Ανίσως, αδελφοί μου, ήτο δυνατόν ν’ ανέβω εις τον ουρανόν, να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλη, να κηρύξω σ’ όλον τον κόσμον πως μόνον ο Χριστός μας είναι Υιός και Λογος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωη των πάντων, ήθελα το κάμει. Και επειδή δεν δύναμαι να πράξω εκείνο το μέγα, κάμω τούτο το μικρόν και περιπατώ από τόπον εις τόπον και διδάσκω τούς αδελφούς μου κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, αλλ’ ως αδελφός. Διδάσκαλος μόνον ο Χριστός μας είναι”
Δεν ευρίσκεται τόπος οπού να λείπη ο Θεός. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί, όταν θέλωμεν να κάμωμεν καμμίαν αμαρτίαν, να στοχαζώμεθα ότι ο Θεός είνε μέσα εις την καρδίαν μας, είνε πανταχού παρών και μας βλέπει· να εντρεπώμεθα τούς Αγγέλους, τούς Αγίους, και μάλιστα τον άγγελον, τον φύλακα της ψυχής μας, οπού μας βλέπει. Από ένα μικρόν παιδίον εντρεπόμεθα, όταν θα κάμωμεν την αμαρτίαν, και πως να μην εντρεπώμεθα από τόσους Αγίους και Αγγέλους
Θέλων ο Κύριος να μας φυλάξη από την κατάκρισιν μας εχάρισεν ένα λόγον, τον οποίον αν φυλάξωμεν θα σωθώμεν. Ποίος είνε ο λόγος ούτος; “Ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρω μή ποιήσης”, δηλαδή: Εκείνο, το οποίον δεν θέλεις να σου κάμη άλλος, μη το κάμνεις και συ εις άλλον. Καθώς δεν θέλεις να σε κλέψουν οι άλλοι, έτσι και συ να μη κλέπτης, να μη φονεύης τούς άλλους.
Όθεν πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να στοχασθώμεν τι είμεθα, δίκαιοι η αμαρτωλοί; Και ανίσως και είμεθα δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι. Ανίσως δε και είμεθα αμαρτωλοί, πρέπει τώρα οπού έχομεν καιρόν να μετανοήσωμεν από τα κακά και να πράξωμεν τα καλά. Η κόλασις μας καρτερεί· πότε θα μετανοήσωμεν; Όχι αύριον, μεθαύριον και του χρόνου, αλλ’ αυτήν την ώραν. Διότι δεν ηξεύρομεν έως αύριον τι έχομεν να πάθωμεν. Ο Χριστός μας λέγει να είμεθα πάντοτε έτοιμοι. Ποσον κακόν πράγμα είνε, χριστιανοί μου, να πέση ο άνθρωπος εις αμαρτίαν και να μη μετανοήση! Στοχασθήτε!
Να έχετε ευλάβειαν εις όλους τούς Αγίους της Εκκλησίας, και περισσότερον εις την Δεσποιναν Μαρίαν, διότι όλοι οι Άγιοι είνε δούλοι του Χριστού, η δε Θεοτόκος είνε Βασίλισσα του ουρανού και της γης, ήτις παρακαλεί τον εύσπλαχνον Χριστόν δια τας αμαρτίας μας. Δια τούτο πρέπει και ημείς να τιμώμεν την Δεσποιναν μας με νηστείας και ελεημοσύνας.
“Θα βγουν πράγματα από τα σχολεία που ο νους σας δε φαντάζεται”.
Μας έκαμεν ο πανάγαθο Θεός, αδελφοί μου, ανθρώπους και δεν μας έκαμε ζώα· μας έκαμε τιμιωτέρους από όλον τον κόσμον· μας έδωκεν ο πανάγαθος Θεός, αδελφοί μου, τα μάτια, να βλέπωμεν τον ουρανόν, την σελήνην και τα άστρα και να λέγωμεν:
– Ω Θεέ μου, εάν ο ήλιος, οπού είναι πλάσμα σου, είναι τόσον λαμπρός, αμή το άγιόν σου όνομα, οπού είσαι ποιητής του ουρανού και της γης, ποιητής και πλάστης, πόσον είσαι λαμπρότερος;
– Ω Θεε μου, αξίωσόν με να σε απολαύσω!
Μας έδωσεν, αδελφοί μου, τον νουν εις την κεφαλήν μας, και είναι ο νους μας ωσάν μέσα εις ένα πιάτο, να βάνωμεν όλα τα νοήματα του Ευαγγελίου και όχι να βάνωμεν μύθους και φλυαρίσματα της τέχνης του διαβόλου.
Μας έδωσε το στόμα, να δοξάζωμεν τον Κύριόν μας, να λέγωμεν το”Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησόν μας και συγχώρησόν μας τούς αμαρτωλούς και αναξίους δούλους σου”, και να εξομολογούμεθα με πίστιν καθαράν, και να μεταλαμβάνωμεν τα Άχραντα Μυστήρια με πίστιν καθαράν και φόβον και τρόμον.
Έτσι μας θέλει, αδελφοί μου, ο Θεός και όχι να βλασφημούμεν, όχι να προδίδωμεν ο ένας τον άλλον, όχι να κάμνωμεν όρκους και να λέγωμεν ψεύματα, όχι να κλέπτη ο ένας τον άλλον, να παίρνη το πράγμα του άλλου, όχι να ομνύωμεν το όνομα του Θεού διά το παραμικρόν.
“Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλω, καν ο ουρανός να κατέβει κάτω, καν η γη να ανέβει επάνω, και όλος ο κόσμος να χαλάση, σήμερον αύριον, να μη σας μέλλει τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας, ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας, ας τα πάρουν, μη σας μέλλη. Δώσατέ τα δεν είναι ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέσει δεν ημπορεί να σας τα πάρη εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάττετε να μην τα χάσετε”.
«Τώρα καὶ ἐγὼ ἐδῶ ὅπου ἦλθα καὶ κοπιάζω εἶνε καλὸν νὰ μὴν δώσητε ὀλίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Καὶ τι πληρωμὴν θέλω ἐγώ; Χρήματα; Καὶ τι νὰ τὰ κάμω; Ἐγὼ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ μήτε σακκούλα ἔχω, μήτε σπίτι, μήτε ἄλλο ῥάσο, καὶ τὸ σκαμνὶ ὅπου ἔχω ἰδικόν σας εἶνε, τὸ ὁποῖον εἰκονίζει τὸν τάφον μου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ διδάξῃ βασιλεῖς, πατριάρχας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, νέους καὶ γέροντας καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως καὶ ἐπερπατοῦσα διὰ ἄσπρα, θὰ ἤμουν τρελλὸς καὶ ἀνόητος. Ἀμὴ τι εἶνε ἡ πληρωμή μου; Νὰ καθήσετε ἀπὸ πέντε-δέκα νὰ συνομιλῆτε αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα, νὰ τὰ βάλετε μέσα εἰς τὴν καρδίαν σας, διὰ νὰ προξενήσουν τὴν αἰώνιον ζωήν… Τώρα ἀνίσως καὶ τὰ κάμνετε καὶ τὰ βάλλετε εἰς τὸν νοῦν σας, δὲν μὲ φαίνεται καὶ ἐμὲ τίποτε ὁ κόπος. Εἰ δὲ καὶ δὲν τὰ κάμνετε, φεύγω λυπημένος μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου