήσεις της εποχής τους: έπρεπε να υπερασπιστούν τους χριστιανούς που διώκονται άδικα, να αντεπιτεθούν στην ειδωλολατρική θρησκεία αλλά και να προβάλουν με θετικό τρόπο τον Χριστιανισμό μέσα στο φιλοσοφικό κλίμα της εποχής[165]. Επί της ουσίας, ήταν η σειρά των χριστιανών να μιμηθούν το παράδειγμα "λογίων του Ιουδαϊσμού, οι οποίοι απηύθυναν προς τους πεπαιδευμένους ειδωλολάτρες αξιόλογες απολογητικού χαρακτήρα μελέτες (Φίλωνας, Αριστέας κ.π.ά.), απολογούμενοι για τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα του Ιουδαϊσμού (Περιτομή, Σάββατο κ.ά.)"[166]. Έτσι, οι απολογητές ανέλαβαν με τη σειρά τους την αποστολή "της ανάδειξης της πνευματικής ισότητας, και μάλιστα της πνευματικής υπεροχής, έναντι των αντιπάλων"[167].
Η στάση των απολογητών έναντι της φιλοσοφίας δεν ήταν ενιαία. Άλλοι, όπως ο Τατιανός και ο Θεόφιλος Αντιοχείας τήρησαν αρνητική στάση, ενώ άλλοι, όπως ο Αθηναγόρας και ο μάρτυς και φιλόσοφος Ιουστινος την αντιμετώπισαν θετικά[168].
Ο Τατιανός σημειώνει ότι "οι φιλόσοφοι ουδέν σεμνόν «εξήνεγκον φιλοσοφούντες». Δεν είναι πραγματικοί φιλόσοφοι, αλλά φιλόψοφοι, κινούμενοι από αλαζονείαν"[169], ενώ ο Θεόφιλος Αντιοχείας θεωρεί ότι "ο λόγος των φιλοσόφων είναι μωρός και κενός, έχων φλυαρίαν πολλήν, χωρίς να έχη ίχνος αληθείας"[170].
Από την άλλη, ο Ιουστίνος βασιζόμενος στην Αποκάλυψη και το χωρίο "ο ων, ο ην και ο ερχόμενος" (1:8.4:8), πίστευε ότι "οι αρχαίοι φιλόσοφοι είχαν σπέρματα του Λόγου «από μέρους»...οι Προφήτες της Π. Διαθήκης μετείχαν στο Λόγο σε έναν εξαιρετικό βαθμό [ενώ] οι χριστιανοί έχουν χαριτωθεί με τον όλο, προσωπικό Λόγο, ο οποίος κατοικεί εντός αυτών"[171]. Στο ίδιο θετικό προς τη φιλοσοφία πνεύμα, ο Αθηναγόρας θεωρούσε τον εαυτό του "χριστιανό φιλόσοφο"[172] αν και πίστευε ότι "στην πραγματικότητα, φιλοσοφία και χριστιανική θεολογία έχουν κοινά προβλήματα, όχι κοινές λύσεις. Η αποκάλυψη είναι απολύτως αναγκαία για την επιβεβαίωση του ότι κάτι είναι αληθινό"[173]. Η αξία των αρχαίων φιλοσόφων είναι σχετική: "οι φιλόσοφοι δεν μπορούσαν να γνωρίσουν την πλήρη αλήθεια, αφού όσα ήξεραν εξ ιδίων τα έμαθαν. Η αληθινή σοφία προέρχεται από το Θεό"[174].
Ο φιλόσοφος του δευτέρου αιώνα, Κέλσος, "είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση θεωρητικής επιθέσεως κατά της χριστιανικής θεολογίας...Αφ' ενός μεν εστρέφετο κατά τής ουσίας του χριστιανικού κηρύγματος, το οποίο αξιολογούσε ως άμοιρο φιλοσοφικού λόγου και μεστό φανατισμού και δεισιδαιμονίας, αφ' ετέρου δε έβλεπε ότι η χριστιανική τοποθέτηση εστερείτο αναφοράς σε πραγματικά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα"[175].
Πως όμως θα μπορούσαν οι απολογητές να βρουν μια βάση συζήτησης με τα πρόσωπα του εθνικού κόσμου; Σαφώς, "το μόνον έδαφος συνεννοήσεως των πεπαιδευμένων ανδρών της εποχής" ήταν η ελληνική φιλοσοφία η οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ώστε να υπάρξει απάντηση, στην ιστορική ανάγκη της Εκκλησίας να έρθει σε γόνιμη επαφή με το περιβάλλον της[176]. Είναι όμως "λάθος να λέγεται ότι οι Απολογητές βοήθησαν στον «εξελληνισμό του Χριστιανισμού»" γιατί το μόνο που έκαναν ήταν να δουλέψουν "στα δεδομένα που είχαν" αξιοποιώντας ως εργαλείο την ελληνική φιλοσοφία, με μόνη "προοπτική να βοηθήσουν και να προβάλουν την αληθινή διδασκαλία της Εκκλησίας"[177].
Ο π. Γεώργιος Φλορόφσκι παρατηρεί ότι "η ορολογία είναι ένα πρόβλημα για τους Απολογητές" καθώς "μπορεί να μην έχουν πάντα χρησιμοποιήσει ακριβή ορολογία"[178]. Αυτό δείχνει για ποιο λόγο οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες πάντα έδιναν τόσο μεγάλη προσοχή στα προβλήματα ορολογίας αφού "η λέξη, οι όροι, οι φράσεις που δίνουν εξωτερική μορφή σε μια σκέψη, και η φραστική ακρίβεια είναι αναγκαία για την πλήρη έκφραση της διανοητικής συλλήψεως"[179]. Οι Απολογητές, στην προσπάθεια τους να δείξουν ότι η χριστιανική πίστη δεν είναι κάτι επικίνδυνο, αντίθετα μάλιστα σε πολλά σημεία συμπορεύεται με τα διδάγματα της φιλοσοφίας[180], αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν γλώσσα ανάλογη και κατηγορίες που ήταν οικείες στην ελληνική διανόηση[181]. Παρουσίασαν με μεγαλύτερη έμφαση τον Χριστό ως μέγα νομοθέτη και διδάσκαλο, "του οποίου τα διδάγματα φωτίζουν και σώζουν τον άνθρωπον εκ της πλάνης και του ψεύδους" και "την χριστιανικήν θρησκείαν...ως την υγιά εκείνην μονοθεΐαν, η οποία δύναται να ικανοποιήσει τας βαθυτάτας θρησκευτικάς ανάγκας παντός υγιώς και ελλόγως σκεπτόμενου πνεύματος"[182]. Άφησαν έτσι στη σκιά άλλα δόγματα όπως το χριστολογικό και το σωτηριολογικό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα αγνοούσαν[183]. Παρά τον συγκεκριμένο απολογητικό σκοπό των συγγραμμάτων τους, "ο επίμονος ερευνητής των έργων τους" διακρίνει την "πίστη τους στο σταυρό, στο θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού"[184] και την επιβεβαίωση ότι ο Χριστός «φύσει Θεός ων και άνθρωπος» όπως γράφει ο Μελίτων Σαρδέων[185].
Ασφαλώς, "η έμφαση που δίνουν οι Απολογητές στην ενότητα...του Θεού" ώστε "να προστατεύσουν τον μονοθεϊσμό"[186], έναντι του δυϊσμού των Γνωστικών και του πολυθεϊσμού των ειδωλολατρών[187], "οδήγησε σε κάποια υπερβολική προσπάθεια να υπερασπιστούν τη θεϊκή μοναρχία και...έτειναν να μεταφέρουν το κέντρο της προσοχής τους από τη διάκριση του Πατρός, του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος στην ενότητα του Θεού" με αποτέλεσμα να "κατηγορούνται συχνά ότι...«υπέτασσαν» τον Υιό και το Πνεύμα στον...Θεό Πατέρα"[188]. Ιδιαίτερα στο σημείο αυτό, διάφοροι μελετητές έθεσαν το ερώτημα αν τελικά η φιλοσοφούσα σκέψη είχε δυσμενείς επιδράσεις επί των απολογητών και τελικά έφθειρε το χριστιανικό δόγμα ανοίγοντας δρόμο προς τον αρειανισμό και τον μοναρχιανισμό[189].
Στην πραγματικότητα, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει η απουσία αναλύσεων επάνω στην εσωτερική, αιώνια ύπαρξη του Θεού "ακριβώς γιατί αυτή δεν ήταν το κεντρικό σημείο του έργου τους, της αποστολής τους" που ήταν ο διάλογος με τον μή-Χριστιανικό κόσμο[190]. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να προσελκύσουν στην "εν Χριστώ θείαν άλήθειαν τους φιλοσοφικώς σκεπτόμενους αναγνώστας των"[191]. Χρησιμοποποίησαν εκλεκτικά και με νηφαλιότητα την ελληνική φιλοσοφία, εισάγοντας έννοιες που θεωρούσαν σύμφωνες προς την πίστη τους (άσχετα αν το εγχείρημα δεν ήταν πάντα ακίνδυνο), απέρριπταν όμως και "επέκρινον ζωηρώς" τις ασύμβατες με τον χριστιανισμό διδασκαλίες[192]. Παρά τα προβλήματα στις διατυπώσεις τους, οι απολογητές ήταν "εκκλησιαστικοί άνδρες, με γνήσιο χριστιανικό φρόνημα, με την εμπειρία περί του εκκλησιαστικού μυστηρίου της σωτηρίας"[193]. Σταθερά αναφέρονται στην "«παράδοση», τον «κανόνα τής πίστεως», εκείνο που παραλήφθηκε και διαφυλάχθηκε, την «αρχική παρακαταθήκη»" της Εκκλησίας[194].
Το γεγονός ότι το θεολογικό σύστημα των Απολογητών δεν είχε κάτι το επιλήψιμο και αιρετικό, "δεικνύουν κυρίως η συνείδησις και η πράξις της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον υπέρτατον κριτήν εις τα δογματικά της πίστεως ζητήματα. Η Εκκλησία ενθέρμως υπεδέχθη και υιοθέτησε την θεολογίαν των Απολογητών, τους οποίους πολυειδώς και ετίμησεν", εκτός βεβαίως από τα σημεία που έκρυβαν δογματικούς κινδύνους[195]. Αντιθέτως, "όπου αύτη είδεν αίρεσιν, εστράφη αμειλίκτως κατ' αυτής. Τοιουτοτρόπως τα Γνωστικά συστήματα, τα οποία οδήγησαν πράγματι εις νόθον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού, κατεδίκασε...ομοίως κατεδίκασε τας αιρετικάς ακρότητας του Τατιανού...και τας αιρετικάς κακοδοξίας του Ωριγένους" και όσες περιπτώσεις γενικά νόθευσαν το χριστιανικό δόγμα διαμέσου της ελληνικής φιλοσοφίας[196].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου