Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Ο έν σπηλαίω τεχθείς





«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν»[1]

  Ενθουσιωδώς και χαρμοσύνως ο Προφήτης μας γνωστοποιεί προορατικώς προ αιώνων πολλών την έκ της Αειπαρθένου Μαρίας Γέννηση του Παιδίου Ιησού. Βέβαια, δεν βρέθηκε τόπος για να γεννήσει η Παναγία, για να στεγάσει την κυοφορούσα από το Άγιο Πνεύμα Παρθένο Μαρία, την περίοδο της απογραφής επί Καίσαρος Αυγούστου. Έτσι, αναγκάσθηκε ο μνήστωρ Ιωσήφ και φύλακας της Μαριάμ, να την οδηγήσει σε σπήλαιο, σε φάτνη άλογων ζώων για να γεννήσει το Παιδί της.
  Ο ουρανός και η γή υποδέχονται, προσφέροντες την ευχαριστία στο Δημιουργό, «οι Άγγελοι τον ύμνο, οι ουρανοί τον αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες το θαύμα, η γή το σπήλαιο, η έρημος την φάτνη, εμείς δε (οι άνθρωποι) Μητέρα Παρθένο»[2]. Η γλυκύτητα της Αγίας Νύκτας των Χριστουγέννων περιβάλλει και πάλι όλο τον κόσμο. Και μέσα από τις ανθρώπινες ψυχικές δοκιμασίες και πόνους, της κρίσης και των κρίσεων, των παθών και των εχθροτήτων, των ανησυχιών και απογοητεύσεων, προβάλλει πραγματικό και επίκαιρο όσο ποτέ το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, «ο Οποίος κατέβηκε σαν δροσιά στην κοιλία της αειπαρθένου Μαρίας προκειμένου να ανατείλει δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης»[3]. Στη σιωπή και την ειρήνη της ιερής Νύκτας των Χριστουγέννων, ο Ιησούς Χριστός, ο άναρχος, ο αόρατος, ο ακατάληπτος, ο άϋλος, εισέρχεται σαρκοφόρος, άσημος, απλός, φτωχός, άγνωστος, στο δράμα της ιστορίας. Συγχρόνως, εισέρχεται ως μεγάλης βουλής  άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, …εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος»[4]. Ναι, έρχεται ως άνθρωπος από Μητέρα Παρθένο και λύνει την περιπλοκή της ανομίας και δίνει με την Χάρη και το έλεός Του, διέξοδο στις απορίες της ζωής, προορισμό και αξία και περιεχόμενο και υποδειγματικό ήθος και πρότυπο στην ανθρώπινη περιπέτεια. Και μέσα σ’ αυτό τον ουρανό, γύρω από τον Θρόνο, και γύρω από τον αχώρητο Θεό, και ενώ έλαμπε το αστέρι που οδηγούσε τους μάγους, πλήθος στρατιάς ουρανίου υμνούσαν το θείο Βρέφος και έλεγαν: «Δόξα έν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη έν ανθρώποις ευδοκία». 
  Ο Κύριος προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση και την αγίασε. Ο προαιώνιος Θεός καταδέχθηκε να γίνει για εμάς έμβρυο και να κυοφορηθεί στην γαστέρα της Θεοτόκου. Αυτή είναι η άπειρη συγκατάβαση και ταπείνωση του Θεού να ενσαρκωθεί για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους από άπειρη αγάπη στον άνθρωπο. Έτσι, τίμησε και την ανθρώπινη ζωή από το πρωταρχικό στάδιο αυτής και δίδαξε τον σεβασμό στον άνθρωπο από της αρχής της κυήσεώς του. Αυτός που δημιούργησε τα πάντα καταδέχθηκε (συγκατέβη) να γεννηθεί ως Βρέφος και να γαλακτροτοφηθεί από την Παρθένο. Έτσι, ακόμη τίμησε την παρθενία και την μητρότητα, την πνευματική και την φυσική. Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προτρέπει: «γυναίκες παρθενεύετε, ίνα Χριστού γένησθε μητέρες»[5]. Όρισε λοιπόν ο Κύριος την συζυγία του άνδρα και της γυναίκας με την ευλογημένη οικογένεια. Αυτός ο θεσμός της χριστιανικής οικογένειας, αποτελεί το κύτταρο της ζωής και την θερμοκοιτίδα της υγιούς ψυχικά και σωματικά ανάπτυξης των τέκνων. Ως έκ τούτου, αποτελεί οφειλή της Εκκλησίας αλλά και καθήκον της ηγεσίας κάθε λαού, η ποικιλοτρόπως ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας.
  Η Γέννηση του Ιησού Χριστού, αποτελεί το μεγάλο και ανεξιχνίαστο υπερφυσικό γεγονός, το ασύγκριτο θαύμα, που μόνο με την πίστη προσεγγίζεται. Ένας νέος κόσμος γεννιέται, ή ακριβέστερα αναδημιουργείται και αναγεννιέται. Και μία νέα περίοδος της ανθρωπότητας αρχίζει, για να συνεχιστεί διά μέσου των αιώνων. Μυστήριο ο Χριστός. Μεγάλο και ανεξερεύνητο μυστήριο, όσο και να προσπαθήσει κανείς να βασανίσει το μυαλό του, και με οποιοδήποτε σημείο της ζωής Του και αν θελήσει να καταπιαστεί. Πριν ακόμη γεννηθεί, ο Αρχάγγελος είχε πεί: «Καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν, αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού  από των αμαρτιών αυτών»[6]. Δηλαδή, πριν γεννηθεί, μας λέει ο Αρχάγγελος, ότι θα είναι αγόρι, θα μεγαλώσει, θα αποκτήσει λαό και θα σώσει τον λαό του! Όχι από την πείνα ή τον πόλεμο. Από τις αμαρτίες! Αλήθεια. Ποιος μπορεί να σώσει τον άνθρωπο από τις αμαρτίες του; Κανένας. Γιατί η αμαρτία δεν είναι έξω, είναι μέσα (ψυχή) μας. Και αν εκεί μέσα η αμαρτία βασιλεύει, ποιος μπορεί να την εκθρονίσει; Κανένας άνθρωπος με κανένα τρόπο. Πως λοιπόν λέει: «Αυτός σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών»; Λογικά, απόλυτα όχι. Ωστόσο, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος αλλά Αυτός ο Κύριος μας έσωσε[7]. Μας έσωσε από την αμαρτία που τ’ αποτελέσματά της στην ανθρωπότητα ήταν η φθορά και ο θάνατος. Η εμπειρία μπορεί να μας πει γι’ αυτό το μυστήριο, η εμπειρία που είναι πιο δυνατή και πιο αληθινή από την λογική, γιατί δείχνει την πραγματικότητα. Το ξέρουν καλά, το ξέρουν από την προσωπική τους εμπειρία οι λυτρωμένοι. Εκείνοι, που ο Χριστός μπήκε μέσα τους, στην καρδιά τους και ξεθρόνιασε την αμαρτία. Γι’ αυτό μόνο όσοι έχουν εμπειρία της σωστικής ενέργειας του Χριστού, καταλαβαίνουν τι σημαίνει Χριστούγεννα. Αυτοί μπορούν να ψάλλουν το «ότι αγαθός, ότι είς τον αιώνα το έλεος αυτού», και να συγκινούνται βαθύτατα και πολλές φορές να δακρύζουν. Αυτοί είναι οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Οι άγιοι έχουν βιώσει αυτή την εμπειρία του Θεού στην ζωή τους, έχουν βιώσει τον παράδεισο και είναι τα φωτεινά αστέρια στη ζωή μας. Οι άγιοι δεν είναι ένα παραμύθι «τω καιρώ εκείνω», αλλά είναι «έν παντί καιρώ», είναι πάντοτε και μας βοηθούν και μας προστατεύουν.
  Ήταν πολύ φυσικό, ότι ο Χριστός γεννήθηκε σε μια σπηλιά. Για δύο λόγους. Πρώτον, διότι οι ψυχές των ανθρώπων, και συνεπώς και τα σπίτια τους, ήταν πιο βρώμικα από τις σπηλιές. Λόγω της νεκρωμένης ψυχής από την αμαρτία. Όσο πιο ψηλά πνευματικά βρίσκεται ο κάθε άνθρωπος, τόσο πιο ανυπόφορα αισθητή του γίνεται η δυσοσμία της αποσυντεθειμένης ψυχής. Και δεύτερον, διότι ο Χριστός με την Γέννησή Του στο σπήλαιο ήθελε να μας δείξει, ότι μπορεί να μεταβάλλει τα σπήλαια και την αηδία των στάβλων, σε ουρανό. Μας έδειξε την ταπείνωσή Του, που κατά τους Πατέρες, η ταπείνωση είναι το «ένδυμα της θεότητας». Γι’ αυτό ψάλλουμε: «Μυστήριον ξένον…»[8]. Μυστήριο ανεξερεύνητο και παράδοξο, πως στην φάτνη ανεκλίθη ο αχώρητος. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Αυτός ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο απεριόριστος, ο ασώματος… το φώς, η πηγή της ζωής και της αθανασίας… έρχεται προς την δική Του εικόνα (τον άνθρωπο) και φορεί το ανθρώπινο σώμα για χάρη του ανθρώπου και παίρνει λογική ψυχή για χάρη της δικής μας ψυχής, καθαρίζοντας το όμοιο με το όμοιο, και γίνεται σε όλα άνθρωπος, εκτός από την αμαρτία…»[9]. Αλλά και απόστολος Παύλος λέει για το μυστήριο της κενώσεως του Χριστού που πραγματοποιήθηκε με την Γέννησή Του: «Αν και ήταν Θεός… τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου, έγινε άνθρωπος, και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά…»[10]. Έγινε άνθρωπος χωρίς να πάψει ποτέ να είναι Θεός, με την ενανθρώπησή Του είναι πλέον Θεάνθρωπος. Αυτή η «κένωση» («άδειασμα») του Υιού του Θεού, ώστε να λάβει την ανθρώπινη φύση αποτελεί για τους Πατέρες «μυστήριο», που αισθάνονται αδυναμία να το εκφράσουν.
  Κατά τον Μ. Βασίλειο, η Γέννηση του Κυρίου από την Παρθένο Μαρία, είναι η νέα δημιουργία του ανθρώπου, «η γενέθλιος ημέρα της ανθρωπότητας», όπως χαρακτηριστικά την ονομάζει. Αναδημιουργία. Η Θεοτόκος είναι η νέα Εύα και ο Κύριος με την γέννησή Του ο νέος Αδάμ, «πραγματικά νέος και δυνατός, ποτέ να μη παλιώνει και τον παλαιό Αδάμ στον Εαυτό του και διά του Εαυτού του αποκτά, και για πάντα θα τον συντηρεί νέο…» γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η ενσάρκωση του Θεού Λόγου, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, είναι μια ύψωση του ανθρώπου, μία θέωση της ανθρώπινης φύσης. Με την γέννηση του Χριστού φανερώνεται ο αληθινός και ολοκληρωμένος, «σώος» άνθρωπος. Είναι ακριβώς αυτό που λέει και ο Μ. Αθανάσιος για την ενανθρώπηση του Λόγου, η οποία παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο για την Δημιουργία του Θεού, την κτίση και τον άνθρωπο.  Η ενανθρώπηση του Χριστού οδηγεί στην θέωση τον άνθρωπο, «ο Λόγος ενανθρώπησε, για να θεοποιηθούμε εμείς», όπως με έμφαση θεολογεί. Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος θεός κατά Χάριν. Και συνεχίζει ο Μ. Αθανάσιος: «Γι’ αυτό λοιπόν, ο Λόγος του Θεού ήρθε με την θέλησή του, και ως εικόνα του Θεού Πατέρα του επανέφερε κοντά Του τον άνθρωπο, που και αυτός είναι εικόνα του Θεού… Γι’ αυτό το λόγο, όπως ήταν φυσικό, έλαβε θνητό σώμα για να εξαφανιστεί μαζί του και ο θάνατος και ν’ αναγεννηθούν και πάλι οι άνθρωποι, που είναι πλασμένοι «κατ’ εικόνα Θεού»… Και εάν προηγουμένως ίσχυε ο θάνατος, τώρα μετά τον ερχομό του Σωτήρος Χριστού και τον σωματικό του θάνατο και την Ανάστασή του ο θάνατος περιφρονείται. Έτσι, διά του θανάτου και την Ανάσταση του Χριστού δόθηκε σε όλους η αθανασία και με την ενανθρώπηση του Λόγου έγινε γνωστή η φροντίδα και η αγάπη του Θεού». Σκοπός δηλαδή της ενανθρωπήσεως είναι η θέωση και η χριστοποίηση του ανθρώπου. Με την ενανθρώπηση του Χριστού, αποκαλύπτεται στον άνθρωπο η αγάπη του Θεού. Οι άνθρωποι είδαμε τον Θεό. Τα Χριστούγεννα ο αόρατος βλέπεται, σωματικώς. Θριαμβευτικά διακηρύσσουν οι μαθητές του Χριστού, οι άγιοι Απόστολοι: «Αυτόν, τον προαιώνιο Θεό, τον έχουμε ακούσει με τα αυτιά μας, τον έχουμε δεί με τα μάτια μας, τον είδαμε καλά και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν (ακούμπησαν)»[11]. Επίσης, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος το εκφράζει με τη δική του θεολογική γλώσσα: «Ο άσαρκος σαρκούται. Ο Λόγος παχύνεται. Ο αόρατος οράται. Ο αναφής ψηλαφείται. Ο άχρονος άρχεται. Ο Υιός του Θεού Υιός ανθρώπου γίνεται»[12].
  Όσοι γεύτηκαν την λύτρωση, με αρχηγό την πανάχραντη του Χριστού Μητέρα και τους ποιμένες και τους μάγους, σκιρτούν από χαρά. Δεν χορταίνουν να ψάλλουν: «Η Γέννησίς Σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φώς το της γνώσεως»[13]. Η Γέννηση του Χριστού έλαμψε φώς στον κόσμο που ήταν στο σκοτάδι της αγνωσίας και της απιστίας. Η γνώση του Θεού είναι η αποκάλυψή Του στον κόσμο και την ιστορία, το να γνωρίσουμε τον Χριστό, να τον πιστέψουμε ότι Αυτός μόνο μπορεί να μας λυτρώσει από τις αμαρτίες μας, αυτή η γνώση είναι η πραγματική γνώση, είναι η θεογνωσία κατά τους Πατέρες. Είναι η θέωση. Ωστόσο, αυτή η γνώση δεν έχει καμία σχέση με την κοσμική γνώση των σοφών. Γνώση έχει και ο διάβολος, αλλά δεν έχει μετάνοια. Ο Θεός δεν θέλει μόνο γνώση, θέλει καθαρή καρδιά, θέλει μετάνοια. Αυτή την αλήθεια να την κρατήσουμε και να την διαδώσουμε. Γι’ αυτό είμαστε υπηρέτες της επι – κοινωνίας με τον Χριστό. Μιας επικοινωνίας που αρχίζει με την μετάνοια, προχωρεί με την αγάπη και φτάνει στην αφιέρωση, που όσο πιο βαθειά είναι, τόσο πιο καλή γίνεται, τόσο πιο άγια και τόσο πιο θεάρεστη. Η ενανθρώπηση του Χριστού, του Θεού, αφορά το νόημα και τον σκοπό της ύπαρξης και της ζωής μας. Ο Χριστός δεν κάνει μόνο άνθρωπο αληθινό τον ταπεινό οδοιπόρο της γής, αλλά τον αναγεννά και επιπλέον τον αναδεικνύει κατά Χάριν Θεό.
  Έρχεται ανάμεσά μας ο Χριστός, ως ένας από εμάς. Για να είναι πιο οικείος σ’ εμάς. Για να αισθανόμαστε ότι μας καταλαβαίνει καλύτερα και μπορούμε να Τον πλησιάζουμε ευκολότερα. Για να βρίσκουμε εύκολα πια στο πρόσωπό Του τον Θεό. Κι αυτό σημαίνει ότι μέσα στην Εκκλησία, μέσω των θείων Μυστηρίων, μπορούμε να γινόμαστε καινούργιοι άνθρωποι, να είμαστε κοινωνοί της δικής Του ζωής, να ζούμε την ίδια ζωή που έζησε Εκείνος. Έκλινε ουρανούς ο Θεός και κενώθηκε για να σαρκωθεί από άπειρη αγάπη και αγαθότητα προς τον άνθρωπο.
  Επίσης, οι άγιοι Πατέρες στις ομιλίες τους τονίζουν και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε η Θεοτόκος στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού της. Γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας την έχουν εξυμνήσει με τα θερμότερα λόγια. Η Μητέρα του Κυρίου, αυτή που γέννησε τον αληθινό Θεό, για εμάς τους ανθρώπους και για την δική μας σωτηρία. Η Θεοτόκος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μοναδικό γεγονός των αιώνων, το σωτήριο μυστήριο της ενσαρκώσεως. Και αυτό γιατί η ανθρώπινη φύση έπρεπε να προσφερθεί ελεύθερα, χωρίς καταναγκασμό στην κένωση της θεότητας και αποδοχή της σωτηρίας. Χρειάζεται δηλαδή η συνέργεια της κτίσεως. Αυτή την συνέργεια αποδέχθηκε το ανθρώπινο γένος στο πρόσωπο της Παναγίας όταν απάντησε στον Αρχάγγελο Γαβριήλ: «Ιδού η δούλη του Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»[14]. Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων λέει: «Παναγία μου Εσύ ξεπερνάς όλα τα δωρήματα που χάρισε ο Θεός στους ανθρώπους». Η Παναγία μεσιτεύει για εμάς, μας προστατεύει, μας δυναμώνει και μας οδηγεί να πάμε κοντά στον Χριστό για να σωθούμε. Κανείς δεν μπορεί να έρθει προς τον Θεό παρά μέσω Αυτής και του εξ’ Αυτής τεχθέντος μεσίτου Χριστού. Μέγιστη η σημασία λοιπόν, του προσώπου της Υπεραγίας Θεοτόκου ως Μητέρας όλης της ανθρωπότητας, ως εκείνης της μοναδικής ύπαρξης που άνοιξε τις πύλες του ουρανού για τον άνθρωπο και που τιμάται μέσω των εικόνων της απανταχού της γης.
  Η ημέρα των Χριστουγέννων είναι μία ημέρα χαράς, μία ημέρα αγάπης, μία ημέρα κοινωνικής και πνευματικής ανάτασης, είναι η γιορτή της απόλυτης μετοχής στην Χάρη και την ευλογία, την ζωή και την πραγμάτωση του αιώνιου Θεού. Εκεί που κανένας άνθρωπος δεν σκέφτηκε ποτέ να γεννηθεί και να σπαργανωθεί, εκεί, από απέραντη αγάπη και ταπείνωση, το έπραξε ο αιώνιος Θεός για να γίνει το αιώνιο πρότυπο του ανθρώπου. Συνεπώς, μόνο μέσα από αυτή την συγκατάβαση μπορεί ο άνθρωπος να βρει τον εαυτό του, να καταλάβει την ζωή, να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους, και να γίνει πραγματικά Ευλογία και Αγιασμός.  Η γιορτή των Χριστουγέννων είναι το ανείπωτο θαύμα της αγάπης που δεν γνωρίζει όρια, που δεν κοιτάει τον εαυτό της, που είναι βαθειά ανιδιοτελής και μεταφυσική. Έτσι λοιπόν, εκείνο που μπορούμε να προσφέρουμε εμείς ταπεινά στο Θεό, είναι να μιμηθούμε την αγάπη Του σε κάθε έναν από τους συνανθρώπους μας, παραβλέποντας το χρώμα του, την θρησκεία ή την πεποίθησή του. Κάθε άνθρωπος είναι αξία ανεπανάληπτη και μοναδική. Και είναι αξία για την οποία ο Θεός έγινε άνθρωπος. Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου, λέει: «Ο άνθρωπος πλάσθηκε για να δοξάζεται η εικόνα του Θεού». Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού (Χριστού) και τείνει προς το «καθ’ ομοίωσιν», να γίνει θεός κατά Χάριν. Αυτό όμως δεν μπορούσε να το επιτύχει ο άνθρωπος, αφού εξέπεσε από την αγάπη του Θεού και παράκουσε στο θέλημά Του. Αυτό το έργο επιτεύχθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού (Λόγου του Θεού) ενώθηκε υποστατικά η θεία με την ανθρώπινη φύση, και την θέωσε την ανθρώπινη φύση. Η ένωση είναι προσωπική και πραγματική. Ο Χριστός ανέπλασε τον άνθρωπο, τον αναγέννησε, πλέον αναμάρτητο και άφθαρτο. Πλέον, δεν χωρίζεται η ανθρωπότητα από τον Θεό. Όσες αμαρτίες και αν κάνει ο άνθρωπος, έχει ελπίδα σωτηρίας. Χάριν του Χριστού, ο Οποίος είναι ο μεσίτης προς τον Πατέρα αλλά και ο Θεός που συγχωρεί. Διά του Χριστού πηγαίνουμε στον Πατέρα έν Αγίω Πνεύματι.
  Για μας τους Χριστιανούς, τονίζει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, τους φωτισμένους και διαφωτισμένους με τον Χριστό, τα πάντα σε αυτό τον κόσμο έχουν νόημα και αξία εφόσον αποτελούν μέσον και οδό προς την αιωνιότητα. Επειδή εμείς, βλέπουμε εκείνο που δεν φαίνεται και ατενίζουμε το αόρατο. Ρυθμίζουμε όλη μας την ζωή μέσα στον χρόνο, με βάση εκείνο που είναι αιώνιο, το ανθρώπινο με βάση το Θεανθρώπινο. Ατενίζουμε δηλαδή τα πάντα υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, υπό το πρίσμα του Χριστού, αφού Εκείνος είναι ο αιώνιος Θεός και Κύριος. 
  Οι άγιοι Πατέρες λένε, ότι πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τα πνευματικά Χριστούγεννα. Να προετοιμαζόμαστε με προσευχή, νηστεία και μετάνοια, ώστε η καρδιά μας να γίνει ως άλλη φάτνη και να γεννηθεί μέσα στην ψυχή μας ο Χριστός. Στον άγιο Ιερώνυμο, ένα μοναχό που ζούσε χρόνια στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, στα τέλη της ζωής του εμφανίσθηκε ο Χριστός και του λέει, «Ιερώνυμε αυτά τα Χριστούγεννα τι δώρο θα μου κάνεις»; Απόρησε ο Ιερώνυμος, Κύριε λέει, εγώ ο αμαρτωλός τι δώρο μπορώ να σου προσφέρω; Όλα σου τα έχω δώσει, αλλά ό, τι κι αν μου ζητήσεις θα στο δώσω. Και του απαντάει ο Χριστός, «τις αμαρτίες σου Ιερώνυμε». Αν δεν κοιτάζουμε τις αμαρτίες μας, δεν μετανοούμε, αναγκαστικά ασχολούμαστε με τις αμαρτίες των άλλων συνανθρώπων μας. Ενώ πρέπει να ευγνωμονούμε τον Θεό και να Τον δοξολογούμε ακαταπαύστως όπως οι άγιοι άγγελοι. Με την μετάνοια συμφιλιωνόμαστε με τον Θεό και κατ’ επέκταση με τον συνάνθρωπο. Χωρίς την μετάνοια, την αλλαγή τρόπου ζωής, δεν μπορούμε να ενωθούμε με τον Χριστό, δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε με τον Θεό, διότι η αμαρτία βάζει φραγμό στο να επέμβει ο Θεός στην ζωή μας και να μας λυτρώσει. Το θέλημα του Θεού είναι η σωτηρία μας, αλλά κι εμείς πρέπει να συνεργήσουμε στην σωτηρία μας με την μετάνοια. Να το θελήσουμε ελεύθερα όπως η Παναγία και οι άγιοι της Εκκλησίας.
  Επί των ημερών μας είναι καταφανές, ότι η αδικία και η περιφρόνηση των ηθικών και πνευματικών αξιών επιβάλλουν στο κόσμο την ηθική εξαθλίωση και την πνευματική απογύμνωση των ανθρώπων. Όμως, η παρουσία του Χριστού σημαίνει τη νίκη κατά του σκότους και κατά της αμαρτίας. Επειδή ακριβώς το φώς της Βηθλεέμ διέλυσε το σκότος που κάλυπτε την γή και αυτό «φώς έκ φωτός έλαμψε τω κόσμω, Χριστός ο Θεός ημών»[15]. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από το φώς του Χριστού, όσα κι αν είναι τα φώτα της γής, για να φωτίζεται στη ζωή μας ο δρόμος της πίστης και της αγάπης προς τον Θεό, της ευσέβειας και των καλών έργων. Όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι ο παράδεισος.  Όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η κόλαση. Και κόλαση έγινε ο κόσμος. Γιατί όλοι, λίγο ή πολύ διώξαμε τον Χριστό μέσα από τις καρδιές μας. Κόλαση είναι η απουσία της θείας Χάριτος. Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, επισημαίνει: «Και ο παράδεισος και η κόλαση του ανθρώπου αρχίζουν εδώ από την γή, για να συνεχιστούν αιώνια στην άλλη ζωή. Ο παράδεισος είναι η αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Άμα ο άνθρωπος αισθάνεται εντός του τον Θεό, την θεία Χάρη Του, είναι ήδη στον παράδεισο, γιατί όπου είναι ο Θεός εκεί είναι και η Βασιλεία Του, εκεί και ο παράδεισος. Από τότε που ο Θεός Λόγος, ο Χριστός κατέβηκε στη γή και έγινε άνθρωπος, ο παράδεισος έγινε η αμεσότερη πραγματικότητα για την γή και τον άνθρωπο».
  Με τις θλίψεις του κόσμου που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται, από την πολυποίκιλη «κρίση των αξιών», να είμαστε βέβαιοι ότι με την Χάρη του Θεού, οι κάθε είδους κρίσεις που μαστίζουν το Γένος μας θα περάσουν σαν όνειρο. Δεν θα μας εγκαταλείψει ο Θεός στο έλεος της κρίσης, όταν κι εμείς όμως είμαστε ενωμένοι μαζί Του. Άλλωστε, έχουμε εμπειρία ως Έθνος και πειρασμών και κρίσεων και θλίψεων. Όλα στην ζωή μας αποβλέπουν στην χαρά. Ό, τι κάνουμε το κάνουμε για να χαρούμε. Όμως, η αληθινή και πραγματική χαρά στην ζωή μας είναι ο Χριστός. Τα φετινά Χριστούγεννα λοιπόν, να τα βιώσουμε με τον Χριστό. Με πίστη, ταπείνωση και μετάνοια. Να γευτούμε την λύτρωση και να σκιρτούμε από χαρά. Ν’ αντλήσουμε Χάρη από το σπήλαιο της Βηθλεέμ όπου γεννήθηκε το θείο Βρέφος, ώστε να αξιωθούμε κι εμείς αυτής της χαράς όπως οι άγιοι. Tης αγάπης, της ταπείνωσης του Χριστού και του αγιασμού της ψυχής μας.                                  

Ευλογημένα Χριστούγεννα


Πρεσβύτερος
Γεώργιος Δημητρόπουλος





[1] Ἡσ. θ΄, 5.
[2] Από τον εσπερινό της εορτής των Χριστουγέννων.
[3] Ψαλμ. 71, 7.
[4] Ησ. 9, 6.
[5] Λόγος ΛΗ’, Εις τα Θεοφάνεια, PG 36, 313A.
[6] Ματθ. 1, 21.
[7] Ακολουθία της Προθέσεως. «Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ανηρέθη η τυρρανίς, επατήθη η δύναμις του εχθρού’ ούτε γαρ άγγελος, ούκ άνθρωπος, αλλ’ αυτός ο Κύριος, έσωσας ημάς δόξα σοι.
[8] Ωδή θ’ από τις καταβασίες των Χριστουγέννων.
[9] Λόγος 45ος .
[10] Εφεσ. 2, 6-8.
[11] Α’ Ιωάν. 1, 1.
[12] ΕΠΕ 5, 38.
[13] Απολυτίκιο εορτής των Χριστουγέννων.
[14] Λουκ. 1, 38.
[15] Ύμνοι Χριστουγέννων και Θεοφανείων. Ήχος α’ Γερμανού Πατριάρχου. «Φώς έκ φωτός, έλαμψε τω κόσμω, Χριστός ο Θεός ημών, ο επιφανείς Θεός, τούτον λαοί προσκυνήσωμεν».

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΕΒΓΑΖΑΝ ΤΑ ΡΑΣΑ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ



  
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλία «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ»
τοῦ ἀειμνήστου μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτη)





λλὰ ἀδελφοί μου, ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου (τοῦ Θεολόγου) νὰ προσέξετε, διότι παρεμβάλλεται ἕνα ἐπεισόδιον τὸ ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς. Δυστυχῶς δὲν τὸ εἶχα προσέξει ἐνωρίτερον. Ἐὰν τὸ ἐπρόσεχα ἐνωρίτερον, ἄλλην τροπὴν θὰ ἔδινα εἰς τὸν ἀγῶνα. Διότι δυστυχῶς, ὑπάρχουν οἱ ψευτο-εὐλαβεῖς, ὑπάρχουν οἱ ψευτο-χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι λέγουν: «θὰ κολαστεῖς ἅμα φωνάξεις ἐναντίον τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων, θὰ πᾶς στὴν κόλαση». Ἐὰν τὸ ἤξερα τὸ ἐπεισόδιον αὐτὸ θὰ ἔδιδα ἄλλον σύνθημα, ἡρωϊκότερον ἀπὸ τὰ συνθήματα ποὺ ἐδώσαμεν. Ποιό, γιὰ ἀκούσατε.
Στὴν ἐποχὴ ποὺ εὑρίσκετο μέσα εἰς τὴν Κων/πολιν ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός, εὑρίσκετο ἕνα κάθαρμα (ἔτσι τὸ ὀνομάζει κι ὁ ἴδιος), κάθαρμα, κυνικὸν κάθαρμα. Φιλόσοφος ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ μιμηθεῖ τὸν Διογένη τὸν φιλόσοφον, ἀλλ’ ἀπεῖχε πολὺ τοῦ Διογένους τοῦ φιλοσόφου. Ὀνομάζετο Μάξιμος. Καὶ ὁ Μάξιμος αὐτός, περιβαλλόμενος ἀπὸ κόλακας καὶ διεφθαρμένους καὶ γυναίκας ἀκόμη, καλὰ καὶ σώνει ἤθελε νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως. Τί ἔκανε λοιπόν;
Ἄνευ ἐγκρίσεως τῆς πολιτείας, ἄνευ ἐγκρίσεως τοῦ αὐτοκράτορος, ἄνευ θελήσεως τοῦ λαοῦ προπαντός, ἐπῆγε καὶ μάζεψε μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ εἶχε, πῆγε κάτω στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάζεψε ἑφτὰ δεσποτάδες. Καὶ μιὰ ὡραία νύχτα, περάσανε τὰ Δαρδανέλια καὶ κρυφὰ-κρυφὰ τὴ νύχτα, τὰ καράβια τὰ αἰγυπτιακά, καὶ ἔρριψαν τὴν ἄγκυρα στὸν Βόσπορο. Κρυφά. Καὶ τὴν ἄλλην μέρα, εἶχαν σκοπὸ νὰ τὸν χειροτονήσουν σὲ μία Ἐκκλησία, Ἀρειανικὴν Ἐκκλησία παρακαλῶ.
Κανεὶς δὲν ἤξερε. Οὔτε ὁ αὐτοκράτορας, οὔτε ὁ Γρηγόριος, οὔτε ὁ λαός. Κανεὶς δὲν ἤξερε. Ἀλλ’ ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἐνδιαφέροντο. Καὶ ἀπὸ στόμα μιᾶς γυναικός, χριστιανῆς πιστῆς, ἐμάθανε ὅτι αὔριο χειροτονεῖται Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ὁ Μάξιμος, τὸν ὁποῖον θὰ χειροτονήσουν ἑφτὰ δεσποτάδες ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ὅταν τὸ μάθανε αὐτό, μαζεύτηκε ὅλος ὁ κόσμος· ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τοῦ μεγάλου Γρηγορίου (Θεολόγου), ὅλος ὁ λαὸς ὁ χριστιανικός. Πῆγαν μέσα. Οἱ Αἰγύπτιοι οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πληρωθεῖ γιὰ νὰ χειροτονήσουν, τὰ καθάρματα αὐτὰ τὰ αἰγυπτιακά, ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τὸν χειροτονήσουν.
Ἀλλὰ καθ’ ἣν στιγμὴ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ βάλλουν τὰ χέρια ἐπάνω στὸν Μάξιμο, τότε ἠκούσθη ὡς βροντὴ ἰσχυρὰ καὶ ἀστραπὴ κι ὡς σεισμός, ἠκούσθη ἡ φωνὴ «ἀνάξιος». «Ἀνάξιος». Φωνάξανε μία, ὁ λαός, φωνάξανε δύο. Εἶναι ὑποχρεωμένοι οἱ ἐπίσκοποι (σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό), νὰ σταματήσουν πάσα χειροτονία· ἐκτὸς ἐὰν οἱ ἐπίσκοποι θεωροῦν τὸ λαὸ ζῶα. Ἀλλὰ ὡς ζῶα μᾶς περνοῦνε. Λοιπόν, ἔπρεπε νὰ σταματήσει ἡ χειροτονία. Ἀλλὰ αὐτοὶ τίποτα ἀπολύτως. «Ἄστους νὰ φωνάζουν».
Ἀλλὰ (οἱ χριστιανοὶ τότε) δὲν ἦσαν σὰν τοὺς χριστιανοὺς τοὺς σημερινούς. Ὅταν εἶδαν ὅτι αὐτοὶ δὲν σταματούσανε κι ὅτι δὲν τοὺς ἐνδιέφερε τελείως (τί λέει ὁ λαός), καὶ ὅτι εἶχαν σκοπὸ ὁπωσδήποτε νὰ χειροτονήσουν αὐτὸν (τὸν Μάξιμο), ἐν μέσῳ φωνῶν καὶ κραυγῶν, τότε τί κάνουν; Ὁρμοῦν ἐπάνω, τοὺς ἁρπάζουν, τοὺς βγάζουν τὰ ἄμφια καὶ τοὺς κυνηγοῦν εἰς τοὺς δρόμους. Ναί, αὐτὸ κάνανε. Κι ἀναγκαστήκανε αὐτοὶ διωκόμενοι νὰ περιφέρονται ἐν μέσῳ τῶν δρόμων τῆς Κων/πόλεως καὶ νὰ πᾶνε, παρακαλῶ, σ’ ἕνα πλυσταριό, κι ἐκεῖ νὰ τελειώσει ἡ χειροτονία.
Ἐὰν ζοῦσε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἕνας ἀπὸ τοὺς ψευτοχριστιανοὺς τοῦ σημερινοῦ καιροῦ, κι ἔβλεπε τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Γρηγορίου νὰ κρατοῦν ρόκες καὶ ρόπαλα καὶ νὰ κυνηγοῦν τοὺς ἀναξίους καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ κρυφτοῦν στὰ πλυσταριά, θἄλεγε: «Πώ, πώ, τί φανατικοὶ ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί! Τί κακὸ μεγάλο κάνουν στὴν Ἐκκλησία! Τί σκάνδαλο μεγάλο κάνουν».
Ἀλλὰ δὲν ἦσαν ἔτσι οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι. Οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ἐνδιεφέροντο γιὰ τὴν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπὸ τὸ σπίτι των. Οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι εἶχαν πόθον ζωηρὸν νὰ δοῦν τὴν Ἐκκλησία τους ἀπηλαγμένην ἀπὸ ὅλα τὰ αἴσχη. Ἡ Ἐκκλησία ἐκείνη ἦταν φωνὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ λέγει «ἐποιήσατε τὸν οἶκον τοῦ Πατρός μου οἶκον ἐμπορίου».
Ναί, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔδρασαν τότε ἐκεῖνοι. Ἀλλὰ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τί κρίση ἔχεις ἐσύ, κύριε, ὁ ψευτοχριστιανὸς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἂν ἔρθω καὶ σπάσω ἕνα τζάμι τοῦ καταστήματός σου, θὰ μὲ κυνηγήσεις... Ἀλλὰ ἕνα τζάμι δὲν εἶναι τίποτα· ὅταν σπάζουν ἕνα τζάμι τοῦ καταστήματός σου ἐξανίστασαι, ἀλλ’ ὅταν βλέπεις τὴν Ἐκκλησίαν νὰ καταδυναστεύεται καὶ νὰ πυρπολεῖται καὶ νὰ καίεται, ἀδιαφορεῖς τελείως.
Ἀλλὰ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τί λέγουν οἱ σημερινοὶ ψευτοθεολόγοι..., μὲ ἐνδιαφέρει νὰ δεῖτε ποίαν κρίσιν ἐπάνω στὸ μεγάλο αὐτὸ ἐπεισόδιο ποὺ ἔγινε εἰς τὴν ἐποχὴ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, μὲ ἐνδιαφέρει νὰ δῶ πῶς τὸ κρίνει ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων Πατριαρχῶν τῆς συγχρόνου Ἐκκλησιας, ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως Βασίλειος ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος Ἐπίσκοπος τῆς Ἀγχιάλου (Βουλγαρίας). Ὁ Βασίλειος, λοιπόν, τὴν ἡμέραν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ἐξεφώνησε ἕνα περισπούδαστον λόγον καὶ ἐσχολίασε τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ Μαξίμου καὶ λέγει:
«Ἐὰν τὴν νύχτα ἐκείνη στὴν Κων/πολη δὲν σηκώνετο ὁ λαός, Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως δὲν θὰ ἦτο ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ἀλλὰ θὰ ἦτο ὁ Μάξιμος».
Μάλιστα· τοιοῦτος λαός, τοιοῦτοι Ἐπίσκοποι. Τοιοῦτος λαός, τοιοῦτοι Ἀρχιερεῖς... Δὲν πέφτουν ἀπὸ τὰ οὐράνια. Ἀγωνιστεῖτε νὰ ἀποκτῆστε Ἐπίσκοπο. Μὴ παραπονεῖσθε οὔτε ἐναντίον ἱερέων, οὔτε ἐναντίον Ἀρχιερέων, ἐὰν δὲν γίνεται ἀγωνισταὶ καὶ καταδιώξουμε ἀπεινῶς τὴν ἀγέλην αὐτήν, ἡ ὁποία ρημάζει τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ μας.
(Βλέπω) δὲν συμφωνεῖτε... Θὰ μείνουμε μόνοι ἀγωνιζόμενοι. Ἅμα δεῖτε ἐσεῖς δεσπότη μὲ κορῶνες, καὶ μὲ χρυσάφια καὶ μὲ μπαστοῦνες...
Δὲν εἶναι ἔτσι;

Ἀπομαγνητοφώνηση: Πατερικὴ Παράδοση

Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος συνεχίζει .....



«Τος δ λλο τι φρονοντας,
 ς λύμην ποπέμποισθε»
(Γρηγόριος Θεολόγος)
Πατριάρχης Βαρθολομαος συνεχίζει ὅπου βρεθεῖ κι ὅπου σταθεῖ νὰ «συμπροσεύχεται ἀδιαλείπτως» μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ν παναλαμβάνειπ δεκαετίες πλέον, τν πίστη του σὲ πολλὲς κκλησίες (ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο) ες Μίαν κκλησία, ἀλλὰ διηρημένη. (Τοῦτο μς διδάσκει κα στν λλάδα μαθητής του Μεσσηνίας Χρυσόστομος).


Τὸ διο πανέλαβε κα στν Σλοβακία, 28 Μαΐου 2013 (καὶ στὴν Τσεχία, φωτογραφία), πρὸς τος ντιπροσώπους το Ρωμαιοκαθολικο πισκοπικο Συμβουλίου κα τ μέλη το Οκουμενικο Συμβουλίου τς Σλοβακίας:
«Παρομοίως, α Χριστιανικα κκλησίαι, τς ποίας κπροσωπετε, σον περισσότερον γνωρίζουν ν μεταστρέφωνται ες τν γάπην το Θεο, τόσον περισσότερον θ δυνηθον ν κατανοήσουν μία τν λλην ν τ ληθεί» δι ν γίνει κκλησία, πως « Κύριος τς κκλησίας θέλει Μία, γία, Καθολική, νωμένη»!

Ο νοχλητικς λέξεις, πως πιστροφή, μετάνοια, ποκήρυξη τν πλανν, χουν διαγραφε π τ λεξιλόγιο το Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Πλασάρει, ὅμως, μιὰ διαστροφικὴ ἀγάπη, ποὺ οὔτε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι δίδαξαν. Μιὰν «ἀγάπη» κοσμική, διηρημένη κι αὐτή, ὅπως ἡ διηρημένη Ἐκκλησία ποὺ πρεσβεύει ὁ κ. Βαρθολομαῖος Ἀρχοντώνης, ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν μετάνοια, τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, τὴν Ἀλήθεια.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ταιριάζει ἀπόλυτα στὸ  αἱρετικὸ νέο "εὐαγγελικὸ" λόγο τῆς ὀλίγιστης ὁμάδος τοῦ Φαναρίου, ποὺ οἱ πολλοὶ Ἐπίσκοποι, μοναχοί, θεολόγοι ἐπιτρέπουν μὲ τὴν ἀνοχή τους νὰ δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι αὐτή -τὴν νέα διδαχή- ἐπιβάλλουν οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς μας, ἡ διάκριση καὶ ἡ οἰκονομία! Ὡσὰν ὁ Χριστὸς νὰ μὴ εἶναι "χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός"! Συγκοινωνοῦντες, ὅμως, μαζί τους καὶ μὴ τολμῶντες νὰ τοὺς ἀποδοκιμάσουν ὀνομαστικά, καὶ νὰ τοὺς ἐκδιώξουν, ὅπου κι ἂν παρουσιάζονται, τοὺς μεταμορφώνουν· κι αὐτοὶ οἱ ὀλίγιστοι καὶ αἱρετικοί, στὰ μάτια τοῦ λαοῦ φαίνονται πολλοὶ καὶ  ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ ὅ,τι κάνουν, τὸ κάνουν -τάχα- λόγῳ τῆς "ἀγάπης" καὶ τῶν νέων συνθηκῶν.
 Κα ὁ μὲν ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ ὁμάδα του τν δουλειά του κάνει. Κι ο πίσκοποι ποὺ ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὸ θρόνο τους, τὴ δουλειά τους κάνουν. Ο ὑπόλοιποι, μως, Ἐπίσκοποι, ὁ πιστὸς λαός, γιατί δν τὸν ἀποπέμπουν, δὲν τοὺς «ποπέμπουν», πως πρέπει ν κάνουν κατ τν διδασκαλία τς κκλησίας; Γιατί τοὺς ὑποδέχονται καὶ συλλειτουργοῦν μὲ αὐτούς;
Νά, τί συμβουλεύει, στ παρακάτω μικρ πόσπασμα, γιος Γρηγόριος θεολόγος: