Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

       

 
Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἡ προσπάθεια διατυπώσεως δογματικῶν ὁρισμῶν εἶναι ἑπομένως, πάνω ἀπ᾿ ὅλα προσπάθεια ἀνευρέσως ὅρων. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς οἱ δογματικές ἔριδες εἶναι ἔριδες γιά τούς ὅρους. Πρέπει κανείς νά βρεῖ ἀκριβεῖς καί σαφεῖς λέξεις γιά νά περιγράψει καί νά ἐκφράσει τήν ἐμπειρίαν τῆς Ἐκκλησίας».[1]
Οἱ Πατέρες δέν συλλαμβάνουν στοχαστικά τό δόγμα, τό διατυπώνουν ὅμως κατά τρόπο στοχαστικό. Οἱ Πατέρες συλλαμβάνουν τό δόγμα ἀπό τήν προσωπική ἐμπειρία τους, δηλαδή τήν θεοπτία, καί σέ συμφωνία πάντα μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἐννοιοποίηση καί λογική διατύπωση γίνεται μέ τήν φιλοσοφική γλῶσσα τῆς ἐποχῆς τους. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἄλλο πράγμα λοιπόν ἡ ἐμπειρία κι ἄλλο ἡ διατύπωση μέ τή φιλοσοφική γλώσσα. Οἱ πατέρες δέν παράγουν στοχαστικά, συλλογιστικά καί διαλεκτικά τό δόγμα, ἀλλά τό διατυπώνουν μέ τέτοιο τρόπο»[2] καί «ἑπομένως ἡ διατύπωση αὐτοῦ πού ἐμπειρικά ζοῦσαν οἱ πατέρες ἔγινε μέ τή ζωντανή φιλοσοφική γλώσσα τῆς τότε διανοήσεως»[3]
Ἡ συμβολή τοῦ Μ. Βασιλείου στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τεράστιας σημασίας. Εἷναι ὁ πρῶτος πού κάνει τήν κεφαλαιώδους σημασίας διάκριση μεταξύ οὐσίας/φύσεως καί ὑποστάσεως. Κατά τόν Μέγα Βασίλειο ἡ οὐσία ἐκφράζει τό «κοινόν» τῆς θεότητος καί ἡ ὑπόσταση τό «ἰδιάζον» ἑκάστου θείου προσώπου. Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ κεφαλαιώδους σημασίας τή διάκριση οὐσίας καί ὑποστάσεως γιά τήν ὀρθή κατανόηση τοῦ τριαδολογικοῦ δόγματος, καί συγκεκριμένα γιά τήν ἀποφυγή τῆς σαβελλιανικῆς αἱρέσως. Στήν 236 ἐπιστολή Ἀμφιλοχίῳ Ἐπισκόπῳ γράφει: "Οἱ δέ ταὐτόν λέγοντες οὐσίαν καί ὑπόστασιν ἀναγκάζονται πρόσωπα (ἐδῶ χρησιμοποιεῖ ὁ Μ. Βασίλειος τό ὄνομα "πρόσωπα" μέ τή Σαβελλιανή σημασία, δηλαδή τοῦ προσωπείου) μόνον ὁμολογεῖν διάφορα, καί ἐν τῷ περιίστασθαι λέγειν τρεῖς ὑποστάσεις, εὑρίσκονται μή φεύγοντες τό τοῦ Σαβελλίου κακόν, ὅς καί αὐτός πολλαχοῦ συγχέων τήν ἔννοιαν ἐπιχειρεῖ διαιρεῖν τά πρόσωπα, τήν αὐτήν ὑπόστασιν λέγων πρός τήν ἑκάστοτε παρεμπίπτουσαν χρείαν μετασχηματίζεσθαι". (P G 32 884 C).
Ὁ Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεῖ, ὅπως εἴπαμε, στό ἀνωτέρω χωρίο τόν ὅρο "πρόσωπο" μέ τήν ἔννοια πού τήν χρησιμοποιοῦσε ὁ Σαβέλλιος ὡς κενή ὀντολογικοῦ περιεχομένου, μέ τήν ἔννοια δηλαδή τοῦ ἁπλοῦ- ψιλοῦ προσωπείου. Τοὐναντίον ὁ Μ. Βασίλειος προσδίδει ὀντολογικό περιεχόμενο στόν ὅρο ὑπόσταση" γιά νά ἐκφράσει τό "ἰδιάζον" ἑκάστου θείου προσώπου ἐν ἀντιθέσει μέ τό κοινόν τῆς οὐσίας: "Οὐσία δέ καί ὑπόστασις ταύτην ἔχει τήν διαφοράν ἥν ἔχει τό κοινόν πρός τό καθ᾿ ἕκαστον, οἷον ὡς ἔχει τό ζῷον πρός τόν δεῖνα ἄνθρωπον. Διά τοῦτο οὐσίαν μέν μίαν ἐπί τῆς θεότητος ὁμολογοῦμεν, ὥστε τόν τοῦ εἶναι λόγον μή διαφόρως ἀποδιδόναι· ὑπόστασιν δέ ἰδιάζουσαν, ἵν᾿ ἀσύγχυτος ἡμῖν καί τετρανωμένη ἡ περί Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος ἔννοια ἐνυπάρχῃ". (Μ Βασιλείου, Ἐπιστ. 236, Τῷ Ἀμφιλοχίῳ, Ρ.G. 32, 884 Α). Μάλιστα σέ μία ἄλλη ἐπιστολή Πρός τούς λογιωτάτους τῆς Νεοκαισαρείας (P.G. 32, 776 B-C) σχετικῶς μέ τήν ἴδια διάκριση οὐσίας καί ὑποστάσεως γράφει: "Εὖ γάρ εἰδέναι χρή ὅτι ὥσπερ ὁ τό κοινόν τῆς οὐσίας μή ὁμολογῶν εἰς πολυθεΐαν ἐκπίπτει, οὕτως ὁ τό ἰδιάζον τῶν ὑποστάσεων μή διδούς εἰς τόν ἰουδαϊσμόν ὑποφέρεται". Μάλιστα σχετικά μέ τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ πολύ διαφωτιστική εἶναι ἡ λη' ἐπιστολή Γρηγορίῳ ἀδελφῷ περί διαφορᾶς οὐσίας καί ὑποστάσεως ( P.G 32, 325-329) τοῦ Μ. Βασιλείου. Λόγῳ μάκρους εἶναι ἀδύνατον νά παρατεθεῖ ἐδῶ.
Εἶναι δέ τόσο βασικῆς σημασίας ἡ διάκριση οὐσίας καί ὑποστάσεως, ὥστε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: "Τοῦτο ἐστί τό ποιοῦν τοῖς αἱρετικοῖς τήν πλάνην, τό ταὐτόν λέγειν τήν φύσιν/οὐσίαν καί τήν ὑπόστασιν". [4]
Γιά παράδειγμα ἄς ἀναφερθοῦμε στό Τριαδολογικό καί στό Χριστολογικό δόγμα. Ὅσον ἀφορᾶ τό Τριαδολογικό δόγμα ο ἱερός Δαμασκηνός γράφει: "Ἐπειδή περί φύσεως ὁ σύμπας ἡμῖν λόγος κεκρότηται, τοῦτό φαμέν, ὡς ἐπί μέν τῆς ἁγίας καί ὑπερουσίου θεότητος ἤτοι τῆς μοναρχικῆς καί ὁμοουσίου τριάδος, Ἄρειος μέν καί Εὐνόμιος καί ἡ τούτων πολύθεος καί οὐδέν ἧττον ἄθεος συμμορία τρεῖς οὐσίας ἀναφανδόν ἐφληνάφησαν, ταῖς ὑποστάσεσι τήν φύσιν συνδιατέμνοντες, κακῶς εἰδότες, καί τῇ ὑποστάσει ταὐτόν τήν φύσιν νοήσαντες, Σαβέλλιος δέ ὁ Λίβυς μίαν ἀφρόνως ὑπόστασιν ἐξηρεύξατο συναιρῶν κακῶς τάς τρεῖς καί συναλείφων διά τό μοναδικόν τῆς οὐσίας εἰς μίαν ὐπόστασιν ἴσον τῇ φύσει νομίσας καί τήν ὑπόστασιν".[5] Ὁ Ἄρειος καί ὁ Εὐνόμιος ἐκκινώντας ἀπό τίς τρεῖς ὑποστάσεις καί θεωροῦντες ταυτόσημη τήν ὑπόσταση μέ τήν οὐσία/φύση, ἐπρέσβευαν ὅλως ἐσφαλμένως τρεῖς οὐσίες στήν Ἁγία Τριάδα. Ἀντιθέτως ὁ Σαβέλλιος ἐκκινώντας ἀπό τήν μία οὐσία/φύση καί ταυτίζοντας ἐννοιολογικά τήν φύση μέ τήν ὑπόσταση περιέπιπτε στήν πλάνη νά ὑποστηρίζει μία ὑπόσταση στήν Ἁγία Τριάδα.
Ἄς ἀναφερθοῦμε τώρα στό Χριστολογικό δόγμα. Στό Χριστό ἔχουμε ἕνα πρόσωπο (μία ὑπόσταση) καί δύο φύσεις (οὐσίες), τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Ὡς ἐκ τούτου τό ὑποκείμενο τῶν δύο φύσεων εἶναι ἕνα: δέν εἶναι ἄλλος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἄλλος ὁ υἱός τῆς Παρθένου ἀλλά ἕνας καί ὁ αὐτός. Ἡ πρώην ἁπλῆ ὑπόσταση τοῦ Λόγου προσέλαβε (ἐνυποστάτως, ὄχι αὐθυποστάτως οὔτε ἀνυποστάτως,) τήν ἀνθρώπινη φύση καί κατέστη ἔτσι σύνθετος: προαιωνίως ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου ἔφερε τή θεία φύση καί ἐν χρόνῳ ἡ ἰδία ὑπόσταση- ὄχι ἄλλη - προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀποτελέσασα αὐτή - καί ὄχι ἄλλη ξανατονίζομε - ὑπόσταση τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος. Ἔτσι στό Χριστό ἔχομε ἕνα ὑποκείμενο στό ὁποῖο κατηγοροῦνται τόσο οἱ θεῖες ὅσο καί οἱ ἀνθρώπινες ἐνέργειες. Ὁ ἐνεργῶν τίς ἐνέργειες, τίς θεῖες καί τίς ἀνθρώπινες, εἶναι ὁ ἕνας καί αὐτός, ὁ Χριστός.
Οἱ Νεστοριανοί ἐκκινοῦσαν ἀπό τίς δύο φύσεις (ὀρθῶς) τοῦ Χριστοῦ, καί, μή δυνάμενοι νά διακρίνουν νοηματικῶς μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως, δεχόμενοι τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ συναποδέχοντο δύο ὑποστάσεις στό Χριστό (ἐσφαλμένως). Ἔτσι κατέστρεφαν τήν προσωπική ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ καί θεωροῦσαν ἄλλο τόν υἱό τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο τόν υἱό τῆς Παρθένου (ἐξ οὗ Χριστοτόκον ὀνόμαζαν αὐτήν καί ὄχι Θεοτόκον). Κατ᾿ αὐτούς ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων δέν ἦταν ὑποστατική, ἀλλά ἠθική: ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀποτελῶν κατ᾿ αὐτούς ἄλλο πρόσωπο καί ἄλλο ὑποκείμενο, ἑνώθηκε ἠθικά μέ τόν υἱό τῆς Παρθένου σέ μιά συνάφεια ἠθική, ἀφοῦ αὐτός - ὁ υἱός τῆς Παρθένου - διά τῆς ἐργώδους ἠθικῆς προσπαθείας του, κατέστη ἱκανός νά ἐνοικήσει σ᾿ αὐτόν ὁ Θεός Λόγος. (Ὅθεν καί ἡ πνευματική συγγένεια νεστοριανισμοῦ καί πελαγιανισμοῦ). Ἀπό τήν ἄλλη μεριά οἱ Μονοφυσῖτες ἐκκινοῦντες ἀπό τή μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου (ὀρθῶς), καί μή δυνάμενοι καί αὐτοί νά διακρίνουν νοηματικῶς μεταξύ φύσεως καί ὑποστάσεως, ἐδέχοντο μία φύση στό Χριστό, τή θεία (ἐσφαλμένως). Ἡ ἀνθρώπινη φύση του ἀπερροφήθη ἀπό τήν θεία.[6]
Βασικῆς σημασίας ἐπίσης στήν Ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχει καί ἡ διάκριση μεταξύ ἀμέθεκτης θείας οὐσίας καί μεθεκτῶν θείων ἐνεργειῶν. Ὅλη ἡ ἡσυχαστική θεολογία ἐπ᾿ αὐτῆς τῆς διακρίσεως ἐρείδεται. Ὁ πρῶτος πού ὁμιλεῖ expressis verbis γιά ἀπρόσιτη θεία οὐσία καί προσιτῶν θείων ἐνεργειῶν εἶναι ὁ Μ. Βασίλειος: "Ἡμεῖς δέ λέγομεν, ὅτι τό εἰδέναι πολύσημον. Καί γάρ τήν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ εἰδέναι λέγομεν, καί τήν δύναμιν, καί τήν σοφίαν, καί τήν ἀγαθότητα, καί τήν πρόνοιαν ἤ ἐπιμέλειαν ἡμῶν, καί τό δίκαιον αὐτοῦ τῆς κρίσεως· οὐκ αὐτήν τήν οὐσίαν...Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος" (Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 234, Πρός Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου, PG 32, 869 AB).
Ὁ πρωτεργάτης τῆς Καππαδοκικῆς θεολογίας, τῆς θεολογίας τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, αὐτός πού ἔταμε ριζικές τομές εἶναι ὁ Μ. Βασίλειος. Ὁ καθ. Στυλ. Παπαδόπουλος γράφει: «Τήν προσπάθειά του αὐτή ὁ Βασίλειος, πού τήν ἄρχισε λίγο πρίν ἀπό τό 374, θά συνεχίσει μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης θά δώσουν τήν ὁριστική μορφή στήν θεολογία τούτη, ἀλλά θά θεολογήσουν ἐν προκειμένῳ σάν συνεχιστές τοῦ Βασιλείου, σάν ἀποτελεστές τοῦ ἔργου πού ἐκεῖνος θεμελίωσε».[7]
Ὁ Σεβασμιώτατος π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς γράφει ὡσαύτως ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Ἡ θεολογική αὐτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τῶν Ἀδελφῶν (ἐνν. οἱ κατά πνεῦμα καί ὁ κατά σάρκα ἀδελφοί του, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί Γρηγόριος ὁ Νύσσης) του διάκρισις, ἡ ὁποία συνδέει καί ἑνώνει ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἰς τήν Τριάδα εἶναι κοινόν καί ὁμοῦ ("τό κοινόν τῆς οὐσίας", "ἡ Θεότης", τό "ὁμοούσιον", τό "ὁμότιμον") καί ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι ἴδιον καί ἰδιάζον ("τό τῶν Προσώπων ἰδιάζον", "τρεῖς Ὑποστάσεις"), ἀλλά πάντοτε χωρίς σύγχυσιν καί ἐπίσης χωρίς διαίρεσιν, τοῦτο μαζί μέ τούς ἄλλους θεαρέστους ἄθλους των, εἶναι ἐκεῖνο τό ἐξαιρέτως μέγα σημαντικώτατον θεολογικόν προϊόν καί κατόρθωμα τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων (μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη θέσις ἀνήκει ἀσφαλῶς εἰς τόν Ἅγιον Βασίλειον), διά τό ὁποῖον τόσον πολύ ἀναγνωρίζονται καί ὑμνοῦνται οὗτοι εἰς τήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν εἰς ὅλον τόν κόσμον διά τῶν αἰώνων».[8]
Ἔτσι λοιπόν βλέπουμε ὅτι ἡ συμβολή τοῦ Μ. Βασιλείου στή διαμόρφωση τοῦ τριπλοῦ ἐννοιολογικοῦ κατηγορήματος (φύση/οὐσία, ὑπόσταση, ἐνέργεια) γιά τή διατύπωση τοῦ Τριαδολογικοῦ καί Χριστολογικοῦ δόγματος εἶναι τεράστιας σημασίας. Λίγο ἀργότερα ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του, Γρηγόριος ὁ Νύσσης, θά προβεῖ στήν ἐννοιολγικά ταύτιση ὑποστάσεως καί προσώπου.
Σημειώσεις
1 Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί Πατέρες τοῦ 5ου αἰῶνα, μετάφραση Παναγιώτου Κ. Πάλλη, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 46
2 Νίκου Α. Ματσούκα, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας. Μέ σύντομη εἰσαγωγή στή φιλοσοφία, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 255
3 Νίκου Α. Ματσούκα, ὅ. π., σσ. 254-255
4 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μζ' 39-40, τόμος ΙΙ, ἔκδ. B. Kotter, Βερολῖνο 1973, σελ. 112
5 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Πρός τόν ἐπίσκοπον δῆθεν τοῦ Δαραίας τόν Ἰακωβίτην 2, τόμος IV, ἔκδ. B. Kotter, Βερολῖνο 1981, σελ. 110
6 Φώτη Σχοινᾶ, Βυζαντινή λογική καί ὀντολογία. Ἡ περί κατηγοριῶν διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἐκδ. Παρουσία, Ἀθήνα 2006, σελ. 42
7 Μ.Βασιλείου, Ἐπιστολές καί ἄλλα κείμενα, εἰσαγωγή-σχόλια Στυλ. Παπαδόπουλος, ἀπόδοση Βας. Μουστάκης, ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1980, σελ. 25
8 Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, Χριστός ἀρχή καί τέλος, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθῆναι 1983, σσ.228-229
! Ο Φώτης Σχοινάς είναι Δρ. Φιλοσοφίας και συγγραφέας. Το κείμενο αναρτήθηκε για πρώτη φορά στο Αντίφωνο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου