Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα; Τα παιδιά δηλαδή είναι υπόλογα και για τις αμαρτίες των γονέων τους ενώπιον του Θεού;




                Οι ιουδαίοι είχαν την πεποίθηση ότι τα τέκνα τιμωρούνται εξαιτίας των αμαρτιών των γονέων τους. Ο Μωυσής άλλωστε είχε δηλώσει ότι τιμωρεί ο Θεός τα τέκνα εξαιτίας των αμαρτιών των γονέων μέχρι τετάρτης γενεάς.  Επομένως η κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 597 π.Χ από τους Βαβυλωνίους οφείλονταν έλεγαν οι ιουδαίοι στις αμαρτίες των γονέων των. Έτσι δεν υπήρχε γι’ αυτούς σωτηρία άσχετα αν αυτοί μετανοούσαν. Αποτέλεσμα αυτής της βλαβερής πεποίθησης ήταν η αμετανοησία και η απελπισία. Γιατί όμως ο Μωυσής είχε πει κάτι τέτοιο; Εννοούσε ότι αν οι απόγονοι δουν τις αμαρτίες των προγόνων τους και δεν μετανοήσουν θα τιμωρηθούν και για τις αμαρτίες των προγόνων τους, διότι είδαν την τιμωρία και δεν μετανόησαν. Και η εντολή εκείνη ασφαλώς δεν είχε σκοπό να οδηγήσει στην μοιρολατρία αλλά στην μετάνοια. Ο Ιεζεκιήλ πολεμεί αυτήν την πεποίθηση υποστηρίζοντας ότι έκαστος είναι υπεύθυνος για τις αμαρτίες του και ότι ο Θεός είναι έτοιμος περισσότερο να συγχωρεί παρά να τιμωρεί. Τα τέκνα λοιπόν είναι ελεύθερα από τις αμαρτίες των γονέων, έχουν όμως την προσωπική ευθύνη των πράξεών τους.
                 Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που κάποιος δίκαιος τιμωρείται εξαιτίας των αμαρτιών των συμπατριωτών του; -Ότι για τους άλλους είναι τιμωρία, γι’ αυτούς είναι ευλογία.
                Ο Θεός εν τέλει καλεί πάντας εις μετάνοιαν: «Θέσατε μέσα σας καινούρια καρδιά και καινούριο πνεύμα… Σας λέγω αυτά διότι δεν επιθυμώ τον θάνατο εκείνου, ο οποίος αποθνήσκει εν αμαρτία».

Ο Ιερεμίας ζητά την καταστροφή των εχθρών του. Είναι δικαιολογημένη αυτή του η επιθυμία;



    Ο προφήτης κάποια στιγμή μαθαίνει ότι οι εχθροί του συνωμοτούν εναντίον του και αμέσως ζητά την προστασία του Κυρίου. Ποιοι είναι οι κύριοι συνωμότες και εχθροί του προφήτου; Οι ιερείς, οι ψευδοπροφήτες και οι άρχοντες του λαού! Αυτοί δηλαδή που θα έπρεπε να είναι οι σοφοί καθοδηγητές του λαού.  Αυτή τη φορά ο προφήτης δεν ζητά πλέον την προστασία τους από τον Θεό αλλά την δίκαιη τιμωρία τους. Ζητά να καταστραφούν με λοιμό και μάχαιρα: «Ας καταστραφούν ενώπιόν Σου κάμε τούτο εις καιρό θυμού Σου». Λέγει ο προφήτης. Η επιθυμία αυτή της τιμωρίας των εχθρών του ανήκει ασφαλώς στην προχριστιανική εποχή, στην εποχή προ της χάριτος και επομένως είναι ατελής. Έχει όμως κάποια δικαιολογία, διότι αν δεν τιμωρούνταν οι εχθροί του, θα αποδεικνύονταν το έργο του αδιάφορο, άδικο, ψευδές. Η δικαιοσύνη είναι αίτημα άλλωστε της ανθρώπινης ψυχής, ασχέτως αν ανήκει σε κατώτερη βαθμίδα απ’ αυτήν της συγνώμης.

Είναι εκδικητικός ο "Θεός της Παλαιάς Διαθήκης"; Είναι άλλος απ' αυτόν την Καινής;



Ας δούμε όμως την φιλοσοφία κάποιων εντολών της Παλαιάς Διαθήκης όπως το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και το  «οδόντα αντί οδόντος». Πως είναι δυνατόν να είναι αγαθός εκείνος που έδωσε τέτοιου είδους εντολές ή άλλες παρόμοιες;
Απάντηση: Δεν έδωσε αυτές τις εντολές για να καλύψει πιθανά αισθήματα εκδικήσεως και τιμωρίας, αλλά για την προστασία των αδυνάτων από την  υπέρμετρη κακοποίηση. Ας υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν αυτές οι εντολές, άρα όλοι θα ενεργούσαν  χωρίς τον φόβο της τιμωρίας, άρα όλες οι πόλεις θα πλημμύριζαν από εγκληματίες ατιμώρητους. Συνεπώς οι εντολές αυτές είχαν φιλάνθρωπο-προστατευτικό  χαρακτήρα και όχι απάνθρωπο και εκδικητικό.
Όμως πολλοί θα πουν ότι ο «Θεός της Καινής Διαθήκης» δίνει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων. Καταδικάζει ακόμη και την επιθυμία για οργή. Μήπως λοιπόν ρωτούν ο Θεός της Καινής διαθήκης αποδεικνύεται ήπιος σε σχέση με τον «Θεό της Παλαιάς Διαθήκης»;  Απάντηση: Όχι και οι δύο μορφές των εντολών έχουν τον αυτό χαρακτήρα είναι ανάλογες των περιστάσεων και έχουν τον αυτό σκοπό.
Ρωτούν όμως οι επικριτές: Τι γίνεται όμως όταν λέει να στρέψουμε και το άλλο μάγουλο σ’ αυτόν που μας χτυπά; Ο εγκληματίας μένει ατιμώρητος; Απάντηση: Όχι, απλά μην τον τιμωρήσεις εσύ. Βέβαια το να μην οργισθούμε θέλει διάκριση. Επιτρέπεται να οργισθούμε όταν έχουμε για παράδειγμα κίνητρο να επαναφέρουμε κάποιον στον δρόμο του Θεού. Είναι ανεπίτρεπτη όμως η οργή όταν συμβαίνει με αίσθημα εκδίκησης και παροξυσμού. Είναι αυτό δηλαδή που διαβάζουμε στις γραφές «Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε».
Σε άλλο σημείο στην επί του όρους ομιλία ο Χριστός διδάσκει: «ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός».  Τι εντολή είναι αυτή πάλι; Για μια λέξη να τιμωρηθούμε τόσο αυστηρά; Απάντηση: Δεν γνωρίζεις ότι οι περισσότερες αμαρτίες  αρχίζουν με τα λόγια; Βλασφημούμε, απαρνούμεθα, επιορκούμε, ψευδομαρτυρούμε. Έτσι με μικρές λέξεις ανάβουν μεγάλες πυρκαγιές, πυρπολείται η ψυχή. Άλλωστε εμείς οι ίδιοι θεωρούμε ανυπόφορη και την ελάχιστη προσβολή. Τα λόγια πολλές φορές ανέτρεψαν ολόκληρες πόλεις. Τα λόγια μοιάζουν με την  φωτιά. Αν η φωτιά είναι πολύ ισχυρή, ακόμη και το νερό αντί να την σβήσει την  ενισχύει. Ο Χριστός τα γνωρίζει ασφαλώς όλα αυτά και έτσι καθορίζει μικρότερη τιμωρία σε εκείνον απλά που θα οργισθεί και βαρύτερη σε εκείνον που θα εκφραστεί με ύβρεις.
Δεν είναι απλό πράγμα και εύκολα προσπελάσιμο το να πεις κάποιον βλάκα. Του αφαιρείς τον νου, την φρόνηση, την υψηλή καταγωγή του. Ας μην ομιλούμε λοιπόν με επιπολαιότητα.
Ο Θεός είναι ξεκάθαρος μαζί μας: «᾿Εὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, 24 ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου». Δεν δέχεται δηλαδή ο Θεός ούτε τις προσευχές μας, ούτε τις ελεημοσύνες  μας αν υπάρχουν εκκρεμότητες με τους συνανθρώπους μας. Πήγαινε λέει και συμφιλιώσου. Άλλωστε Αυτός πρώτος μας έδωσε το παράδειγμα, αφού έτρεξε κοντά μας, έγινε άνθρωπος. Άφησε λοιπόν μας λέγει το δώρο σου στο θυσιαστήριο. Δεν λογαριάζει τον εαυτό Του, την τιμή που του γίνεται. ΑΣ ΔΙΑΚΟΠΕΙ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΜΟΥ μας λέει! ΚΑΤΑΛΑΓΗΘΙ συμφιλιώσου ακόμα κι αν εσύ δεν είσαι ο φταίχτης.
            Θα πει κάποιος, εδώ ο Θεός ωφελεί τον αδικούντα, βλάπτει τον αδικημένο. Τι γίνεται όμως στην πραγματικότητα; -ο αδικημένος τελικά ωφελείται, γυρνά πίσω στο θυσιαστήριο και αφήνει το δώρο του με περισσότερη παρρησία. Ας σκεφτούμε και πάλι την συμπεριφορά του Χριστού ο οποίος α μη τι άλλο είχε δίκαια παράπονα εναντίον μας. Κι όμως προσέτρεξε, κι όμως θυσιάστηκε!
            Συμφιλιώσου πριν σε βρει η δύση του ηλίου. Γιατί; Γιατί την ημέρα είσαι απασχολημένος, το βράδυ όμως θεριεύουν οι λογισμοί, μεγαλώνει η σύγχυση. Ο διάβολος εκμεταλλεύεται την μοναξιά και διαχύει περισσότερο δηλητήριο.
            Συνεπώς η εντολή να μην αποκαλούμε κανέναν ανόητο είναι ένα προληπτικό φάρμακο κατά του μίσους. Η δε συμφιλίωση είναι φάρμακο θεραπευτικό.
            Άλλη ερώτηση που κάνουν ορισμένοι: Τι γίνεται με τα δικαστήρια, επιτρέπεται οι χριστιανοί μετά απ’ όσα ακούσαμε να προστρέχουν για υποθέσεις τους σ’ αυτά; Ο Θεός το λέει ξεκάθαρα, προτίμησε να αδικηθείς. Αν πας στον δικαστή αυτόματα έχασες την ελευθερία σου παραχώρησες την κρίση σου σε έναν τρίτο. Πάρε λοιπόν εσύ την απόφαση, κάνε τις απόψεις του αντιπάλου σου δικές σου! Αν αυτό φαίνεται δυσβάστακτο, σκέψου τους μάρτυρες, σκέψου ότι όλα αυτά τα κάνεις για τον Θεό και τα τότε θα «απολαύσεις» το εκούσιο μαρτύριό που προκάλεσες στον εαυτό σου.
            Ας αποτινάξουμε λοιπόν αδελφοί τον ζυγό των παθών από πάνω μας, τότε ο δρόμος της κακίας από ελκυστικός που φαίνονταν πριν θα μας φανεί ελεεινός, άξιος πάσης αποστροφής. Αμήν.

Συγκριτική μελέτη της κοσμογονίας της Βίβλου με τις άλλες θρησκείες.



Πολλοί πιστεύουν και υποστηρίζουν πως η Βίβλος έχει πάρει στοιχεία ή έχει αντιγράψει την παράδοση άλλων θρησκειών και πολιτισμών. Ας δούμε όμως πως περιγράφει η Βαβυλωνιακή παράδοση την κοσμογονία της: (να σημειώσουμε πως η βαβυλωνιακή κοσμογονία θεωρείται από πολλούς ως «μητέρα» της κοσμογονίας της βίβλου)
Η κύρια πηγή των βαβυλωνιακών έργων είναι αυτά του ιερέως αυτών Βηρωσού ο οποίος γράφει: «Όταν ο ουρανός άνω δεν είχε ακόμη λάβει το όνομά του ούτε η γη κάτω την ονομασία της, όταν του ωκεανού του πρωτίστου πάντων και του ερέβους η γυνή, η Τιαμάτ, η γενέτειρα πάντων των άλλων, το ύδωρ, ήταν ένα μίγμα, όταν κανείς εκ των θεών υπήρχε.... όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτοι θεοί...» όσο δε για την δημιουργία του ανθρώπου γράφει πως ο Μαρδούχ (ένας από τους θεούς) απέκοψε την κεφαλή από έναν άλλο θεό και με το αίμα του, το οποίο ανέμιξε με γήινο χώμα δημιούργησε τον άνθρωπο.
Ιδού λοιπόν πόσο διαφέρει η κοσμογονία της βίβλου από την βαβυλωνιακή. Στην βαβυλωνιακή έχουμε θεογόνια και πολυθεΐα, οι δε θεοί αυτοί πολεμούν συνεχώς για την επιβίωσή τους.
Ο Θεός της Βίβλου όμως στέκεται υπεράνω όλων των δημιουργημάτων τα οποία δημιουργούνται εκ του μηδενός και όχι από μία προϋπάρχουσα ύλη. Στην δε βαβυλωνιακή κοσμογονία απουσιάζει η τάξις της εξαημέρου δημιουργίας και το Σάββατο της αναπαύσεως.
Αλλά και στους υπόλοιπους λαούς, στους Αιγύπτιους, του Φοίνικες και τους Έλληνες τα αυτά στοιχεία με τους βαβυλωνίους θα συναντήσουμε: θεογονία, πολυθεϊσμό, δυαρχία του καλού και του κακού, διαμάχη των θεοτήτων.
Πολύ σωστά λέει λοιπόν ο Oetti: «ολόκληρος ο φανταστικός κόσμος των εξωτικών φαντασμάτων, ο οποίος υπάρχει στους κοσμογονικούς μύθους των άλλων λαών, στην κοσμογονία της Βίβλου εξαφανίζεται. Αν μελετήσει κάποιος τους κοσμογονικούς μύθους των άλλων θρησκειών και ύστερα εισέλθει στην κοσμογονία της Βίβλου θα αισθανθεί, ότι εξήλθε εκ των συγκεχυμένων φαντασμάτων ενός ασθενούς πάσχοντος εξ υψηλού πυρετού εις την καθαρά ατμόσφαιρα της καθαράς διανοήσεως και νηφαλιότητος».
Πηγή: Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλος εις την Παλαιά Διαθήκη.

Είναι η Πεντάτευχος αυθεντικό Μωσαϊκό κείμενο;



Θα εξετάσουμε τώρα το κείμενο από το οποίο πληροφορούμεθα την δράση του Μωυσή αν είναι αυθεντικό Μωσαϊκό κείμενο ή όχι. Και αυτό γιατί από τον 16ο αι. ἀρχισε μια έντονη αμφισβήτηση της Μωσαϊκότητας της πεντατεύχου δηλαδή των πρώτων πέντε βιβλίων της βίβλου. Παλαιότερα κανείς δεν αμφισβητούσε ότι ο συγγραφέας των βιβλίων αυτών είναι ο Μωυσής. Όμως διάφοροι λόγιοι όπως ο άγγλος Hobbes και ο Ιουδαίος Spinoza έθεσαν κάποια σημαντικά επιχειρήματα. Η αμφισβήτηση κορυφώθηκε τον 19ο  αι. με την ανάπτυξη της κριτικής σχολής των Baur, Bauer και Wallhausen. Αυτοί λοιπόν υποστήριξαν τα εξής:
Α) πρό του 800 π.Χ δεν υπήρχαν μονοθεϊστικές θρησκείες. Πως λοιπόν ένα τόσο αρχαίο υποτιθέμενο κείμενο μιλά για μονοθεϊσμό;
Απάντηση: Η αρχαιολογική σκαπάνη αποδεικνύει πως βρέθηκαν μονοθεϊστικές θρησκείες σε αρχαίους λαούς. Αντικρούεται λοιπόν το επιχείρημα του  Wallhausen και των προκατόχων του.
Β) κατά το 1400 π.Χ εποχή που έζησε ο Μωυσής δεν υπήρχε γραφή, άρα πώς έγραψε ο Μωυσής;
Απάντηση: γνωρίζουμε σήμερα κάλλιστα ότι τα γράμματα ήταν γνωστά πολύ πριν τον Μωυσή. Η στήλη του Χαμουραμπί ανάγεται εις το 2000 π.Χ, ο Ασσυριακός κώδιξ είναι του 16ου αιώνα προ Χριστού  η δε εν Σινά ανακαλυφθείσα επιγραφή ανάγκασε τον αρχαιολόγο Grimme να δηλώσει ότι η επιγραφή αυτή είναι αρχαιοεβραϊκή καθόλου διαφέρουσα από τη γραφή της Βίβλου. Όλα αυτά όμως ήταν άγνωστα στην εποχή των ορθολογιστών.
Γ) κατά τα βιβλία Ιησούς του Ναυή, Κριταί, Βασιλείαι παρατηρείται λατρεία αντίθετη με την πεντάτευχο. Επομένως αυτή δεν υπήρχε ως νόμος.
Απάντηση: Η μη εφαρμογή ενός νόμου δεν σημαίνει την ανυπαρξία αυτού.
Δ) Ο Μωυσής γράφει στο τρίτο ενικό πρόσωπο: ο Μωυσής είπε εκείνο, έκανε εκείνο. Πως λοιπόν είναι ο συγγραφεύες;
Απάντηση: στην Αγία Γραφή είναι σύνηθες οι ιεροί συγγραφείς να γράφουν στο τρίτο πρόσωπο, όπως ο Ωσηέ, ο Αμώς, ο Ησαΐας, αλλά και οι ευαγγελιστές Ματθαίος, Ιωάννης.
Ε) Στην Έξοδο περιγράφεται ο θάνατος του Μωυσή και ιστορικά στοιχεία που έγιναν μετά τον θάνατο αυτού. Άρα ο Μωυσής λίγα έγραψε ή ακόμη και τίποτα.
Απάντηση: Μέσα στην πεντάτευχο παρατηρούνται μερικές ξένες παρεισφρήσεις οι οποίες και αυτές όμως θεόπνευστες είναι αλλά ακαι από την άλλη δεν επηρεάζουν καθόλου τον όγκο του όλου έργου ως αυθεντικό Μωσαϊκό κείμενο.
*πηγή: Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου "Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄"

Ο Θρίαμβος της Εκκλησίας (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)


theologia
Το δώρο της πίστεως είναι ανεκτίμητο. Αλίμο­νο σ’ όποιον το στερήθηκε. Η ανεστιότητα και η ορφάνια θα επηρεάζουν αδιάκοπα τις εκδηλώ­σεις του, θα τραυματίζουν βαθιά τον ψυχικό του κόσμο, θα τον απογυμνώνουν σταδιακά από καθε­τί το ανώτερο και θα τον κατεβάζουν στο επίπεδο του εξελιγμένου κτήνους, εκεί ακριβώς που τοπο­θετούν τον άνθρωπο με τη μυωπία τους οι υλιστές, για να πετύχουν έτσι την αυτοδικαίωσή τους. Η ζωή του πιστού είναι πλημμυρισμένη με φως. Μια πανίσχυρη δύναμη τον γεμίζει αισιοδοξία, ειρή­νη, ελπίδα, χαρά, βοηθώντας τον να νικάει τις δυσκολίες της ζωής, ν’ αντιμετωπίζει ηρωικά κι αυτόν ακόμα το θάνατο. Βασική αιτία της απιστίας είναι η ζωή της τρυφής και της αμαρτίας. Για την τρυφή είναι γραμμένο στην Παλαιά Διαθήκη: «Έφαγε ο ισραηλιτικός λα­ός και χόρτασε, και κλώτσησε το Θεό ο αγαπημέ­νος. Πάχυνε, χόντρυνε, έγινε θρεφτάρι, και εγκατέ­λειψε το Θεό, τον πλάστη του, και απομακρύνθηκε από το Θεό, τον σωτήρα του» (Δευτ. 32:15). Όσο για την αμαρτία, όλοι οι λαοί σ’ όλες τις εποχές κατανόησαν, ότι υψώνει τείχος αδιαπέραστο ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό. Είναι εντελώς ασυμβίβαστη η σκοτεινή ζωή της αμαρτίας με το φως μιας ζωντανής πίστεως στον παντεπόπτη Θεό, που «ετάζει καρδίας και νε­φρούς». Γι’ αυτό ακριβώς είναι τόσο δύσκολο το πνευματικό ξαναζωντάνεμα μιας πωρωμένης ψυ­χής. Και γι’ αυτό δεν αρκούν οι «αποδεικτικοί» λό­γοι της απολογητικής, αλλά χρειάζονται οπωσδή­ποτε η θερμή προσευχή και η αγία ζωή των χριστια­νών, ώστε με τη χάρη του Θεού να επηρεάσουν όχι τόσο το νου όσο την καρδιά των απίστων. Τα λόγια δεν αρκούν στο έργο της ιεραποστολής. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Για χάρη τους εγώ αγιάζω τον εαυ­τό μου, ώστε και αυτοί να είναι αγιασμένοι, με τη βοήθεια της αλήθειας» (Ιω. 17:19). Ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Πρός τε Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις ότι εστί Θεός ο Χριστός» είναι συναρπαστικός. Ο θεοφώτιστος νους του μεγάλου ιεράρχη, με τη γνωστή διαλεκτική του ικανότητα, πλέκει μιαν αλυσίδα πει­στικών επιχειρημάτων, τα οποία στηρίζει στη θαυ­μαστή εξάπλωση της πίστεως, παρά τους σκληρούς διωγμούς που δέχθηκε από τα πρώτα της βήματα. Έτσι, κεντρικός άξονας του λόγου είναι ο θρίαμβος της Εκκλησίας και κατακλείδα του η αισιοδοξία για το μέλλον της, που επαληθεύει σε κάθε εποχή την προφητεία του Κυρίου: «Καί δεν θα την κατα­νικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
(Πρόλογος υπό των πατέρων της Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής)
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πώς αποδεικνύεται ότι ο Χριστός είναι Θεός; Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί. Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει. Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει. Πώς λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος; Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που κι εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία. Σε ποιο λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα; Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία. Απ’ αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ’ αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού. Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν’ αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ’ όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας. Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους. Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι… Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα. Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες. Μπόρεσε ν’ αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο. Και όλ’ αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο!
Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους. Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν. Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει. Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ό,τι δημιούργησαν. Και αυτό το παθαί­νουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα. Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και τ’ ό­νομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται. Αυτά συμβαίνουν σ’ εκείνους, που πρώτα μ’ ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πό­λεμο ολόκληρες στρατιές. Σ’ εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους. Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο. Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση: Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν. Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς. Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα. Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης. Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν’ αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού. Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν. Σ’ Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων. Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες. Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του. Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες. Και πώς φαίνεται αυτό; Στη Ρώμη, οι αυτοκρά­τορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα ε­γκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου. Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους. Κι έτσι γίνονται οι βασι­λιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέ­πονται γι’ αυτό, αλλά και καυχιώνται. Καυχιώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.
Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδε­κα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει: «Πάνω σ’ αυτή την πέτρα (δηλαδή πάνω στην ομο­λογία πίστεως του Πέτρου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυ­νάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας; Βλέπεις την εκπλήρωσή της; Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σ’ όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τί λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια. Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η με­ταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο. Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει. Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύ­γκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής. Είχε δηλα­δή δυο ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή. Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, α­πό τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαι­ότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλά­βει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ’ αυτά συμ­φώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετι­κά δύσκολο. Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο. Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νη­στεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδη­γούσε στην ακτημοσύνη. Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα. Απο­μάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία. Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλί­ψεις. Και μάλιστα οδηγούσε σ’ αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων. Γιατί δεν έ­γιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ’ άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθει­ες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ’ αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό. Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο. Και τους έπεισε να τον βαδίσουν! Πόσους έπεισε; Όχι μόνο δύο ή δέκα ή είκοσι ή εκατό, αλλ’ αμέτρητους. Και με ποιούς τους έπεισε; Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέρ­γητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χω­ρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα. Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλό­γλωσσοι. Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες. Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ’ όλες τις άλλες γλώσ­σες. Μ’ αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικου­μένης. Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν ν’ αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους. Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους. Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη. Αλλά τί λέω για έθνη και πόλεις; Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους. Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, το δούλο από τον αφέ­ντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα. Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, κι έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους. Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν. Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις. Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδι­ους, αλλά – πράγμα φοβερό – καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δη­λαδή που μόλις είχαν πιστέψει. Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περι­φρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο. Να πιστέψουν σ’ Αυτόν που έλαβε ανθρώ­πινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικά­στηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δει­νά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε. Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι, ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, το σταυρό, τους χλευασμούς, τον τά­φο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση. Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές. Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικο­δομούσαν την Εκκλησία. Πώς; Με ποιόν τρόπο; Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύ­ξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη. Αυτός ήταν που τους άνοιξε το δρόμο. Αυτός διευκόλυνε το δύσκο­λο έργο τους. Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θ’ άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού. Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρή­τορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τ’ αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος. Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύο­νταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν. Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοι­νοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρ­χονταν στην Εκκλησία. Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανι­στήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότε­ροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι! Μόνοι τους έ­τρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών. Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλ’ αυτά τα θαύματα; Πώς είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια; Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν! Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί αξιώθηκαν να κακοποιηθούν για χάρη του Χρι­στού» (Πράξ. 5:41).
Κι ενώ ούτ’ ένα τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι από­στολοι έχτιζαν την Εκκλησία σ’ όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέ­τρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο. Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές ν’ αλλάζουν τρόπο ζωής, να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους και ν’ ακολουθούν τη ζωή της αρετής. Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη»(Ματθ. 16:18). Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκ­κλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκω­σαν εναντίον της… Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πο­λεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκ­κλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν. Παρ’ όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επι­θέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστη­καν σαν καπνός. Άλλα και όσα σχεδίαζαν ενα­ντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους χριστιανούς. Γιατί δημιούρ­γησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν το θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκ­κλησίας.
Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας; Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν». Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα. Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία. Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πό­λεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεση­κώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σ’ όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών. Πώς πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια; Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντε­λώς ανίκανος να σκέφτεται.
(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.)

π. Ιωάννης Ρωμανίδης: 16. Περί Απολογητικής στο θέμα της ψυχής


Ο Ορθόδοξος θεολόγος δεν είναι υποχρεωμένος να προτείνη την ύπαρξι μιας Φραγκικής ψυχής, «αλά Πλάτωνα» δηλαδή, επειδή οι Φράγκοι ακολούθησαν τον Πλάτωνα στο περί ψυχής θέμα. Διότι οι Πατέρες δεν ακολούθησαν τον Πλάτωνα στα θέματα αυτά. Βέβαια αυτό οι Νεοέλληνες δεν το γνωρίζουν και τόσο, διότι με αυτόν τον μεγάλο θαυμασμό που έχουν για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, που διδάσκονται στα σχολεία, έγιναν οι Πατέρες για τους Νεοέλληνες σαν χορευτές στο θέατρο, ώστε και αυτοί να χορεύουν τον χορό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη!
Διότι πως αλλοιώς οι Πατέρες θα είναι μεγάλοι Πατέρες, για τους Νεοέλληνες, αν δεν είναι οπαδοί των αρχαίων Ελλήνων; Εδώ στην Ελλάδα το μόνο κριτήριο μεγαλειότητος είναι το αν είναι κάτι από την αρχαία Ελλάδα! Γι’ αυτό και η εορτή των Τριών Ιεραρχών εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει αυτήν την μορφή που έχει, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες είναι συνεχιστές του μεγάλου Ελληνικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδος! Αν όμως διαβάση κανείς τους Τρεις Ιεράρχες και προ παντός τον ιερό Χρυσόστομο, θα δη ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνέχεια επικρίνει τους αρχαίους Έλληνες. Ο Χρυσόστομος είναι μεγάλος «υβριστής» των αρχαίων Ελλήνων. Για τον Χρυσόστομο δηλαδή το όνομα Έλληνας, που είχε καταλήξει να σημαίνει ειδωλολάτρης, είναι μία βρισιά και τίποτε άλλο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όπως και ο Γρηγόριος ο Νύσσης δεν πάνε πολύ πίσω στο θέμα αυτό. Αυτοί, ως Καππαδόκες που ήταν, είχαν άλλη παράδοσι.

Εξ επόψεως της μοντέρνας επιστήμης ο Ορθόδοξος δεν είναι υποχρεωμένος να κάνη Απολογητική, π.χ. στο θέμα περί της αθανασίας της ψυχής, ως και περί υπάρξεως πνευματικής ψυχής, καθώς και περί μεταφυσικής γνωσιολογίας όπως κάνουν οι Λατίνοι. Δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος. Μάλιστα θα έλεγα το άλλο: Ότι είναι μάλλον υποχρεωμένος να κάνη το αντίθετο, δηλαδή να προσπαθή να μην κάνη Απολογητική και αντ’ αυτής απλώς να προβάλλη μόνο τις Πατερικές θέσεις στα θέματα αυτά.

Ο Χριστιανισμός εμφανίσθηκε σε μία εποχή που κυβερνούσε η ειδωλολατρία και μεταξύ των ελληνοφώνων και λατινοφώνων κυριαρχούσαν γύρω από τα θέματα περί ψυχής διάφοροι φιλόσοφοι, Πλατωνικοί, Αριστοτελικοί, Πυθαγόρειοι κ.λ.π. Οι περισσότερες από αυτές τις φιλοσοφίες, που είχαν και οπαδούς, ήταν και θρησκείες, όπως ο Νεοπλατωνισμός, που ήταν καθαρή θρησκεία. Βέβαια, όσοι θέλουν να σώσουν τον Πλάτωνα, για να μη χαρακτηρισθή ιδρυτής θρησκείας, λένε ότι αυτός δεν είχε θρησκευτικό σύστημα. Αλλά εγώ υποπτεύομαι ότι και το αρχαίο Πλατωνικό σύστημα και αυτό θρησκεία ήταν. Δεν ήταν δηλαδή, μόνο ο Πλατωνισμός θρησκεία, αλλά και ο ίδιος ο Πλάτων ίδρυσε θρησκεία, αφού ενσωματώνη τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέσα στο φιλοσοφικό του σύστημα. Ο Πλάτων δεν διαχωρίζει την θρησκεία του από την φιλοσοφία.

Για τον Αριστοτέλη βέβαια είναι δύσκολο να ισχυρισθή κανείς κάτι τέτοιο, εφ’ όσον αυτός δεν δέχθηκε την ατομική αθανασία του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος ως άτομο δεν είναι ψυχή, οπότε τουλάχιστον από αυτής της απόψεως ο Αριστοτελισμός δεν είναι θρησκεία. Όμως, από άλλης απόψεως, είναι και αυτός θρησκεία, διότι και ο ίδιος ο Αριστοτέλης πίστευε στους τότε θεούς, καθώς και διότι και ο ίδιος ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος, όπως, εξ άλλου, ήταν και όλοι οι άλλοι της εποχής του. Μάλιστα, δεν ήταν και άμοιρος της πίστεως στην μαγεία, δηλαδή στην μαγική αντίληψη περί θρησκείας.

ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΗΤΕΣ


Απολογητές ή χριστιανοί Απολογητές ονομάζονται διάφοροι άνθρωποι της Εκκλησίας (ιερείς, εκκλησιαστικοί συγγραφείς κ.ά.), οι οποίοι έζησαν τον 2ο αιώνα μ.Χ. και οι οποίοι όταν η αλήθεια του Χριστιανισμού αμφισβητήθηκε και διακωμωδήθηκε από σφοδρούς επικριτές της νέας θρησκείας, ανέλαβαν αφενός μεν να απολογηθούν ενώπιον των αρμοδίων αρχών υπέρ των αδίκως διωκομένων χριστιανών και αφετέρου να καταδείξουν τον Χριστιανισμό ως τη μόνη αληθινή θρησκεία.

Ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος
Ο Άγιος Αριστείδης ο Φιλόσοφος
 
Στόχος των Απολογητών υπήρξε η απόκρουση των εξωγενών θεολογικών επιδράσεων του φιλοσοφικού και ειδωλολατρικού περιβάλλοντος στη θεολογία της εκκλησίας, οι οποίες πλαστογραφούσαν το μήνυμά της, η διαμαρτυρία κατά της κρατικής εξουσίας λόγω των άδικων διωγμών των χριστιανών, η απόκρουση δοξασιών οι οποίες αποδίδονταν στη νέα θρησκεία, καθώς και η ανάδειξη του Χριστιανισμού ως μόνης αλήθειας και συμφέρουσας για τον άνθρωπο θρησκείας και φιλοσοφίας.
Έτσι κατά βάση απηύθυναν ομολογίες αντιδρώντας στις επιρροές, τις προσμίξεις και τις επιθέσεις σε βάρος του Χριστιανισμού, και ταυτόχρονα τόνωναν το ηθικό των διωκόμενων χριστιανών. Τελικά μέσα από το έργο των Απολογητών, είναι γενικά αποδεκτό, πως επήλθε μια φάση σύγκλησης με τον ελληνισμό, η οποία προήλθε από την αφομοίωση πολιτισμικών και μορφολογικών στοιχείων της ελληνικής παιδείας και περιβάλλοντος.

Πρώτος χριστιανός συγγραφέας, ο οποίος σήμερα θεωρείται ότι εισήγαγε την απολογητική γραμματεία είναι ο Κοδράτος, αλλά θεμελιωτές της ήταν οι Ιουστίνος ο Μάρτυρας και Αρίστων ο Πελλαίος, οι οποίοι προέρχονταν από τον χώρο των ιουδαίων λογίων.
Η απολογητική γραμματεία δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτούς, αφού η απολογητική δεν εξαλείφθηκε ποτέ στο Χριστιανισμό, αλλά οπωσδήποτε ήσαν οι θεμελιωτές της χριστιανικής απολογητικής γραμματείας.

 
Η ιστορική προέλευση των Απολογητών

Οι πρώτοι θρησκευτικοί Απολογητές αρχικά εμφανίσθηκαν στον Ιουδαϊσμό. Οι Ιουδαίοι από την εποχή που περιέπεσαν σε κατοχή από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα διήλθαν σε ένα στάδιο αποξενώσεως, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν αξιόλογη απολογητική γραμματεία σε μία προσπάθεια να δικαιώσουν την πίστη τους έναντι του περιβάλλοντος και γενικότερα του πνεύματος της εποχής.
Κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. σε αντίστοιχη κατάσταση εισήλθε και ο Χριστιανισμός, ο οποίος τώρα βρέθηκε στην ανάγκη να αναιρέσει μέσω της γραμματείας των θεολόγων της, τις όποιες κακοδοξίες της απέδιδαν. Η απολογητική διάθεση μάλιστα των χριστιανών είχε την αρχή της στην Καινή Διαθήκη και κυρίως στο Ευαγγέλιο του Μάρκου και τις Πράξεις των Αποστόλων, συνεχίστηκε από τον Απόστολο Παύλο, ενώ σπέρματα αυτής βρίσκουμε και στη γραμματεία των Αποστολικών Πατέρων.

Η εναντίον του Χριστιανισμού πολεμική γραμματεία, αλλά και η σταθερή άρνηση των χριστιανών να αποδίδουν τιμές σε έτερες θεότητες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οδήγησε σε μια εχθρική και επιθετική πολιτική των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και των πολιτών της έναντι των χριστιανών. Η θέση των χριστιανών ήταν πραγματικά δυσχερής αφού για το ρωμαϊκό κράτος δεν υφίσταντο ως νομική υπόσταση, ενώ οι διαρκείς καταγγελίες για θυέστεια δείπνα, αθεΐα, εθνική προδοσία, ακόμα και αιμομιξία τους οδηγούσαν σε ηθική εξόντωση.
Οι διαρκείς διωγμοί αρχικά κατέστησαν αδύνατη την όποια μορφή ενεργητικής αντιδράσεως, υποχρεώνοντάς τους σε διάφορους τρόπους παθητικής δράσης, όπως η φυγή σε δύσβατες περιοχές και Όρη ή δημιουργία κατακομβών. Αυτή η τακτική απομόνωσης όμως δεν μπορούσε να συνεχιστεί για τους χριστιανούς. Αντιθέτως θέλησαν να διεκδικήσουν τη θέση τους σε μία κοινωνία η οποία ενώ επέτρεπε τη θρησκευτική ελευθερία, αντιμετώπιζε με βάναυσο τρόπο όποιον ομολογούσε τη χριστιανική του ιδιότητα. Η παραπλάνηση μάλιστα στα λαϊκά στρώματα ήταν τέτοια, που ακόμα και η μαρτυρική διάθεσή των πιστών χαρακτηριζόταν ως αφέλεια, θρησκευτική απλότητα, ακόμα και ως υποκρισία.

Έτσι την εποχή του 2ου αιώνα ξεπήδησε από τα σπλάχνα των λογίων της εποχής ένα κύμα εκκλησιαστικών συγγραφέων, με στόχο την αναίρεση της επιθετικής αυτής πολιτικής, συνάμα με την εδραίωση των χριστιανών στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Η αρχική γραμματεία κινήθηκε σε βάρος των Ιουδαίων, με τη ματιά όμως πάντα στραμμένη προς το ελληνιστικό περιβάλλον. Έτσι βασικός στόχος τους καταστάθηκε η απόδειξη της ετερότητας από τον Ιουδαϊσμό, θέλοντας να αποδείξουν πως δεν αποτελεί ο Χριστιανισμός μία απλή παραφυάδα του. Η ταυτόχρονη απόδειξη της αρχαιότητας της πίστεως στόχο είχε να αναγάγει τον Χριστιανισμό, ως την αρχαιότερη θρησκεία που η αρχή της αναγόταν στην εποχή του Μωϋσή, και όχι ως μία νέα που είχε εισέλθει στο σώμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάτι που για την εποχή θεωρείτο συνώνυμο της παράνομης θρησκείας. Τελικώς μέσα από εκλεκτική επιχειρηματολογία, η οποία υπαγορευόταν από τις συνθήκες που αντιμετώπιζε η χριστιανική κοινότητα της εποχής, στόχος καταστάθηκε η αναίρεση των δοξασιών που αποδίδονταν στο Χριστιανισμό και η διαφώτιση, στο μέτρο του δυνατού, του χριστιανικού ποιμνίου. Έτσι η απολογητική προσπάθεια ως αποτέλεσμα είχε και την ενεργοποίηση του αποστολικού ζήλου των χριστιανών για την εξουδετέρωση της άδικης πολιτειακής συμπεριφοράς και τη διάδοση της χριστιανικής πίστης στον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

 
Μέθοδοι και τάσεις των Απολογητών
 
Οι Απολογητές λόγω της πολεμικής που δέχονταν από τους Ιουδαίους, επικέντρωσαν σε δύο σημεία την τακτική τους. Το Νόμο και την προφητεία. Σε ότι αφορά το νόμο προσπάθησαν να δείξουν πως αυτός μετά την έλευση του Μεσσία, πλέον κατέχει ρόλο παιδαγωγίας, σε αντιθέσει με τη μόνιμη και απόλυτη αξία που προσέδιδαν σε αυτόν οι Ιουδαίοι, ενώ την προφητεία την εφάρμοζαν στο πλήρωμα της εκκλησίας και όχι με εθνικιστική προοπτική όπως οι Ιουδαίοι την αντιλαμβάνονταν, ενώ ταυτόχρονα καταδείκνυαν σε κάθε ευκαιρία την εφαρμογή αυτής στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τοποθετώντας όλη τη συζήτηση περί Χριστού στη βάση της Ιουδαϊκής μονοθεΐας.

Την ίδια στιγμή ο Χριστιανισμός δεχόταν επιθέσεις και από το Ελληνορωμαϊκό περιβάλλον της εποχής μέχρι και τις αρχές του 4ου αιώνος, με κύρια επιχειρήματα την επικινδυνότητα της χριστιανικής πίστεως για το Ρωμαϊκό κράτος αλλά και την έλλειψη νοήματος και περιεχομένου της νέας θρησκείας. Ουσιαστικά η χριστιανική διδασκαλία γι αυτούς ήταν ένα μείγμα από δεισιδαιμονίες και φιλοσοφικά αποσπάσματα.
Σε αυτή την επίθεση μέλη της εκκλησίας τα οποία μετείχαν της ελληνικής παιδείας επιχείρησαν όχι μόνο την αναίρεση της επιθετικότητας αυτής, αλλά ακόμα και τη σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, στη βάση της φιλοσοφικής σκέψεως.
Οι απολογίες μάλιστα που απευθύνονταν προς το εθνικό περιβάλλον διαχωρίζονται σε δύο τύπους, α) "τις κατά κυριολεξίαν" δια των οποίων δίδεται λόγος περί της πίστεως και του βίου των χριστιανών, και β) τις συγγραφικές επιθέσεις κατά των πνευματικών θεσμών του εθνικού κόσμου, με τάση να συνδυάζονται ακόμα και τα δύο είδη σε ένα κείμενο. Η πρώτη κατηγορία συγγραμμάτων απευθύνεται προς Αυτοκράτορες και είναι βάσιμο να πιστεύουμε ότι όντως τις παρέδιδαν σε αυτούς, αφού ως φιλολογικό εύρημα δεν είχε νόημα μια τέτοια εφεύρεση. Οι Απολογητές αυτοί είναι ξεκάθαρο πως μετείχαν της φιλοσοφικής παιδείας και αμύνονται υπέρ της χριστιανικής πίστης και ζωής, αναδεικνύοντας την ανωτερότητα αυτής, αποδοκιμάζοντας με νηφάλιο τρόπο τους διώκτες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι επιθετικοί λόγοι και συγγράμματα κατά των εθνικών (ειδωλολατρών) και φαίνεται να επιδιώκουν επίθεση και άμεση ανατροπή των θεσμών της ειδωλολατρίας, ενώ διακρίνονται από ιδιαίτερο ζήλο. Οι συγγραφείς αυτών των συγγραμμάτων προέρχονται συνήθως από άνδρες εκτός του ελληνιστικού περιβάλλοντος.
 
Οι Απολογητές προτάσσουν την αρχαιότητα της πίστεώς τους, η οποία επιτυγχάνεται με την προβολή της οργανικής ενότητας των Γραφών, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, την πνευματικότητα της ζωής αυτών και καταπιάνονται με ζητήματα περί Θεού, Λόγου, αναστάσεως, προνοίας, ψυχής κ.α. Σε δεύτερη φάση προτάσσουν την καθαρότητα του βίου των χριστιανών, της αρετής και της αγάπης που ελευθερώνει πραγματικά τον άνθρωπο οδηγώντας τον σε αγαθές σχέσεις προς τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον και επιτίθενται για τους διωγμούς που επιδέχονται, χωρίς να πράττουν κάποιο ηθικό παράπτωμα, αλλά διότι ομολογούν το ένα όνομα του Ιησού Χριστού. Παρατηρούμε πως δεν επιμένουν τόσο στις λαϊκές κατηγορίες, γιατί προφανώς θεωρούν πως αυτές αναιρούνται εύκολα, αντιθέτως επιμένουν σε μία θεμελίωση των χριστιανικών παραδοχών, που τόσο παράλογες φαίνονταν στο εθνικό περιβάλλον, βασίζοντας την απολογητική τους με κέντρο τον άνθρωπο. Αντιθέτως η πολεμική απολογητική η οποία κατά βάση προέρχεται από Απολογητές εκτός του ελληνιστικού περιβάλλοντος, μένει σταθερά σε μία καταγγελτική τακτική κατά της ειδωλολατρίας, με στόχο ακόμα και τη διακωμώδηση της πρακτικής αυτών, προτάσσοντας "το δόγμα της ανάστασης των νεκρών, τη θεότητα του Ιησού Χριστού και την ενότητα του Θείου". Επισημαίνουν την αταξία των εθνικών θεών, την οργιαστική λατρεία, την ανηθικότητα του βίου και της τέχνης, την αστάθεια των διδαχών της. Τέλος παρατηρούμε πως αναφορές σε θαύματα είναι λιγοστές γιατί την εποχή αυτή δρα πλήθος θαυματοποιών και μάγων.

 
Η σημαντικότητα του έργου των Απολογητών
 
Η σπουδαιότητα της απολογητικής γραμματείας για το Χριστιανισμό, έγκειται αρχικά στην απόκρουση και διαφύλαξη της από τις επιρροές των Ιουδαίων, την πιθανή συμπάθεια που απέκτησαν υπήκοοι της αυτοκρατορίας, και ίσως και της συμπαθείας κάποιων αυτοκρατόρων με αποτέλεσμα τη σταδιακή επιείκεια της διωκτικής εντάσεως, τη διασύνδεση με την Ελληνική φιλοσοφία και κατ επέκταση την ελληνική διανόηση. Τέλος τη σταθερή διασύνδεση του Χριστιανισμού με την Παλαιά Διαθήκη τη στιγμή που τα γνωστικά συστήματα κινούνταν προς μία τάση απόρριψης.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η επιρροή των απολογιών αυτών στο εθνικό περιβάλλον, και κυρίως στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, αν και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Πιστεύεται μάλιστα πως η ελαστικότητα μερικών εξ αυτών, όπως ο Κόμοδος ή ο Αντωνίνος, προήλθε από την εκτίμηση τέτοιου είδους συγγραμμάτων. Με βεβαιότητα όμως θεωρείται πως η απολογητική γραμματεία επηρέασε πολύ το γενικότερο περιβάλλον, σταδιακά ακόμη και εκείνων οι οποίοι περιφρονούσαν το Χριστιανισμό, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πλειάδα Απολογητών που προήλθε εκ του οικείου περιβάλλοντος. Η σύζευξη άλλωστε με το περιρρέον περιβάλλον και τη φιλοσοφία ήταν αναπόφευκτη, από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός έπρεπε να επιδιώξει την Κυριακή εντολή της μαθητείας των εθνών, μία σύζευξη η οποία τελικά επιτεύχθηκε μέσω των Απολογητών και κυρίως μέσω ανθρώπων οι οποίοι προήλθαν από τα σπλάχνα του φιλοσοφικού συστήματος και της ελληνικής παιδείας.
Η τάση βέβαια που αναπτύχθηκε στην απολογητική γραμματεία ήταν διττή. Από τη μία πλευρά διαρκώς προέβαλλε τις διαφορές και τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο ρευμάτων καθώς και τη διαρκή προβολή των μελανών σημείων της φιλοσοφίας (Τερτυλλιανός, Τατιανός ο Σύρος κ.α.) και από την άλλη πλευρά, ανεύρισκε σημεία επαφής με αυτή, αποδίδοντας φιλοσοφικές αλήθειες ακόμα και σε μεγάλους άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης όπως το Μωυσή (Ιουστίνος, Κλήμης Αλεξανδρείας κ.α.), πάντα όμως με το βλέμμα στραμμένο στα αντικρουόμενα σημεία που αντιδιαστέλλονταν τη χριστιανική διδασκαλία και κατ επέκτασιν το απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας.
Έτσι από τη μία πλευρά, δια μέσω του συστήματος των Απολογητών, προήλθε σύζευξη Χριστιανισμού και Ελληνισμού, με το Χριστιανισμό να παραλαμβάνει όρους και έννοιες από τον Ελληνισμό και συνάμα να επηρεάζεται και ως προς τον τρόπο σύλληψης και διατύπωσης αυτών. Από την άλλη πλευρά παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο, ο Χριστιανισμός να αφομοιώνει μεν στοιχεία του περιβάλλοντος, συνάμα όμως να συγκρούεται με όλες τις ανακυκλούμενες ιδέες του συγκριτιστικού πολιτισμού. Αποτέλεσμα των δύο αυτών γεγονότων είναι αφενός οι Απολογητές να θεωρούνται η γέφυρα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού με το Χριστιανισμό, αφετέρου να διατηρήσουν αναλλοίωτο τον πυρήνα της αποκαλυπτικής αποστολικής διδασκαλίας.
 
Οι Απολογητές κατάφεραν επίσης να συνδέσουν, με τη διαρκή πρόταση της ενότητος Παλαιάς και Νέας Διαθήκης και την πρόταση της αρχαιότητας της χριστιανικής πίστεως που ρίζες της ευρίσκοντο στην εποχή των πατριαρχών, και στοιχεία της ιουδαϊκής παράδοσης, υπό το πρίσμα της ανακεφαλαίωσης αυτής και της ερμηνείας μέσω της εν Χριστώ ανδρωθείσης αληθείας. Έτσι οι Απολογητές προσπαθούν να πείσουν πως οι προφητικές προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης συντελέστηκαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Μέσα τελικά από τη διατήρηση της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και την κτισιολογία τους καταπολέμησαν εμμέσως το Γνωστικισμό και έδωσαν θεολογική τροφή στους αντιαιρετικούς συγγραφείς που εμφανίστηκαν κατά τα τέλη του αιώνος, όπως τον Ειρηναίο, τον Ιππόλυτο Ρώμης κ.α.
 
 
Βασικές προϋποθέσεις
στη Θεολογία των Απολογητών
 
Οι Απολογητές προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη χριστιανική πίστη μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παράδοσης και των Γραφών. Θεολόγησαν γενικά, διότι το ενδιαφέρον τους ήταν να αντιπαραθέσουν την πίστη τους απέναντι στην Ελληνική φιλοσοφία και δεν εξέφρασαν όλη την πίστη τους, κάτι φυσικό αφού απευθυνόμενοι προς τους εθνικούς, οι Απολογητές εξήραν κατά κανόνα ότι μπορούσε να έχει αρνητική απήχηση στις ψυχές των αναγνωστών τους. Η παρασιώπηση ορισμένων δογματικών αληθειών δε σημαίνει και άγνοια αυτών εκ μέρους των Απολογητών.
Οι Απολογητές διέθεταν ικανές θεολογικές προϋποθέσεις αλλά αυτές τις υπέτασσαν στη θεωρητική αντίκρουση των επιχειρημάτων των πολεμίων του Χριστιανισμού. Οπωσδήποτε μπορούμε να βρούμε στους Απολογητές θετικά και προβληματικά στοιχεία, τα οποία πιθανώς να έδωσαν αφορμή σε μεταγενέστερους για αιρετικές δοξασίες.
Παρόλα αυτά ο θεολογικός λόγος τους επικεντρώνεται σε σημεία όπως την ειδωλολατρική πολυθεΐα, τις δυιστικές αντιλήψεις και τη λυτρωτική ενσάρκωση του Λόγου για το ανθρώπινο γένος και όχι τόσο στην καταγραφή μίας συστηματικής Χριστολογίας αν και μέσα στην γραμματεία τους, διαβλέπουμε την πρώτη χριστολογική καταγραφή. Η διδασκαλία περί Λόγου και τριαδικού Θεού ανάμεσα στους Απολογητές έχει ποικίλες αποχρώσεις και παρεκκλίνει σε μερικά σημεία, ενώ υπάρχουν και ορισμένες πλευρές της που φαίνεται επηρεασμένη από το περιρρέον φιλοσοφικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να αποτελέσει το υπόβαθρο μεταγενεστέρων θεολογικών αποκλίσεων. Παρόλα αυτά θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως αυτή η διδασκαλία δε κάνει τους Απολογητές φιλοσόφους, διότι οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας. Μάλιστα παρατηρούμε σε ορισμένους Απολογητές όπως ο Ιουστίνος, πως επιχειρούν καταγραφή ακόμα και των βαθύτερων αληθειών της χριστιανικής πίστης, ζητημάτων τα οποία έμοιαζαν ακατανόητα προς τους απευθυνόμενους, αποδεικνύοντας πως δεν απέβλεπαν σε ένα ανούσιο συμβιβασμό, αλλά σε μία έντεχνη προβολή του Χριστιανισμού στο εθνικό περιβάλλον τους, με σκοπό να τους οδηγήσουν στους κόλπους της χριστιανικής πίστεως.
 
Η παραγνώριση των ανωτέρω βασικότατων παραγόντων είναι δυνατόν να οδηγήσει σε εσφαλμένες κατά των Απολογητών επικρίσεις, ότι δηλαδή η θεολογία τους επέφερε παραφθορά του Χριστιανισμού.
Ακόμη θα πρέπει να αναφερθεί πως στα έργα των Απολογητών σκοπός είναι η άμυνα της χριστιανικής πίστης έναντι των ρωμαϊκών αρχών και της διανόησης, με απώτερο σκοπό τη νομική ανοχή του Χριστιανισμού και την κατάπαυση των διωγμών, και όχι σαν έργα θεολογικά που αναπτύσσουν το δόγμα της εκκλησίας για το Χριστό. Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε ερμήνευσε η εκκλησία τα έργα αυτά και γι αυτό το λόγο η αιρετική χριστολογία του τρίτου και τέταρτου αιώνα έχει αλλού τις ρίζες της και όχι σε οποιαδήποτε κοσμολογικής υφής χριστολογία των Απολογητών.
 
 
Η Θεολογία των Απολογητών
 
Η απολογητική γραμματεία απευθύνεται κυρίως στη μη χριστιανική κοινότητα των λογίων της εποχής, ιδίως προς τους αυτοκράτορες, για την αντιμετώπιση που αυτοί επιφύλασσαν στο Χριστιανισμό και τις γενικότερες δοξασίες που του απέδιδαν. Έτσι μέσα από τη γραμματεία τους, στόχος δεν είναι η συντονισμένη και η συστηματική θεολογική προσέγγιση, αλλά η απόκρουση των εσφαλμένων δοξασιών και οι αναφορές περί Θεού των Απολογητών, κατά βάση αποσκοπούν σε δύο δεδομένα.
Πρώτον να αιτιολογήσουν την ύπαρξη του Θεού, το άναρχο και αΐδιό Του, συνάμα με την υπερβατικότητά Του, ενώ σε δεύτερο χρόνο, να εξηγήσουν το τρισυπόστατο της μονάδος, μία πρωτοφανή διδασκαλία για τα δεδομένα της εποχής.
Επειδή όμως αυτή η απολογία απευθύνεται σε εθνικούς θα πρέπει να στηρίζεται σε φιλοσοφικά επιχειρήματα, κινούμενη μεταξύ της Αγίας Γραφής και των φιλοσοφικών δεδομένων. Αποτέλεσμα τελικά αυτής της προσέγγισης είναι η θεολογία τους πολλές φορές να χαρακτηρίζεται από γενικότητες, αφού κύριος στόχος καταστάθηκε η ανάδειξη της υπεροχής του Ευαγγελίου σε σχέση με την φιλοσοφία, μέσω κυρίως της κοσμολογικής ενδείξεως αφού αυτή η μέθοδος ήταν γνωστή στον αρχαίο εθνικό κόσμο. Η τάση αυτή μάλιστα παρατηρείται έντονα στην προσπάθεια να εναρμονιστεί η χριστιανική θεολογία, με την περί του όντος φιλοσοφία, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία εκείνα που συμβάδιζαν με τη χριστιανική σκέψη.
 
Κατά τους Απολογητές ο Θεός είναι ένας, η μοναδική αιτία υπάρξεως, που βρίσκεται εκτός κάθε αναγκαιότητας, ακόμα και της γεννήσεως, στον οποίο μόνο ανήκει η λατρεία. Εμμένουν στην ενότητά Του, σε αντίθεση με την πολυθεΐα της ειδωλολατρίας και τη δυαρχία του Γνωστικισμού και τονίζουν πως ο Θεός αυτός δεν εγκατέλειψε την ανθρωπότητα, αλλά έδωσε νόμο ώστε ο καθένας να μετανοήσει και να κατανοήσει ότι Ένας είναι ο Θεός. Σε αυτό το σημείο μάλιστα παρακολουθούμε Απολογητές όπως ο Αθηναγόρας, να επιχειρεί με λογικά επιχειρήματα και χρησιμοποιώντας όρους του φιλοσοφικού περιβάλλοντος να προσπαθεί να εδραιώσει τη μοναδικότητα και το αγέννητο της Θεότητος. Χαρακτηριστικό επίσης είναι σε αυτό το σημείο ότι χρησιμοποιεί τη φιλοσοφική διδασκαλία, όπου αυτή μπορεί να έχει κοινά σημεία επαφής, με αποτέλεσμα ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης να γίνονται χρήσιμα όργανα στην επιχειρηματολογία του.
Οι Απολογητές συνεχίζοντας αναφέρουν πως ο Θεός είναι φως το απρόσιτο, κόσμος τέλειος, πνεύμα, δύναμη, λόγος, νους αΐδιος, έχοντας εν εαυτώ τον λόγον, λογικός ων, αναλλοίωτος, αόρατος, αθάνατος, ακίνητος, μόνος, διάφορος από τον κτίση η οποία μεταβάλλεται και μπορεί να τραπεί από Αυτόν, πλήρης πάσης δυνάμεως, συνέσεως, σοφίας και πάντων των αγαθών, ακατάληπτος, αχώρητος.
Έτσι τονίζοντας την απόλυτη υπερβατικότητά του, η φύση του Θεού καταστάται απρόσιτη, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί αντικείμενο γνώσης, διότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για τον άνθρωπο, αφού ο Θεός είναι άρρητος και ανέκφραστος. Η όποια γνώση του Θεού συνίσταται στην εμπειρία, τη βίωση του ανθρώπου, αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο κάτω από προϋποθέσεις. Αλλά και αυτή η όραση και θεωρία εκφράζεται περιορισμένα και καταχρηστικά, διότι δεν μπορούμε ως πεπερασμένα όντα να προσδιορίσουμε το Θεό. Έτσι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί γλώσσα καταχρηστική και σχετική, καταγράφοντας απλά περιγραφές σχετικές με την ανθρώπινη εμπειρία. Αυτή μάλιστα η θεολογία, η λεγόμενη και ως ονοματοκρατία, ουσιαστικά αποτέλεσε και τη βάση των Καππαδοκών πατέρων κατά τον 5ο αιώνα.
 
Σε αυτή την προσπάθεια της αντιμετώπισης των επιθέσεων του Χριστιανισμού, η Θεολογία αποκτά νέα φυσιογνωμία. Χωρίς να χάνει το βιβλικό της χαρακτήρα και χωρίς να αλλοιώνεται το περιεχόμενό της, μπορεί πλέον να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των μη χριστιανών λογίων της εποχής. Έτσι η βιβλική έννοια του Θεού Πατέρα χρησιμοποιείται για να καταδείξει μία νέα διάσταση του Θεού με τον κόσμο, αφού πλέον ο Θεός Πατήρ, είναι πατέρας όλης τη κτίσης και της ανθρωπότητας. Εκεί μάλιστα εμφανίζεται και η καινοτόμος διδασκαλία του Χριστιανισμού, αφού ο Χριστιανισμός πλέον προτείνει ένα νέο κοσμοείδωλο, σε ότι αφορά την κτίση. Αυτό είναι η δημιουργία από το μη όν (από το μηδέν). Η διδασκαλία αυτή κατά βάση έρχεται σε αντίθεση με αυτή του Πλάτωνα, την οποία αρχικώς υποστήριξε και ο Ιουστίνος, δηλαδή τη δημιουργία του κόσμου, από προϋπάρχουσα ύλη. Τελικά όμως και αυτός ο Ιουστίνος, θα απεμπλακεί αργότερα από αυτή τη λανθασμένη διδασκαλία, αφού ως γνωστόν, η θεολογία του Ιουστίνου, καταγράφεται σε δύο περιόδους, μία κατά τη διάρκεια την οποία ταύτιζε το Θεό με τις πλατωνικές ιδέες και μία δεύτερη κατά την οποία ελευθερώθηκε από αυτή την ιδεοληψία.
 
Η θεολογία όμως των Απολογητών, υπεισήλθε και στο φαινόμενο της τρισυπόστατης μονάδος. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται συστηματικά, διότι δε τίθεται ως ζήτημα από το εθνικό περιβάλλον. Μέσα λοιπόν από τη γραμματεία τους διακρίνουμε το Θεόφιλο, να αναφέρετε στην τριαδικότητα του Θεού, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Λόγος και το Πνεύμα προϋπάρχουν της δημιουργίας και συνδέονται με τον Πατέρα Θεό, με μία μοναδική σχέση, αφού αποτελούν γέννημα του Θεού από τα σπλάχνα του. Ο Ιουστίνος που ασχολείται περισσότερο από όλους τους Απολογητές στο τριαδολογικό ζήτημα, ουσιαστικά θέτει το χαρακτήρα της εκκλησίας ως τριαδοκεντρικό, συνδέοντας το Βάπτισμα και την Ευχαριστία, με την πίστη της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό, ενώ επίσης αναφέρεται σε κοινωνία προσώπων. Παρόλα αυτά ο ίδιος εξαίροντας την υπερβατικότητα του Θεού κινείται προς μια τάση υποταγής του Λόγου προς το Πατέρα. Ο Τατιανός, μαθητής του Ιουστίνου, προχώρησε ακόμα ένα βήμα διαφοροποιούμενος από αυτή τη διδασκαλία, διατυπώνοντας πως η Τριάδα προήλθε από μερισμό, διασώζοντας όμως την επαφή και κοινωνία με την πηγή, χωρίς να επέρχεται μείωση στην ουσία της Θεότητος. Ο Αθηναγόρας, μεστότερος από όλους στο ζήτημα της τριαδολογίας θεολογεί πως ο Λόγος και το Πνεύμα, συνυπάρχουν στον αγέννητο Θεό και πως η ενέργεια είναι κοινή μεταξύ των προσώπων. Ο ίδιος μάλιστα φτάνει σε σημείο να διαχωρίζει και να προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τους όρους ένωση και διαίρεση ταυτόχρονα, για να περιγράψει το φαινόμενο της τρισυποστάτου μοναδικής Θεότητος, χωρίς να υπεισέρχεται υποταγή, τη στιγμή που ο Μελίτων Σαρδέων αποφαίνεται για το Θεϊκό πρόσωπο του Χριστού, ότι είναι "φύσει Θεός", καταδεικνύοντας με παρομοίως σαφή τρόπο τη σχέση που διέπει τις υποστάσεις των Θεϊκών προσώπων.
 
 
Η Χριστολογία των Απολογητών
 
Η περί Λόγου διδασκαλία των Απολογητών, αποτελεί την κορωνίδα και επιτομή της θεολογικής προσεγγίσεως του χριστιανικού κόσμου, με το εθνικό περιβάλλον. Έτσι ο Ιησούς Χριστός, για τους Απολογητές, ως προαιώνιος Λόγος, ήταν το πρόσωπο το οποίο όλες οι προφητείες επαληθεύονταν και ταυτόχρονα η θεολογική αφετηρία της ενότητος του Χριστιανισμού με τον εθνικό κόσμο, αφού η έννοια Λόγος, είχε τόσο σηματοδοτηθεί από τους Στωϊκούς και τον Πλάτωνα, όσο και από το Φίλωνα τον Ιουδαίο, με αποτέλεσμα η θεολογική αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος να είναι καθοριστική για την περαιτέρω διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας.
Η διδασκαλία των Απολογητών για τον Ιησού Χριστό είχε ως σκοπό να διαφωτίσει τους μη χριστιανούς διανοουμένους και όχι να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη Χριστολογία.
 
Ο Λόγος για τους Απολογητές είναι αναμφισβήτητα το ίδιο κοινό πρόσωπο, το οποίο σαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε για να λυτρώσει τον κόσμο από την αμαρτία. Είναι ο προαιώνιος Λόγος, Αυτός ο οποίος προφητεύθηκε ως Υιός του Θεού, στην Παλαιά Διαθήκη, ότι θα σταλεί για τη σωτηρία των ανθρώπων. Έτσι οι Απολογητές διαχωρίζουν τη θέση τους από την Ιουδαϊκή γραμματεία, η οποία είχε μία τάση να εμφανίζει ως απρόσωπη δύναμη το Λόγο και πλέον τον εμφανίζει ως πρόσωπο και υπόσταση. Ο Υιός και Λόγος, είναι φυσικός Υιός του Θεού και μόνο γέννημα που δεν μπορεί να παραβληθεί σε σχέση με την ανθρώπινη υιότητα, διότι δεν είναι κτίσμα, αλλά βρίσκεται αδιασπάστως μαζί με τον πατέρα.
Ο Υιός και Λόγος υπήρξε προαιωνίως μέσα στον Πατέρα, αλλά σε αυτό το σημείο εντοπίζονται και αποκλίσεις, σχετικά με τον προσδιορισμό ως υπάρξεως του προσώπου. Έτσι για παράδειγμα ο Ιουστίνος μας αναφέρει πως αυτή έγινε προ της κτίσης, ουσιαστικά όμως όχι ταυτόχρονα με την κτίση (αν και το κείμενο αυτό είναι αρκετά ασαφές). Σε άλλη περίπτωση διαφαίνεται το φαινόμενο της υποταγής, αν και αυτό δεν εξηγείται επαρκώς αν συμβαίνει ως προς το αίτιο ή λόγω δυνάμεως, ζήτημα βέβαια που δεν αποδέχονται όλοι οι Απολογητές, όπως ο Αθηναγόρας. Σε κάθε περίπτωση στο σύστημα των Απολογητών, ο Λόγος είναι ξεχωριστή υπόσταση, είναι φύσει Θεός, καθώς έχει εξαγγελθεί και από τους προφήτες, ενώ η θέληση, η συνεργία, η γνώμη και η ενέργεια είναι μία με αυτή του Πατέρα. Ο Λόγος τελικά είναι αυτός δια μέσου του οποίου τα πάντα δημιουργήθηκαν, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη και αποκαλύπτεται στους Προφήτες, είναι αυτός που φανερώνεται στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης. Τέλος πρέπει να τονιστεί πως η πλειοψηφία των Απολογητών, όπου ασχολούνται με την σχέση του Λόγου με τον Πατέρα, χρησιμοποιούν το μοντέλο περί ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου.
 
Παρά τα αρκετά κοινά σημεία τα οποία βρίσκει κανείς στη θεολογία περί Λόγου των Απολογητών και τη συμφωνία με το υπάρχων δόγμα της εκκλησίας, υπάρχουν και ορισμένα προβληματικά στοιχεία. Με βάση μάλιστα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρότι οι επιδράσεις της φιλοσοφίας είναι μάλλον μορφολογικές και εξωτερικές, και παρότι οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας, στο ζήτημα περί Λόγου δεν μπορούν να εκληφθούν ως πιστοί μάρτυρες του δόγματος της εκκλησίας. Οι απόψεις αυτές δείχνουν να έχουν αρειανικό και μοναρχιανικό χαρακτήρα, δίχως όμως να χαρακτηρίζονται ως τέτοιες, διότι τόσο η θεότητα του Λόγου είναι κοινό γνώρισμα των Απολογητών, όσο και η ομοουσιότητα που διέπει το έργο τους, έστω και αν δεν αναφέρεται με το γνωστό θεολογικό όρο.
Η διδασκαλία τους είναι γενική και αόριστη και παρουσιάζει πολλά κενά και ασυνέχειες τόσο λόγω του είδους της γραμματείας που απευθύνεται επικεντρωμένα σε συγκεκριμένα ζητήματα, όσο και διότι η διασωθείσα γραμματεία τους είναι πενιχρή σε σχέση με αυτή που μέχρι σήμερα έχει διασωθεί. Γι αυτό αν και είναι βέβαιο πως διέθεταν ικανές θεολογικές προϋποθέσεις, αυτές τις υπέτασσαν στη θεωρητική αντίκρουση των επιχειρημάτων των πολεμίων του Χριστιανισμού και εξ αυτού η θεολογία τους χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής, διότι ασχολούμενη βασικώς με τα γενικά θέματα, τα οποία ενδιέφεραν τους εθνικούς διανοουμένους, άφηνε κατά πλείστον ανεξέταστα τα ιδιάζοντα στον Χριστιανισμό θεολογικά προβλήματα με αποτέλεσμα η "περί Λόγου" θεωρία να χρειασθεί διόρθωση από τους μεταγενέστερους θεολόγους.
 
Τα κύρια προβλήματα τα οποία κυριαρχούν στη θεολογία περί λόγου των Απολογητών, θα λέγαμε ότι είναι κυρίως δύο. Αφενός μεν το μοντέλο ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου, αφετέρου δε η υποταγή του Λόγου στον Πατέρα. Τα στοιχεία λοιπόν αυτά διατυπώθηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια μεταγενέστερα από την Εκκλησία. Οι τάσεις αυτές όμως έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Να εξάρουν την απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού.
Οι διδασκαλίες θα λέγαμε, πως αν απομονωθούν οδηγούν σε συμπεράσματα, μοναρχιανισμού, τόσο δυναμικού, όσο και τροπικού. Από τη μία η μη προσωπική υπόσταση του Λόγου, μέχρι να εξέλθει του Πατρός, οδηγεί τον Υιό σε μία κατάσταση ιδιάζουσας δύναμης της θεότητας, που αμέσως κινείται προς το σύστημα του δυναμικού μοναρχιανισμού, από την άλλη η υποταγή θα λέγαμε ότι οδηγεί σε μία αρειανιστική προοπτική, με την λεγόμενη εν χρόνω γέννηση του Λόγου και τη θεότητά του να εννοείται μόνο κατ' επίφασην, αλλά όχι ουσιαστικώς.
Ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός υποθέτει πάντοτε το Λόγο ανυπόστατο, κάτι που αποδείχθηκε πως δεν ισχύει στους Απολογητές, αφού είναι βέβαιη κατά απόλυτο τρόπο η διδασκαλία περί υποστατικής και προσωπικής υπάρξεως του Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη. Από την άλλη, η υποταγή, θα μπορούσε να οδηγεί σε Αρειανιστική συλλογιστική, αν ο Υιός δεν ήταν πλήρης και φύσει Θεός και αν δεν υπήρχε πάντοτε αϊδίως "εν τω Πατρί", καθώς κατά τον Άρειο, ο Πατήρ πριν δημιουργήσει τον Λόγο, υπήρξε αρχικά μόνος, κάτι που επίσης δε δέχονται οι Απολογητές. Ταυτόχρονα η υποταγή των Απολογητών αποκλείει κάθε κτιστότητα για το Λόγο.
 
Παρατηρώντας τη γραμματεία των Απολογητών και συνάμα το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής, υπάρχουν δύο ακόμα σημαντικά κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας, μελετώντας τα συγγράματά τους. Πρώτον ότι, δεν είναι δυνατόν να εννοήσει κανείς σωστά τη θεολογία και ειδικότερα τη χριστολογία των Απολογητών στην ορθή τους έννοια, αν δεν έχει με σαφήνεια στο νου το απολογητικό πλαίσιο της σκέψης που εκτίθεται στις απολογίες.
Δεύτερον, αν δεν κατανοήσει πως η Ρώμη συνέχεε το Χριστιανισμό προς τα μεσσιανικά θρησκευτικά κινήματα της Παλαιστίνης, που είχαν πολιτικό χαρακτήρα με αποτέλεσμα την υποδαύλιση του μίσους κατά των Χριστιανών που στηριζόταν στην απομάκρυνσή τους από τον ειδωλολατρικό τρόπο ζωής, στη λατρεία των Χριστιανών που γινόταν κατ ιδίαν και στα κρυφά και στην άρνησή της να δεχτεί οποιονδήποτε συμβιβασμό μεταξύ του Χριστού και του Καίσαρα, στο γεγονός ότι ο αρχηγός της νέας πίστης σταυρώθηκε από τη Ρώμη, σαν ένας κοινός επαναστάτης.
 
Τα ανωτέρω λοιπόν γνωρίσματα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκαθαριστεί ότι μεγάλος βασικός στόχος των Απολογητών είναι να αποδειχθεί ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι πολιτικό κίνημα για ανατροπή του κράτους, αλλά μια θρησκευτική δύναμη που εξυγιαίνει τα πάντα και σε αυτή τη λογική, η λογική για τα δεδομένα της εποχής απαίτηση του Αυτοκράτορα για λατρεία, θα εύρισκε μάλιστα ισχυρά πατήματα λόγω του γεγονότος της σταύρωσης, με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπερτονισμός του Λόγου, αλλά εξασθένηση της Χριστολογίας.
 
Μία τρίτη διάσταση είναι η προσπάθεια των Απολογητών να αποδείξουν στο μορφωμένο εθνικό περιβάλλον ότι ο Χριστιανισμός ως φιλοσοφία δεν υπολείπεται σε τίποτα του πλατωνισμού, του νεοπλατωνισμού και του στωικισμού. Έτσι τελικά γίνεται αντιληπτό πως οι Απολογητές δεν έγραψαν τα έργα τους γενικά μέσα στην άνεση του φιλοσοφικού σπουδαστηρίου, αλλά βρισκόμενοι κάτω υπό πίεση επιζητώντας με κάθε τρόπο να πείσουν τους διώκτες τους και παρότι ήσαν ικανότατοι θεολόγοι, οι ίδιοι λόγω των περιστάσεων τόνισαν και αλήθειες οι οποίες δεν είναι χαρακτηριστικές του Χριστιανισμού, αλλά της θρησκευτικής φιλοσοφίας της εποχής.
 
Τελικά λόγω της πρότασης της κοσμολογικής εικόνας, η οποία ουσιαστικά υπαγορεύεται από τον τρόπο φιλοσοφικής τάσης της εποχής και εν πολλοίς από το Γνωστικισμό, εξελληνίζεται η έννοια του Λόγου και τονίζεται η σχέση του ιστορικού Ιησού με τη θεότητα, δίχως να εξαντλεί και να αντιπροσωπεύει με πληρότητα το ουσιώδες της πίστης τους για τον Ιησού.
Ενώ λοιπόν το κίνητρό τους είναι εν μέρει κοσμολογικό, περισσότερο κινούνται από απολογητική διάθεση να κάνουν κατανοητή τη χριστιανική πίστη για τον Ιησού με τη βοήθεια της κοινής στην παιδεία της εποχής τους έννοια του Λόγου και εξ αυτού οι Απολογητές μπορούν νοηθούν πιο πολύ ως Χριστιανοί παρά ως φιλόσοφοι, οι οποίοι σαν άνθρωποι της εποχής τους, κατά κάποιο τρόπο δένουν με την εμπειρική της Εκκλησίας πίστη στον Ιησού, ως το Χριστό και Λόγο. Σε κάθε περίπτωση όμως δε θα πρέπει να λησμονείται και να απαξιώνεται το έργο των Απολογητών, διότι αυτό κρύβει ένα θησαυρό χριστολογικής εξήγησης της Παλαιάς Διαθήκης.
 
 
Η διδασκαλία των Απολογητών για το Άγιο Πνεύμα
 
Ο λόγος περί Αγίου Πνεύματος των Απολογητών χαρακτηρίζεται ως περιορισμένος και περιστασιακός και αυτό διότι αφενός το κρίσιμο ζήτημα των Απολογητών ήταν η ενότητα του Θεού και η διδασκαλία περί Λόγου, αφετέρου διότι οι αποδέκτες δεν ασχολήθηκαν και δεν ενδιαφέρθηκαν για το ζήτημα του Αγίου Πνεύματος. Παρόλα αυτά στη θεολογία των Απολογητών περί Πνεύματος, απαντούν τα θεμελιώδη στοιχεία της Πνευματολογίας.
 
Έτσι το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας στο οποίο ανήκει η τιμή της θεότητος, είναι το πνεύμα το προφητικό, το οποίο διδάσκει τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, είναι αυτό το οποίο δίδει τη γνώση και σώζει τον άνθρωπο. Το Πνεύμα το Άγιο είναι αυτό που οδηγεί στη σωτηρία, μία σωτηρία η οποία προέρχεται από την απόκτησή του στις ψυχές μας, για να επέλθει το θείο φως. Στην θεολογία μάλιστα του Αθηναγόρα διαβλέπουμε πέραν από τη σαφή τριαδολογική ερμηνεία της μονάδος, ενότητα και αλληλεπιχώρηση μεταξύ των τριών προσώπων, αλλά και τον προφητικό χαρακτήρα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δρα στην Παλαιά Διαθήκη προετοιμάζοντας την Σωτηρία. Το σημαντικότερο όμως εύρημα στη θεολογία του Αθηναγόρα είναι η ότι ως πρόσωπο το Άγιο Πνεύμα απορρέει από το Θεό Πατέρα, που είναι αιτία της υπάρξεως του μία ορολογία που βρίσκεται πολύ κοντά στην περί εκπορεύσεως διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως αυτή διατυπώθηκε κατά τον 4ο αιώνα.
 
 
Η Κοσμολογία και η Ανθρωπολογία των Απολογητών
 
Η περί κόσμου απολογία των συγγραφέων του 2ου αιώνος, ως βάση έχει τις βιβλικές διηγήσεις και στόχο την απόδειξη ότι αιτία υπάρξεως του κόσμου είναι ο Θεός, μέσω του δημιουργικού του Λόγου. Οι ίδιοι αντιδιαστέλλουν τη διδασκαλία τους σε σχέση με τους στωικούς και τον Πλάτωνα, μη αποδεχόμενοι το αυθύπαρκτο και αυθυπόστατο της ύλης. Θα λέγαμε πως ουσιαστικά η διδασκαλία τους δεν είναι μία φιλοσοφική διδασκαλία, αλλά εκφράζει τη χριστιανική περί Θεού δημιουργού αντίληψη, μία αντίληψη που θέλει την κτίση αποτέλεσμα της κατασκευής ως προϊόν της θείας δημιουργικής ενέργειάς του Θεού, με τον κόσμο ως λίαν καλό να αντανακλά τη σοφία του Δημιουργού. Τελικά οι Απολογητές είναι ο πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς οι οποίοι επιχείρησαν να καταγράψουν τη θέση της Εκκλησίας για την αρχή και την ύπαρξη του κόσμου και να την αντιπαραθέσουν στις φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες.
 
Η κτίση κατά τους Απολογητές προήλθε από το Θεό και όχι από προϋπάρχουσα ύλη. Δεν είναι άναρχη, ούτε αυθύπαρκτη, αλλά αποτελεί προϊόν της θείας ενέργειας. Ο Τατιανός διακρίνει στη δημιουργία δύο φάσεις μία κατά την οποία η ύλη ήταν άπορος και ασχημάτιστος και μία κατά την οποία της δόθηκε σχήμα, μορφή και διαίρεση. Η δημιουργία του κόσμου και της κτίσεως προήλθε δια μέσου του δημιουργικού Λόγου του Θεού συνεργούντως του Πατρός και είναι μία αρμονική ολότητα στην οποία ανακλάται η σοφία του Δημιουργού.
Ο Θεόφιλος Αντιοχείας μας αναφέρει πως όχι απλά ο Θεός δημιούργησε την κτίση και διαρκώς προνοεί γι αυτή, αλλά ότι αυτή αποτελεί έργο του Τριαδικού Θεού, σε σημείο να προηγείται των άλλων Απολογητών.
 
Συχνά ασκείται κριτική από τους Απολογητές για τις απόψεις των φιλοσόφων περί δημιουργίας. Παρόλα αυτά στη διδασκαλία των Απολογητών υπάρχουν και κάποια ασαφή στοιχεία. Ακόμα και αυτά τα στοιχεία όμως μόνο αν ερμηνευτούν αποσπασματικά  οδηγούν σε συμπεράσματα Πλατωνικών παραδοχών.
 
Σε ότι αφορά τον άνθρωπο, οι Απολογητές παρουσιάζουν τη χριστιανική πίστη στο μέτρο που επιβάλλεται από το ενδιαφέρον των απευθυνομένων, συνδυάζοντας με ένα φιλοσοφικό μανδύα τη βασική χριστιανική διδασκαλία. Έτσι ο άνθρωπος είναι μία μοναδική και ανεπανάληπτη πραγματικότητα στον κόσμο της δημιουργίας, που σε αυτόν δόθηκε η επίγεια εξουσία. Αιτία της δημιουργίας του ανθρώπου είναι η αγαθότητα και η σοφία του Θεού και σκοπός Του είναι να δώσει ζωή αιώνια στα λογικά του όντα. Δημιουργήθηκε από το Λόγο κατά μίμηση της εικόνας αυτού και διαφέρει από όλη την υπόλοιπη έμβια πραγματικότητα διότι έχει μία υψηλή κλήση, η οποία είναι να καταξιωθεί μέσω του βίου του και να συμβασιλεύσει μαζί Του, γινόμενος άφθαρτος και απαθής.
Ο άνθρωπος κατά τους Απολογητές διαθέτει ψυχή, η οποία αντιπαραβαλλόμενη προς την Πλατωνική διδασκαλία, δεν είναι φυσικώς αθάνατη, αλλά μετέχει της αθανασίας κατά χάρη, διότι μόνος αθάνατος και άφθαρτος είναι ο Θεός, ενώ τα υπόλοιπα όλα είναι φθαρτά. Η αθανασία αυτή αποκτάται με βάση την ελευθερία της προαιρέσεως του ανθρώπου.
Η ψυχή του ανθρώπου δεν ταυτίζεται της ζωής, αλλά μετέχει της ζωής, διότι ζωή στην ψυχή δίδει το Πνεύμα το Άγιο, αφού ούτε αγέννητη είναι, ούτε ως αυτοζωή μπορεί να νοηθεί. Το σώμα όταν φθαρεί απομένει η ψυχή, αλλά αυτή καθίσταται νεκρή όταν το πνεύμα απομακρύνεται από αυτή. Το πνεύμα νοείται ως ζωογονητική θεία δύναμη και η έννοια νεκρή ψυχή, ως πνευματικά νεκρή, διότι ο Ιουστίνος ρητώς αναφέρει πως και οι άδικοι συνεχίζουν να ζουν μετά το σωματικό θάνατο και θα λάβουν αιώνια κόλαση.
 
Σημαντικό επίσης στοιχείο είναι το αυτεξούσιο του ανθρώπου, το οποίο μάλιστα καταδεικνύεται από το γεγονός ότι παρότι ο Θεός γνωρίζει την κακή προαίρεση του ανθρώπου, πολλές φορές ο ίδιος δεν παρεμβαίνει για να την αλλάξει ακόμα και όταν ο άνθρωπος οδηγείται σε περιπέτεια, ενώ καταγγέλλεται η ειμαρμένη και γενικότερα η έννοια της μοίρας στη διδασκαλία τους ως ανεδαφική.
 
Βέβαια υπήρξαν και αστοχίες όπως η διδασκαλία του Τατιανού, οι οποίες καταδικάστηκαν από την Εκκλησία. Μία από αυτές είναι για παράδειγμα η "λύση" της ψυχής, η οποία συμβαίνει μέχρι της ελεύσεως της Δευτέρας Παρουσίας, περί άνω και κάτω οικητηρίου των ψυχών και του πνεύματος, περί κατώτερης ύλης σε σχέση με την ψυχή.
 
 
Η Εσχατολογία των Απολογητών
 
Η εσχατολογική διδασκαλία των Απολογητών απηχεί πρώτιστα τα δεδομένα της Καινής Διαθήκης και συγχρόνως την αίσθηση της εποχής τους. Η βασική ιδέα που διακρίνεται μέσω της γραμματείας τους είναι πως η μέλλουσα ζωή, είναι ζωή μετοχής στην αφθαρσία και την αιωνιότητα του Θεού. Έτσι η αιωνιότητα πρέπει να θεωρηθεί ως εσχατολογικό γεγονός που συνδέεται και εξαρτάται από τη σχέση του ανθρώπου με το Δημιουργό του. Γι αυτό το λόγο το τέλος της ιστορίας είναι η δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και η ανάσταση των νεκρών, όπου η κτίση πλέον θα αλλάξει παντελώς και καθένας θα αμειφθεί κατά τα έργα του.
Η ανάσταση αυτή, όσο παράλογη και μωρία κι αν φαίνεται στο εθνικό περιβάλλον είναι δυνατή, διότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και αγαθός. Αλλά ταυτόχρονα η ανάσταση είναι και αναπόφευκτη κατά τον Αθηναγόρα διότι η κλήση του ανθρώπου προς σωτηρία δεν έγινε ματαίως, αλλά με συγκεκριμένη προοπτική που είναι η σωτηρία του και η αιώνια ζωή, διότι η σχέση ψυχής - σώματος πρέπει να συνεχιστεί, ώστε ο άνθρωπος να είναι ακέραιη οντότητα, λόγω της δικαιοσύνης του Θεού και τέλος διότι σε αυτή τη ζωή δεν αποδίδεται δικαιοσύνη κατά τα έργα του ανθρώπου και αυτή πρέπει αυτή να αποδοθεί σε μία μέλλουσα κατάσταση.
 
Η ιστορία του κόσμου τελειώνει με την κρίση του Χριστού, κατά τη δεύτερη ένδοξη παρουσία Του, μία μέρα που προφητεύτηκε στην Παλαιά Διαθήκη από τους Προφήτες. Χαρακτηριστικό σε αυτό το σημείο είναι η αναφορά του Ιουστίνου στη "βασιλεία των ουρανών", που άλλοτε χαρακτηρίζεται ως "βασιλεία του Θεού", και άλλοτε σα "βασιλεία του Χριστού".
Ουσιαστικά λοιπόν αποτελεί, μία πνευματική, αιώνια, θεία και επουράνια βασιλεία, που ανήκει στον Πατέρα και στο Λόγο του, όπου κατά τη δευτέρα παρουσία του πλέον κάθε κακία θα πάψει να υπάρχει και οι δίκαιοι και οι ενάρετοι, άφθαρτοι πλέον και απαθείς θα κοινωνούν διαρκώς με το Θεό και θα συμβασιλεύουν μαζί του.
 
 
Η Φιλοσοφία των Απολογητών
 
Οι Απολογητές έχουν επικριθεί αρκετές φορές και έχει διατυπωθεί εναντίον τους η μομφή ότι η θεολογία τους οδήγησε στον εξελληνισμό του Χριστιανισμού και στην παραφθορά του δόγματος διά της ελληνικής φιλοσοφίας.
 
Η ομάδα των Απολογητών, ήταν αυτή που ανέλαβε την υπεράσπιση της χριστιανικής πίστεως έναντι των ψευδών κατηγοριών που αποτελούσαν το επίκεντρο και την πρόφαση των διωγμών. Η Εκκλησία είχε ιδιαίτερη ανάγκη απολογίας την εποχή εκείνη, ήταν αναγκαίο να δώσει τον δικό της λόγο στις ποικίλες κατηγορίες οι οποίες πλαστογραφούσαν το μήνυμα της.
Το συνολικό έργο των Απολογητών φανερώνει την κοινή αυτή ανάγκη, που πήγαζε από τις σημαντικές προκλήσεις της εποχής τους. Έπρεπε να υπερασπιστούν τους χριστιανούς που διώκονται άδικα, να αντεπιτεθούν στην ειδωλολατρική θρησκεία αλλά και να προβάλουν με θετικό τρόπο τον Χριστιανισμό μέσα στο φιλοσοφικό κλίμα της εποχής. Επί της ουσίας, ήταν η σειρά των Χριστιανών να μιμηθούν το παράδειγμα λογίων του Ιουδαϊσμού, οι οποίοι απηύθυναν προς τους πεπαιδευμένους ειδωλολάτρες αξιόλογες απολογητικού χαρακτήρα μελέτες, απολογούμενοι για τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα του Ιουδαϊσμού (Περιτομή, Σάββατο κ.ά.). Έτσι, οι Απολογητές ανέλαβαν με τη σειρά τους την αποστολή της ανάδειξης της πνευματικής ισότητας, και μάλιστα της πνευματικής υπεροχής, έναντι των αντιπάλων.
 
Η στάση των Απολογητών έναντι της φιλοσοφίας δεν ήταν ενιαία. Άλλοι, όπως ο Τατιανός και ο Θεόφιλος Αντιοχείας τήρησαν αρνητική στάση, ενώ άλλοι, όπως ο Αθηναγόρας και ο μάρτυς και φιλόσοφος Ιουστίνος την αντιμετώπισαν θετικά.
Ο Τατιανός σημειώνει ότι οι φιλόσοφοι δεν είναι πραγματικοί φιλόσοφοι, αλλά φιλόψοφοι, κινούμενοι από αλαζονεία, ενώ ο Θεόφιλος Αντιοχείας θεωρεί ότι ο λόγος των φιλοσόφων είναι μωρός και κενός, έχει φλυαρία πολλή, χωρίς να έχει ίχνος αληθείας.
Από την άλλη, ο Ιουστίνος βασιζόμενος στην Αποκάλυψη και το χωρίο "ο ων, ο ην και ο ερχόμενος" (Αποκ. 1,8 και 4,8), πίστευε ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι είχαν σπέρματα του Λόγου, οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης μετείχαν στο Λόγο σε έναν εξαιρετικό βαθμό ενώ οι Χριστιανοί έχουν χαριτωθεί με τον όλο, προσωπικό Λόγο, ο οποίος κατοικεί εντός αυτών.
Στο ίδιο θετικό προς τη φιλοσοφία πνεύμα, ο Αθηναγόρας θεωρούσε τον εαυτό του "Χριστιανό φιλόσοφο" αν και πίστευε ότι στην πραγματικότητα, φιλοσοφία και χριστιανική θεολογία έχουν κοινά προβλήματα, όχι κοινές λύσεις. Για τους Φιλοσόφους υποστηρίζει ότι, η αξία των αρχαίων φιλοσόφων είναι σχετική,  γιατί οι φιλόσοφοι δεν μπορούσαν να γνωρίσουν την πλήρη αλήθεια, αφού όσα ήξεραν εξ ιδίων τα έμαθαν. Η αληθινή σοφία προέρχεται από το Θεό.
 
Ο φιλόσοφος του δευτέρου αιώνα Κέλσος, είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση θεωρητικής επιθέσεως κατά της χριστιανικής θεολογίας. Αφ' ενός μεν στρεφόταν κατά της ουσίας του χριστιανικού κηρύγματος, το οποίο αξιολογούσε ως άμοιρο φιλοσοφικού λόγου και μεστό φανατισμού και δεισιδαιμονίας, αφ' ετέρου δε έβλεπε ότι η χριστιανική τοποθέτηση στερούνταν αναφοράς σε πραγματικά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα.
 
Οι Απολογητές για να βρουν μια βάση συζήτησης με τα πρόσωπα του εθνικού κόσμου, το μόνο έδαφος συνεννοήσεως ήταν η ελληνική φιλοσοφία η οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ώστε να υπάρξει απάντηση, στην ιστορική ανάγκη της Εκκλησίας να έρθει σε γόνιμη επαφή με το περιβάλλον της.
Είναι όμως λάθος να λέγεται ότι οι Απολογητές βοήθησαν στον εξελληνισμό του Χριστιανισμού γιατί το μόνο που έκαναν ήταν να δουλέψουν στα δεδομένα που είχαν αξιοποιώντας ως εργαλείο την ελληνική φιλοσοφία, με μόνη προοπτική να βοηθήσουν και να προβάλουν την αληθινή διδασκαλία της Εκκλησίας.
 
Οι Απολογητές, στην προσπάθεια τους να δείξουν ότι η χριστιανική πίστη δεν είναι κάτι επικίνδυνο, αντίθετα μάλιστα σε πολλά σημεία συμπορεύεται με τα διδάγματα της φιλοσοφίας, αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν γλώσσα που να ήταν ανάλογη και οικεία στην ελληνική διανόηση. Παρουσίασαν με μεγαλύτερη έμφαση τον Ιησού Χριστό ως μέγα νομοθέτη και διδάσκαλο, του οποίου τα διδάγματα φωτίζουν και σώζουν τον άνθρωπο από την πλάνη και το ψεύδος. Ακόμη παρουσίασαν την χριστιανική θρησκεία ως την μόνη υγιή εκείνη μονοθεΐα, η οποία μπορεί να ικανοποιήσει τις βαθύτατες θρησκευτικές ανάγκες κάθε υγιούς και λογικά σκεπτόμενου πνεύματος. Άφησαν έτσι στη σκιά άλλα δόγματα όπως το χριστολογικό και το σωτηριολογικό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα αγνοούσαν. Στα έργα τους διακρίνεται η πίστη τους στο Σταυρό, στο Θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού.
 
Ασφαλώς η έμφαση που δίνουν οι Απολογητές στην ενότητα του Θεού ώστε να προστατεύσουν τον μονοθεϊσμό, έναντι του δυϊσμού των Γνωστικών και του πολυθεϊσμού των ειδωλολατρών, οδήγησε σε κάποια υπερβολική προσπάθεια να υπερασπιστούν τη θεϊκή μοναρχία και έτειναν να μεταφέρουν το κέντρο της προσοχής τους από τη διάκριση του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στην ενότητα του Θεού με αποτέλεσμα να κατηγορούνται συχνά ότι υπέτασσαν τον Υιό και το Πνεύμα στον Θεό Πατέρα. Ιδιαίτερα στο σημείο αυτό, διάφοροι μελετητές έθεσαν το ερώτημα αν τελικά η φιλοσοφική σκέψη είχε δυσμενείς επιδράσεις στο έργο των Απολογητών και τελικά έφθειρε το χριστιανικό δόγμα ανοίγοντας δρόμο προς τον αρειανισμό και τον μοναρχιανισμό.
 
Στην πραγματικότητα, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει η απουσία αναλύσεων επάνω στην εσωτερική, αιώνια ύπαρξη του Θεού ακριβώς γιατί αυτή δεν ήταν το κεντρικό σημείο του έργου τους και της αποστολής τους που ήταν ο διάλογος με τον μη Χριστιανικό κόσμο. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να προσελκύσουν στην εν Χριστώ θεία αλήθεια τους φιλοσοφικώς σκεπτόμενους αναγνώστες τους. Χρησιμοποίησαν εκλεκτικά και με νηφαλιότητα την ελληνική φιλοσοφία, εισάγοντας έννοιες που θεωρούσαν σύμφωνες προς την πίστη τους (άσχετα αν το εγχείρημα δεν ήταν πάντα ακίνδυνο), απέρριπταν όμως και επέκριναν έντονα τις ασύμβατες με τον Χριστιανισμό διδασκαλίες.
 
Παρά τα προβλήματα στις διατυπώσεις τους, οι Απολογητές ήταν εκκλησιαστικοί άνδρες, με γνήσιο χριστιανικό φρόνημα, με την εμπειρία περί του εκκλησιαστικού μυστηρίου της σωτηρίας. Σταθερά αναφέρονται στην "παράδοση", τον "κανόνα τής πίστεως" και την "αρχική παρακαταθήκη" της Εκκλησίας.
Το γεγονός ότι το θεολογικό σύστημα των Απολογητών δεν είχε κάτι το επιλήψιμο και αιρετικό, δείχνουν κυρίως τη συνείδηση και την πράξη της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον υπέρτατο κριτή στα δογματικά της πίστεως ζητήματα. Η Εκκλησία αποδέχτηκε και υιοθέτησε την θεολογία των Απολογητών, τους οποίους και τίμησε, εκτός βεβαίως από τα σημεία που έκρυβαν δογματικούς κινδύνους.
Αντίθετα όπου η Εκκλησία έβλεπε απόκλιση και αίρεση στράφηκε αμείλικτη εναντίον της. Αυτό έπραξε με τα Γνωστικά συστήματα, τα οποία οδήγησαν πράγματι σε νόθο εξελληνισμό του Χριστιανισμού. Ομοίως  καταδίκασε τις αιρετικές ακρότητες του Τατιανού και τας αιρετικές κακοδοξίες του Ωριγένη και όσες περιπτώσεις γενικά νόθευσαν το χριστιανικό δόγμα διαμέσου της ελληνικής φιλοσοφίας.
 
 
Η γραμματεία των Απολογητών
 
Τα αποσπάσματα της απολογητικής γραμματείας που διασώθηκαν είναι ελάχιστα, τα περισσότερα από αυτά γραμμένα και σωσμένα από τον Αρέθα. Παρόλα αυτά είναι ενδεικτικά περί της γραμματείας των Απολογητών. Παρατηρείται επίσης ότι στην προσπάθεια να τα καταστήσουν αρεστά, τα προσάρμοσαν με λογοτεχνικό ένδυμα. Οι πρώτοι Απολογητές προερχόμενοι άλλωστε από την Αθήνα φαίνονται να έχουν ως πρότυπο την απολογία του Σωκράτη.