Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Άγ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ:Λόγος απολογητικός προς εκείνους που κατηγορούν τις άγιες εικόνες

 



   
 ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ ΙΩΑΝΝΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
 ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ 
ΠΡΟΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ
ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Α'
     Θα έπρεπε βέβαια εμείς, συναισθανόμενοι πάντοτε την αναξιότητά μας, να σιωπούμε και να εξομολογούμαστε στο Θεό τις αμαρτίες μας, αλλά όταν όλα στον καιρό τους είναι καλά, επει­δή όμως βλέπω την Εκκλησία, την οποία ο Θεός έκτισε επάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών με ακρογωνιαίο λίθο το Χριστό τον Υιό του, να βάλλεται, σαν σε θαλάσσια φουρτούνα που υψώνεται με αλλεπάλληλα κύματα, και να ανα­κατώνεται και να αναταράσσεται από τη βίαιη πνοή των πονη­ρών πνευμάτων, και το χιτώνα του Χριστού, τον υφασμένο με τη χάρη του Θεού, αυτόν που οι απόγονοι των ασεβών θέλουν με αυθάδεια να κομματιάσουν, τον βλέπω να σχίζεται, και το σώμα του, δηλαδή τον λαό του Θεού και τη θεοπαράδοτη από παλιά διδασκαλία της Εκκλησίας να κατακερματίζεται σε διά­φορες δοξασίες, γι' αυτό θεώρησα πως δεν είναι σωστό να σιω­πώ και να δέσω τη γλώσσα μου, φέροντας στη σκέψη μου την απόφαση που απειλεί λέγοντας· αν υποχωρήσεις, δεν θα έχεις την επιδοκιμασία μου1, και αν δεις το φονικό μαχαίρι να πλησιάζει και δεν ειδοποιήσεις τον αδελφό σου, θα ζητήσω το αίμα του από σένα2. Επειδή λοιπόν με τάρασσε αφόρητος φό­βος, αποφάσισα να μιλήσω, χωρίς να υπολογίσω μπροστά στην αλήθεια το μεγαλείο των βασιλέων γιατί άκουσα τον θεοπάτορα Δαβίδ να λέει, μιλούσα μπροστά σε βασιλείς και δεν ντρεπόμουνα3, και μάλιστα κεντριζόμουνα από αυτό ακόμα πιο πολύ να μιλήσω. Γιατί είναι φοβερό πράγμα ο λόγος του βασι­λιά που καταδυναστεύει τους υπηκόους, και είναι ανέκαθεν λί­γοι εκείνοι που περιφρόνησαν τα βασιλικά διατάγματα, όσοι δηλαδή γνωρίζουν ότι ο επίγειος βασιλιάς εξουσιάζεται από το Θεό και ότι οι νόμοι είναι ισχυρότεροι των βασιλέων.
2 Πριν από όλα, αφού στερέωσα στο λογισμό, σαν σε κάποια καρίνα ή θεμέλιο, τη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής παραδό­σεως, με την οποία είναι φυσικό να εξασφαλίζεται η σωτηρία, άνοιξα τη βαλβίδα του λόγου και σαν άλογο καλά χαλιναγωγη­μένο το παρακίνησα να ξεκινήσει από την αφετηρία. Γιατί πραγματικά νόμισα πως είναι πάρα πολύ φοβερό η Εκκλησία που λάμπει με τόσα προτερήματα και είναι στολισμένη με τις θεοδίδακτες παραδόσεις των ευσεβέστατων πατέρων να επι­στρέφει στα φτωχά πράγματα, επειδή φοβάται εκεί που δεν υπάρχει φόβος, και, σαν να μη έχει γνωρίσει τον αληθινό Θεό, να παίρνει τον κατήφορο της ειδωλολατρίας και να εγκαταλεί­πει την τελειότητα για ασήμαντες αφορμές, σαν να έχει ένα μι­κρό ψεγάδι σ' ένα ωραιότατο πρόσωπο που με την αδιόρατη παρεμβολή του καταστρέφει το σύνολο της ομορφιάς. Γιατί το μικρό δεν είναι μικρό, όταν προξενεί μεγάλο κακό, όπως δεν εί­ναι μικρό ψεγάδι το να ανατραπεί η θεοδίδακτη παράδοση της Εκκλησίας, πράγμα που καταδίκασαν οι προηγούμενοι οδηγοί μας, των οποίων είναι χρέος μας, αφού εξετάσουμε καλά την πολιτεία τους, να μιμούμαστε την πίστη τους4.
3 Παρακαλώ λοιπόν θερμά πρώτα τον παντοκράτορα Κύριο, μπροστά στον οποίο όλα είναι γυμνά και ολοφάνερα, προς τον οποίο απευθύνεται ο λόγος μου και ο οποίος γνωρίζει στην πε­ρίπτωση αυτή την καθαρότητα της ταπεινής μου γνώμης και την ειλικρίνεια του σκοπού μου, να μου δώσει λόγο με το άνοιγμα του στόματός μου, και αφού πάρει στα χέρια του τα χα­λινάρια του νου μου να τον αποσπάσει προς τον εαυτό του, για να τραβήξω το δρόμο μπροστά και ίσια, χωρίς να παρεκκλίνω προς εκείνα που νομίζονται καλά ή όσα είναι γνωστά ως ολότε­λα εσφαλμένα. Έπειτα παρακαλώ όλο το λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, το βασίλειο ιεράτευμα, μαζί με τον καλό ποιμένα του λογικού ποιμνίου του Χριστού, ο οποίος απεικονίζει στον εαυτό του την ιεραρχία του Χριστού, να δεχθούν με αγαθή διά­θεση το λόγο μου, χωρίς να δίνουν σημασία στην ελάχιστη αξία του, ή να αναζητούν ευστροφία λόγων, γιατί σ' αυτά δεν είμαι ειδήμων ο φτωχός εγώ, αλλά να ζητούν τη δύναμη των νοημάτων (γιατί η βασιλεία των ουρανών δεν είναι θέμα λό­γων, αλλά δυνάμεως5)· άλλωστε σκοπός μου δεν είναι να νική­σω, αλλά να απλώσω χέρι στην αλήθεια που πολεμείται, χέρι δυνάμεως που το απλώνει η αγαθή διάθεση. Αφού λοιπόν επι­καλέσθηκα ως βοηθόν την ενυπόστατη αλήθεια, θα αρχίσω από εδώ το λόγο μου.
Γνωρίζω εκείνον που αδιάψευστα είπε ο Κύριος ο Θεός είναι ένας Κύριος6, και τον Κύριο το Θεό σου θα προσκυνάς και μόνο αυτόν θα λατρεύεις7, και δε θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί8, και δε θα κατασκευάσεις κανένα γλυπτό ομοίω­μα, από όσα υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γή9, και να είναι ντροπιασμένοι όλοι όσοι προσκυνούν τα αγάλμα­τα10 και να εξαφανισθούν οι θεοί, που δεν δημιούργησαν τον ουρανό και τη γή11 και όλα όσα κατά τον ίδιο τρόπο τα παλιά χρόνια είπε ο Θεός στους πατέρες και στους προφήτες και στις τελευταίες μέρες είπε σε μας με το μονογενή του Υιό, με τον οποίο δημιούργησε και το σύμπαν12. Γνωρίζω εκείνον που είπε˙ αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό και τον Ιησού Χριστό που έστειλες13. Πιστεύω σε ένα Θεό, μια αρχή των όλων, άναρχο, άκτιστο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο και αΐδιο, ακατάληπτο, ασώματο, αόρατο, απε­ρίγραπτο, ασχημάτιστο, μια ουσία υπερούσια, υπέρθεη θεότη­τα, σε τρεις υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και αυτόν μόνο λατρεύω και σ αυτόν μόνο προσφέρω τη λα­τρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μια θεότητα, αλλά λατρεύω και τρεις υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, ένα Θεό.
4 Δεν προσκυνώ την κτίση αντί για τον κτίστη, αλλά προ­σκυνώ τον κτίστη που κτίσθηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί, για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό της θείας φύσεως14. Μαζί με το βασιλιά και Θεό προσκυνώ και την αλουργίδα του σώματος15, όχι σαν ένδυμα ούτε σαν τέταρτο πρόσωπο (μακριά μια τέτοια βλασφημία), αλλά ως ομόθεη που διετέλεσε και έγινε, όπως και αυτό το ίδιο που την έχρισε, αμε­τάβλητη. Γιατί δεν έγινε θεότητα η φύση της σάρκας, αλλά όπως ακριβώς ο Λόγος έγινε σάρκα χωρίς να υποστεί τροπο­ποίηση και παρέμεινε ο,τι ήταν και πριν, έτσι και η σάρκα έγι­νε Λόγος χωρίς να χάσει αυτό ακριβώς που είναι, ταυτιζόμενη βέβαια με το Λόγο κατά την υπόσταση. Γι' αυτό παίρνω το θάρρος και εικονίζω τον αόρατο Θεό, όχι ως αόρατο, αλλά ως ορατόν που έγινε για μας προσλαμβάνοντας σάρκα και αίμα. Δεν εικονίζω την αόρατη θεότητα, αλλά εικονίζω τη σάρκα του Θεού που έγινε ορατή. Γιατί, αν είναι αδύνατο να εικονίσεις την ψυχή, πόσο μάλλον το Θεό που έδωσε στην ψυχή την άυλη ιδιότητα;
Αλλά λένε είπε ο Θεός μέσω του νομοθέτη Μωϋσή· τον Κύριο το Θεό σου να προσκυνάς και αυτόν μόνο να λατρεύ­εις16 και να μη κατασκευάσεις κανένα ομοίωμα από αυτά που υπάρχουν στον ουρανό και στη γή17.
5 Αδελφοί, πραγματικά πλανιώνται όσοι δε γνωρίζουν τις Γραφές, ότι δηλαδή το γράμμα νεκρώνει, ένώ το πνεύμα ζωο­ποιεί18, όσοι δεν ερευνούν το πνεύμα που κρύβεται κάτω από το γράμμα. Προς αυτούς θα άξιζε να πω εκείνος που σας δίδα­ξε αυτό, ας σας διδάξει και το επόμενο. Μάθε λοιπόν ότι κάπως έτσι τα ερμηνεύει ο νομοθέτης στο Δευτερονόμιο λέγοντας και μίλησε ο Κύριος σε μας μέσα από τη φωτιά˙ ακούσατε τη φωνή των λόγων, αλλά δεν είδατε ομοίωμα, παρά μόνο φωνή19. Και λίγο παρακάτω˙ και φυλάξετε καλά τις ψυχές σας, επειδή δεν είδατε ομοίωμα την ημέρα που σας μίλησε ο Κύριος στο όρος Χωρήβ μέσα από τη φωτιά, για να μη παρανομήσετε και κατα­σκευάσετε για τον εαυτό σας κανένα γλυπτό ομοίωμα, κανενός είδους εικόνα, κανένα ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού, κανένα ομοίωμα ζώου από αυτά που υπάρχουν πάνω στη γη, κανένα ομοίωμα φτερωτού αρπακτικού20 και τα λοιπά, και ύστερα από μερικά˙ ούτε ποτέ, κοιτάζοντας τον ουρανό και βλέποντας τον ήλιο και το φεγγάρι και τα αστέρια και όλη την ομορφιά του ουρανού, να παρασυρθείς και να τα προσκυνήσεις αυτά και να τα λατρεύσεις21.
6 Βλέπεις πως ένας είναι ο σκοπός, να μη λατρεύσουν την κτίση αντί για τον κτίστη, ούτε να της προσφέρουν λατρευτική προσκύνηση, παρά μόνο στο δημιουργό. Γι αυτό παντού συν­δυάζει τη λατρεία με τη προσκύνηση. Λέει λοιπόν πάλι˙ δε θα υπάρχουν για σένα θεοί άλλοι εκτός από μένα. Δε θα κάνεις για τον εαυτό σου κανένα γλυπτό ούτε κανένα ομοίωμα, δεν θα τα προσκυνάς αυτά, ούτε θα τα λατρεύεις, γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας22, και πάλι να γκρεμίσετε τους βωμούς τους και να θρυμματίστε τις στήλες τους και τα ιερά άλση τους23 να τα ξεριζώσετε και τα αγάλματα των θεών τους να τα κάψετε στη φωτιά γιατί δε θα προσκυνήσετε άλλο θεό24. Και λίγο παρακάτω˙ και θεούς χυτούς δε θα κάνεις για τον εαυτό σου25.
7 Βλέπεις ότι εξαιτίας της ειδωλολατρίας απαγορεύει την ει­κονογραφία και ότι είναι αδύνατο να εικονίζεται ο άποσος και απερίγραπτος και αόρατος Θεός. Διότι δεν έχετε δει την όψη του26, λέει, όπως είπε και ο Παύλος όταν στάθηκε στη μέση του Αρείου Πάγου αφού λοιπόν είμαστε γενιά του Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η θεότητα είναι όμοια με χρυσάφι ή με ασήμι ή με πέτρα, με χάραγμα της τέχνης και της φαντασίας του άνθρωπου27.
8 Επομένως αυτά είχαν νομοθετηθεί για τους Ιουδαίους που εύκολα γλιστρούσαν προς την ειδωλολατρία εμείς όμως, για να μιλήσουμε θεολογικά, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να αποφύγουμε την πλάνη της δεισιδαιμονίας και να πλησιάσουμε καθαρά το Θεό, να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια και να λα­τρεύουμε μόνο το Θεό, να αποκτήσουμε την τελειότητα της θε­ογνωσίας και, αφού ξεφύγουμε από τη νηπιακή κατάσταση, να φτάσουμε να γίνουμε τέλειοι άνδρες28, δε βρισκόμαστε πια κάτω από την κηδεμονία παιδαγωγού29, αφού πήραμε από το Θεό τη διακριτική ικανότητα και γνωρίζουμε τι είναι αυτό που εικονίζεται και τι είναι αυτό που δεν μπορεί να περιγραφεί με εικόνα. Γιατί λέει˙ δεν έχετε δει την όψη του30. Πόσο μεγάλη είναι η σοφία του νομοθέτη! Πως να εικονισθεί το αόρατο; πως να παρασταθεί το απερίγραπτο; πως να ζωγραφισθεί αυτό που δεν έχει ποσότητα, όγκο και όρια; πως να αποδοθεί ο χαρακτή­ρας αυτού που δεν έχει μορφή; πως να παρασταθεί με χρώματα το ασώματο;
Τι είναι λοιπόν αυτό που αποκαλύπτεται με αινιγματικό τρόπο; Είναι φανερό πως λέει· Όταν βλέπεις ο ασώματος να γίνεται άνθρωπος για σένα, τότε μπορείς να κάνεις την εικόνα της ανθρώπινης μορφής όταν ο αόρατος γίνεται ορατός κατά τη σάρκα, τότε να απεικονίσεις το ομοίωμα αυτού που φανερώ­θηκε˙ όταν ο ασώματος και ασχημάτιστος και άποσος και άπει­ρος και πέρα από κάθε μέγεθος με την υπεροχή της φύσεως του, αυτός που, ενώ υπάρχει με μορφή Θεού31, παίρνοντας μορφή δούλου, με αυτή τη μορφή περιορίζεται σε όρια ποσού και μέτρου και αποκτά χαρακτηριστικά σώματος, τότε σχεδίαζε τον σε πίνακες και βάλε τον να τον βλέπουν, αυτόν που καταδέ­χτηκε να γίνει ορατός. Ζωγράφιζε την ανέκφραστη συγκατάβα­ση του, τη γέννηση του από την Παρθένο, τη βάπτιση του στον Ιορδάνη, τη μεταμόρφωση του στο Θαβώρ, τα πάθη του που παρέχουν απάθεια, τα θαύματα, τα σύμβολα της θείας φύσεως του, τα οποία πραγματοποιούνται με θεϊκή ενέργεια μέσα από την ενέργεια της σάρκας, το σωτήριο σταυρό, την ταφή, την ανάσταση, την ανάληψη στους ουρανούς. Όλα να τα ιστορείς με λόγο και με χρώματα. Μη φοβάσαι, μη διστάζεις˙ γνωρίζω τη διαφορά που υπάρ­χει ανάμεσα στη μια προσκύνηση από την άλλη. Κάποτε ο Αβραάμ προσκύνησε τους υιούς του Εμμώρ32, όταν αγόρασε τη διπλή σπηλιά για να τη χρησιμοποιήσει ως τάφο, άνδρες ασε­βείς που είχαν άγνοια του αληθινού Θεού. Ο Ιακώβ προσκύνη­σε τον αδελφό του Ησαύ33 και τον Φαραώ34, άνδρα Αιγύπτιο, αλλά προσκύνησε ακόμα και την άκρη του μπαστουνιού του Ιωσήφ35 όμως προσκύνησαν, αλλά δεν λάτρευσαν. Προσκύνη­σαν και ο Ιησούς του Ναυή36 και ο Δανιήλ37 άγγελο του Θεού, αλλά δεν τον λάτρευσαν. Γιατί άλλο πράγμα είναι η λατρευτική προσκύνηση και άλλο εκείνη που προσφέρεται τιμητικά σ' εκείνους που υπερέχουν σε κάποιο αξίωμα.
9 Αλλά επειδή μιλάμε για την εικόνα και την προσκύνηση, ας κάνουμε γι' αυτά μερικές διευκρινίσεις. Η εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα που φέρει τα χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου, με κά­ποια διαφορά όμως προς αυτό. Γιατί η εικόνα δεν είναι όμοια εξ ολοκλήρου προς το αρχέτυπο. Εικόνα λοιπόν ζωντανή, φυσι­κή και απαράλλακτη του αόρατου θεού38 είναι ο Υιός, ο οποίος φέρει στον εαυτό του ολόκληρο τον Πατέρα και ταυτίζεται εξ ολοκλήρου προς αυτόν, διαφέροντας μόνο ως προς το αιτιατό. Γιατί αίτιο φυσικό είναι ο Πατέρας, ενώ αιτιατό ο Υιός επειδή δεν προέρχεται ο Πατέρας από τον Υιό, αλλά ο Υιός από τον Πατέρα. Από αυτόν έξαλλου έχει την ύπαρξη, αν και όχι ύστε­ρα από αυτόν, πράγμα που σημαίνει τον γεννήτορα Πατέρα.
10 Υπάρχουν όμως και στο Θεό εικόνες και παραδείγματα, όσων πρόκειται να γίνουν από αυτόν, δηλαδή η προαιώνια και πάντοτε αμετάβλητη βούληση του. Γιατί το θείο είναι κατά πά­ντα άτρεπτο και δεν υπάρχει σ' αυτό καμμιά μεταβολή ή σκιά μετατροπής39. Αυτές τις εικόνες και τα παραδείγματα ονομάζει προορισμούς ο άγιος Διονύσιος, ο σπουδαίος γνώστης των θείων πραγμάτων, ο οποίος μαζί με το Θεό μελέτησε τα σχετι­κά με το Θεό πράγματα. Γιατί στη βούληση του Θεού ήταν αποτυπωμένα και απεικονισμένα όλα όσα είχαν προορισθεί από αυτόν, πριν από τη δημιουργία, και θα γίνονταν οπωσδήποτε, ακριβώς όπως κάποιος που θέλει να κτίσει ένα σπίτι, συλλαμ­βάνει πρώτα και ζωγραφίζει το σχέδιο στο μυαλό του40.
11 Υπάρχουν επίσης και εικόνες των αοράτων και ατύπωτων πραγμάτων, τα οποία αποτυπώνονται σωματικά για να κατανοη­θούν αμυδρά. Άλλωστε και η θεία Γραφή παρουσιάζει το Θεό και τους αγγέλους με τύπους, και ο ίδιος θειος άνδρας41, ερμη­νεύοντας την αιτία αυτού του πράγματος, λέει ότι δικαιολογη­μένα προβάλλονται οι τύποι των ατύπωτων και τα σχήματα των ασχημάτιστων, χωρίς να ισχυρίζεται κανείς ότι μόνη αιτία είναι η δική μας αναλογία που δεν μπορεί να ανάγεται άμεσα προς τις νοητές θεωρίες και έχει ανάγκη από γνώριμες και προσαρ­μοσμένες στη φύση μας αναγωγές. Αφού λοιπόν ο θείος Λό­γος, φροντίζοντας για τη δική μας αναλογία και θέλοντας από παντού να βοηθήσει την αναγωγική μας ικανότητα, παρουσιά­ζει ακόμα και τα απλά και ατύπωτα με κάποιους τύπους, πως να μη εξεικονίσει αυτά που έχουν πάρει σχήματα ανάλογα προς τη δική μας φύση και τα ποθούμε βέβαια, αλλά δεν μπορούμε να τα δούμε επειδή δεν είναι ορατά; Γιατί με την αίσθηση σχημα­τίζεται κάποια εικόνα στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου και από εκεί διοχετεύεται στη λειτουργία της κρίσης και αποθη­κεύεται στη μνήμη. Και ο θεολόγος Γρηγόριος λέει ότι, αν και καταβάλλει πολλές προσπάθειες ο νους, αδυνατεί να βγει έξω από τα σωματικά όρια42, αλλά και τα αόρατα του Θεού, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, γίνονται ορατά κατανοούμενα μέσω των δημιουργημάτων43. Γιατί βλέπουμε στα κτί­σματα εικόνες οι όποιες μας φανερώνουν αμυδρά τις θειες ανταύγειες όπως όταν λέμε ότι η αγία Τριάδα, η ύπεράρχια, ει­κονίζεται με τον ήλιο και το φως και τις ακτίνες· η με την πηγή που αναβλύζει και με το νάμα που πηγάζει και με τη ροή η με το δικό μας νου και το λόγο και το πνεύμα, η μεν την τριαντα­φυλλιά, το τριαντάφυλλο και την ευωδιά.
12 Εικόνα επίσης λέγεται και εκείνη που σκιαγραφεί συμβο­λικά όσα θα γίνουν στο μέλλον44, όπως η κιβωτός45 και η ρά­βδος46 και η στάμνα47 συμβολίζουν την αγία Παρθένο και Θεο­τόκο, και όπως το φίδι48 συμβολίζει εκείνον που με το σταυρό κατάργησε το δάγκωμα του αρχέκακου φιδιού, και η θάλασ­σα49, το νερό και η νεφέλη50 το πνεύμα του βαπτίσματος51.
13 Ακόμα, εικόνα λέγεται των γεγονότων η μνήμη ενός θαύ­ματος ή κάποιας τιμής ή αισχύνης ή αρετής ή κακίας, για τη μελλοντική ωφέλεια των θεατών, με σκοπό να αποφεύγουμε τα κακά και να μιμηθούμε τις αρετές. Η εικόνα αυτή γίνεται με δύο τρόπους, με το λόγο που γράφεται στα βιβλία, όπως ο Θεός χάραξε τον νόμο στις πλάκες52, και έδωσε εντολή να αναγρά­φουν οι βίοι των θεοφιλών ανδρών, και με αισθητή θέα, όπως έδωσε εντολή να τοποθετηθούν μέσα στην κιβωτό η στάμνα και η ράβδος για ανάμνηση. Έτσι και εμείς τώρα παριστάνου­με τις εικόνες των γεγονότων και τις αρετές. Ή εξαφάνισε λοι­πόν κάθε εικόνα και θέσπιζε νόμους αντίθετους προς εκείνον που πρόσταξε να γίνονται οι εικόνες, ή να δέχεσαι κάθε εικόνα σύμφωνα με το λόγο και τον τρόπο που ταιριάζει στην κάθε μια. Αφού λοιπόν αναφέραμε τους τρόπους της εικόνας, ας μι­λήσουμε και για την προσκύνηση.
14 Η προσκύνηση είναι σύμβολο ταπείνωσης και τιμής.
Αλλά και αυτής γνωρίσαμε διάφορες μορφές· πρώτη τη λα­τρευτική προσκύνηση που προσφέρουμε μόνο στον κατά φύση προσκυνητό Θεό. Έπειτα την προσκύνηση που, εξαιτίας του κατά φύση προσκυνητού Θεού, προσφέρουμε στους φίλους και τους λειτουργούς του, όπως ο Ιησούς του Ναυή53 και ο Δανι­ήλ54 προσκύνησαν τον άγγελο, ή στους τόπους του Θεού, όπως λέγει ο Δαβίδ˙ να προσκυνήσουμε τον τόπο όπου στάθηκαν τα πόδια του55, ή στα αφιερώματα του Θεού, όπως όλος ο Ισραήλ προσκυνούσε τη σκηνή και το ναό της Ιερουσαλήμ περικυ­κλώνοντας τον και πηγαίνοντας σ' αυτόν για προσκύνηση από όλα τα μέρη ακόμα και τώρα, ή στους άρχοντες που ορίστηκαν από αυτόν, όπως ο Ησαύ56 ως μεγαλύτερο αδελφό του, που τον κατέστησε ο Θεός, και τον Φαραώ57. Γνωρίζω και την τιμητική προσκύνηση που απονέμεται μεταξύ των ανθρώπων, όπως έκα­νε ο Αβραάμ στους γιους του Εμμώρ59. Ή απόρριψε λοιπόν κάθε προσκύνηση, ή να τις δέχεσαι όλες με τον οφειλόμενο λόγο και τρόπο.
15 Απάντησε λοιπόν στην ερώτηση μου˙ είναι ένας Θεός ο Θεός; Ναι θα μου πεις, όπως νομίζω, ένας νομοθέτης. Τι λοι­πόν, νομοθετεί τα αντίθετα; Γιατί τα χερουβίμ δεν είναι βέβαια έξω από την κτίση. Γιατί λοιπόν προστάζει να σκεπάζουν το ίλαστήριο60 σκαλιστά χερουβίμ κατασκευασμένα από χέρια αν­θρώπων61; Ή είναι φανερό, ότι είναι αδιανόητο να κάνουμε ει­κόνα του Θεού, επειδή είναι απερίγραπτος και ασχημάτιστος, ή κάποιου άλλου ως Θεού, για να μη προσκυνείται η κτίση λα­τρευομένη ως Θεός. Ενώ την εικόνα των χερουβίμ, που είναι περιγραπτά και παρίστανται με δουλοπρέπεια στο θρόνο του Θεού, προστάζει να την κάνουμε για να σκεπάζει με δουλοπρέ­πεια το ιλαστήριο· γιατί έπρεπε η εικόνα των θείων μυστηρίων να επισκιάζεται με την εικόνα των ουράνιων λειτουργών. Τι λες πάλι για την κιβωτό, τη στάμνα, το ιλαστήριο; Δεν είναι χειρο­ποίητα; Δεν είναι έργα ανθρώπινων χεριών; Δεν είναι κατα­σκευασμένα από ευτελή, όπως λες εσύ, ύλη; Τι ήταν και η σκηνή ολόκληρη; Δεν ήταν εικόνα; Δεν ήταν σκιά και προεικόνιση; Λέει λοιπόν ο θείος απόστολος αναφερόμενος στους ιε­ρείς του νόμου· εκείνοι λατρεύουν τα επουράνια με προεικονίσεις και σκιά, σύμφωνα με την εντολή που πήρε ο Μωυσής από το Θεό για να κατασκευάσει τη σκηνή. Γιατί λέει, Πρόσεξε, να τα κάνεις όλα σύμφωνα με τον τύπο που σου υποδείχθηκε στο όρος62. Όμως ο νόμος δεν ήταν εικόνα, αλλά ένα προσχέδιο εικόνας· λέει λοιπόν ο ίδιος απόστολος· αφού ο νόμος είναι η σκιά των μελλοντικών αγαθών και όχι η ίδια η εικόνα των πραγμάτων63. Εάν λοιπόν ο νόμος απαγορεύει τις εικόνες, ενώ ο ίδιος είναι ένα προσχέδιο εικόνας, τι θα πούμε; Αν η σκηνή είναι σκιά και προτύπωση τύπου, πως προστάζει ο νόμος να μη εικονογραφούμε; Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, δεν είναι, αλλά υπάρχει οπωσδήποτε καιρός για το κάθε πράγμα64.
16 Στα παλιά χρόνια ο Θεός, ο ασώματος και ασχημάτιστος, δεν εικονιζόταν καθόλου. Τώρα όμως, επειδή ο Θεός φανερώ­θηκε με σάρκα και επικοινώνησε με τους ανθρώπους, απεικονί­ζω το ορατό του Θεού. Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον δημιουργό της ύλης, αυτόν που έγινε ύλη για μένα και κα­ταδέχτηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και πραγματοποίησε τη σωτηρία μου μέσω της ύλης, και δεν θα παύσω να σέβομαι την ύλη, με την οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου. Τη σέβομαι όμως όχι ως Θεό μακριά μια τέτοια βλασφημία· πως άλλωστε θα μπορούσε, αυτό που δημιουργήθηκε εκ του μηδε­νός, να είναι Θεός; αν και το σώμα του Θεού είναι Θεός, αφού, με την υποστατική ένωση, έγινε αμετάβλητα δ,τι ακριβώς είναι και αυτό που το έχρισε, αλλά και παρέμεινε αυτό που ήταν κατά τη φύση του, σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή, η οποία έλαβε αρχή, και δεν είναι άκτιστη.
Αλλά και την υπόλοιπη ύλη, με την οποία συντελέσθηκε η σωτηρία μου, την σέβομαι και την υπολήπτομαι, ως φορέα θείας ενέργειας και χάριτος. Ή μήπως δεν είναι ύλη το ξύλο του σταυρού το τρισευτυχισμένο και τρισμακάριστο; Ή μήπως δεν είναι ύλη το σεβάσμιο και άγιο όρος, ο τόπος του Γολγοθά; Ή μήπως δεν είναι ύλη η ζωοδότρια και ζωογόνος πέτρα, ο άγιος τάφος, η πηγή της αναστάσεως μας; Ή δεν είναι ύλη το μελάνι και τα πανάγια βιβλία των ευαγγελίων; Ή δεν είναι ύλη η ζωογόνος τράπεζα, που μας χορηγεί τον άρτο της ζωής; Ή δεν είναι ύλη το χρυσάφι και το ασήμι, από τα οποία κατα­σκευάζονται σταυροί και πίνακες και αγγεία; Ή μήπως πριν από όλα αυτά το σώμα και το αίμα του Κυρίου μου; Ή κατάρ­γησε λοιπόν το σεβασμό και την προσκύνηση όλων αυτών, η υποτάξω στην εκκλησιαστική παράδοση και στην προσκύνηση των εικόνων του Θεού και των φίλων του, οι οποίοι αγιάζονται με το όνομα του Θεού και εξαιτίας αυτού επισκιάζονται με τη χάρη του θείου Πνεύματος.
Μη κατηγορείς την ύλη· δεν είναι άξια περιφρονήσεως. Γιατί τίποτε από όσα έγιναν από το Θεό δεν είναι άξιο περι­φρονήσεως· αυτό είναι δοξασία των Μανιχαίων. Άτιμο είναι μόνο ο,τι δεν προήλθε από το Θεό, αλλά είναι δική μας εφεύρε­ση, που οφείλεται στην αυτεξούσια παρέκκλιση και ροπή του θελήματος μας από το κατά φύση στο παρά φύση, δηλαδή η αμαρτία. Εάν εξαιτίας του νόμου ατιμάζεις τις εικόνες και τις απαγορεύεις, επειδή είναι κατασκευασμένες από ύλη, πρόσεξε τι λέει η Γραφή· και μίλησε ο Κύριος στο Μωυσή και είπε· να, κάλεσα ονομαστικά τον Βεσελεήλ το γιο του Ορεί, που εί­ναι γιος του Ωρ, από τη φυλή του Ιούδα. Και τον γέμισα με θείο πνεύμα σοφίας, σύνεσης και γνώσης, ώστε σε κάθε έργο να σκέπτεται και να αρχιτεκτονεί και να επεξεργάζεται το χρυσάφι και το ασήμι και τον χαλκό και τα διάφορα είδη χρωμά­των, το γαλάζιο, το βαθύ κόκκινο και το κόκκινο το γνεσμένο και το βυσσινί το κλωσμένο και τα λαξευμένα λιθάρια και τις ξύλινες κατασκευές και να κάνει όλα τα έργα εγώ λοιπόν έδω­σα αυτόν και τον Ελιάβ, το γιο του Αχισαμάχ από τη φυλή του Δαν σε κάθε συνετό στην καρδιά εγώ έδωσα την ικανότητα να κάνουν όλα όσα σε πρόσταξα να κάνεις65.
Και πάλι· είπε ο Μωϋσής σ' όλη τη συνάθροιση των Ισ­ραηλιτών ακούστε τα λόγια που διέταξε ο Κύριος λέγοντας· συγκεντρώστε από τα υπάρχοντα σας και προσφέρετε τα στον Κύριο. Καθένας με πρόθυμη την καρδιά προσφέρετε τις προσ­φορές σας στον Κύριο, χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, υφάσματα γα­λάζια και πορφυρένια, κόκκινα δίμιτα και βυσσινιά κλωσμένα και μαλλιά κατσικιών και δέρματα κριαριών βαμμένα κόκκινα και δέρματα γαλάζια και ξύλα που δε σαπίζουν και λάδι για το χρίσμα και θυμίαμα για την αρμονική συνένωση και πετράδια από σάρδιο και πετράδια πολύτιμα για την επωμίδα και τον πο­δήρη χιτώνα. Και κάθε ικανός από σας να έρθει και να εργα­σθεί για όλα αυτά που διέταξε ο Κύριος να γίνουν, δηλαδή τη σκηνή66 και τα λοιπά· και ύστερα από αλλά· και έκανε τα δυο σμαράγδινα πετράδια να κουμπώνουν με πόρπη και επιχρυσω­μένα και σκαλισμένα με χάραγμα σφραγίδας67· και πάλι· τα πετράδια ήταν δώδεκα, ανάλογα με τα ονόματα των υιών του Ιακώβ, τα οποία έφεραν χαραγμένα ανάγλυφα ως σφραγίδες· κάθε πετράδι έφερε το όνομα μιας από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ68· και πάλι· και κατασκεύασαν το παραπέτασμα της σκηνής του μαρτυρίου69 με ύφασμα γαλάζιο και πορφυρένιο και κόκκινο γνεσμένο και βυσσινή κλωσμένο, με υφαντά χερου­βίμ70· και πάλι και κατασκεύασαν το κάλυμμα πάνω από την κιβωτό από καθαρό χρυσάφι και τα δύο χερουβίμ71.
Να λοιπόν που η ύλη είναι σεβαστή και σεις τη θεωρείτε άτιμη. Πράγματι τι είναι ευτελέστερο από το κατσικίσιο μαλλί και τα χρώματα; Μήπως δεν είναι χρώματα το κόκκινο και το πορφυρένιο και το γαλάζιο; Να και ομοίωμα των χερουβίμ. Πως λοιπόν ισχυρίζεσαι ότι εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις αυτό που ο νόμος πρόσταξε να κάνουμε; Αν εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις τις εικόνες, καιρός είναι να τηρείς την αργία του Σαββάτου και να περιτέμνεσαν γιατί αυτά ο νόμος τα επιβάλλει ανυποχώρητα. Αλλά γνωρίζετε ότι, αν τηρείτε το νόμο, ο Χρι­στός δε θα σάς ωφελήσει σε τίποτα. Σεις που θέλετε να σωθεί­τε με το νόμο, στερηθήκατε τη χάρη72. Δεν έβλεπε το Θεό ο παλαιός Ισραήλ, ενώ εμείς με ακάλυπτο το πρόσωπο καθρε­πτιζόμαστε τη δόξα του Κυρίου73.
Και αισθητά παριστάνουμε παντού το χαρακτήρα του, εν­νοώ του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, και αγιάζουμε την πρώτη από τις αισθήσεις (γιατί πρώτη αίσθηση είναι η όραση), όπως και με τους λόγους την ακοή· γιατί η εικόνα είναι υπόμνημα. Και ο,τι ακριβώς είναι το βιβλίο για όσους ξέρουν γράμματα, το ίδιο είναι για τους αγράμματους η εικόνα· και ο,τι είναι για την ακοή ο λόγος, το ίδιο είναι για την όραση η εικόνα, αλλά με νοητό τρόπο ενωνόμαστε με αυτόν. Γι' αυτό πρόσταξε ο Θεός να κατασκευασθεί κιβωτός από ξύλα άσηπτα και να τη χρυσώσουν ολόκληρη μέσα και έξω και να τοποθετήσουν σ αυτή τις πλάκες, τη ράβδο, τη χρυσή στάμνα με το μάννα, για να θυμίζει αυτά που έγιναν και να προτυπώνει όσα θα γίνουν. Και ποιος δε θα τις ονομάσει αυτές τις εικόνες και ολοφάνε­ρους κήρυκες; Και αυτά δεν βρίσκονταν στα πλάγια της σκηνής, αλλά μπροστά σε όλο το λαό, και βλέποντας τα πρόσφερναν την προσκύνηση και τη λατρεία στο Θεό που ενήργη­σε μέσω αυτών. Είναι φανερό ότι δε λάτρευαν αυτά, αλλά μέσω αυτών οδηγούνταν στην ανάμνηση των θαυμάτων και απέδιδαν την προσκύνηση στο θαυματουργό Θεό. Γιατί ήταν εικόνες που υπήρχαν για υπόμνηση, τιμώμενες όχι ως θεοί, αλλά ως μέσα που οδηγούν στην ανάμνηση των θείων ενεργειών.
18 Και δώδεκα λίθους πρόσταξε ο Θεός να πάρουν από τον Ιορδάνη και λέει και για ποιο λόγο. Γιατί λέει˙ ώστε, όταν σε ρωτάει ο γιός σου, τι είναι οι πέτρες αυτές, να διηγείσαι πως με θείο πρόσταγμα εξαφανίστηκε το νερό του Ιορδάνη και πέρασε η κιβωτός του Κυρίου και όλος ο λαός74. Πως λοιπόν εμείς να μη εικονογραφήσουμε τα σωτήρια πάθη και τα θαύματα του Χριστού του Θεού μας, ώστε, όταν με ρωτάει ο γιός μου, τι εί­ναι αυτό, να του λέω ότι ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και μέσω αυτού δεν πέρασε μόνο ο Ισραήλ τον Ιορδάνη, αλλά ολό­κληρη η φύση επανήλθε στην αρχαία μακαριότητα, και με αυ­τόν η ανθρώπινη φύση από τα πιο χαμηλά της γης ανέβηκε πιο πάνω από κάθε εξουσία και κάθισε στον ίδιο τον πατρικό θρό­νο.
19 Ναι, εντάξει, λέει˙ κάνε το εικόνισμα του Χριστού και αρκέσου σ' αυτό, ή και το εικόνισμα της μητέρας του της Θεοτό­κου. Πόσο μεγάλη ατοπία! Απερίφραστα ομολόγησες τον εαυ­τό σου εχθρό των αγίων γιατί, αν κάνεις εικόνα του Χριστού, κατά κανένα τρόπο όμως των αγίων, είναι φανερό ότι δεν απα­γορεύεις την εικόνα, αλλά την τιμή των αγίων, πράγμα που κα­νείς στους αιώνες δεν τόλμησε να κάνει ή δεν προσπάθησε να κάνει παρόμοιο εγχείρημα. Γιατί κάνεις την εικόνα του Χρι­στού, επειδή είναι δοξασμένος, απορρίπτεις όμως με βδελυγμία την εξεικόνιση των αγίων επειδή είναι αδόξαστοι, και επιχει­ρείς ν αποδείξεις ψεύτικη την αλήθεια. Γιατί λέει ο Κύριος, ζω εγώ, και εκείνους που με δοξάζουν θα τους δοξάσω75, και ο θειος απόστολος· ώστε δεν είσαι πια δούλος, αλλά υιός· και αφού είσαι υιός θα γίνεις και κληρονόμος του Θεού μέσω του Χριστού76 και αφού συμμετέχουμε στα πάθη, και θα δοξασθούμε μαζί με το θεό77. Δεν ξεσήκωσες τον πόλεμο εναντίον των εικόνων, αλλά στην πραγματικότητα εναντίον των αγίων. Λέγει λοιπόν ο Ιωάννης ο θεολόγος και επιστήθιος μαθητής του Χριστού, ότι θα γίνουμε όμοιοι με αυτόν78. Γιατί, όπως όταν ενώνεται το σίδερο με τη φωτιά δε γίνεται φωτιά ως προς τη φύση του, αλλά ως προς την ένωση και την πυράκτωση και τη μέθεξη, έτσι και αυτό που θεούται δε γίνεται Θεός ως προς τη φύση, αλλά ως προς τη μέθεξη. Δεν μιλώ όμως για τη σάρκα του σαρκωθέντος Υιού του Θεού· γιατί εκείνη έγινε άτρεπτα Θεός με την υποστατική ένωση και μέθεξη της στη θεία φύση, χωρίς να χρισθεί με την ενέργεια του Θεού, όπως ο καθένας από τους προφήτες, αλλά με την παρουσία όλου εκείνου που τον έχρισε. Ότι όμως με τη θέωση και οι άγιοι γίνονται θεοί, μας το λέει ο ψαλμωδός· ο Θεός στάθηκε σε σύναξη θεών και ανάμεσα σε θεούς κρίνει79, όταν δηλαδή ο Θεός στέκεται ανά­μεσα σε θεούς, κατανέμει τις αξίες, όπως λέει ερμηνεύοντας αυτό ο Γρηγόριος θεολόγος80.
20 Στο Δαβίδ έδωσε υπόσχεση81 ο Θεός ότι θα του κτίσει ναό με τον υιό του Σολομώντα και θα κατασκευάσει οίκο αναπαύ­σεως του82. Το ναό αυτό τον οικοδόμησε ο Σολομών και κατα­σκεύασε χερουβίμ, όπως αναφέρει το βιβλίο των Βασιλειών και περιέβαλε τα χερουβίμ με χρυσάφι και όλους τους τοίχους τους γέμισε τριγύρω με ανάγλυφα χαραγμένα χερουβίμ και φοινικό­δεντρα μέσα και έξω δεν είπε στα πλάγια, αλλά τριγύρω, καθώς και με βόδια και λιοντάρια και ροίσκους83. Δεν είναι πολύ πιο σεβάσμιο να στολίζουμε όλους τους τοίχους του οίκου του Κυρίου με μορφές και απεικονίσεις άγιων, παρά με άλογα ζώα και δέντρα; Που είναι ο νόμος που παραγγέλλει, δεν θα κατασκευάσεις κανένα ομοίωμα;
Αλλά ο Σολομών, που δέχτηκε έκχυση σοφίας, χωρίς να εικονίζει το Θεό, έκανε χερουβίμ και ομοιώματα λιονταριών και βοδιών πράγματα που απαγορεύει ο νόμος και εμείς, χωρίς να εικονίζουμε το Θεό, κάνουμε τα εικονίσματα των αγίων. Γιατί, όπως τότε και ο ναός και ο λαός εξαγνίζονταν με αίμα άλογων ζώων και με στάχτη από δαμάλι84, ενώ τώρα εξα­γνίζονται με το αίμα του Χριστού που μαρτύρησε την εποχή του Ποντίου Πιλάτου85 καθιστώντας τον εαυτό του απαρχή των μαρτύρων, άλλ' ακόμα και η Εκκλησία έχει θεμελιωθεί και με το ιερό αίμα των αγίων, έτσι τότε ο οίκος του Θεού στολιζό­ταν με μορφές και παραστάσεις άλογων ζώων, ένώ τώρα με μορφές αγίων, οι όποιοι κατέστησαν τους εαυτούς τους ναούς έμψυχους και λογικούς για να κατοικήσει ο ζωντανός Θεός πνευματικά.
Ζωγραφίζουμε το Χριστό, τον βασιλέα και Κύριο, χωρίς να τον απογυμνώνουμε από το στράτευμα του˙ γιατί οι άγιοι εί­ναι ο στρατός του Κυρίου. Ας απογυμνώσει ο επίγειος βασι­λιάς τον εαυτό του από το στράτευμα του, και έπειτα το βασιλιά του και Κύριο. Ας βγάλει πρώτα αυτός τη βασιλική αλουργί­δα86 και το διάδημα87, και τότε να καταργήσει το σεβασμό προς εκείνους που θριάμβευσαν εναντίον του τυράννου και έγιναν κύριοι των παθών τους. Γιατί, αν είναι κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού88 και μέτοχοι της θείας δόξας και βασιλείας του, πως δε θα γίνουν και μέτοχοι της επί γης δό­ξας του οι φίλοι του Χριστού; Δεν σας αποκαλώ δούλους, λέ­γει ο Θεός, αλλά εσείς είσθε φίλοι μου89, θα τους στερήσου­με λοιπόν την τιμή που τους έχει δώσει η Εκκλησία; Πω πω θρασύ χέρι! Πω πω προκλητική γνώμη που αντιστρατεύεται στο Θεό και ενεργεί αντίθετα προς τα προστάγματα του! Δεν προσκυνάς την εικόνα; Να μη προσκυνάς ούτε τον Υιό του Θεού, ο οποίος είναι εικόνα του αόρατου θεού90 ζωντανή και χαρακτήρας απαράλλακτος.
Προσκυνώ την εικόνα του Χριστού ως σαρκωμένου Θεού, της Δέσποινας όλων των ανθρώπων, της Θεοτόκου, ως μητέρας του Υιού του Θεού, των αγίων, ως φίλων του Θεού, οι οποίοι αντιστάθηκαν στην αμαρτία δίνοντας και το αίμα τους και μιμή­θηκαν το Χριστό χύνοντας το αίμα τους γι' αυτόν, ο οποίος προηγουμένως είχε χύσει το δικό του αίμα γι αυτούς και για όσους πολιτεύθηκαν ακολουθώντας τα ίχνη του. Αυτών τα κα­τορθώματα και τα πάθη ζωγραφίζω, επειδή με αυτά αγιάζομαι και καλλιεργείται ο ζήλος μου να τα μιμηθώ91. Και αυτά τα σέ­βομαι και τα προσκυνώ· γιατί ο σεβασμός της εικόνας μετα­βαίνει στο πρωτότυπο, λέει ο θειος Βασίλειος92. Αν ανεγεί­ρεις ναούς για τους αγίους του Θεού, τότε ύψωσε και τα τρό­παια τους.
Παλαιότερα δεν κτιζόταν ναός στο όνομα ανθρώπων, ούτε γιορταζόταν ο θάνατος των δικαίων, αλλά τον πενθούσαν, και οποίος άγγιζε νεκρό εθεωρείτο ακάθαρτος93, ακόμα και τον ίδιο το Μωϋσή αν άγγιζε. Τώρα όμως γιορτάζονται οι μνήμες των αγίων πένθησαν το νεκρό σώμα του Ιακώβ94, αλλά πανηγυρί­ζεται ο θάνατος του Στεφάνου. Ή λοιπόν κατάργησε και τις πανηγυρικές μνήμες των αγίων, που γίνονται αντίθετα προς τον παλαιό νόμο, η επίτρεψε και τις εικόνες που είναι, όπως συ ισχυρίζεσαι, αντίθετες προς το νόμο.
21 Όμως είναι αδύνατο να μη γιορτάζουμε τις μνήμες των αγίων γιατί αυτές προστάζει να γίνονται ο χορός των αγίων αποστόλων και των θεοφόρων πατέρων. Από τη στιγμή που ο Θεός Λόγος έγινε σάρκα και ομοιώθηκε εξ ολοκλήρου μ' εμάς, χωρίς αμαρτία, και ενώθηκε ασύγχυτα με την ανθρώπινη φύση και θέωσε αμετάβλητα τη σάρκα με την ασύγχυτη περιχώρηση της θεότητας του και της σάρκας του, πραγματικά αγιασθήκαμε. Και από τη στιγμή που ο Υιός του Θεού και Θεός, ο οποίος, ενώ ήταν απαθής κατά τη θεότητα, έπαθε κατά το αν­θρώπινο πρόσλημμα και ξεπλήρωσε το δικό μας χρέος, χύνο­ντας για μας πολύτιμο και αξιοθαύμαστο λύτρο (γιατί το αίμα του Υιού κινεί το έλεος του Πατέρα και είναι σεβαστό από αυ­τόν), πραγματικά ελευθερωθήκαμε. Και από τη στιγμή που, κατεβαίνοντας στον άδη στις ψυχές, που από αιώνες ήταν δεμένες σαν αιχμάλωτες, κήρυξε άφεση και σαν τυφλές που ήταν τις ξα­νάδωσε το φως τους95, και, αφού έδεσε τον ισχυρό του άδη με την υπεροχή της δύναμης του96, ανέστησε τη σάρκα που γι αυ­τόν πήρε από μας, κάνοντας την άφθαρτη, γίναμε πραγματικά άφθαρτοι. Από τη στιγμή επίσης που γεννηθήκαμε μέσω του ύδατος και του Πνεύματος97, πραγματικά υιοθετηθήκαμε και γί­ναμε κληρονόμοι του θεού98. Γι΄ αυτό ο Παύλος τους πιστούς τους ονομάζει αγίους.
Γι' αυτό δεν πενθούμε, αλλά γιορτάζουμε το θάνατο των αγίων. Γι' αυτό δεν βρισκόμαστε κάτω από την κυριαρχία του νόμου, αλλά της χάριτος99, επειδή δικαιωθήκαμε με την πί­στη1 και γνωρίσαμε τον μόνο αληθινό Θεό για τον δίκαιο δεν υπάρχει νόμος2, δεν είμαστε υποδουλωμένοι σαν νήπια στα στοιχεία του νόμου, αλλά, αφού γίναμε άνδρες ώριμοι3, τρεφόμαστε με στέρεη τροφή, όχι με εκείνη που οδηγεί προς την ειδωλολατρία.
Ο νόμος είναι καλός γιατί φωτίζει σαν λυχνάρι4 σε τόπο κακοτράχηλο, αλλά μέχρι να φωτίσει η ημέρα˙ ήδη όμως ανέτειλε ήλιος στις καρδιές μας και ζωντανό νερό της θεογνωσίας κάλυψε τις θάλασσες των εθνών και όλοι γνωρίσαμε τον Κύ­ριο. Πέρασαν τα παλαιά, να, όλα έγιναν καινούργια5. Λέει λοιπόν ο θείος απόστολος στον Πέτρο, τον πρωτοκορυφαίο των αποστόλων εάν εσύ, ενώ είσαι Ιουδαίος, ζεις ως εθνικός και όχι ως Ιουδαίος, γιατί αναγκάζεις τους εθνικούς να ζουν σαν Ιουδαίοι;6. Προς τους Γαλάτες πάλι γράφει πληροφορώ κάθε άνθρωπο που περιτέμνεται, ότι είναι υποχρεωμένος να τηρήσει ολόκληρο το νόμο7.
22 Στα παλιά τα χρόνια, επειδή δεν γνωρίζαμε το Θεό, δου­λεύαμε σε θεούς που δεν ήταν εκ φύσεως θεοί· τώρα όμως που γνωρίσαμε το Θεό, η καλύτερα που μας γνώρισε ο ίδιος ο Θεός, πως να επιστρέψουμε πάλι στα ανίσχυρα και φτωχά στοιχεία8; Είδα τη μορφή του Θεού την ανθρώπινη και σώθη­κε η ψυχή μου9. Βλέπω την εικόνα του Θεού όπως την είδε ο Ιακώβ, αν και διαφορετικά στη μια και στην άλλη περίπτωση· γιατί εκείνος είδε την άυλη μορφή του, που προμήνυε το μελλο­ντικό γεγονός, με τα άυλα μάτια του νου, ενώ εγώ βλέπω την εικόνα που ζωντανεύει σα φωτιά τη μνήμη του Θεού που έγινε ορατός με τη σάρκα. Η σκιά των αποστόλων και τα σουδάρια και τα μαντήλια απομάκρυναν τις αρρώστιες και φυγάδευαν τα δαιμόνια˙ πως λοιπόν να μη δοξάζεται η σκιά και η εικόνα των αγίων; Ή κατάργησε την προσκύνηση κάθε ύλης, ή μη καινο­τομείς ούτε να μετακινείς όρια αιώνια που έθεσαν οι πατέρες σου10.
23 Δεν παρέδωσαν μόνο γραπτώς την εκκλησιαστική θεσμοθεσία, αλλά και με μερικές άγραφες παραδόσεις. Λέει λοιπόν ο θειος Βασίλειος στο εικοστό έβδομο από τα τριάντα κεφάλαια Περί του αγίου Πνεύματος, που απευθύνονται προς τον Αμφιλόχιο, κατά λέξη τα εξής: «από τα δόγματα και τις διδασκαλίες που φυλάγονται στην Εκκλησία, αλλά τα έχουμε από τη γρα­πτή διδασκαλία, και αλλά από την παράδοση των αποστόλων, που μας παραδόθηκαν και τα παραλάβαμε με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, που και τα δύο έχουν το ίδιο κύρος για την ευσέβεια. Κανείς λοιπόν να μη αντιλέγει σ' αυτά, έστω και αν έχει μικρή πείρα των εκκλησιαστικών θεσμών γιατί, αν επιχει­ρούσαμε να απορρίψουμε όλες τις παραδόσεις μας που δεν περιέχονται στην αγία Γραφή, επειδή τάχα δεν έχουν μεγάλη ισχύ, θα κάναμε λάθος ζημιώνοντας το Ευαγγέλιο στα πιο καίρια σημεία του». Αυτά τα λόγια είναι του Μεγάλου Βασιλείου. Από που άλλωστε γνωρίζουμε τον άγιο τόπο του κρανίου12, το μνήμα της ζωής; Δεν το παρέλαβαν τα παιδιά από τους πατέρες τους αγράφως; Γιατί, το ότι ο Κύριος σταυρώθηκε στον τόπο του κρανίου και θάφτηκε σε μνήμα που το σκάλισε ο Ιωσήφ στο βράχο, είναι γραμμένο13, το ότι όμως αυτά είναι εκείνα που προσκυνούμε τώρα, τα γνωρίζουμε από άγραφη παράδοση, και πολλά αλλά παρόμοια με αυτά. Από που ξέρουμε την τριπλή κατάδυση στο βάπτισμα; Από που τη συνήθεια να προσευχόμα­στε στραμμένοι προς την Ανατολή; Από που την παράδοση των μυστηρίων; Γι' αυτό και ο θείος απόστολος Παύλος λέει˙ επομένως, αδελφοί, σταθείτε ακλόνητοι και κρατάτε τις παρα­δόσεις που διδαχτήκατε είτε προφορικά είτε με επιστολή μας14. Αφού λοιπόν πολλά και τόσο σημαντικά παραδόθηκαν στην Εκκλησία αγράφως και φυλάχθηκαν μέχρι τώρα, γιατί λε­πτολογείς για τις εικόνες;
24 Οι ρήσεις λοιπόν της Γραφής και των πατέρων που αναφέ­ρεις δεν καταδικάζουν την προσκύνηση των δικών μας εικό­νων, αλλά των ειδωλολατρών που τις θεοποιούν. Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργή­σουμε και τη δική μας προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια. Εξορκίζουν οι μάγοι και οι γόητες, εξορκίζει και η Εκκλησία τους κατηχουμένους, άλλ' εκείνοι βέβαια επικαλούμενοι δαίμο­νες, ενώ η Εκκλησία το Θεό εναντίον των δαιμόνων. Οι ειδω­λολάτρες αφιερώνουν τις εικόνες στους δαίμονες και τις απο­καλούν θεούς, ενώ εμείς τις αφιερώνουμε στον αληθινό Θεό, που σαρκώθηκε, και στους δούλους15 και φίλους16 του Θεού, που απομακρύνουν τα στίφη των δαιμόνων.
Εάν πάλι ισχυρίζεσαι ότι ο θειος και θαυμάσιος Επιφά­νιος17 τις απαγόρευσε κατηγορηματικά, πρώτον είναι ενδεχόμε­νο να είναι ο λόγος του νόθος και πλαστός, να είναι δηλαδή κό­πος άλλου και να έχει την επωνυμία άλλου, πράγμα που πολλοί συνηθίζουν να κάνουν. Δεύτερον, γνωρίζουμε ότι ο μακάριος Αθανάσιος απαγόρευσε να τοποθετούν τα λείψανα των αγίων σε λειψανοθήκες, ή μάλλον διέταξε να τα θάβουν στη γη, επει­δή ήθελε να καταργήσει την άτοπη συνήθεια των Αιγυπτίων, οι οποίοι δεν έθαβαν τους νεκρούς τους, αλλά τους τοποθετούσαν σε κρεβάτια και φορεία. Ίσως και ο μέγας Επιφάνιος, θέλο­ντας να διορθώσει κάτι τέτοιο, νομοθέτησε να μη κατασκευά­ζουν εικόνες, εάν βέβαια δεχθούμε ότι είναι δικός του ο λόγος· γιατί, ότι σκοπός του δεν ήταν να τις απομακρύνει, το μαρτυρεί η εκκλησία του ιδίου του θείου Επιφανίου, που μέχρι σήμερα είναι στολισμένη με εικόνες. Τρίτον, το σπάνιο δεν μπορεί να γίνει νόμος στην Εκκλησία, ούτε ένα χελιδόνι φέρνει την άνοιξη, όπως και ο Γρηγόριος ο θεολόγος18 δέχεται και η αλήθεια ούτε ένας λόγος είναι σε θέση να ανατρέψει την παρά­δοση όλης της Εκκλησίας, από τα πέρατα της γης μέχρι τα πέ­ρατα αυτής.
26 Να δέχεσαι λοιπόν το πλήθος των γραφικών και πατερικών ρήσεων, που, αν και η Γραφή λέγει, τα είδωλα των εθνών είναι ασήμι και χρυσάφι, έργα ανθρώπινων χεριών19, όμως δεν απαγορεύει την προσκύνηση άψυχων ή χειροποίητων έργων, αλλά των εικόνων των δαιμόνων.
27 Ότι βέβαια οι προφήτες προσκύνησαν αγγέλους και αν­θρώπους και βασιλείς και ασεβείς και ράβδο, έχει λεχθεί λέει επίσης και ο Δαβίδ˙ και προσκυνείτε το υποπόδιο των ποδιών του20. Ο Ησαΐας εξ ονόματος του Θεού λέει˙ ο ουρανός είναι θρόνος μου, ενώ η γη υποπόδιο των ποδιών μου21. Ο ουρανός και η γη στον καθένα είναι φανερό ότι είναι κτίσματα. Και ο Μωυσής επίσης και ο Ααρών μαζί με όλο το λαό προσκύνησαν χειροποίητα πράγματα. Λέει λοιπόν ο Παύλος, ο χρυσός μελω­δός (τέτιξ) της Εκκλησίας στην προς Εβραίους επιστολή· όμως ο Χριστός ήρθε ως αρχιερέας των μελλοντικών αγαθών μέσω μιας μεγαλύτερης και τελειότερης σκηνής, όχι χειροποίη­της, δηλαδή που δεν ανήκει σ αυτή την κτίση22· και πάλι˙ ο Χριστός δεν εισήλθε σε χειροποίητα άγια, αντίγραφα των αλη­θινών, αλλά στον ουρανό23. Ώστε τα προηγούμενα άγια και η σκηνή και όλα όσα υπήρχαν μέσα σ αυτήν, ήταν χειροποίητα, και ότι τα προσκυνούσαν κανείς δεν αντιλέγει.
28 Του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη από την επιστολή προς Τίτον24˙ Πρέπει λοιπόν και εμείς, αντί να έχουμε την απλοϊκή γι' αυτά τα πράγματα αντίληψη, να διεισδύσουμε ιεροπρεπώς στο βαθύτερο νόημα των ιερών συμβόλων και να μη ατιμάζουμε αυτά που είναι καρποί και αποτυπώσεις και φανερές εικόνες των άγνωστων και υπερφυσικών θεαμάτων.
29 Σχόλιο. Πρόσεξε ότι είπε να μη ατιμάζουμε τις εικόνες των αγίων.
30 Του ιδίου από το σύγγραμμα του Περί θείων ονομάτων˙ Σ' αυτήν έχουμε μυηθεί και εμείς· τώρα δηλαδή ανάλογα με τη δυνατότητα μας, κατανοούμε τα θεία πράγματα μέσα από τα ιερά παραπετάσματα της φιλανθρωπίας των λογίων και ιε­ραρχικών παραδόσεων, η οποία καλύπτει τα νοητά με τα αι­σθητά και τα υπερούσια με αυτά που υπάρχουν, και δίνει μορ­φές και τύπους σ' αυτά που είναι χωρίς μορφή και τύπο, και με την ποικιλία των επί μέρους συμβόλων πληθύνει και διαπλάθει την υπερφυσική και ασχημάτιστη απλότητα.
31 Σχόλιο. Εάν είναι πράξη φιλανθρωπίας το να δίνει κανείς μορφές και τύπους σ' αυτά που είναι ατύπωτα ,και αμορφοποίητα και στα απλά και ασχημάτιστα, ανάλογα προς τις δικές μας προσλαμβάνουσες παραστάσεις, πως να μη εικονίσουμε, ανά­λογα προς τη δική μας αντιληπτική ικανότητα, αυτά που έγιναν ορατά με μορφές και σχήματα, για να διατηρούμε τη μνήμη τους και από τη μνήμη να παρακινούμαστε προς μίμηση;
32 Του ιδίου από το σύγγραμμα του Περί εκκλησιαστικής ιε­ραρχίας. Αλλά οι ουσίες και οι τάξεις που βρίσκονται πάνω από μας, τις οποίες μνημόνευσα ήδη με τρόπο ιερό, είναι ασώματες και η μεταξύ τους ιεράρχηση είναι νοητή και υπερκόσμια. Τη δική μας όμως ιεραρχία τη βλέπουμε, ανάλογα με τη δυνατότη­τα μας, να πληθύνεται με τη ποικιλία των αισθητών συμβόλων, με τα οποία ιεραρχικώς αναγόμαστε στην ενιαία θέωση, στο Θεό δηλαδή και στη θεία αρετή, συμμετρικά προς τα δικά μας. Οι νοερές βέβαια τάξεις κατανοούν όσο επιτρέπεται σ αυτές, ενώ εμείς με αισθητές εικόνες αναγόμαστε στις θείες θεωρίες, όσο είναι δυνατό.
33 Σχόλιο. Έφ' όσον λοιπόν ανάλογα με τις δυνάμεις μας αναγόμαστε με αισθητές εικόνες στη θεϊκή και άυλη θεωρία και η θεία πρόνοια από φιλανθρωπία, για τη δική μας χειραγωγία, πε­ριβάλλει με τύπους και σχήματα τα ασχημάτιστα και ατύπωτα, γιατί είναι άπρεπες να εικονίζουμε, ανάλογα με τη δική μας φύση, εκείνον που καταδέχτηκε να πάρει και σχήμα και μορφή και από φιλανθρωπία για μας να γίνει ορατός ως άνθρωπος με τρόπο φυσικό;
Παράδοση που μας έρχεται από πολύ παλιά, αναφέρει ότι ο Αύγαρος, ο βασιλιάς της Έδεσσας, από τη φήμη του Κυρίου πυρπολήθηκε με θείο έρωτα και έστειλε πρέσβεις να τον παρα­καλέσουν να τον επισκεφθεί. Εάν όμως αρνηθεί να κάνει αυτό, τους πρόσταξε να κάνουν το ομοίωμα του σε ζωγράφο. Επειδή το γνώριζε αυτό Εκείνος, που γνωρίζει τα πάντα και όλα τα μπορεί, πήρε ένα πανί και τοποθετώντας το στο πρόσωπο του, αποτύπωσε σ αυτό τη μορφή του, και αυτό σώζεται μέχρι σήμερα.
34 Του αγίου Βασιλείου από το λόγο του Στον Μακάριο Βαρ­λαάμ τον μάρτυρα, του οποίου λόγου η αρχή είναι Προηγου­μένως οι θανατοι των αγίων.
Σηκωθείτε τώρα, εξαίρετοι μου ζωγράφοι των αθλητικών κατορθωμάτων και με τις τέχνες σας δώστε μεγαλοπρέπεια στην παραμορφωμένη εικόνα του στρατηγού˙ επειδή εγώ περιέ­γραψα αμυδρά τον στεφανωμένο με τη νίκη, δώστε του εσείς τη λάμψη που του πρέπει με τα χρώματα της σοφίας σας. θα απο­χωρήσω εγώ ηττημένος από τη δική σας παράσταση των κα­τορθωμάτων του μάρτυρα. Χαίρομαι που σήμερα ηττώμαι από μια τέτοια νίκη της δικής σας δυνάμεως. Βλέπω ζωγραφισμένη από σας με περισσότερη ακρίβεια την πάλη του χεριού με τη φωτιά. Βλέπω πιο φωτεινά τον παλαιστή ζωγραφισμένο στη δική σας εικόνα. Ας κλάψουν οι δαίμονες και τώρα που χάρη σε σας πλήττονται από τα αριστεία του μάρτυρα. Ας επιδειχθεί και πάλι σ αυτούς το χέρι που καίεται και νικά. Ας ζωγραφισθεί στην εικόνα και ο αγωνοθέτης της πάλης Χριστός, στον οποίο ανήκει η δόξα αιώνια.
35 Του ιδίου από τα τριάντα κεφάλαια προς Αμφιλόχιον Περί του αγίου Πνεύματος· από το κεφάλαιο 17.
Επειδή και η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς, δεν υπάρχουν δυο βασιλείς· γιατί ούτε το κράτος διαιρείται, ούτε η δόξα μοιράζεται. Όπως λοιπόν η αρχή και η εξουσία που μας κυβερνά είναι μία, έτσι και σ' εμάς η δοξολογία είναι μία και όχι πολλές, γιατί η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο. Αυτό λοιπόν που εδώ είναι η εικόνα κατ απομίμηση, εκεί είναι φυσικώς ο Υιός. Και όπως τα τεχνητά πράγματα η ομοίωση αναφέρεται στη μορφή, έτσι και στη θεία και ασύνθετη φύση η ένωση υπάρχει στην κοινωνία της θεότητας.
36 Σχόλιο. Αν η εικόνα του βασιλιά είναι ο βασιλιάς, και η εικόνα του Χριστού είναι ο Χριστός και η εικόνα του αγίου εί­ναι ο άγιος, και ούτε το κράτος διαιρείται ούτε η δόξα μοιράζε­ται, αλλά η δόξα της εικόνας γίνεται δόξα του εικονιζόμενου. Οι δαίμονες φοβούνται τους αγίους και φεύγουν από τη σκιά τους· σκιά όμως είναι και η εικόνα και την κατασκευάζω ως διώκτρια των δαιμόνων. Αν όμως ισχυρίζεσαι ότι πρέπει μόνο νοερά να ενώνεσαι με το Θεό, κατάργησε όλα τα υλικά, τα φώτα, το ευωδιαστό θυμίαμα, την ίδια την προσευχή που γίνε­ται με τη φωνή, τα ίδια τα θεια μυστήρια που τελούνται με υλι­κά στοιχεία, τον άρτο, τον οίνο, το λάδι του χρίσματος, το σχήμα του σταυρού. Γιατί όλα αυτά είναι ύλη ο σταυρός, το σφουγγάρι και το καλάμι, η λόγχη που τρύπησε τη ζωηφόρο πλευρά.
Ή κατάργησε λοιπόν το σεβασμό όλων αυτών, πράγμα αδύνατο, ή μη αρνείσαι ούτε την τιμή των εικόνων. Δίνεται θεία χάρη στα υλικά στοιχεία με την προσαγόρευση των εικο­νιζόμενων. Όπως είναι φτωχό το κογχύλι25 καθεαυτό και το μετάξι και το Ιμάτιο που υφαίνεται και από τα δύο, και δεν έχει καμμιά αξία καθεαυτό, αν όμως το φορέσει ο βασιλιάς, από την αξία που υπάρχει σ αυτόν που το φοράει δίνεται και στο ένδυ­μα, έτσι και τα υλικά στοιχεία, αυτά καθεαυτά βέβαια είναι απροσκύνητα, όταν όμως ο εικονιζόμενος είναι γεμάτος χάρη, μετέχουν κι αυτά στη χάρη26 ανάλογα με την πίστη. Τον Κύριο τον είδαν οι απόστολοι με τα σωματικά μάτια και τους αποστό­λους τους είδαν άλλοι και τους μάρτυρες άλλοι.
Ποθώ και εγώ να τους βλέπω με την ψυχή και το σώμα και να τους έχω φάρμακο που απομακρύνει τα κακά, επειδή έχει πλασθεί με διπλή φύση, και βλέποντας προσκυνώ αυτό που φαίνεται όχι ως Θεό, αλλά ως τίμιο εικόνισμα τιμίων προσώ­πων. Εσύ ίσως έγινες υψηλός και άυλος και πάνω από το σώμα και σαν άσαρκος περιφρονείς κάθε τι που βλέπεται, εγώ όμως, επειδή είμαι άνθρωπος27 και φέρω σώμα, ποθώ και σωματικώς να επικοινωνώ και να βλέπω τα άγια πράγματα. Δείξε συγκατά­βαση στο ταπεινό μου φρόνημα, συ ο υψηλός, για να διατηρή­σεις το δικό σου το υψηλό. Ο Χριστός δέχεται τον πόθο μου γι' αυτόν και τους φίλους του γιατί χαίρεται ο Κύριος όταν εγκωμιάζεται ο ευγνώμων δούλος, είπε ο μέγας Βασίλειος, εγκωμιάζοντας τους Σαράντα μάρτυρες. Πρόσθεσε όμως και αυτά που λέει και στον αείμνηστο Γόρδιο τιμώντας τον με το λόγο του.
Του αγίου Βασιλείου από το λόγο του στο μάρτυρα Γόρδιο.
Οι λαοί αισθάνονται πνευματική ευφροσύνη και με μόνη την ανάμνηση αυτών που έχουν κατορθώσει οι δίκαιοι, παρακι­νούμενοι σε άμιλλα και μίμηση των αγαθών από αυτά που ακούνε· γιατί η εξιστόρηση της καλής πολιτείας των αγίων αν­δρών σαν κάποιο φως οδηγεί τους σωζόμενους στο δρόμο της ζωής.
Και ύστερα από μερικά.
Ώστε, όταν διηγούμαστε τους βίους εκείνων που διέπρε­ψαν με την ευσέβεια τους, δοξάζουμε πρώτα τον Κύριο μέσω των δούλων, και εγκωμιάζουμε τους δίκαιους μέσω της μαρτυ­ρίας αυτών που ξέρουμε, και ευφραίνουμε τους λαούς με την ακρόαση των καλών έργων.
38 Σχόλιο. Πρόσεχε ότι η μνήμη των αγίων αποτελεί δόξα του Θεού, εγκώμιο των αγίων και χαρά και σωτηρία των λαών. Γιατί λοιπόν την αφαιρείς; Ότι η μνήμη γίνεται με το λόγο και τις εικόνες το λέει ο ίδιος ο θειος Βασίλειος.
39 Από τον ίδιο λόγο στο μάρτυρα Γόρδιο.
Όπως αυτόματα τη φωτιά την ακολουθεί ο φωτισμός και το μύρο η μυρουδιά, έτσι και τις αγαθές πράξεις κατ ανάγκη τις ακολουθεί το ωφέλιμο. Αν και αυτό δεν είναι μικρό πράγ­μα, ας δούμε με ακρίβεια την αλήθεια αυτών που έγιναν τότε˙ γιατί σε μας διασώθηκε κάποια αμυδρή ανάμνηση που διασώ­ζει τις ανδραγαθίες των αγώνων του μάρτυρα. Φαίνεται πως το έργο μας μοιάζει κάπως με εκείνο των ζωγράφων γιατί εκείνοι, όταν κάνουν τις εικόνες αντιγράφοντας άλλες εικόνες, είναι φυ­σικό να απομακρύνονται κατά πολύ από τα πρωτότυπα. Και εμείς που βρισκόμαστε μακριά από του να έχουμε δει τα πράγ­ματα, δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να μειώσουμε την αλήθεια.
40 Και στο τέλος του ιδίου λόγου.
Όπως βλέποντας διαρκώς τον ήλιο, πάντοτε τον θαυμά­ζουμε, έτσι και του αγίου εκείνου διατηρούμε πάντοτε ζωντανή τη μνήμη.
41 Σχόλιο. Είναι φανερό ότι τον βλέπουμε διαρκώς με τον λόγο και τα εικονίσματα.
42 Και στο λόγο του όμως για τους υπέρτιμους Σαράντα μάρ­τυρες λέει τα έξης.
Πως θα ήταν δυνατό να επέλθει κόρος της μνήμης των μαρτύρων στον φιλομάρτυρα; Γιατί η τιμή που αποδίδουν οι ομόδουλοι προς τους αγαθούς, φανερώνει την καλή διάθεση προς τον κοινό Δεσπότη. Και πάλι.
Μακάρισε ειλικρινά αυτόν που μαρτύρησε, για να γίνεις και συ μάρτυρας ως προς την προαίρεση και να βρεθείς χωρίς διωγμό, χωρίς φωτιά, χωρίς μαστίγια αξιωμένος με τους ίδιους με εκείνους επαίνους.
43 Σχόλιο. Πως λοιπόν με εμποδίζεις από την τιμή των αγίων και με φθονείς για τη σωτηρία; Το ότι πάλι αναγνωρίζει ότι εί­ναι συνυφασμένη η χρωματική μορφή με το λόγο, άκου τον ίδιο που λίγο πιο κάτω λέει.
44 Βασιλείου.
Εμπρός λοιπόν, αφού τους φέρουμε ανάμεσα μας, ας κά­νουμε με την υπόμνηση μας κοινή στους παρόντες την ωφέλεια από αυτούς, δείχνοντας σε όλους σαν σε ζωγραφιά τα κατορθώ­ματα των αγίων.
45 Σχόλιο. Βλέπεις πως το έργο της εικόνας και του λόγου εί­ναι ένα; Σαν σε ζωγραφιά, είπε, να τα παρουσιάσουμε με το λόγο.
46 Και πάλι στη συνέχεια του λόγου.
Επειδή πολλές φορές και οι λογογράφοι και οι ζωγράφοι εκφράζουν τα κατορθώματα των πολέμων, οι πρώτοι κοσμώ­ντας τα με το λόγο, και οι δεύτεροι σχεδιάζοντας τα σε εικόνες, παρακίνησαν πολλούς στην ανδρεία και οι δυο. Γιατί, όσα πα­ριστάνει ο λόγος της εξιστόρησης με την ακρόαση, τα ίδια δεί­χνει και η ζωγραφική σιωπηρά με τη μίμηση28.
47 Σχόλιο. Τι από αυτά είναι πιο φεγγοβόλο για να αποδείξει ότι οι εικόνες είναι βιβλία για τους αγράμματους και κήρυκες ακατάπαυστοι της τιμής των αγίων, που με την άηχη φωνή τους διδάσκουν εκείνους που τις βλέπουν και αγιάζουν την δράση τους; Δεν έχω βιβλία, δεν έχω καιρό να διαβάσω, μπαίνω στο κοινό ιατρείο των ψυχών, στην εκκλησία, ενώ με πνίγουν οι λογισμοί σαν αγκάθια˙ με τραβάει η ομορφιά της ζωγραφικής να δώ και σαν λειμώνας ευχαριστεί την δράση μου και ασυναί­σθητα βάζει μέσα στην ψυχή μου τη δόξα του Θεού. Βλέπω την καρτερικότητα του μάρτυρα, την ανταπόδοση των στεφανιών και σαν φωτιά ανάβει ο ζήλος και η προθυμία μου και πέφτο­ντας προσκυνώ το Θεό μέσω του μάρτυρος και κερδίζω τη σωτηρία.
Δεν έχεις ακούσει τον ίδιο θεοφόρο πατέρα που λέει στο λόγο του στην αρχή των ψαλμών, ότι επειδή το άγιο Πνεύμα γνωρίζει ότι το ανθρώπινο γένος οδηγείται δύσκολα προς την αρετή και είναι ράθυμο, ανέμιξε το μέλος με τις ψαλμωδίες; Τι λες; Δεν θα παραστήσω και με το λόγο και με τα χρώματα το μαρτύριο των μαρτύρων και δε θα το αγκαλιάσω και με τα μά­τια και με τα χείλια αυτό το θαυμαστό και στους αγγέλους και σ όλη την κτίση, αλλά οδυνηρό στο Διάβολο, και φοβερό στους δαίμονες, όπως είπε ο ίδιος ο φωστήρας της Εκκλη­σίας; Και τι λέει προς το τέλος του λόγου, εγκωμιάζοντας τους Σαράντα μάρτυρες;
 Ω χορός άγιος, ω σύστημα ιερό, ω συνασπισμός ακατάλυ­τος, ω κοινοί φύλακες του ανθρωπίνου γένους, αγαθοί κοινωνοί φροντίδων, βοηθοί στις δεήσεις, ισχυρότατοι πρεσβευτές29, αστέρια της οικουμένης, άνθη των εκκλησιών (εγώ μάλιστα λέω νοητά και αισθητά). Εσάς δε σας έκρυψε η γη, αλλά σάς υποδέχτηκε ο ουρανός. Ανοίχτηκαν για σάς οι πύλες του Πα­ραδείσου30, θέαμα άξιο για τη στρατιά των αγγέλων, άξιο για τους πατριάρχες, τους προφήτες, τους δικαίους.
48 Σχόλιο. Πως να μη ποθήσω να δω, αυτό που ποθούν να δουν οι άγγελοι; Σύμφωνα λοιπόν με αυτούς και ο αδελφός του και ομόγνωμος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νύσης, λέει.
49 Του αγίου Γρηγορίου, επισκόπου Νύσσης, από το συμπλη­ρωματικό έργο, δηλαδή από την πραγματεία του Περί κατα­σκευής άνθρωπου, κεφάλαιο τέταρτο.
Όπως, κατά τη συνήθεια των ανθρώπων, εκείνοι που κα­τασκευάζουν τις εικόνες των αρχόντων αποτυπώνουν το χαρα­κτήρα της μορφής και με τη στολή της πορφύρας ζωγραφίζουν ταυτόχρονα και τη βασιλική αξία, και, όπως συνηθίζεται, λέγε­ται και εικόνα και βασιλιάς, έτσι και η ανθρώπινη φύση, επειδή δημιουργήθηκε για να εξουσιάζει τα αλλά κτίσματα, έγινε σαν μια έμψυχη εικόνα που έρχεται σε κοινωνία με το αρχέτυπο και με την αξία και με το όνομα του.
50 Του ιδίου, από το πέμπτο κεφάλαιο της ίδιας πραγματείας. Η λαμπρότητα του θείου κάλλους δεν παριστάνεται με κά­ποιο σχήμα και συμμετρική μορφή μέσω κάποιου καλού χρώματος, αλλά θεωρείται με την εμπειρία μιας απερίγραπτης μακαριότητας που παρέχει η αρετή. Όπως λοιπόν οι ζωγράφοι μεταφέρουν στις εικόνες με τα χρώματα τις ανθρώπινες μορ­φές, στρώνοντας τις ταιριαστές και κατάλληλες βαφές σ' αυτό που μιμούνται, για να μεταφερθεί όσο γίνεται ακριβέστερα η ομορφιά του αρχετύπου στο ομοίωμα ...
51 Σχόλιο. Πρόσεχε, ότι το θεϊκό κάλλος δε λαμπρύνεται με κάποιο σχήμα και με κάποιο ωραίο χρώμα και γι αυτό δεν ει­κονίζεται, ενώ η ανθρώπινη μορφή με τα χρώματα μεταφέρεται στις εικόνες. Εφ' όσον λοιπόν ο Υιός του Θεού παρουσιάστηκε με ανθρώπινη μορφή, παίρνοντας μορφή δούλου, και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους και βρέθηκε κατά το σχήμα ως άν­θρωπος31, πως δε θα εικονισθεί; Και εφ' όσον κατά τη συνήθεια η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς και η τιμή της εικόνα μεταβαίνει στο πρωτότυπο, όπως λέει ο θειος Βασίλειος, πως η εικόνα δε θα τιμηθεί και δε θα προσκυνηθεί, όχι ως Θεός, αλλά ως εικόνα του σαρκωμένου Θεού;
52 Του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης από λόγο που εκφωνή­θηκε στην Κωνσταντινούπολη για τη θεότητα του Υιού και του Πνεύματος και Εις τον Αβραάμ, από το λόγο 44, του οποίου η αρχή είναι· κάτι τέτοιο παθαίνουν στους ωραίους λειμώνες όσοι αρέσκονται στο να βλέπουν τα άνθη, και ύστερα από μερικά....Από εδώ παίρνει προηγουμένως ο πατέρας το παιδί του δε­μένο. Είδα πολλές φορές σε τοιχογραφία τη σκηνή του πάθους και δεν προσπέρασα τη θέα χωρίς να δακρύσω, γιατί η τέχνη μου έδειχνε με ζωντάνια την υπόθεση. Παρίσταται ο Ισαάκ δί­πλα στο θυσιαστήριο γονατισμένος και έχοντας δεμένα τα χέ­ρια πίσω, ενώ ο πατέρας πατάει πίσω τα λυγισμένα πόδια και τραβώντας με το αριστερό χέρι τα μαλλιά του παιδιού προς το μέρος του, σκύβει στο πρόσωπο του, που τον ατενίζει με οδύνη, και κρατώντας στο δεξί το μαχαίρι το κατεβάζει για τη σφαγή. Και η κόψη του μαχαιριού αγγίζει κιόλας το σώμα, και τότε του έρχεται φωνή από το Θεό που εμποδίζει την πράξη.
53 Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από την ερμηνεία της προς Εβραίους επιστολής.
Κατά κάποιο τρόπο το πρώτο είναι εικόνα του δευτέρου, ο Μελχισεδέκ του Χριστού, όπως θα μπορούσε κανείς να ονομά­σει το αρχικό σκιαγράφημα του ζωγράφου σκιά της ζωγραφι­κής με χρώματα˙ γι αυτό και ο νόμος ονομάζεται σκιά, ενώ η χάρη αλήθεια και πράγματα τα μέλλοντα. Ώστε ο νόμος και ο Μελχισεδέκ είναι το προσχέδιο της ζωγραφικής με χρώματα, η χάρη και η αλήθεια είναι η ζωγραφική με χρώματα, ενώ τα πράγματα είναι η μελλοντική αιωνιότητα, όπως η Παλαιά Δια­θήκη είναι τύπος τύπου και η Νέα είναι τύπος των πραγμάτων.
54 Λεοντίου Νεαπόλεως της Κύπρου από το λόγο Κατά Ιουδαίων, για την προσκύνηση του σταυρού του Χριστού και των εικόνων των αγίων και των ιδίων των αγίων μεταξύ τους και για τα λείψανα των αγίων.
Εάν λοιπόν με κατηγορείς πάλι, Ιουδαίε, λέγοντας ότι προσκυνώ το ξύλο του σταυρού ως Θεό, γιατί δεν κατηγορείς τον Ιακώβ που προσκύνησε την άκρη του μπαστουνιού32; Άλλ' είναι ολοφάνερο ότι προσκύνησε το ξύλο χωρίς να το τιμά, αλλά μέσω του ξύλου προσκύνησε τον Ιωσήφ, όπως ακριβώς και εμείς μέσω του σταυρού δοξάζουμε το Χριστό και όχι το ξύλο.55 Σχόλιο. Εφόσον λοιπόν προσκυνούμε τον τύπο του σταυ­ρού, κατασκευάζοντας εικόνα του σταυρού από οποιαδήποτε ύλη, πως δε θα προσκυνήσουμε την εικόνα αυτού που σταυρώ­θηκε;
56 Και πάλι του ιδίου Λεοντίου.
Όταν και ο Αβραάμ προσκύνησε εκείνους που του πούλη­σαν τον τάφο, ανθρώπους ασεβείς33, και γονάτισε στη γη, δεν τους προσκύνησε ως θεούς· και ο Ιακώβ επίσης ευλόγησε τον Φαραώ, που ήταν ασεβής και ειδωλολάτρης, αλλά δεν τον ευ­λόγησε ως Θεό34, και τον Ησαύ επίσης έπεσε και τον προσκύ­νησε, αλλά δεν τον προσκύνησε ως Θεό35.
Και πάλι.
Πως παραγγέλλει σε σάς ο Θεός να προσκυνείτε και τη γη και τα όρη; Γιατί λέει˙ δοξάστε τον Κύριο και Θεό μας και προσκυνάτε αυτόν στο άγιο όρος του. Και προσκυνάτε το στήριγμα των ποδιών του, επειδή είναι άγιος36, δηλαδή τη γη. Γιατί ο ουρανός είναι θρόνος μου, λέει, ενώ η γη στήριγμα των ποδιών μου37, όπως βεβαιώνει ο Κύριος. Και πως ο Μωϋσής προσκύνησε τον Ιοθόρ38, που ήταν ειδωλολάτρης, και ο Δανιήλ τον Ναβουχοδονόσορα39; Πως με κατηγορείς επειδή τιμώ και προσκυνώ εκείνους που τίμησαν και προσκύνησαν το Θεό; Πες μου, δεν συμφέρει να προσκυνούμε τους αγίους και να μη τους λιθοβολούμε, όπως εσύ; Δεν συμφέρει να προσκυ­νούμε τους ευεργέτες και να μη τους πριονίζουμε ούτε να τους ρίχνουμε σε λάκκο με λάσπη40; Αν αγαπούσες το Θεό, θα τι­μούσες οπωσδήποτε και τους δούλους του. Και εάν τα οστά των δικαίων είναι ακάθαρτα, πως μετακομίσθηκαν τα οστά του Ιακώβ και του Ιωσήφ με κάθε τιμή από την Αίγυπτο41; Πως νε­κρός άνθρωπος που άγγιξε τα οστά του Ελισαίου αμέσως ανα­στήθηκε42;
Αν λοιπόν ο Θεός θαυματουργεί μέσω των οστών, είναι ολοφάνερο ότι μπορεί να θαυματουργεί και μέσω εικόνων και λίθων και άλλων πολλών, όπως έγινε και με τον Ελισαίο, ο οποίος έδωσε τη ράβδο του στο δούλο του και του είπε να πάει και να αναστήσει με αυτήν το γιο της Σωμανίτιδας43. Και ο Μωυσής με τη ράβδο τιμώρησε τον Φαραώ και έσκισε τη θάλασσα και γλύκανε το νερό και άνοιξε το βράχο και έβγαλε νερό44. Και ο Σολομών λέει· ευλογήθηκε το ξύλο, μέσω του οποίου γίνεται η σωτηρία45. Και ο Ελισαίος έρριξε ένα ξύλο στον Ιορδάνη και έφερε προς τα επάνω σίδερο46. Και το δένδρο της ζωής47 και το φυτό Σαβέκ48, δηλαδή της συγχωρή­σεως. Και ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στο ξύλο και ζωοποίησε το λαό49· με ξύλο επίσης που βλάστησε στη σκηνή ανέδειξε την ιερατική φυλή του Ισραήλ50.
Άλλ' ίσως μου πεις, συ ο Ιουδαίος, ότι όλα της σκηνής του μαρτυρίου τα διέταξε ο Θεός στο Μωϋσή να γίνουν και εγώ σου λέω ότι ο Σολομών έκανε στο ναό πολλά και διάφορα πράγματα, γλυπτά και χωνευτά, τα οποία ούτε ο Θεός τον πρό­σταξε να τα κάνει, ούτε η σκηνή του μαρτυρίου τα είχε, ούτε ο ναός που ο Θεός υπέδειξε στον Ιεζεκιήλ, και δεν καταδικάστη­κε γι αυτό ο Σολομών γιατί αυτές τις μορφές τις έκανε για τη δόξα του Θεού, όπως τώρα και εμείς. Είχες και συ πολλές και διάφορες για την ανάμνηση του Θεού εικόνες και σήμαντρα πριν τα στερηθείς εξαιτίας της αγνωμοσύνης σου, δηλαδή τη μωσαϊκή ράβδο, τις θεοχάρακτες πλάκες, την πυρένδροση βάτο, την ξηρένυδρη πέτρα, την μανναφόρο κιβωτό, το πυρένθεο θυσιαστήριο, το θεώνυμο πέταλο51, το θεοφαντορικό Έφούδ52, τη θεοίσκιωτη σκηνή. Εφόσον λοιπόν και συ καταγι­νόσουν μ όλα αυτά νύχτα και μέρα λέγοντας, δόξα σε σένα, μόνε παντοκράτορα Θεέ52α, ο οποίος με όλα αυτά έκανες στον Ισραήλ θαυμαστά έργα, και εφόσον με όλα αυτά τα του νόμου, που είχες κάποτε, πέφτοντας προσκυνούσες το Θεό, βλέπεις ότι μέσω των εικόνων προσφέρεται στο Θεό η προσκύνηση. Και ύστερα από μερικά.
Εκείνος που αγαπά ειλικρινά ένα φίλο η βασιλιά και μάλι­στα τον ευεργέτη του, έστω κι αν δει το γιό του, το ραβδί του, το θρόνο του, το στεφάνι του, το σπίτι, του, τον δούλο του, τα πιάνει και τα ασπάζεται και μέσω αυτών τιμά τον ευεργέτη του, τον βασιλιά και προπαντός το Θεό. Μακάρι, σου το επαναλαμ­βάνω, να κατασκεύαζες και συ εικόνες μωσαϊκές και προφητι­κές και κάθε μέρα να προσκυνούσες σ' αυτές το δεσπότη τους Θεό. Όταν λοιπόν δεις παιδιά των Χριστιανών να προσκυνούν το σταυρό, μάθε ότι προσφέρουν την προσκύνηση στο Χριστό που σταυρώθηκε και όχι στο ξύλο. Γιατί, αν σέβονταν τη φύση του ξύλου, τότε θα προσκυνούσαν και τα δένδρα και τα άλση, όπως τα προσκύνησες συ ο Ισραήλ κάποτε, λέγοντας στο δένδρο και στο λίθο, ότι συ είσαι ο Θεός μου, συ με γέννησες.
Εμείς όμως δε λέμε αυτά στο σταυρό, ούτε στις μορφές των αγίων γιατί δεν είναι θεοί μας, αλλά βιβλία ανοιγμένα για την ανάμνηση του Θεού και απόδοση τιμής σ' αυτόν, που τοπο­θετούνται φανερά στις εκκλησίες και προσκυνούνται. Γιατί εκείνος που τιμά τον μάρτυρα, τιμά το Θεό, για τον οποίο ο μάρτυρας μαρτύρησε˙ εκείνος που προσκυνά τον απόστολο του Χριστού, προσκυνά αυτόν που τον απέστειλε˙ και εκείνος που γονατίζει στη μητέρα του Χριστού, είναι φανερό ότι στον Υιό της προσφέρει την τιμή. Γιατί κανένας δεν είναι Θεός, παρά μόνο ένας, ο οποίος γνωρίζεται και λατρεύεται ως Τριάδα και Μονάδα.
57 Σχόλιο. Αυτός που με τους λόγους του στόλισε το νησί των Κυπρίων είναι ο σωστός ερμηνευτής των λόγων του μακα­ρίου Επιφανίου, η εκείνοι που μιλούν με την καρδιά τους. Άκουσε όμως τι λέει και ο επίσκοπος Γαβάλων Σευηριανός.
58 Σευηριανού, επισκόπου Γαβάλων, από το λόγο στα εγκαίνια του σταυρού.
Πως η εικόνα του επικαταράτου έφερε ζωή στους προγό­νους μας; Και ύστερα από μερικά.
Πως λοιπόν η εικόνα του επικατάρατου έφερε τη σωτηρία στο δοκιμαζόμενο από συμφορά λαό; Επομένως δεν θα ήταν περισσότερο σωστό να πει, αν κάποιος από σάς δαγκωθεί από φίδι, να κοιτάξει ψηλά στον ουρανό προς το Θεό, ή στη σκηνή του Θεού, και θα σωθεί; Αλλά παραβλέποντας όλα αυτά, μόνο την εικόνα του σταυρού έστησε. Γιατί όμως τα έκανε αυτά ο Μωϋσής, αυτός που είπε στο λαό, δεν θα κατασκευάσεις για τον εαυτό σου γλυπτό ούτε χωνευτό ούτε κανένα ομοίωμα, όσα βρίσκονται πάνω στον ουρανό και όσα κάτω τη γη και όσα στα νερά κάτω από τη γή53; Αλλά γιατί τα λέω αυτά προς τον αγνώμονα; Πες μου, εσύ πιστότατε υπηρέτη του Θεού˙ αυτό που απαγορεύεις, αυτό κάνεις; Αυτό που γκρεμίζεις, το κατα­σκευάζεις; Συ που λες, δε θα κάνεις γλυπτό54 και συντρίβεις το χωνευτό μοσχάρι, έσύ κατασκευάζεις χάλκινο φίδι; Και αυτό όχι κρυφά, αλλά ολοφάνερα και σ' όλους γνωστό55.
Αλλά εκείνα τα νομοθέτησα, λέει, για να κόψω τα υλικά της ασέβειας και να αποσπάσω το λαό από κάθε αποστασία και ειδωλολατρία τώρα όμως κατασκευάζω το χωνευτό φίδι για να χρησιμεύσει ως προτύπωση της αλήθειας. Και όπως έστησα τη σκηνή και όλα όσα υπάρχουν σ' αυτήν και κατασκεύασα ομοίω­μα των αοράτων χερουβίμ με ανοιχτά τα φτερά τους στα άγια για να είναι τύπος και σκιά των μελλόντων56, έτσι ύψωσα και το φίδι σε στήλη για τη σωτηρία του λαού, ώστε με τη γνώση αυ­τών να προετοιμασθούν για να δεχθούν την εικόνα του σημείου του σταυρού και μέσω αυτού τον Σωτήρα και λυτρωτή. Και ότι ο λόγος αυτός είναι πέρα για πέρα αληθινός, αγαπητέ, άκουσε τον Κύριο που το βεβαιώνει λέγοντας· και όπως ο Μωϋσής ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί και ο Υιός του άνθρωπου, ώστε ο καθένας που πιστεύει σ αυτόν να μη χά­νεται, αλλά να έχει ζωή αιώνια57.
59 Σχόλιο. Κατάλαβε, ότι για να απομακρύνει το λαό από την ειδωλολατρία, επειδή ηταν ευόλισθος και έτοιμος γι αυτό, νο­μοθέτησε να μη κάνουν κανένα ομοίωμα, και ότι το φίδι που υψώθηκε ήταν εικόνα του πάθους του Κυρίου.
60 Ότι δεν είναι καινούργια εφεύρεση οι εικόνες, αλλά αρ­χαίο και γνωστό και συνηθισμένο στους αγίους και διακεκριμέ­νους πατέρες, άκουσε˙ γράφεται στο βίο του μακαριστού Βασι­λείου από τον Ελλάδιο, μαθητή του και διάδοχο της ιεραρχίας του, ότι ο όσιος παρουσιάστηκε κάποτε με την εικόνα της Θεοτόκου, στην οποία ήταν ζωγραφισμένη και η μορφή του αεί­μνηστου μάρτυρα Μερκουρίου· παρουσιάστηκε ζητώντας το θάνατο του άθεου και αποστάτη τυράννου Ιουλιανού. Την αποκά­λυψη γι' αυτό το αίτημα τη δέχτηκε από την εικόνα αυτή· γιατί έβλεπε για λίγο τον μάρτυρα να χάνεται από την εικόνα και ύστερα από λίγο να κρατάει το δόρυ ματωμένο.
61 Στο βίο του Ιωάννη του Χρυσοστόμου γράφονται αυτολεξεί τα εξής.
Ο μακάριος Ιωάννης αγαπούσε υπερβολικά τις επιστολές του σοφότατου Παύλου.
Και ύστερα από μερικά άλλα.
Είχε μάλιστα σε εικόνα και τη μορφή του ιδίου του απο­στόλου Παύλου, εκεί όπου αναπαυόταν για λίγο εξαιτίας της αδυναμίας του σώματός του˙ γιατί ξαγρυπνούσε περισσότερο από ο,τι επέτρεπαν οι φυσικές του δυνάμεις. Και όταν διάβαζε τις επιστολές του, ενατένιζε την εικόνα και τον πρόσεχε σαν να ήταν ζωντανός μακαρίζοντας τον, και είχε με τη φαντασία του όλη τη σκέψη του σ αυτόν και επικοινωνούσε μαζί του μέσω της θεωρίας.
Και ύστερα από άλλα...
Όταν έπαυσε ο Πρόκλος να μιλάει ατενίζοντας την εικόνα του αποστόλου και βλέποντας τη μορφή του να είναι όμοια με εκείνην που του φανερώθηκε, κάνοντας μετάνοια στον Ιωάννη, είπε δείχνοντας με το δάκτυλο την εικόνα· Συγχώρησε με, πά­τερ. Εκείνον που είδα να μιλάει μαζί σου, είναι όμοιος με αυ­τόν και όπως καταλαβαίνω είναι πράγματι ο ίδιος.
62 Στο βίο της οσίας Ευπραξίας αναγράφεται από την προϊσταμένη του μοναστηριού, ότι της φανερώθηκε η δεσποτική μορφή του Κυρίου.
63 Στο βίο της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας γράφεται ότι προ­σευχήθηκε στην εικόνα της Θεοτόκου και ζήτησε αυτήν ως εγ­γυήτρια και έτσι μπόρεσε να μπει μέσα στο ναό.
Από το Λειμωνάριο του άγιου πατέρα μας Σωφρονίου, αρ­χιεπισκόπου Ιεροσολύμων.
Διηγόταν ο αββάς Θεόδωρος ο Αϊλιώτης58, ότι κάποιος μο­ναχός, που ήταν έγκλειστος σε μοναστήρι του όρους των Ελαιών, ήταν πολύ μεγάλος ασκητής· τον πολεμούσε όμως ο δαίμονας της πορνείας. Σε μια περίπτωση, καθώς του επιτέθηκε με σφοδρότητα ο δαίμονας, άρχισε ο γέροντας να οδύρεται και να λέει στο δαίμονα˙
Ως πότε θα μένεις ανυποχώρητος; Φύγε λοιπόν από κοντά μου· γέρασες μαζί μου. Τότε εμφανίζεται φανερά μπροστά του και του λέει· Ορκίσου μου πως δεν θα πεις σε κανέναν αυτό που πρόκειται να σου πω και δεν θα σε ξαναπολεμήσω. Και του ορκίστηκε ο γέροντας˙
Μά τον Ύψιστο, που κατοικεί στα ουράνια˙ δε θα πω σε κανένα ο,τι μου πεις. Τότε του λέει ο δαίμονας˙
Μη προσκυνήσεις αυτή την εικόνα και δε θα σε πολε­μώ πια.
Η εικόνα είχε τη μορφή της Δέσποινας μας, της αγίας Μαρίας της Θεοτόκου, που κρατούσε στην αγκαλιά της τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Λέει ο έγκλειστος γέροντας στο δαίμονα˙ Άφησε με να το σκεφθώ. Την άλλη μέρα πηγαίνει στον αββά Θεόδωρο τον Αϊλιώτη, που κατοικούσε τότε στη λαύρα Φαραώ και τα διηγείται όλα. Ο γέροντας τότε λέγει στον έγκλειστο˙
Πραγματικά, αββά μου, παγιδεύθηκες που ορκίστηκες στο δαίμονα, ωστόσο έκανες καλά που τα εξομολογή­θηκες. Είναι προτιμότερο σε σένα να μη αφήσεις στην πόλη αυτή πορνείο στο οποίο να μη μπεις, παρά να αρ­νηθείς να προσκυνάς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό μαζί με τη μητέρα του.
Αφού λοιπόν τον στήριξε και τον ενδυνάμωσε με περισσότερα, γύρισε στον τόπο του. Εμφανίζεται λοιπόν πάλι ο δαίμονας στον έγκλειστο και του λέει˙ Τι συμβαίνει, κακόγερε; Δεν μου ορκίσθηκες ότι δε θα τα έλεγες σε κανένα; Και γιατί τα εξομολογήθηκες όλα σ' αυτόν που ήρθε σε σένα; Σου το λέω, παλιόγερε, ότι την ημέρα της κρίσεως θα δώσεις λόγο ως επίορκος.
Και ο έγκλειστος του αποκρίθηκε λέγοντας·
Αυτό που ορκίσθηκα, το ορκίσθηκα και σε ο,τι επιόρκησα, το γνωρίζω. Πλην όμως επιόρκησα στο Δεσπότη και δημιουργό μου, αλλά εσένα δεν σε ακούω.
65 Σχόλιο. Βλέπεις ότι την προσκύνηση της εικόνας την είπε ως προσκύνηση του εικονιζόμενου, και πόσο κακό είναι το να μη την προσκυνούμε, και πως ο δαίμονας προτίμησε να τον παρασύρει σ' αυτό παρά στην πορνεία;
66 Ενώ λοιπόν πολλοί ανέκαθεν μεταξύ των Χριστιανών ιε­ρείς και βασιλείς δέχτηκαν από το Θεό τη σοφία και θεοσέβεια και διέπρεψαν στο λόγο και στο βίο, και πολλές σύνοδοι αγίων και θεοπνεύστων πατέρων συγκροτήθηκαν, γιατί κανείς δεν επιχείρησε να τα κάνει αυτά; Δεν θα ανεχθούμε να διδάσκεται νέα πίστη. Γιατί από την Σιών θα προέλθει νόμος, είπε προ­φητικά το άγιο Πνεύμα, και λόγος Κυρίου από την Ιερουσα­λήμ59. Δε θα ανεχθούμε να φρονούν άλλοτε άλλα και να αλλά­ζουν με τον καιρό και η πίστη να γίνεται περίγελως και τέρψη των μη Χριστιανών. Δε θα ανεχθούμε την υποταγή σε βασιλικό διάταγμα, που επιχειρεί ν' ανατρέψει την παράδοση των πατέ­ρων γιατί δεν είναι γνώρισμα των ευσεβών βασιλέων να ανα­τρέπουν τους εκκλησιαστικούς θεσμούς.
Δεν είναι πατρικά αυτά˙ γιατί είναι ληστρικά όσα γίνονται με τη βία και όχι με την πειθώ. Και μάρτυρας όλων αυτών είναι η δεύτερη σύνοδος της Εφέσου, που ως τώρα χαρακτηρίζεται με την επωνυμία ληστρική, επειδή εκβιάσθηκε από βασιλικό χέρι, όταν φονεύθηκε εκεί ο μακάριος Φλαβιανός60. Αυτά είναι έργο των συνόδων και όχι των βασιλέων, όπως είπε ο Κύριος· όπου συναχθούν δύο ή τρεις στο όνομα μου, βρίσκομαι εκεί ανάμεσα τους61· Ο Χριστός δεν έδωσε την εξουσία να δένουν και να λύνουν τις αμαρτίες στους βασιλείς, αλλά στους αποστό­λους και στους διαδόχους τους και στους ποιμένες και διδα­σκάλους. Ακόμα και αν άγγελος, λέγει ο απόστολος Παύλος, σάς κηρύξει άλλο Ευαγγέλιο από εκείνο που παραλάβατε62. Τα παρακάτω ας τα αποσιωπήσουμε από επιείκεια, περιμένο­ντας την επιστροφή τους. Αν όμως δούμε ότι η διαστροφή τους είναι χωρίς επιστροφή, τότε θα προσθέσουμε και το υπό­λοιπο· αλλά ας το απευχηθούμε κάτι τέτοιο.
67 Εάν κάποιος μπει σ ένα σπίτι, στο οποίο κάποιος ζωγρά­φος ζωγράφισε στους τοίχους με χρώματα την ιστορία του Μωυσή και του Φαραώ, και έπειτα συμβεί να ρωτήσει γι' αυ­τούς που διέσχισαν τη θάλασσα σαν να ήταν ξηρά, Ποιοί είναι αυτοί; Τι θα απαντήσεις δεχόμενος την ερώτηση; Δεν θα πεις, ο λαός του Ισραήλ; Ποιος χτυπά τη θάλασσα με το ραβδί; Δεν θα του πεις, ο Μωυσής;. Έτσι και αν κάποιος εικονίσει το Χριστό σταυρωμένο και ερωτηθεί, Ποιος είναι αυτός; θα απαντήσει, ο Χριστός ο Θεός, ο οποίος σαρκώθηκε για μας.
Ναι, Δέσποτα, προσκυνώ όλα τα δικά σου πράγματα, και με διακαή πόθο αγκαλιάζω τη θεότητα, τη δύναμη, την αγαθό­τητα, την ευσπλαχνία για μένα, τη συγκατάβαση, τη σάρκωση, τη σάρκα. Και όπως φοβάμαι να αγγίξω το πυρακτωμένο σίδε­ρο, όχι εξαιτίας της φύσεως του σίδερου, αλλά εξαιτίας της φωτιάς που είναι ενωμένη με αυτό, έτσι προσκυνώ τη σάρκα σου, όχι εξαιτίας της φύσης της σάρκας, άλλ' εξαιτίας της θεό­τητας που είναι υποστατικά ενωμένη με αυτήν. Προσκυνούμε τα πάθη σου. Ποιος είδε να προσκυνείται ο θάνατος; Ποιος είδε πάθη σεπτά; Όμως πράγματι προσκυνούμε το σωματικό θάνατο του Θεού μου και τα σωτήρια πάθη, προσκυνούμε την εικόνα σου˙ προσκυνούμε όλα τα δικά σου πράγματα, τους υπη­ρέτες, τους φίλους και πριν από αυτούς τη μητέρα τη Θεοτόκο.
Γι' αυτό ικετεύω το λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, να κρατήσει γερά τις εκκλησιαστικές παραδόσεις· γιατί η παραμι­κρή αφαίρεση από αυτά που μας έχουν παραδοθεί, σαν να αφαι­ρούμε λιθάρια από οικοδομή, γρήγορα θα γκρεμίσει ολόκληρη την οικοδομή. Είθε λοιπόν να παραμένουμε σταθεροί, άκα­μπτοι, ακλόνητοι, στηριγμένοι πάνω σε ασφαλή πέτρα, που εί­ναι ο Χριστός, στον οποίο αρμόζει δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες.
Αμήν
1. Αββακ. 2,4.


Read more: http://www.egolpion.com/damaskinos_apologitikos_gia_eikones.el.aspx#ixzz3Kpk3shlK

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου