Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ’21
ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΣΤΟΝ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΔHM. ΠΑΠΑ,
“ΑΡΧΗΓΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ”
ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΣΤΟΝ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΔHM. ΠΑΠΑ,
“ΑΡΧΗΓΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ”
"Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή"
Δ. Σολωμός
Οι Μακεδόνες "πρόφραγμα" του Ελληνισμού
Η μακεδονική γη στη μακραίωνη ιστορία της ανέδειξε πολλούς μεγάλους και γενναίους άνδρες, οι οποίοι τη δόξασαν με το έργο τους και πολλοί με τη θυσία τους. Σε όλους τους αγώνες του Ελληνισμού από τα πανάρχαια ακόμη χρόνια οι Μακεδόνες ήταν πανταχού παρόντες. Πολέμησαν γενναία και νίκησαν αντιπάλους πολύ ισχυρότερους, προστάτεψαν αποτελεσματικά την πατρίδα τους από την καταστροφή και τη σκλαβιά. Υπήρξαν πάντα στην πρώτη γραμμή αντίστασης και αποτέλεσαν μια πραγματική ασπίδα για ολόκληρη την άλλη Ελλάδα. Αυτήν την προσφορά της Μακεδονίας και των Μακεδόνων αγωνιστών εκτιμώντας ο ιστορικός Πολύβιος (201-120 π. Χ), γράφει:
"Τίνος και πηλίκης δει τιμής αξιούσθαι Μακεδόνας, οι τον πλείω του βίου χρόνον ου παύονται διαγωνιζόμενοι προς τους βαρβάρους υπέρ της των Ελλήνων ασφαλείας; ό,τι γαρ αεί ποτ' αν εν μεγάλοις ην κινδύνοις τα κατά τους Έλληνας, ει μη Μακεδόνας είχομεν πρόφραγμα και τας (των) παρά τούτοις βασιλέων φιλοτιμίας, τις ου γιγνώσκει;» (Πολύβιος Θ΄35-,2-4).
«Ποια και πόσο μεγάλη τιμή πρέπει να αξιωθούν οι Μακεδόνες, οι οποίοι το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους δεν παύουν να πολεμούν προς τους βαρβάρους για την ασφάλεια των Έλλήνων; Γιατί ποιος αγνοεί ότι, αν οι Μακεδόνες πάντοτε δεν ήσαν το προπύργιο όπως και οι φιλοδοξίες των βασιλιάδων τους, οι Έλληνες θα διέτρεχαν τους μεγαλύτερους κινδύνους;»
Ως πρόφραγμα έβλεπε ο μεγάλος ιστορικός την προσφορά της Μακεδονίας στους αγώνες εναντίον των βαρβαρικών επιδρομών κατά της Ελλάδας. ΄Ετσι την χαρακτήρισε τότε και έτσι θα τη χαρακτήριζε και σήμερα, αν βρισκόταν στη ζωή. Πρόκειται για μια σημαντική παρατήρηση, η οποία εγγίζει την ιστορική αλήθεια, αν δεν είναι η αλήθεια. Τη βεβαιώνουν τα γεγονότα της νεότερης ιστορίας της Μακεδονίας, αφού και στην Επανάσταση του’21 οι Μακεδόνες μετείχαν του Αγώνα και πρόσφεραν τη δική τους βοήθεια στην απελευθέρωση του γένους από τη σκλαβιά, όπως και τόσοι άλλοι γενναίοι ΄Ελληνες. Το μαρτυρεί η θυσία χιλιάδων Μακεδόνων στον αγώνα για τη λευτεριά, αλλά και η θυσία ενός μεγάλου Μακεδόνα πατριώτη και αγωνιστή, του γνωστού σε όλους μας τραπεζίτη των Σερρών, του Εμμανουήλ Δημητρίου Παπά, στου οποίου τη ζωή, το έργο, την προσφορά και τη θυσία θα αναφερθούμε, αποτίοντας ελάχιστο φόρο τιμής στο γενναίο από τη Δοβίστα Σερρών αγωνιστή .
Η προσωπικότητα του Ε. Παπά και οι σχέσεις του με τους Τούρκους πασάδες
Ο Εμμανουήλ Δημητρίου Παπάς, επιχειρηματικό μυαλό αλλά και φλογερός πατριώτης, γεννήθηκε το 1773 στη Δοβίστα (σήμερα Παπά) των Σερρών και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ελληνικής επανάστασης του ’21 στη Μακεδονία. Αγωνίστηκε για τη λευτεριά της από την τουρκική τυραννία και σκλαβιά και θυσιάστηκε για το σκοπό αυτό. Η πατρίδα του είναι περήφανη για το γενναίο τέκνο της αλλά μαζί της και όλος ο Ελληνισμός.
Ο μεγάλος αγωνιστής δεν προερχόταν από ονομαστή αρματολική οικογένεια, ούτε είχε άλλες περγαμηνές στο ενεργητικό του. Ήταν ένας ευφυής, δραστήριος άνθρωπος, που με την εργασία και τη δράση του κατόρθωσε να μεταμορφωθεί από έναν απλό έμπορο σε ένα τραπεζίτη των Σερρών και αργότερα της Κωνσταντινούπολης! Αγαπούσε δύο πράγματα στη ζωή του: την πατρίδα και την ελευθερία. Αυτή του η αγάπη μετέβαλε τον έμπορο και μεγαλοτραπεζίτη σε ένα φλογερό πατριώτη και τρομερό τουρκομάχο. σε έναν άσπονδο εχθρό του δυνάστη. Αφιέρωσε τα πλούτη, τη δραστηριότητά του και τη ζωή του στον αγώνα για τη λευτεριά Η στάση του ήταν αξιοθαύμαστη και γρήγορα έγινε γνωστή στους συμπολίτες του, ώστε σε λίγο να αποκτήσει και την εμπιστοσύνη της Φ. Εταιρίας και τα μέλη της να τον μυήσουν στις αρχές και τους σκοπούς της, ώστε αργότερα, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, τον όρισαν και αρχηγό των εξεγερμένων Ελλήνων στη Μακεδονία, στη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος, μια και ο φυσικός στρατιωτικός αρχηγός, Γιάννης Φαρμάκης, εξ αιτίας της κήρυξης της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, δεν μπόρεσε να κατεβεί στη Μακεδονία και να αναλάβει τη στρατιωτική ηγεσία της, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο των Φιλικών.
Ο Ε. Παπάς μεγάλωσε και ανατράφηκε κάτω από καλές συνθήκες σε σχέση με άλλους νέους της εποχής του, αν και στο χωριό που γεννήθηκε δεν έμεινε παρά λίγο μόνο καιρό, γιατί γρήγορα μετακόμισε η οικογένειά του στις Σέρρες, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα.
Η πόλη των Σερρών τα χρόνια αυτά ήταν μεγάλο οικονομικό, πνευματικό και εκκλησιαστικό κέντρο. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με την καλλιέργεια του βαμβακιού, που είχε μεγάλη στρεμματική απόδοση, γεγονός που βοήθησε στην ταχεία οικονομική άνθηση της πόλης. Λέγεται πως κατά το 18ο αιώνα οι Σέρρες πραγματοποιούσαν εξαγωγές στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, που ξεπερνούσαν τις 50 χιλιάδες μπάλες βαμβακιού και εισέπρατταν περίπου 5.000.000 πιάστρα. Την οικονομική άνθηση, όπως ήταν φυσικό, ακολούθησε και η πνευματική αναγέννηση του τόπου.
Υπάρχει πληροφορία πως το 1735 στις Σέρρες ιδρύθηκε από το Μητροπολίτη Σερρών Γ α β ρ ι ή λ, σχολείο, που λειτουργούσε κανονικά ως τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε έπαυσε να λειτουργεί λόγω έλλειψης πόρων.
Οι κάτοικοι της πόλης, που γρήγορα κατανόησαν την αναγκαιότητα του σχολείου στον τόπο τους, αποφάσισαν όλοι να συγκεντρώσουν χρήματα, με δικές τους προσφορές, και να επαναλειτουργήσουν το σχολείο τους. Η προσπάθειά εκτιμήθηκε δεόντως και βρήκε πολλούς χρηματοδότες, Τα χρήματα προήλθαν κυρίως από δωρεές προυχόντων αλλά και απλών ανθρώπων της περιοχής. Στην κοινή αυτή προσπάθεια δεν έμεινε αδιάφορος ο Ε. Παπάς, που πρώτος έδωσε το καλό παράδειγμα, προσφέροντας 1000 γρόσια, όπως φαίνεται από στην επιστολήν του προς τον επίσκοπο Σερρών Χρύσανθο. «…Περιπλέον ο πατριωτισμός με υπαγορεύει να ενθυμηθώ και την δημιουργημένην και μάλλον ήδη ενεργουμένην Σχολήν της πατρίδας, διό και προσφέρω κατά το παρόν δια χειρός του Κωνσταντίνου Παπαδάτου γρόσια χίλια, ως προοφειλουμένην συνδρομήν βοηθητικής προς αυτήν, και, ότε, τύχη αγαθή, βεβαιωθώ την εις τα μείζονα αποκατάστασιν και εκτέλεσιν αυτής της Σχολής του Πανελληνίου, υπόσχομαι, το κατά δύναμιν όλην, να συνεισφέρω προς καταρτισμόν και βελτίωσιν αυτής».
Της υμετέρας Πανιερότητος όλος εκκρεμής εις τα νεύματά της και πρόθυμος δούλος
ΕΜ. ΠΑΠΑΣ.
Με την προσφορά του αυτή πίστευε ότι θα γίνει η αρχή και για άλλες προσφορές, που θα βοηθούσαν τη Σχολή να διδάξει τη γνώση στο ραγιά και μέσω αυτής να τον οδηγήσει στην εθνική του αφύπνιση και στον αγώνα για τη λευτεριά.
Η ιδιότητα του εμπόρου και του τραπεζίτη του έδωσαν την ευκαιρία να γίνει γρήγορα γνωστός στους Έλληνες, αλλά και σε πολλούς Τούρκους μπέηδες, με τους οποίους διατηρούσε καλές σχέσεις, γεγονός που τον βοηθούσε στην επιτυχία της δουλειάς του, αλλά και στο να επηρεάζει καταστάσεις προς όφελος των συμπατριωτών του, όταν ήταν ανάγκη.
Λόγω όμως της δουλειάς του ήταν υποχρεωμένος να ταξιδεύει συχνά και να επισκέπτεται άλλες πόλεις. Τον συναντάμε συχνά στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να διευθετήσει οικονομικά θέματα ή στη Βιέννη με την οποία επίσης είχε εμπορικές συναλλαγές. Παντού, όπου κι αν ταξίδευε, φρόντιζε να κάνει νέους φίλους. Είχε πολλούς και καλούς φίλους τόσο στη Βιέννη, όσο και στην Πόλη, οι οποίοι πολλές φορές του φάνηκαν χρήσιμοι. Ιδιαίτερα στενή φιλία συνήψε με τον πασά των Σερρών Ισμαήλ μπέη, του οποίου και έγινε τραπεζίτης.
“Ήταν(ο Παπάς) άνδρας αξίας και περιωπής, πλησίον του οποίου εύρον καταφύγιον πολλοί Έλληνες εκ Δυτικής Μακεδονίας, καταδιωχθέντες από τα όργανα του Αλή Τεπελενλή", γράφει ο Ι. Βασδραβέλλης.
Ο ιστορικός Φιλήμων (τ. Γ΄σ.142), συμπληρώνοντας την άποψη αυτή, γράφει:
"Ως τοιούτος, δηλαδή (έμπορος και τραπεζίτης), υπελήπτετο παρά πάντων και μεγάλην επιρροήν εξήσκει ιδίως δε, ότε τω 1810 διωρίσθη πρώτος τραπεζίης του Ισμαήλ βεγή των Σερρών, η επιρροή αυτού προέβη μεγίστη, δι' ην ο πανίσχυρος ούτος τοπάρχης απένειμε αγάπην, ουδέποτε αρνούμενος την χάριν, ην επεκαλείτο παρουσιαζόμενος ο Εμμανουήλ Παπά (ς) και επί αυτών των δυστυχεστέρων δημοσίων ή ιδιωτικών υποθέσεων. Επί τοσούτον δε προεχώρει η ισχύς αυτού, ώστε συχνάκις έκοπτε το σχοινίον της αγχόνης και έσωζε του θανάτου, μεταφέρων εν τη ιδία οικία, τον κατάδικον. Δι' αυτού αφηρέθησαν από του Τούρκου καδδή αι μεταξύ των Χριστιανών δίκαι, και ανετέθησαν τω μητροπολίτη Σερρών."
Ο μεγαλοτραπεζίτης δε διακρινόταν μόνο για τον πλούτο και το εμπορικό του πνεύμα. Ήταν εξαίρετος χαρακτήρας, συνετός άνθρωπος, εργατικός, ανιδιοτελής, μεγάλος πατριώτης. Υπήρξε καλός πατέρας, γενναίος και δραστήριος.
Ο Πέννας, αναφερόμενος στην προσωπικότητα του, γράφει μεταξύ άλλων:
«Ο Εμμανουήλ Παπάς είχε μέτριο ανάστημα. Το πρόσωπό του στηριζόταν σ' ένα μακρύ λαιμό, ήταν πράο, αλλά γεμάτο ζωή και δραστηριότητα. Ήταν λιγόλογος, μιλούσε με μειλιχιότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά. ΄Επαιρνε το λόγο πάντα τελευταίος και επιβαλλόταν με τη λογική διατύπωση των γνωμών του".
Ο ιστορικός Φιλήμων, συμπληρώνοντας το πορτρέτο του Παπά, σημειώνει: "Ο ζήλος του για την απελευθέρωση της Ελλάδος ήτο μεγάλος και η φιλοτιμία του απέραντη".
Το 1817 πέθανε ο Ισμαήλ μπέης των Σερρών και τη θέση του κατέλαβε ο γιος του Γιουσούφ, μετέπειτα πασάς της Πάτρας, ο οποίος, ενώ αρχικά συνέχισε τις καλές σχέσεις με τον τραπεζίτη του πατέρα του, γρήγορα, λόγω του σπάταλου βίου του, βρέθηκε να οφείλει στον τραπεζίτη πάνω από ένα εκατομμύριο γρόσια, ποσό υπέρογκο. Μην μπορώντας να αποπληρώσει τα χρήματα που δανείστηκε σκέφτηκε να σκοτώσει το δανειστή του. Ο Παπάς, που υποψιάστηκε τις προθέσεις του πανούργου και αδίστακτου μπέη, έφυγε από τις Σέρρες κρυφά στην Πόλη, όπου, με τις γνωριμίες που διέθετε, κατόρθωσε να πάρει πίσω ένα μέρος των χρημάτων του, και, με φιρμάνι της Πύλης, να απομακρύνει προσωρινά το Γιουσούφ μπέη από τη θέση του!
Ο Ε. Παπάς μέλος της Φιλικής Εταιρίας και "αρχιταμίας" στην Κωνσταντινούπολη
Ο Εμμανουήλ Παπάς, μην μπορώντας να επιστρέψει στις Σέρρες, επειδή απειλούνταν η ζωή του από το Γιουσούφ πασά, αναγκάστηκε να παρατείνει τη διαμονή του στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε και τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Εκεί τον συνάντησε την 21η Δεκεμβρίου του 1819 ο Φιλικός Παπαδάτος και τον μύησε στα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως ο Παπάς μυήθηκε στη Φ. Εταιρία από το Γιάννη Φαρμάκη, όταν αυτός επισκέφτηκε την Πόλη.
Όπως όμως και να έχει το ζήτημα, εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι από τη στιγμή της μύησής του άλλαξε τακτική και άρχισε τις προσπάθειές του να έρθει σε επαφή και επικοινωνία με τους Φιλικούς που δρούσαν όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη αλλά και με άλλους που ζούσαν έξω από αυτήν, όπως ήταν ο Μητροπολίτης Σερρών Χρύσανθος, μυημένος στη Φιλική Εταιρία κι αυτός, πολύ νωρίτερα από τον Ε. Παπά.
Την μύηση του Χρύσανθου, μαρτυρεί έγγραφο των Φιλικών με το οποίο, αφού τον συγχαίρει για τη δράση του και τη βοήθειά του, του υποδεικνύει να μεταβιβάσει τα υπ’ αυτού συναθροισθέντα χρήματα στο σεβαστό άνδρα Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Σεβάσμιε αρχιεπίσκοπε Σερρών, κύριε Χρύσανθε,
Το από 15 αυγούστου γράμμα της Σεβασμιότητός σου λαβόντες, ανέγνωμεν τα γραφόμενά σου…και ως αγαθός ποιμήν φιλοτιμήθητι ν’ αναδειχτείς γενναίος συνδρομητής, καταβάλλων μίαν αδροτέραν βοήθειαν εις το κοινόν κιβώτιον…και την υποσχεθείσαν συνεισφοράν και όλην την εσχάτην ταύτην δυνατήν βοήθειάν σου, μαζί με όλα τα παρά των λοιπών φιλοκάλων ομογενών συναθροισθέντα χρήματα, θέλεις εμβάσει προς τον σεβαστόν ημί άνδρα Αλέξανδρον Υψηλάντην, τον οποίον κατεστήσαμεν Γενικότατον Έφορον των πραγμάτων της Φιλικής Εταιρίας μας, διορίσαντες πάντα τα μέλη, καθώς ήδη και την σεβασμιότητά σας, ίνα περέχωμεν το προσήκον σέβας και ευπείθειαν εις τας οδηγίας της αυτού Εκλαμπρότητος, και ότι άνευ υπακοής πολιτική κοινωνία ου συνίσταται.
΄Ερρωσο επί τα κρείττω χωρών και βελτιούμενος, Ιεράρχα πανσέβαστε.
Ο Ε. Παπάς έφυγε κρυφά στην Πόλη και άφησε την πολυπληθή οικογένειά του στις Σέρρες. Επειδή όμως φοβόταν την εκδικητική μανία του Γιουσούφ μπέη, έγραψε στο Χρύσανθο και τον παρακαλούσε να προστατεύει τη φαμίλια του.
Την πανιερότητά της μετά πόθου και ευλαβείας προσκυνώ.
Γνωρίζω, Πανιερώτατε, ότι η φυγή μου αυτόθεν επροξένησεν μεγάλην λύπην εις τους συμπολίτας μου, καθότι υστερήθησαν διόλου την οδηγίαν και προστασίαν μου, και ο αισχροκερδής διοικητής τώρα θέλει εύρει τον καιρόν να τυραννεί και να τους γυμνώνη, επειδή η μόνη νουθεσία και η σκέψις μου εμπόδιζε τας σκευωρίας και τα ενεδρεύματά του. Εκατήκετο η ψυχή μου προβλέπουσα τα δεινά, οπού μέλλει να δοκιμάση η πατρίςς μου μετά την απουσίαν μου, πλην φοβούμενος την δολοφονίαν, δεν ημπορούσα να κάμω αλλέως παρά να φύγω κρυφίως, και να έρθω εις Κωνσταντινούπολιν… Μήνας 6 άχρι τούδε υστερούμαι την φαμίλίαν και την πατρίδα μου...Διό παρακαλώ την Πανιερότητά της να προστατεύει την φαμίλιαν μου...ποτέ δεν ήλπιζα εις τοιαύτην ηλικίαν, 47 ετών, να υστερηθώ και πατρίδα και φαμίλιαν…".
Οι φόβοι του, δυστυχώς, ήταν δικαιολογημένοι, αφού λίγο μετά ο Γιουσούφ έκαψε το σπίτι του Παπά και βασάνισε την οικογένειά του. (Ο Ε. Παπάς είχε 12 τέκνα, 9 αγόρια και 3 κορίτσια. Τα τέσσερα από τα αγόρια του θυσίασαν τη ζωή τους πολεμώντας τον τούρκο δυνάστη).
Ο Παπάς επικοινώνησε και με ορισμένους αγιορείτες μοναχούς, μυημένους στη Φ. Εταιρία, με τους οποίους είχε εμπορικές συναλλαγές. Έγραψε και έστειλε επιστολή ακόμη και στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος αργότερα, εκτιμώντας την προσφορά του στην υπόθεση της προετοιμασίας των Ελλήνων για επανάσταση, τον διόρισε αρχιταμία της Φιλικής Εταιρίας στην Κωνσταντινούπολη ( Φιλήμων τ.Α΄ σ. 202). Το νέο του πόστο ήταν σημαντικό, γιατί επιφορτίσθηκε από την Εταιρία να προετοιμάσει πολεμικό υλικό και άλλα χρειώδη για τον αγώνα και να είναι έτοιμος, όταν του δοθεί το σύνθημα της εξέγερσης. Σχετικά με τη δράση του Ε.Παπά ενημέρωσε ο Παπαδάτος τον Υψηλάντη. Έτσι τουλάχιστον μαρτυρείται από επιστολή του Υψηλάντη προς τον Ε. Παπά με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1820.
"Ακούσατε τας συμβουλάς του Παπαδάτου, όστις είναι διωρισμένος να σας δείξη, εις τι πρέπει να ενεργήσητε...»
Ο Φιλήμων, αναφερόμενος στις ενέργειες του Ε. Παπά, που φαίνεται ότι πραγματοποίησε τα όσα ο Παπαδάτος του υπέδειξε, γράφει:
"Επελθόντος του 1821 έτους, ετοίμως εξετέλεσεν, όσας και πριν παρά της Αρχής των Φιλικών και έπειτα παρά του Υψηλάντου έλαβε δια των εφόρων της Κωνασταντινουπόλεως οδηγίας. Αγοράσας πολεμοφόδια και όπλα ικανά, εφόρτωσεν επί του πλοίου Βισβίζη, Λημνίου, τη 23 Μαρτίου (1821) και τη μυστική συνδρομή του υποπροξένου Σπυρίδωνος Καλογεράκη, και εις τον Άθων απέπλευσεν...".
Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία και η εξέγερση των μοναχών στο Άγιον Όρος
Ενώ είχε οριστεί από το σχέδιο που είχε καταρτισθεί ότι τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της επανάστασης στη Χαλκιδική και Μακεδονία θα ανελάμβανε προσωπικά ο Γιάννης Φαρμάκης, εμπειροπόλεμος καπετάνιος και γενναίος αγωνιστής, εκείνος έμεινε στη Μολδοβλαχία, για να ενισχύσει τον εκεί αγώνα. Η επανάσταση όμως είχε την ανάγκη ενός αρχηγού και αυτή η ανάγκη υποχρέωσε τον Ε.Παπά να επωμισθεί πλέον και το βαρύ έργο του στρατιωτικού αρχηγού της Επανάστασης στη Χαλκιδική, αν και δεν είχε καμία πείρα σε στρατιωτικά ζητήματα.
Τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία και ο Παπάς, πριν ακόμη προλάβει να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων στη Χαλκιδική, πληροφορήθηκε την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (22/2/1821).
Οι πληροφορίες ήταν ενθαρρυντικές και μιλούσαν για καταπληκτικές επιτυχίες του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, πράγμα που αναπτέρωσε το ηθικό των σκλάβων Ελλήνων. Αντελήφθη πως τα γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία και θα έπρεπε να είναι κι αυτός έτοιμος, όσο το δυνατό γρηγορότερα, για να δράσει κεραυνοβόλα στην περιοχή του, μόλις λάβει την εντολή από τον Αρχηγό του.
Οι Τούρκοι από την πλευρά τους, μόλις πληροφορήθηκαν την εξέγερση στη Μολδοβλαχία, άρχισαν να ανησυχούν και να παίρνουν τα μέτρα τους στα κατεχόμενα από αυτούς ελληνικά εδάφη. Δεν μπορούσαν να επέμβουν, γιατί απαγόρευε την τουρκική επέμβαση η ρωσοτουρκική συνθήκη.
Ο Ε. Παπάς, επειδή επειγόταν να αρχίσει την επανάσταση στη Μακεδονία, ώστε να πετύχει αντιπερισπασμό στην Πύλη, μόλις πληροφορήθηκε την εξέγερση στη Μολδοβλαχία, αποφάσισε κι αυτός να επισπεύσει τη δική του επανάσταση στη Χαλκιδική, αρχίζοντάς την από το Άγιον Όρος.
Την 23η Μαρτίου 1821, ένα ακριβώς μήνα μετά από την επανάσταση του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, με πλοίο του Λήμνιου Φιλικού Χατζηβισβίζη, φορτωμένο με όπλα και άλλα πολεμοφόδια, και έχοντας μαζί του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που προερχόταν από την περιουσία του, αναχώρησε από την Πόλη για το Άγιον Όρος. Αποβιβάστηκε πιθανώς στον όρμο της Μονής Βατοπεδίου και από εκεί μετέβη στη μονή Εσφιγμένου, όπου έγινε ενθουσιωδώς δεκτός από τους μυημένους στη Φ. Εταιρία μοναχούς.
Τον συνόδευαν ο υπασπιστής του Χατζηπέτρος, ο μεγαλύτερος γιος του Αναστάσιος και ο ταμίας του Οικονόμου.
Στη Μονή ξεφόρτωσε τα όπλα και τα πολεμοφόδια και αμέσως κάλεσε σε σύσκεψη τους προϊσταμένους των Μοναστηριών.
Οι μοναχοί, που συγκεντρώθηκαν εδώ, αφού ευλόγησαν την εξέγερση, αποφάσισαν να προβούν σε γενική στρατολογία όσων μοναχών μπορούσαν να φέρουν όπλα, ενώ με αγγελιαφόρους σε διάφορα μέρη της Χαλκιδικής και της Μακεδονίας ζητούσαν από τους κατοίκους να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών, για να πολεμήσουν τον τούρκο κατακτητή και δυνάστη.
Ο Τρικούπης γράφει: «μέγας ενθουσιασμός κατέλαβε τους μοναχούς, και υπερδισχίλιοι των νεωτέρων ωπλοφόρησαν».
Για την επανάσταση στο Άγιον Όρος ειδοποιήθηκε και ο Χρύσανθος, ο Μητροπολίτης Σερρών, από τον οποίο ανέμενε σημαντική βοήθεια ο Παπά, την οποία ποτέ δεν έλαβε!
Αυτή ήταν η πρώτη κίνησή του και ανέμενε με αγωνία την ανταπόκριση των Ελλήνων αλλά και την αντίδραση του πασά της Θεσσαλονίκης, που ασφαλώς δε θα παρέμενε απαθής μπροστά σε μια εξέγερση.
Γιατί επιλέχθηκε το Άγιον Όρος ως χώρος εξέγερσης;
Ο Ε. Παπάς σκέφτηκε να αρχίσει την επανάστασή του στη Μακεδονία από το Άγιον Όρος, γιατί οι συνθήκες εκεί ήταν ευνοϊκότερες από κάθε άλλη περιοχή της Μακεδονίας, αφού από το 1806 απολάμβανε ορισμένα προνόμια που χορήγησε σ' αυτό η Πύλη. Σύμφωνα με τα προνόμια αυτά απαγορευόταν η παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στο Άγιον Όρος, εκτός από μια τουρκική φρουρά, που θα εκτελούσε χρέη Χωροφυλακής. Επομένως, η τουρκική αντίσταση εδώ θα ήταν μηδαμινή. Έπειτα, υπήρχαν πολλοί μοναχοί μυημένοι στο κίνημα, και πολλοί άλλοι με υψηλή παιδεία και αρκετά ανεπτυγμένο το εθνικό φρόνημα. Επιπλέον, το Άγιον Όρος βρισκόταν μακριά από τη Θεσσαλονίκη και ήταν ορεινό, πράγμα που θα βοηθούσε στην αρχή τους επαναστάτες να εδραιώσουν το κίνημά τους, ενώ παράλληλα θα παρακινούσε και άλλους Έλληνες να μιμηθούν την πράξη τους και να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών.
Η επανάσταση στο Άγιον Όρος και αντίδραση Ελλήνων και Τούρκων,
Όταν, λοιπόν, η Επανάσταση στο Άγιον Όρος έγινε γνωστή στους κατοίκους της Χαλκιδικής, προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στους Έλληνες και πολλοί ενίσχυσαν τους επαναστάτες, ενώ άλλοι, όπως οι κάτοικοι των Σερρών, ήταν έτοιμοι ήδη να ξεσηκωθούν κι αυτοί. Συγκεκριμένα ο Κώστας Κασομούλης, πατέρας του αγωνιστή και ιστορικού Νικολάου, έμπειρος πολεμιστής και γενναίος άνδρας με τα παλικάρια του κατέλαβε το Μοναστήρι Ηλιόκαλη, έξω από τις Σέρρες, και ανέμενε το σύνθημα εξέγερσης από το Χρύσανθο, το οποίο, δυστυχώς, ποτέ δε δόθηκε, γιατί ο Μητροπολίτης θεώρησε πως μια τέτοια ενέργεια θα ήταν επικίνδυνη και άσκοπη, ύστερα μάλιστα από την είδηση του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στην Πόλη από τον τουρκικό όχλο (10 Απριλίου 1821).
Οι Τούρκοι, που γνώριζαν τις κινήσεις των Ελλήνων, άρχισαν να ανησυχούν, αργότερα όμως, όταν οι πληροφορίες που έφταναν στη Θεσσαλονίκη μιλούσαν για κινητοποιήσεις μεγάλου αριθμού Ελλήνων και μοναχών, οι ανησυχίες τους μεταβλήθηκαν σε φόβο και ο φόβος τους οδήγησε στη λήψη προληπτικών μέτρων. Χαρακτηριστικό της ανησυχίας της Πύλης είναι και το φιρμάνι που έστειλε στις 4 Μαίου 1821 στο Γιουσούφ μπέη της Θεσσαλονίκης, όπου του γράφει:
"Τούτο έχοντες υπόψιν, να ενεργήτε διαρκώς με διορατικότητα, αγρυπνούντες και αποφεύγοντες πάσαν παράλειψιν και αμέλειαν. Εάν συνέβαινε απόπειρά τις των ραγιάδων προς εξέγερσιν και επανάστασιν εις οιονδήποτε μέρος των καζάδων σας, μη χρονοτριβήτε, δια να γράψητε και λάβητε άδειαν από την Πύλην της ευδαιμονίας Μου, αλλά, σύροντες κατ' αυτών αμέσως το ξίφος και συμφώνως με την άδειαν του ιερού σεριάτ, πατάξατε και εξοντώστε τους επαναστατούντας ραγιάδες, συλλάβετε και αιχμαλωτίσατε τας γυναίκας και τα παιδία των και λεηλατήσατε και λαφυραγωγήσατε τας περιουσίας και τα υπάρχοντά των, εις τρόπον ώστε να παραδειγματιστούν οι ραγιάδες των άλλων μερών….Πάσα αμέλεια και αδιαφορία εν τη εκτελέσει του σπουδαιοτάτου τούτου θρησκευτικού ζητήματος θα συνεπάγητε την τιμωρίαν σας έν τε τω παρόντι και εν τω μέλλοντι κόσμω…"
Εγράφη κατά τας αρχάς Σιαμπάν 1236 (4 Μαίου 1821)
Επομένως, ήταν φυσικό να ενεργήσει όπως ενήργησε ο Γιουσούφ Μπέης της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να προλάβει γενίκευση της επανάστασης στην περιοχή του. Γι' αυτό, όταν πληροφορήθηκε την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, στην Πελοπόννησο και τις κινήσεις των Ελλήνων στο Άγιον Όρος και τη Χαλκιδική, σκέφθηκε πως καλό θα ήταν, προκειμένου να προλάβει μια γενική εξέγερση στη Μακεδονία, να συλλάβει όλους τους προκρίτους της Μακεδονίας. Για το σκοπό αυτό προσκάλεσε όλους πρόκριτους της περιοχής να παρουσιαστούν στη Θεσσαλονίκη ενώπιόν του. Η τακτική αυτή των Τούρκων ήταν γνωστή στους ραγιάδες και γνώριζαν από πριν την τύχη όσων θα εμφανίζονταν στη Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό οι περισσότεροι από τους πρόκριτους, αντί να παρουσιαστούν στον μπέη της Θεσσαλονίκης, πήραν τα όπλα και βγήκαν στα βουνά, ενισχύοντας τους επαναστάτες .
Ο τούρκος μπέης αμέσως προχώρησε και σε άλλα δυναμικότερα μέτρα. Συνέλαβε τους πρόκριτους που παρουσιάσθηκαν και μαζί τους δύο χιλιάδες Θεσσαλονικείς, τους οποίους φυλάκισε στο προαύλιο του ναού Γρηγορίου του Παλαμά. Για να τρομοκρατήσει μάλιστα περισσότερο τους Έλληνες θανάτωσε πολλούς από τους συλληφθέντες, ανάμεσά τους και το μητροπολίτη Κίτρους Μελέτιο, τοποτηρητή του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, που απουσίαζε στην Πόλη.
Η Επανάσταση στη Χαλκιδική (17 Μαϊου 1821)
Ύστερα από τις βιαιότητες, τις λεηλασίες και τους φόνους αυτούς, οι κάτοικοι αγανακτισμένοι προσχωρούσαν με μεγαλύτερη προθυμία στις τάξεις των επαναστατών. Συγκεκριμένα, οι κάτοικοι του Πολυγύρου, στις 17 Μαϊου, πριν προλάβουν να φτάσουν τα τουρκικά στρατεύματα, επιτέθηκαν στο διοικητήριο του Πολυγύρου, εξόντωσαν τη φρουρά και απελευθέρωσαν την πόλη.
Από εκεί κινήθηκαν εναντίον των τουρκικών ενισχύσεων που έφθαναν στην περιοχή. Οι εχθροπραξίες αυτές έδωσαν το έναυσμα για την κήρυξη της επανάστασης στη Χαλκιδική
Ο Εμμανουήλ Παπάς συγκέντρωσε στις Καρυές όλους τους ηγουμένους των Μοναστηριών και κήρυξε την Επανάσταση (17 Μαίου 1821), αφού προηγουμένως αναγορεύθηκε "Αρχηγός και Προστάτης της Μακεδονίας".
Αμέσως επαναστάτησε η Κασσάνδρα και λίγο μετά ορισμένα χωριά της Σιθωνίας, ενώ στις 3 Ιουνίου τα Μαδεμοχώρια. Οι επαναστάτες πλησίαζαν τις 4 χιλιάδες. Χίλιοι(;) από αυτούς ήταν Αθωνίτες μοναχοί που είχαν οπλαρχηγούς τους το Θεόφιλο Βατοπεδινό, το Γεδεών και τον Ησαϊα το Χιλιανδρινό.
Ο Ε. Παπάς χώρισε σε δύο φάλαγγες τις δυνάμεις του. Την πρώτη αποτέλεσαν οι μοναχοί και μερικοί επαναστάτες από τα κοντινά χωριά, επικεφαλής της οποίας τέθηκε ο ίδιος, ενώ τη δεύτερη φάλαγγα αποτέλεσαν όλοι οι άλλοι επαναστάτες υπό τις διαταγές του γενναίου οπλαρχηγού Χάψα, από τα Παζαράκια της Κασσάνδρας
Πορεία των στρατευμάτων του Ε. Παπά και Χάψα
Ο Ε. Παπάς με τους άνδρες του προχώρησε την 1η Iουνίου αμέσως προς την Ιερισσό, την οποία κατέλαβε. Από εκεί έφτασε στα Μαδεμοχώρια (3 Ιουνίου), ενώθηκε με τους επαναστάτες της περιοχής και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς τον κάμπο του Λαγκαδά και ειδικότερα προς την περιοχή της Παζαρούδας. Μετά από μάχη κατέλαβε την Παζαρούδα, το Εγρί μπουζάκ (σημ. Νέα Απολλωνία), τη Γαλάτιστα και έφθασε στα Βασιλικά, τα οποία, είχαν καταλάβει εντωμεταξύ τα στρατεύματα του καπετάν Χάψα, μια ανάσα μακριά από τη Θεσσαλονίκη.
Ο Παπάς, αφού πραγματοποίησε το ένα μέρος του σχεδίου του, στράφηκε προς την άλλη πλευρά, προς την επαρχία Λαγκαδά, όπου οι κάτοικοί της είχαν επαναστατήσει και απειλούσαν τη Θεσσαλονίκη. Στην περιοχή αυτή θα παραμείνει ο Παπάς, για να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη από κοινού με τις δυνάμεις του Χάψα, οι οποίες θα προσέβαλλαν τη Θεσσαλονίκη από τη μεριά των Βασιλικών.
Ο καπετάν Χάψας και ο Δουμπιώτης, με τη δεύτερη φάλαγγα, ξεκίνησαν από την Αρναία και δια μέσου του ορεινού συγκροτήματος του Χολομώντα έφθασαν στα Βασιλικά, όπου με ενθουσιασμό επαναστάτησαν και οι κάτοικοι των Βασιλικών, οι οποίοι μάλιστα εστράφησαν εναντίον του Αγκούς Αγά, τον οποίο νίκησαν και ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει στο χωριό Σέδες, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Οι πρώτες επιτυχίες των Ελλήνων ήταν εντυπωσιακές. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και ήταν αδύνατο να αντιδράσουν τουλάχιστον κατά τις πρώτες μέρες αποτελεσματικά. Από την άλλη πλευρά τόση ήταν η προθυμία των κατοίκων της Χαλκιδικής στο επαναστατικό κάλεσμα των οπλαρχηγών, ώστε η αθρόα συμμετοχή τους να οδηγήσει τους οπλαρχηγούς Γεδεών και Νικολάου Δημήτριο να ομολογούν σε μια τους επιστολή με ημερομηνία 3 Ιουνίου ότι "Όλα τα χωριά μας ευρίσκονται στα όπλα και κινούνται εναντίον του κοινού εχθρού του γένους και της πίστεως με μεγάλη θαρραλεότητα και ορμήν, ώστε όπου οι μουσουλμάνοι κυριεύονται από άκραν δειλίαν. Αναχωρούν από τα χωριά των και δραπετεύουν με φόβον μεγάλον. Τα Ραυνά και το Εγρί Ποτζιάκ (Ν.Απολλωνία) εκκενώθησαν και έφυγαν πέρα από το Ζαγκλιβέρι, και όσοι επροφθάσθησαν ή συναπαντήθησαν Οθωμανοί με τους εδικούς μας εις διάφορα μέρη έως Ραυνά πάντες εν μαχαίρα απέθανον".
Έτσι είχε διαμορφωθεί η κατάσταση τη στιγμή εκείνη στη Χαλκιδική.
Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και πανικόβλητοι έφευγαν προς τη Θεσσαλονίκη να σωθούν. Το φρόνημα των επαναστατών ήταν υψηλό και οι στρατιωτικές επαναστατικές δυνάμεις απειλούσαν τη Θεσσαλονίκη από το Σέδες με τον καπετάν Χάψα και από το Λαγκαδά με τον Εμμανουήλ Παπά. Πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση για την Πύλη το φανερώνει και το ακόλουθο φιρμάνι με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1821, προς το Γιουσούφ Μπέη της Θεσσαλονίκης, όπου σημειώνονται και τα εξής:
"…ενετάλη πρό τινος δυνάμει υψηλού φιρμανίου όπως επί τη βάσει του εκδοθέντος φετβά δαπερασθούν δια του ξίφους οι τήδε κακείσε επαναστάται…των χωρίων του δήμου Λαγκαδά, των Μεταλλείων και του χασίου και εξανδραποδισθούν τα τέκνα και αι γυναίκες των, διαρπαγούν δε και διαμοιρασθούν ως λάφυρα μεταξύ των νικητών στρατιωτών αι περιουσίαι αυτών. Εντούτοις όμως η επανάστασις των επαράτων τούτων στασιαστών από στιγμής εις στιγμήν οξύνεται, είναι δε θρησκευτική και κρατική υποχρέωσις ημών να βαδίσωμεν και να κατατροπώσωμεν τους επαναστατήσαντας ραγιάδες…"
¨Άμα τη αφίξει δέον να συμμορφωθήτε με το περιεχόμενον του υψηλού φιρμανίου και της διαταγής ταύτης, απέχοντες πάσης αντιθέτου ενεργείας"
Σεβάλ (7 Ιουλίου 1821)
Η εντολή ήταν ξεκάθαρη: κατατροπώστε με κάθε μέσο τους επαναστάτες .Ήταν μια διαταγή που έδειχνε την αγωνία του εχθρού και έπρεπε οι αποδέκτες της να αλλάξουν με κάθε τρόπο τη στρατιωτική κατάσταση στην περιοχή. Ο φόβος του εχθρού ήταν μια καλή ευκαιρία για τους επαναστάτες. Πόσο όμως την εκμεταλλεύτηκαν και ωφελήθηκαν οι επαναστάτες είναι άλλο θέμα. Γι’ αυτό θεωρούμε πως, αν υπήρχε καλύτερος συντονισμός δυνάμεων, τη στιγμή που οι τούρκοι είχαν χαμηλό ηθικό, λόγω των αποτυχιών τους στις ως τώρα αναμετρήσεις τους με του επαναστάτες, ίσως θα μπορούσε να καταληφθεί ακόμη και η Θεσσαλονίκη. Στα πεδία των μαχών όμως οι πολεμικές καταστάσεις μεταβάλλονται γρήγορα και πολλές φορές αυτοί που έχουν το στρατιωτικό πλεονέκτημα ως τώρα το χάνουν και σε λίγο βρίσκονται να κινδυνεύουν από τους αντιπάλους τους. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την εξέγερση των Ελλήνων στη Χαλκιδική. Η καθυστέρηση των κινητοποιήσεων, η διστακτικότητα στις ενέργειες των αρχηγών, μα προπαντός η έλλειψη συντονισμού των επιχειρήσεων, στέρησαν, έστω και την πρόσκαιρη κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους επαναστάτες, την οποία ίσως θα μπορούσαν να πετύχουν, αν ενεργούσαν συντονισμένα, αποφασιστικά και γρήγορα.
Ο αντίκτυπος των ελληνικών επιτυχιών στο λαό της Θεσσαλονίκης
Ποιον όμως αντίκτυπο είχαν οι ελληνικές επιτυχίες στο λαό της Θεσσαλονίκης; Την απάντηση μας δίδει μια αποκαλυπτική επιστολή του Αυστριακού Προξένου στη Θεσσαλονίκη Pietro de Choch, γραμμένη στις 17 Ιουνίου 1821, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρεται και στον αντίκτυπο που είχε η εξέγερση της Χαλκιδικής στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης.
"...Η Ελληνική Επανάσταση, που έχει ξεσπάσει κιόλας σε πολλές επαρχίες του Οθωμανικού κράτους, προκαλεί τη γενική κατάπληξη, το σταμάτημα κάθε εργασίας και ανοιχτές εχθροπραξίες, οι οποίες στα μέρη όπου οι Έλληνες είναι περισσότεροι, πληθύνονται από μέρα σε μέρα εδώ κι εκεί, και μάλιστα μέρα μεσημέρι μέσα στη Θεσσαλονίκη, από την οποία οι επαναστάτες δεν απέχουν παρά λίγες ώρες. Βρίσκονται στη Γαλάτιστα και ξεσηκώνουν παντού τις ψυχές των κατοίκων μέσα στις πόλεις, στα νησιά και γενικά οπουδήποτε ξαπλώνονται".
Ο Γιουσούφ μπέης, εκτιμώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης στην περιοχή, ωθείται στην ανάγκη να ζητήσει ενισχύσεις από την Πόλη και τους γύρω πασάδες της Μακεδονίας.
Πρώτος στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκε ο Αχμέτ μπέης των Γιαννιτσών. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη με 500 ιππείς και πολλούς πεζούς. Αργότερα έφτασε και ο Μπαϊράμ πασάς από την Ανατολική Θράκη με 3000 ιππείς και πολύ στρατό, ο οποίος χωρίς καθυστέρηση κήρυξε γενική επιστράτευση στη Μακεδονία, η οποία είχε ως άμεση συνέπεια μέσα σε λίγο χρόνο να συγκεντρωθεί στη Θεσσαλονίκη μια μεγάλη τουρκική στρατιωτική δύναμη, έτοιμη να αναλάβει δράση κατά των επαναστατών.
Οι τουρκικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη ξεπερνούσαν τους 30 000 πεζούς και 5 000 ιππείς.
Με ένα μεγάλο τμήμα των δυνάμεων αυτών κίνησαν να καταστείλουν την επανάσταση στη Χαλκιδική οι Τούρκοι πασάδες. Οι Έλληνες, όταν πληροφορήθηκαν τις κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων προς τη Χαλκιδική, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν το Σέδες, φοβούμενοι τη δύναμη του τουρκικού ιππικού, λόγω του πεδινού εδάφους, και υποχώρησαν στα Βασιλικά.
Εκεί τους πρόλαβε ο Αχμέτ μπέης των Γιαννιτσών με το ιππικό του. Επιτέθηκε αμέσως στην πόλη των Βασιλικών, την οποία και πυρπόλησε. Στη συνέχεια προχώρησε και επιτέθηκε στα στρατεύματα του καπετάν Χάψα και των άλλων οπλαρχηγών, που βρίσκονταν οχυρωμένα έξω από τα Βασιλικά, σε κατάλληλες θέσεις, ώστε να μην έχουν οι Τούρκοι το τακτικό πλεονέκτημα να χρησιμοποιήσουν το ιππικό τους.
Η μάχη ήταν φονική. Οι γενναίοι άνδρες του Χάψα έμειναν στις θέσεις τους και αντιμετώπισαν με μοναδικό θάρρος τις πολυπληθέστερες και εμπειροπόλεμες τουρκικές δυνάμεις.
Η μάχη των Βασιλικών και ο ηρωικός θάνατος του καπετάν Χάψα
Ο καπετάν Χάψας ήθελε να εμποδίσει τις τουρκικές δυνάμεις να προχωρήσουν προς το εσωτερικό της Χαλκιδικής, γιατί, αν το κατόρθωνε, θα έκανε περισσότερο διστακτικούς τους τούρκους στις κινήσεις τους και θα επιβράδυνε την επίθεσή τους κατά των επαναστατών στη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος.
Η μάχη δόθηκε έξω από τα βασιλικά, κράτησε πολύ και ήταν φονική. Ο καπετάν Χάψας με γυμνό γιαταγάνι πολεμούσε σαν λιοντάρι στην πρώτη γραμμή τους Τούρκους, εμψύχωνε τους άνδρες του, απέκρουε τις επιθέσεις του πολυάριθμου εχθρού. Ο αγώνας ήταν άνισος. Λίγοι και απειροπόλεμοι, πολεμούσαν εναντίον πολυάριθμων και εμπειροπόλεμων εχθρών.
Οι άνδρες του έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο από τα βόλια του εχθρού στο πεδίο της μάχης. Η κατάσταση των επαναστατών χειροτέρευε συνεχώς κι ο γενναίος καπετάνιος, συγκεντρώνοντας τους συντρόφους, που πολεμούσαν ακόμη τον εχθρό, όπως ήταν οι οπλαρχηγοί του Βάβδου, Χαλάτ(σ)ης και Καραγιάννης, επιτέθηκε μαζί τους με γυμνωμένα σπαθιά στις τάξεις του εχθρού, προκαλώντας τρόμο και θάνατο.
Ύστερα όμως από ένα φονικό αγώνα, έπεσε ένδοξα σαν άλλος Λεωνίδας με τους συμπολεμιστές του και ο Χάψας, αποσπώντας το θαυμασμό φίλων και εχθρών.
Όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στον Πολύγυρο, αποφασισμένοι να συνεχίσουν από εκεί τον αγώνα με τους άλλους επαναστάτες.
Η μάχη των Βασιλικών έδειξε στους Τούρκους πόσο αποφασισμένοι ήταν οι κάτοικοι της Χαλκιδικής να πολεμήσουν και να πεθάνουν για τη λευτεριά τους. Λέγεται πως σε μια τοποθεσία "Κομμένοι" βρέθηκαν σωριασμένα 62 πτώματα Ελλήνων, πράγμα που αποδεικνύει την αποφασιστική μάχη που δόθηκε στο σημείο αυτό, ενώ οι Τούρκοι, που είχαν μεγάλες απώλειες, έθαψαν στο πεδίο της μάχης 500 πτώματα δικών τους.
Οι μεγάλες δυσκολίες του αγώνα
Ο Μπαϊράμ πασάς, προχωρώντας νότια έφθασε στη Μονή της Αγίας Αναστασίας, σύλησε τους θησαυρούς της και παρέδωσε τη Μονή στη φωτιά (12 Ιουνίου1821). Τα γυναικόπαιδα από τα Βασιλικά και άλλα χωριά, που είχαν καταφύγει εκεί, για να προστατευτούν από τη θηριωδία των Τούρκων, όταν διαπίστωσαν πως κινδύνευε η ζωή τους, τη νύχτα, περνώντας από ένα κρυφό μονοπάτι, απομακρύνθηκαν από αυτήν, χωρίς να γίνει αντιληπτή η αποχώρησή τους από τους εχθρούς και σώθηκαν.
Στη συνέχεια ο τούρκος πασάς προχώρησε και κατέλαβε το Γαλαρινό, χωρίς αντίσταση, ενώ τρεις μέρες αργότερα το Βάβδο, τον οποίο πυρπόλησε. Σώθηκε από τη φωτιά μόνον η εκκλησία της Παναγίας και μια οικία στη νοτιοδυτική παρυφή της πόλης. Την ίδια μέρα, ύστερα από σκληρή μάχη, κυρίεψε και τον Πολύγυρο.
Όσοι από τους κατοίκους των πόλεων αυτών σώθηκαν, κατέφυγαν στη Χερσόνησο της Κασσάνδρας, ενώ άλλοι με πλοία πέρασαν στα κοντινά νησιά.
Οι επαναστάτες που κατέφυγαν στην Κασσάνδρα, οργάνωσαν εκεί την άμυνά τους, ενώ για καλή τους τύχη έφτασαν σε βοήθειά τους στις 13 Ιουνίου από τον Όλυμπο οι οπλαρχηγοί Μπίνος και Λιάκος με 400 παλικάρια και λίγο αργότερα ο Διαμαντής Νικολάου με 200 άνδρες, ο οποίος και ετέθη επικεφαλής της άμυνας της Χερσονήσου της Κασσάνδρας.
Ο Μπαϊράμ πασάς, όταν έφθασε στην Κασσάνδρα και διαπίστωσε την παρουσία ισχυρού στρατού, δεν επιχείρησε επίθεση εναντίον τους, αλλά άφησε εκεί το Γιουσούφ μπέη με 4.500 στρατό να επιτηρεί τους επαναστάτες και ο ίδιος με τον υπόλοιπο στρατό του έφυγε, για να στραφεί εναντίον του Εμμανουήλ Παπά, που βρισκόταν ήδη στην περιοχή Λαγκαδά και διατηρούσε ακόμη ζωντανή την εξέγερση στην επαρχία αυτή.
Ο τούρκος πασάς ήθελε, πριν ξεκαθαρίσει την υπόθεση της Κασσάνδρας, να έχει καταστείλει την επανάσταση στην περιοχή του Λαγκαδά, ώστε να επικεντρώσει αποκλειστικά τις δυνάμεις του στη Χερσόνησο.
Ο Μπαϊράμ πασάς εναντίον του Εμμανουήλ Παπά
Ενώ οι επαναστάτες είχαν καταφύγει στην Κασσάνδρα, ο Εμμανουήλ Παπάς βρισκόταν στην περιοχή Λαγκαδά, έτοιμος να επιτεθεί από την πλευρά αυτή στη Θεσσαλονίκη. Οι Τούρκοι όμως, χωρισμένοι σε δύο φάλαγγες, άρχισαν να κινούνται εναντίον του. Η πρώτη εκινείτο να καταλάβει τα στενά της Ρεντίνας και Παζαρούδας, ενώ η δεύτερη βάδιζε δια του Αγίου Προδρόμου και της Μαραθούσας προς το Εγρί Μποτζιάκ.
Εκείνος, φοβούμενος μήπως κυκλωθεί από τις συντονισμένες ενέργειες των Τούρκων, αναγκάστηκε εσπευσμένα να κινηθεί προς τη Χερσόνησο του Άθω. Οι τούρκοι όμως που ήταν ταχύτεροι στις κινήσεις τους συνάντησαν με το ιππικό τους τις δυνάμεις του Παπά στην περιοχή του Εγρί Μποτζιάκ, γεγονός που ανάγκασε τους ΄Ελληνες να δώσουν σκληρή μάχη εναντίον τους. Τελικά, κατόρθωσαν να ξεφύγουν και να σωθούν στα βουνά της περιοχής. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο γενναίος αρχηγός των μοναχών, ο καπετάν Ευθύμιος. Ο Παπάς με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του πέρασε τη διώρυγα του Ξέρξη για περισσότερη ασφάλεια, αφήνοντας όμως μια δύναμη στην περιοχή αυτή υπό την ευθύνη του γενναίου πατριώτη καλόγερου Νικηφόρου. Μετά, προχώρησε ο ίδιος και πέρασε με το στρατό του στην Κασσάνδρα, όπου βρήκε τις ενισχύσεις που έφτασαν από την Πιερία και τον Όλυμπο με τον Μπίνο, Λιάκο και το Διαμαντή Νικολάου, ύστερα από εντολή του Δ. Υψηλάντη.
Στη Θεσσαλονίκη όμως επήλθαν κάποιες μεταβολές από πλευράς τούρκων ηγετών, αφού, μετά την αναχώρηση για τη νότια Ελλάδα του Μπαϊράμ πασά, διοικητής του βιλαετίου Θεσσαλονίκης διορίστηκε ο Γιουσούφ μπέης, ο οποίος φορολόγησε τους εμπόρους της πόλης και συγκέντρωσε ποσό πάνω από 300 000 γρόσια. Και, όταν πια νόμισε πως ήταν έτοιμος, στις 26 Ιουλίου, αναχώρησε για το μέτωπο της Κασσάνδρας, ενώ διοικητής (μουτεσερίφης) της Θεσσαλονίκης έγινε ο Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ πασάς.
Οι μήνες περνούσαν, χωρίς να φθάνει καμιά άλλη ενίσχυση στους επαναστάτες, ενώ ο Λουμπούτ πασάς με πολύ στρατό ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη εναντίον των Ελλήνων που ήσαν οχυρωμένοι στη Χερσόνησο της Κασσάνδρας.
Οι Έλληνες στις 17 Οκτωβρίου1821 αντίκρισαν τα τουρκικά στρατεύματα που βρίσκονταν ήδη στον ισθμό της Κασσάνδρας. Ο Λουμπούτ μπέης, με πλευρική απόβαση 600 ανδρών, επιχείρησε να εκβιάσει το στενό και να επιτεθεί με όλες τις δυνάμεις του εναντίον των επαναστατών. Η επιχείρηση απέτυχε, χάρη στη γενναιότητα και την αυταπάρνηση λίγων αλλά γενναίων Ελλήνων αγωνιστών. Το χαντάκι του ισθμού γέμισε από πτώματα μωαμεθανών και αλόγων, ενώ οι ναυτικοί μας αιχμαλώτισαν ένα τούρκικο καράβι που προσπαθούσε να προσφέρει βοήθεια στο Λουμπούτ πασά από τη θάλασσα. Παρά την αποτυχία του ο τούρκος πασάς παρέμεινε στην περιοχή και απειλούσε με νέα επίθεση τους επαναστάτες.
Στις 24 Οκτωβρίου, λίγο πριν επιχειρήσει τη γενική του επίθεση κατά των Ελλήνων, κάλεσε τους επαναστάτες να παραδοθούν, υποσχόμενος γενική αμνηστία. Εκείνοι απέρριψαν την πρότασή του και στις 30 Οκτωβρίου ο πασάς με όλη του τη δύναμη εκδήλωσε σφοδρή επίθεση εναντίον τους. Ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων ήταν μεγάλος και η πίεση που ασκούσε σε όλο το μέτωπο ήταν ισχυρή. Παρά τη γενναία αντίσταση των Ελλήνων, οι τούρκοι υπερίσχυσαν και κατέλαβαν τη Χερσόνησο της Κασσάνδρας.
Η μάχη διεξήχθη στήθος με στήθος και τα 3/4 των Ελλήνων αγωνιστών έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Όσοι σώθηκαν κατέφυγαν στον Άθω ή με πλοία στα γύρω νησιά. Ο Ε. Παπάς ήταν ένας από τους επιζήσαντες. Κατόρθωσε με το πλοίο του Βισβίζη να φτάσει στον Άθω, την τελευταία ελπίδα αντίστασης.
Την πτώση της Κασσάνδρας ανήγγειλε με διάγγελμα ο Λουμπούτ πασάς στο Μεχμέτ Αγά, διοικητή της Θεσσαλονίκης και του υποσχόταν πως σε λίγο θα επιτεθεί στη Συκιά, για να εξουδετερώσει τη Δύναμη του Διαμαντή Νικολαου, ο οποίος με τους ραγιάδες του χωριού κατασκεύαζε οχυρωματικά έργα.
Ο σουλτάνος, προφανώς ικανοποιημένος από τον πασά του, με φιρμάνι που εξέδωσε, επαινούσε τη δράση του και του ανανέωνε τη διοίκηση των σαντζικίων Θεσσαλονίκης και Καβάλας, ενώ του έδινε απόλυτη πρωτοβουλία για την καταστολή και των υπολειμμάτων της επανάστασης.
Παρόλα αυτά εστίες επαναστατών εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να ενοχλούν τους τούρκους, γεγονός που ανάγκασε το στρατάρχη Μεμέτ Εμίν να τους ζητήσει να παραδώσουν τα όπλα και να επιστρέψουν στα χωριά τους. Ήταν ένας ελιγμός της Πύλης, γιατί τώρα που κατέστειλε την επανάσταση θα του ήταν άχρηστη ολόκληρη η Χαλκιδική, αν δεν επέστρεφαν οι κάτοικοι να την καλλιεργήσουν και να ωφεληθούν και οι τούρκοι.
Γενναίοι πολεμισταί,
κακοί άνθρωποι, φθονήσαντες την ευτυχίαν την οποίαν απελάμβανεν η φυλή των Ρωμιών υπό την σκέπην του κραταιοτάτου ημών χαλίφου των πιστών, κατώρθωσαν δια ραδιουργιών να σας παρασύρουν εις επανάστασιν αγνωμοσύνης και αχαριστίας. Πού σας έφερεν η επανάστασις αύτη τόσον καιρόν καλώς γνωρίζετε. Τα χωρία σας κατεστράφησαν, αι περουσίαι σας επίσης αι οικογένειαί σας διαλύθηκαν…δεχθήτε την παρεχομένην συγγνώμην και επιστρέψατε εις τα χωρία σας, όπως ζήσετε ευτυχείς…έχετε δε τον λόγον του στραταρχικού μου αξιώματος ότι τίποτε δε θα πάθητε…»
Θεσσαλονίκη 7 Νοεμβρίου1821 .Ο ανεξάρτητος στρατάρχης
Μεχμέτ Εμίν. (Βασδραβέλλης. σελ 91).
Η κατάσταση για τους επαναστάτες ήταν δύσκολη, αφού ουσιαστικά η επανάσταση είχε κατασταλεί και μόνο μικρές δυνάμεις έμειναν, για να πολεμήσουν τον εχθρό.
Το άδοξο τέλος του αγώνα. Η λιποψυχία και η προδοσία (;) των Μοναχών του Αγίου Όρους
Λέγεται και είναι σωστό πως στις δύσκολες στιγμές ξεχωρίζουν οι γενναίοι από τους άλλους. Μοιραίο ήταν να συμβεί κι εδώ. Οι μοναχοί του Αγίου Όρους, ενώ στην αρχή έδειξαν στο σύνολό τους προθυμία, θάρρος, αποφασιστικότητα και ενίσχυσαν τον Αγώνα, τώρα που οι Τούρκοι έχουν σχεδόν καταπνίξει την επανάσταση στη Χαλκιδική, πολλοί από αυτούς άρχισαν να στρέφονται κατά του Ε. Παπά, μερικοί μάλιστα έφτασαν ως την προδοσία, αφού ήρθαν σε μυστικές συνεννοήσεις με το Λουμπούτ πασά, ο οποίος σε αντάλλαγμα υποσχόταν τη διατήρηση των προνομίων στα μοναστήρια, το σεβασμό της μοναστηριακής περιουσίας και την αμνήστευση όλων των μοναχών. Το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσε ήταν να καταθέσουν τα όπλα και να συλλάβουν τον Ε. Παπά, τον καλόγερο Νικηφόρο και το αρχιμανδρίτη Κύριλλο της Μονής Εσφιγμένου.
Πολλοί μοναχοί αποδέχτηκαν τους όρους του Πασά και γι' αυτό την 11η Νοεμβρίου συγκεντρώθηκαν στις Καρυές, όπου αποφάσισαν να γνωστοποιήσουν με έγγραφο στη Μονή Εσφιγμένου την κοινή τους απόφαση, δηλαδή να παραδοθεί στους τούρκους ο αρχιστράτηγος με τους συνεργάτες του. Ο Κ.Παπαρρηγόπουλος, αναφερόμενος στην προσφορά των αγιορειτών μοναχών, γράφει; «Αι μοναί αυταί ουτε προθυμίαν ούτε καρτερίαν ικανήν έδειξαν και ετιμωρήθησαν πικρώς τούτου ένεκα, διότι ου μόνον ομήρους ηναγκάσθησαν να δώσωσι και 2 και ήμισυ εκατομμύρια γροσίων να καταβάλωσιν, αλλά τη 15 δεκεμβρίου εδέχθησαν προσέτι φρουράν τουρκικήν3.000 ανδρών παραμείνασαν αυτόθι καθ’ όλην την διάρκειαν του ελληνικού αγώνος, ήτοι επί έτη εννέα».
Ο χαρακτηρισμός «προδότες» που αποδόθηκε σ’ αυτούς από κάποιους ίσως τους αδικεί, γιατί πολλοί ισχυρίζονται πως οι αγιορείτες μοναχοί προτίμησαν το συμβιβασμό, για να σώσουν ότι μπορούσαν από το Άγιο Όρος, μια και η επανάσταση είχε κριθεί τελικά.(Ι.Χατζηφώτης). Οι ίδιοι ιστορικοί επικαλούνται τη μαρτυρία του Παπαρρηγόπουλου και λένε πως, αν οι αγιορείτες μοναχοί ήταν προδότες, τότε για ποιο λόγο να τους φερθεί τόσο σκληρά ο νικητής τούρκος πασάς;
Πάντως, η επανάσταση στη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος, παρά την αποτυχία της, ήταν μια γενναία απάντηση των Ελλήνων της περιοχής στους δυνάστες τους πως δεν ανέχονται την τουρκική σκλαβιά και τυραννία και πως ξεσηκώθηκαν όλοι μαζί αποφασισμένοι να πεθάνουν ή να λευτερωθούν.
Οι επαναστάτες έκαναν το καθήκον τους ως χριστιανοί και ως Έλληνες, γι’ αυτό και τους αξίζει κάθε τιμή και αιώνιος έπαινος.
Το τραγικό τέλος του ήρωα
Ο ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου, αρχιμανδρίτης Κύριλλος, μόλις έλαβε το έγγραφο των μοναχών και ηγουμένων όλων των μονών του Αγίου Όρους, μην μπορώντας να αντιδράσει αποτελεσματικά, γνωστοποίησε το περιεχόμενο στον απογοητευμένο από την τροπή της επανάστασης Ε. Παπά και φρόντισε να τον φυγαδεύσει κρυφά. Ο Ε. Παπάς, απογοητευμένος και βαθιά θλιμμένος για την κατάντια των καλογήρων του Αγίου Όρους, αναγκάστηκε να φύγει με το πλοίο του Βισβίζη, ακολουθούμενος από τα δυο του παιδιά Αθανάσιο και Ιωάννη, τους δύο μοναχούς Νικηφόρο και Ονούφριο, και τους πιστούς του υπασπιστές Χατζηπέτρο και Οικονόμου.
Και ενώ το πλοίο κατευθυνόταν στην Ύδρα, λίγο πριν προλάβει να πλησιάσει τις ακτές της, η καρδιά του Ε. Παπά από τη μεγάλη θλίψη και απογοήτευση που ένιωθε, δεν άντεξε. Πέθανε από συγκοπή καρδιάς πάνω στο καράβι του Βισβίζη (5/12/1821). Η κηδεία του έγινε στην Ύδρα με τιμές αρχιστράτηγου και θάφτηκε στο ναό της Υπαπαντής, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των επίσημων Υδραίων. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στις 17/5/1966 στην πόλη των Σερρών και τοποθετήθηκαν στη βάση του ανδριάντα του ήρωα, που σήμερα κοσμεί την κεντρική πλατεία Ελευθερίας της πόλης.
Ο Ε. Παπάς υπήρξε αγνός και γενναίος αγωνιστής, μεγάλος πατριώτης και οραματιστής μιας ελεύθερης πατρίδας. Ο αιφνίδιος θάνατός του λύπησε βαθιά τους συμπολεμιστές του και σηματοδότησε το τέλος της επανάστασης στη Χαλκιδική και στο Άγιον Όρος.
Ήταν μια επανάσταση που στηρίχτηκε στις δικές της δυνάμεις, τρομοκράτησε τους Τούρκους για οχτώ μήνες, δημιούργησε κάποιο αντιπερισπασμό ως το τέλος του 1821 στην Πύλη και ίσως θα ήταν ακόμη πιο χρήσιμη, εάν οργανωνόταν καλύτερα και εάν είχε την ουσιαστικότερη συμπαράσταση της κεντρικής ελληνικής Αρχής. Πάντως, η προσφορά της υπήρξε σημαντική, όπως σημαντική υπήρξε και η συμβολή του Εμμανουήλ Παπά, ο οποίος σε κάποια στιγμή βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από τη Θεσσαλονίκη, την οποία απειλούσε με τους επαναστάτες από το Σέδες και το Λαγκαδά.
Ο Εμμανουήλ Παπάς, το άξιο τέκνο της Μακεδονίας, υπήρξε μεγάλος και ανιδιοτελής πατριώτης, αγνός και γενναίος πολεμιστής, φλογερός εραστής της ελευθερίας. Για τέτοιους άνδρες θα άρμοζε ένας καλύτερος θάνατος. Όμως η μοίρα δεν επιφυλάσσει σε όλους τους ανθρώπους ένδοξο τέλος. Η μοίρα στάθηκε σκληρή και άδικη απέναντι στον ήρωα, όπως σκληροί και μικρόψυχοι του στάθηκαν και μερικοί «μικροί» θνητοί, για να σώσουν το σαρκίο τους. Ο Ε. Παπάς όμως πέθανε περήφανος και ικανοποιημένος για το έργο που πρόσφερε στο Έθνος. Ως χριστιανός και ως Έλληνας έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του. Ο σπόρος που έσπειρε ήταν αρκετός, για να βλαστήσει η λευτεριά στην πατρίδα του, έστω και χωρίς αυτόν.
Αυτή είναι η μοίρα των μεγάλων: να αγωνίζονται για υψηλά ιδανικά και αρχές και να πέφτουν στην πρώτη γραμμή, δίνοντας το παράδειγμα και στους άλλους που ακολουθούν. Οι γνήσιοι αγωνιστές φεύγουν, μα το έργο τους μένει αιώνιο και ζηλευτό στους ανθρώπους. Για όσα πρόσφερε στην υπόθεση της λευτεριάς του γένους και της Μακεδονίας δίκαια απόκτησε το σεβασμό και την εκτίμηση όλων μας.
Υπήρξε ένας από τους ιδεολόγους της αθάνατης ελληνικής γενιάς, στους οποίους ανήκει κάθε τιμή και δόξα. Ανήκε στη χορεία των μεγάλων εκείνων ανδρών της φυλής, που διέθεσαν την περιουσία τους στο αγωνιζόμενο Έθνος, και τελικά θυσίασαν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, τη ζωή τους, γιατί ήθελαν να αναστήσουν τη δούλη πατρίδα και να την καταστήσουν ελεύθερη και περήφανη ανάμεσα στις ελεύθερες πατρίδες των λαών. Η ελληνική πατρίδα ελεύθερη και ισχυρή σήμερα τον ευγνωμονεί και τον τιμά επάξια. Μαζί του τιμά και όλους τους γενναίους που ακολούθησαν το όνειρο και θυσιάστηκαν γι’ αυτό.
Κυριακή, 27 Ιανουαρίου 2013
Η παιδεία στην ομηρική εποχή
Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων (Ζ 207)
μύθων τε ρητήρ’ έμεναι πρηκτήρά τε έργων (Ι 438-443)
Παιδεία -Εκπαίδευση
Νομίζουμε πως επιβάλλεται, πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του θέματός μας, να διευκρινίσουμε τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους δύο όρους, την παιδεία και την εκπαίδευση.
Η Ουνέσκο ορίζει την παιδεία ως «την κινητήρια δύναμη μιας ολόπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου, που επιτελείται δια βίου και αποσκοπεί στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ατόμου σε διανοητικό, ηθικό, συναισθηματικό και πνευματικό επίπεδο».
Ευνοούν την παιδεία η έμφυτη τάση του ανθρώπου για γνώση και μάθηση, η ανάγκη της ψυχικής του και πνευματικής του ανάπτυξης, καθώς και η ανάγκη προσαρμογής του στο περιβάλλον. Την παρέχουν η οικογένεια, ο κοινωνικός χώρος, η τέχνη, το βιβλίο, η πολιτική, οι πνευματικοί άνθρωποι, τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης. Διαρκεί μια ολόκληρη ζωή.
Η εκπαίδευση είναι η γνώση, η αγωγή και η μόρφωση που παρέχει το σχολείο με τα σχολικά του προγράμματα, τα παιδαγωγικά του συστήματα και τους στόχους του. Η εκπαίδευση είναι θεσμός του κράτους με συγκεκριμένους στόχους και περιεχόμενο, καθορισμένης χρονικής διάρκειας.
Επομένως, η εκπαίδευση είναι ορισμένης χρονικής διάρκειας και παρέχεται από το κράτος, ενώ η παιδεία παρέχεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής, δια βίου.
Η παιδεία στην ομηρική Ιλιάδα
Αν θελήσουμε να διερευνήσουμε με ποιο τρόπο είναι διαρθρωμένος ο κόσμος στον Όμηρο θα διαπιστώναμε ότι σχηματίζει μια πυραμίδα που στην κορυφή της βρίσκονται οι θεοί, πιο κάτω ακολουθούν οι ημίθεοι, οι ήρωες, οι βασιλιάδες, οι ευγενείς και στη βάση της πυραμίδας οι κοινοί θνητοί. Ακόμη διαπιστώνουμε πως οι άνθρωποι που κατοικούν τον ομηρικό χώρο χωρίζονται σε κοινωνίες ειρηνικές και σε κοινωνίες άγριες, όπως των Κυκλώπων, γιατί, όταν ο Οδυσσέας αντιμετωπίζει τον Κύκλωπα περιγράφεται περιγράφεται από τον ποιητή ως μέλος μιας πολιτισμένης κοινωνίας, η οποία αντιμετωπίζει το ωμοφάγο τέρας, το άγριο κτήνος. Ο ποιητής ενδιαφέρεται κυρίως για τους ευγενείς, τους πρώτους στην τάξη, αυτούς που ξεχωρίζουν ανάμεσα στο πλήθος και αγωνίζονται για υπεροχή. Είναι οι ήρωες, Αχαιοί και Τρώες. Αυτοί εμφορούνται από υψηλά ιδανικά, έχουν αρχές, είναι γενναίοι και θεωρούν ατυχία να πεθάνουν, χωρίς να τους βρει ο θάνατος στην ηρωική πράξη.
Ο Αχιλλέας προτιμά τον ένδοξο θάνατο από τη μακρόχρονη άδοξη ζωή.
Το ομολογεί ο ίδιος.
Μου το’χει πει η μητέρα μου, η ασημόποδη θεά Θέτη,
πως μοίρα διπλή με φέρνει στο τέλος της ζωής μου.
αν μείνω εδώ και πολεμώ γύρω απ’ την πόλη των Τρώων,
πίσω πια δε γυρίζω, όμως αιώνια θα’ναι η δόξα μου,
αν πάλι πάω στο σπίτι μου, στην πατρική μου γη,
η λαμπρή μου δόξα χάνεται…..(Ι 410-415).
Με το ίδιο πνεύμα απαντά και ο γενναίος Διομήδης στο Σθένελο, που τον προτρέπει να αφήσει τη μάχη και να φύγει, γιατί πλησιάζουν και απειλούν τη ζωή του δύο γενναίοι Τρώες, ο Πάνδαρος και ο Αινείας. Εκείνος, αντιδρώντας στην προτροπή του φίλου του, λέει:
Δε θέλω να ακούω λέξη για φυγή, γιατί δε θα με πείσεις.
Δεν το’χω εγώ στο αίμα μου τη μάχη ν’ αποφεύγω,
ούτε και ζαρώνω, το λέει η καρδιά μου ακόμα.
Ν’ ανέβω στο άρμα δε μου πάει, πεζός
θα τους επιτεθώ. Μ’ εμποδίζει απ’ τη φυγή η Αθηνά Παλλάδα (Ε 252-256)
Αυτή την αγωγή πήρε ο ήρωας από το σπίτι του και αυτήν ακολουθεί πιστά. Δεν πρόκειται να κάνει πίσω, να δειλιάσει, γιατί ντρέπεται την Αθηνά και δεν μπορεί να ενεργήσει αλλιώς, γιατί πιστεύει πως «όποιος ακούει τους θεούς, κι εκείνοι τον ακούνε»(Α 218). Σέβεται και ντρέπεται να παρακούσει τη θεά, όπως και ο Έκτορας ντρέπεται τους Τρώες και τις Τρωάδες και δε θέλει σαν δειλός να αποφύγει τον πόλεμο.
Κι εγώ αλήθεια νοιάζομαι για όλα αυτά,
μα ντρέπομαι αφάνταστα τους Τρώες και τις Τρωάδες.
Ούτε μου πάει η καρδιά, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος πάντα,
στην πρώτη γραμμή να πολεμώ ανάμεσα στους Τρώες,
να διασώσω θέλοντας τη μεγάλη δόξα του πατέρα μου και τη δική μου.(Ζ 441-446).
Και οι δύο ήρωες, Διομήδης και Έκτορας, εμφορούνται από τις ίδιες αρχές. Είναι γενναίοι και δεν το έχουν στο αίμα τους να αποφεύγουν τον πόλεμο. Ο πρώτος, γιατί ντρέπεται την Παλλάδα, ενώ ο δεύτερος γιατί ντρέπεται τους συμπατριώτες του και γιατί έτσι διασώζει την πατρική και τη δική του δόξα. Αυτές είναι οι αρχές τους και δεν πρόκειται να τις αρνηθούν μπροστά σε οποιοδήποτε κίνδυνο.
Κάποιος είπε: πως το υψηλότερο αγαθό για τον ομηρικό άνθρωπο δεν είναι ο φόβος του θεού αλλά ο σεβασμός σε αξίες όπως είναι η αιδώς και η δικαιοσύνη.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που πάνω στην οργή του ο Αχιλλέας αποκαλεί τον Αγαμέμνονα αναιδή και σκυλόμουτρο, γιατί η αιδώς και η δίκη θεωρούνταν στην αρχαϊκή εποχή θεμελιώδεις αρετές, όταν η πόλη άρχισε να αποκτά πολιτειακή οντότητα.
.Ώμοι, αναιδείην επιειμένε, κερδαλεόφρον
πώς τις τοι πρόφρων έπεσιν πείθηται Αχαιών
ή οδόν ελθέμεναι ή ανδράσιν ίφι μάχεσθαι;
………..
αλλά σοι, ω μέγ΄αναιδές, άμ’ εσπόμεθα, όφρα συ χαίρης
τιμήν αρνύμενοι Μενελάω σοι τε, κυνώπα,
προς Τρώων….(Α 149-160)
Αλίμονό μου, αδιάντροπε απ’ την κορφή ως τα νύχια, κερδοσκόπε!
Πώς Αχαιός να υπακούσει πρόθυμα στα λόγια σου
ή να σε ακολουθήσει ή με τους εχθρούς σκληρά να πολεμήσει;
………
Αλλά αδιάντροπε ήρθαμε για το χατίρι σου και για χαρά δική σου, εκδίκηση
να πάρουμε απ’ τους Τρώες για το Μενέλαο και για την αφεντιά σου,
σκυλόμουτρο.
Ο Αχιλλέας δεν κατηγορεί μόνο για αναίδεια τον Αγαμέμνονα αλλά και για αχαριστία απέναντί του, επειδή αυτός, χωρίς καμιά υποχρέωση απέναντι στο Μενέλαο, ήρθε να πολεμήσει μαζί τους, για να ξεπλύνουν την ντροπή από την ενέργεια του Πάρη, ενώ όλοι οι άλλοι αρχηγοί ήταν δεμένοι με όρκο στον Τυνδάρεο, τον πατέρα της Ελένης, να βοηθήσουν τον άντρα της, αν κάποτε χρειαζόταν βοήθεια, όχι όμως και ο Αχιλλέας, γιατί τότε που τους έδενε με όρκο αυτός ήταν μικρός. Για τον ομηρικό άνθρωπο προέχει να κοσμείται από αιδώ και δίκη, να είναι άριστος πάντα και να ξεπερνά τους άλλους. Είναι η φράση που είπε ο Ιππόλοχος στο γιο του Γλαύκο:
Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων (Ζ 207).
Να είσαι πάντα άριστος και να ξεπερνάς τους άλλους.
Αυτή η αρχή παρακινούσε τον ομηρικό ήρωα σε κάθε του πράξη και αυτή φρόντιζε να τηρήσει όσο καλύτερα μπορούσε. Ήταν προϊόν αγωγής και παιδείας που έπαιρνε ο κάθε νέος από την παιδική του ηλικία. Ο στόχος της παιδείας ήταν κοινός για όλους τους ανθρώπους της ομηρικής κοινωνίας στο έπος της Ιλιάδας, πλην όμως άλλη αγωγή δέχονταν τα παιδιά του λαού και άλλη των ευγενών.
Τα πρώτα διαπαιδαγωγούνταν από την οικογένεια, από τον πατέρα τα αγόρια και από τη μητέρα τα κορίτσια. Συνήθως τα παιδιά μιμούνταν τους μεγαλύτερους και ακολουθούσαν χωρίς βία το παράδειγμά τους, συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής.
Τα παιδιά όμως των ευγενών, της αριστοκρατικής τάξης, διαπαιδαγωγούνταν από τους δασκάλους, όπως ήταν ο Χείρων και ο Φοίνικας. Τους μάθαιναν να είναι καλοί πολεμιστές και δεινοί ρήτορες, να είναι μετριοπαθείς, συνετοί, εγκρατείς και φιλόξενοι, κάτι που καθρεφτίζεται καθαρά στην ομιλία του Φοίνικα προς τον Αχιλλέα, όταν έφτασε ως μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας με τον Οδυσσέα και τον Αίαντα να παρακαλέσουν τον Αχιλλέα να γυρίσει στον πόλεμο.
Σοι δε μ’ έπεμπε γέρων ιππηλάτα Πηλεύς
Ήματι τω ότε σ’εκ Φθίης Αγαμέμνονι πέμπε
νήπιον, ου πω ειδόθ’ομοιίου πολέμοιο,
ούδ’ αγορέων, ίνα τ’ άνδρες αριπρπέες τελέθουσι,
τούνεκά με προέηκε διδασκέμεναι τάδε πάντα,
μύθων τε ρητήρ’ έμεναι πρηκτήρά τε έργων(Ι 438-443)
Μαζί σου μ’ έστειλε ο Πηλέας, ο αρματομάχος γέροντας,
τη μέρα που σε ξεπροβόδιζε από τη Φθία στον Αγαμέμνονα,
μικρό παιδί ακόμα, αμάθητο από πολέμους φονικούς
και συνελεύσεις, όπου διαπρέπουν οι άντρες.
Γι’ αυτό μ’ έστειλε, να σου μαθαίνω όλα αυτά,
να ’σαι και ρήτορας καλός και μαχητής σπουδαίος.
Σ’ αυτούς τους στίχους καθρεφτίζεται ξεκάθαρα το παιδαγωγικό ιδεώδες της ομηρικής εποχής. Ο ομηρικός ήρωας ολοκληρώνεται όχι μόνο στη μάχη αλλά και στις συνελεύσεις, στην αγορά, στις συζητήσεις για σοβαρά θέματα, γιατί κι ο λόγος ο δυνατός και πειστικός είναι δείγμα ικανού ανδρός, γι’ αυτό ο κάθε άνθρωπος δε θα πρέπει να είναι μόνο γενναίος πολεμιστής αλλά και καλός ρήτορας, για να επιβάλλεται με όσα πειστικά λέει.
Ο Πλάτων στον Πρωταγόρα, αναφερόμενος στην αγωγή των νέων, γράφει:το δε μάθημά εστιν ευβουλία περί των οικείων, όπως αν άριστα την αυτού οικίαν διοικοί, και περί των της πόλεως, όπως τα της πόλεως δυνατότατος αν είη και πράττειν και λέγειν.
Καταλήγει, λοιπόν, κι εδώ πως σκοπός της παιδείας είναι να καταστήσει το νέο, εκτός των άλλων, ικανό να ασχολείται με τα πράγματα της πόλης αλλά προπαντός να καταστεί ικανότατος στο να πολεμά γενναία, αλλά και να ομιλεί με επιχειρήματα στις συνελεύσεις και να πείθει. Αυτή η δυνατότητα παρέχει στον άνθρωπο τη δημόσια αναγνώριση και δόξα. Άλλωστε, και η ρήξη του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα οφείλεται ακριβώς στη δημόσια προσβολή που του έκανε ο δεύτερος, για μια γυναίκα, τη στιγμή μάλιστα που πολεμούσαν στην Τροία οι Αχαιοί για να πάρουν εκδίκηση από τους Τρώες για μια ανάλογη προσβολή, δηλαδή την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη, το ωραίο βασιλόπουλο της Τροίας.
Τρεις φορές αρνείται να υποχωρήσει στις παρακλήσεις της τριμελούς επιτροπής ο Αχιλλέας, τονίζοντας ότι η προσβολή που υπέστη από τον Αγαμέμνονα ήταν μεγάλη και κάθε φορά που θυμάται πόσο άσχημα του φέρθηκε μπρος στους Αργείους, σαν να ήταν μετανάστης καταφρονεμένος, φουσκώνει μέσα του το μίσος και δε θα υποχωρήσει πριν δει τον Έκτορα να φτάνει απειλητικός στων Μυρμιδόνων τις σκηνές (Ι 646-450).
Ο ομηρικός όμως ήρωας νοιάζεται για την αξιοπρέπειά του, την καλή του φήμη όσο ζει αλλά και για τη μετά το θάνατό του καλή φήμη γύρω από το όνομά του
Ξεκάθαρο παράδειγμα μας προσφέρει το έπος της Οδύσσειας, όπου η ψυχή του Ελπήνορα, ενός συντρόφου του Οδυσσέα, που σκοτώθηκε πέφτοντας από το παλάτι της Κίρκης, ζητά από το βασιλιά του, τον οποίο συναντά στον κάτω Κόσμο, όταν ανεβεί και πάλι στο παλάτι της Κίρκης, στον επάνω Κόσμο, να βρει το κουφάρι του και να το κάψει με την αρματωσιά του.
Μον’ κάψε το κουφάρι μου με την αρματωσιά μου,
και μνήμα χτίσε μου κοντά στ’αφοντυμένο κύμα,
για να θυμούνται κι οι στερνοί το δόλιο παλικάρι.
Κι αυτά σαν κάμεις, στήσε μου κι ένα κουπί στον τάφο,
αυτό που ζώντας έλαμνα κι εγώ με τους συντρόφους.(Οδύσσεια.λ 76-80)
Δύο πράγματα του ζητά η ψυχή του Ελπήνορα. Να βρει το κουφάρι του και να το θάψει και να στήσει ένα κουπί πάνω από τον τάφο του. Το πρώτο, γιατί η ψυχή του κατά την αρχαία αντίληψη δεν μπορούσε να διαβεί τις πύλες του Άδη και να βρει τη γαλήνη, το δεύτερο, το κουπί, για να θυμίζει την ύπαρξή του στους ανθρώπους, γεγονός που μαρτυρεί πως ενδιαφερόταν και νεκρός ακόμη ζωηρά για την υστεροφημία του, όπως συμβαίνει και με πολλούς ανθρώπους ακόμη και σήμερα.
΄Ετσι φαίνεται πως μορφωνόταν ο ευγενής νέος της ομηρικής εποχής στο έπος της Ιλιάδας και αισθανόταν υπερήφανος όχι μόνο για την καταγωγή του, και την πατρίδα του, αλλά και για την αρετή, την ανδρεία του και τη δημόσια τιμή που απολάμβανε λόγω των αρετών του, καθώς και για την υστεροφημία του. Με άλλα λόγια εφάρμοζε στη ζωή του τα δύο υπέρτατα ιδανικά: Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων, καθώς και τη συμβουλή του Ιππόλοχου προς το Γλαύκο, το γιο του: μύθων τε ρητήρ’ έμεναι πρηκτήρά τε έργων. Να γίνει δηλαδή ικανός πολεμιστής και δεινός ρήτορας, τα δυο βασικά χαρακτηριστικά της παιδείας στα χρόνια της αρχαϊκής εποχής.
Ο Πλούταρχος, αναφερόμενος στην αξία της παιδείας για τον άνθρωπο, γράφει:
Η ευγενική καταγωγή είναι ωραίο πράγμα, μα είναι αγαθό προγονικό. Και ο πλούτος είναι κάτι πολύτιμο, αλλά είναι κτήμα της τύχης, ενώ η παιδεία αντίθετα είναι το μόνο από τα αγαθά που είναι θεϊκό πράγμα και αθάνατο.(Πλουτ. Περί παίδων αγωγής 8).
Με τέτοιες αρχές μεγάλωνε και μορφωνόταν ο νέος της ομηρικής εποχής και ως ευγενής αγωνιζόταν να υλοποιήσει δύο πράγματα στη ζωή του το «αιέν αριστεύειν…» και το να γίνει «ρητήρ και πρηκτήρ έργων».
Δ.Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου