Οι Φιλοσοφικές Σχολές της Αρχαίας Ελλάδος!..
Στιγμιότυπο από τις εκδηλώσεις στη Ρωμαϊκή Αγορά για τον εορτασμό του έτους αφιερωμένου στο Σωκράτη. Το έργο του μεγάλου αυτού φιλοσόφου διδάσκεται έως τις μέρες μας (φωτ. ΑΠΕ).
Οι Φιλοσοφικές Σχολές της Αρχαίας Ελλάδος!..
Διαβάστε ποια ήσαν τα φιλοσοφικά ρεύματα και οι φιλοσοφικές σχολές των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι έθεσαν τις βάσεις όλων των κατοπινών φιλοσοφικών θεωριών και δογμάτων σε φιλοσοφικό ή θεολογικό επίπεδο, σε σχέση με ορισμένα χωρία της Βίβλου!..
«Η φιλοσοφία», λεπτομέρεια από τον τάφο του πάπα Σίξτου Δ’ (1490-93), έργο του Πολαϊόλο. Η φιλοσοφία προσωποποιημένη μελετά το βιβλίο της φύσης στο οποίο πρέπει να εντρυφούν όλοι οι φιλόσοφοι, και όσοι ενδιαφέρονται για τη φιλοσοφία (Βατικανό, Ρώμη).
Στις σελίδες που ακολουθούν δημοσιεύονται στοιχεία για όλες σχεδόν τις φιλοσοφικές σχολές που υπήρχαν κατά την αρχαιότητα και τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες.
Εξυπακούεται ότι μετά την γενική αναφορά των στοιχείων για τις φιλοσοφικές σχολές, ο γράφων παραπέμπει τον αναγνώστη στα βιβλικά κείμενα, ώστε ο ενδιαφερόμενος να διασταυρώνει τα φιλοσοφικά στοιχεία με αυτά της Βίβλου και μάλιστα να έχη την ακριβή παραπομπή της Αγίας Γραφής:
1. ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ή ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ ή ΑΚΑΔΗΜΙΑ)
Ως γνωστόν, η Ακαδήμεια (ή Ακαδήμια ή Ακαδημία) ήταν ένα προάστιο των Αθηνών, σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από το Δίπυλον, λίγο πιο πέρα από το δημόσιον σήμα, την τοποθεσία όπου ήταν θαμμένοι επιφανείς Αθηναίοι και οι πολίτες που σκοτώθηκαν στους πολέμους. Ονομάστηκε έτσι από τον ήρωα Ακάδημο και ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά. Εκεί υπήρχαν οι 12 ιερές ελιές, που φυτεύτηκαν από την ελιά της Ακρόπολης και που λέγονταν μορίαι. Ο Κίμωνας μετέβαλε την ξερή περιοχή της Ακαδημείας σε περίφημο άλσος, το οποίο σεβάστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι στις εισβολές τους. Ο Σύλλας όμως το κατέστρεψε όταν πολιόρκησε την Αθήνα. Φαίνεται πως τα δέντρα του ξαναφύτρωσαν, γιατί ο Οράτιος, που σπούδασε εκεί, αναφέρεται στα δέντρα του Ακαδήμου (Επιστολές, Β', ΙΙ 45). Υπήρχαν στην Ακαδήμεια βωμοί του Έρωτα, του Προμηθέα (από όπου ξεκινούσαν οι λαμπαδηδρομίες), των Μουσών, του Ερμή, του Ηρακλή, του Μορίου Διός (προστάτη των ελαιών) και της Αθηνάς. Κοντά στην Ακαδήμεια βρισκόταν ο τάφος του Πλάτωνα, που είχε κοντά στον Κολωνό ένα εξοχικό σπίτι με κήπο. Όταν εγκατέλειψε το γυμνάσιο της Ακαδημείας, όπου δίδασκε ο Πλάτωνας, εξακολούθησε τη διδασκαλία του σε αυτόν τον κήπο, όπου ίδρυσε ιερό των Μουσών (Μουσείο). Ο άμεσος διάδοχός του Σπεύσιππος έβαλε να στήσουν στον κήπο αγάλματα των Χαρίτων και ένας Πέρσης που λεγόταν Μιθριδάτης έστησε έναν ανδριάντα του Πλάτωνα, έργο του Σιλαλίωνα. Μετά τον Σπεύσιππο (347-339), διαδέχτηκαν τον Πλάτωνα στη διεύθυνση της σχολής –της Παλαιάς Ακαδημείας, όπως ονομάστηκε αργότερα– ο Ξενοκράτης, που δίδαξε από το 339 ώς το 314, ο αστρονόμος Ηρακλείδης ο Ποντικός, ο Φίλιππος ο Οπούντιος, ο Πολέμων ο Αθηναίος (314-270), ο Κράντωρ ο Σολεύς και ο Κράτης ο Αθηναίος. Τον τελευταίο διαδέχτηκε ο Αρκεσίλαος ο Πιταναίος (315-240 π.Χ.), που δίδασκε πως η ουσία της σοφίας δεν είναι η γνώση των πάντων, αλλά η έρευνα και η προσπάθεια απελευθέρωσης από την πλάνη, και που ίδρυσε τη Μέση Ακαδημία. Τις απόψεις του –σκεπτικιστικές και αντίθετες προς των Στωικών– επιχείρησε να αναπτύξει το 2ο αιώνα π.Χ. ο Καρνεάδης, ιδρυτής της Νέας Ακαδημείας, αλλά με τις σοφιστείες του και με τη ρητορική του έκανε την Πλατωνική Ακαδήμεια απλή ακροαματική επίδειξη, αυτό δηλαδή που θα μισούσε ο Πλάτωνας. Το 2ο αιώνα π.Χ. ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης, διδάσκαλος του Κικέρωνα, του Λούκουλλου και του Βρούτου, πραγματοποίησε ένα είδος συνδιαλλαγής με τη Στωική Σχολή και ισχυρίστηκε πως ανασυνέστησε την Παλαιά Ακαδήμεια. Όμως, μόνον έπειτα από τρεις αιώνες η Πλατωνική Ακαδήμεια βρήκε άξια διαδοχή, στους Νεοπλατωνικούς Αμμώνιο Σακκά και Πλωτίνο. Ο Άγγλος ποιητής Μίλτον έγραψε, στον Ανακτημένο Παράδεισό του (IV 244 κ.ε.), για την Πλατωνική Σχολή: «...της Ακαδημείας ο ελαιώνας, καταφύγιο του Πλάτωνος, όπου το αττικό πουλί γλυκολαλεί το καλοκαίρι».
2. ΕΚΛΕΚΤΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Ο Εκλεκτισμός ήτο μια φιλοσοφική τάση που προσπαθεί να συμβιβάσει τα ορθότερα στοιχεία των μεγάλων θεωριών. Εκλεκτικοί ήταν ο Παναίτιος ο Ρόδιος, ο Ποσειδώνιος, ο Φίλων ο Λαρισαίος κ.ά.
Μας δίδεται, ίσως, η ευκαιρία να θυμηθούμε την Παλαιά Διαθήκη που λέει ότι:
- «και οι πιστοί εν αγάπη προσμενούσιν αυτώ, ότι χάρις και έλεος εν τοις οσίοις αυτού, και επισκοπή εν τοις εκλεκτοίς αυτού» (Σοφ. Σολ. 3, 9).
- «δοθήσεται γαρ αυτώ της πίστεως χάρις εκλεκτή» (Σοφ. Σολ. 3, 14).
- «μία εστί περιστερά μου, τελεία μου, μία εστί τη μητρί αυτής, εκλεκτή τη τεκούση αυτήν … τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος, θάμβος ως τεταγμέναι» (Άσμα Ασμάτων 6, 9-10).
- «χειρ εκλεκτών κρατήσει ευχερώς, δόλιοι δε έσονται εν προνομή» (Παρ. Σολ. 12, 24). κλπ
3. ΕΛΕΑΤΑΙ = ΕΛΕΑΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Κατ’ αρχάς «Ελεάται» ήταν μία ονομασία για τρεις φιλοσόφους του 5ου π.Χ. αι., που κατάγονταν από την Ελέα της κάτω Ιταλίας. Αυτοί ήταν οι : Παρμενίδης, Μέλισσος και Ζήνων (ίδε ονόματα). Βασίστηκαν γενικά στις κατακτήσεις της ελληνικής κοσμολογίας, τόσο στην ιωνική της μορφή όσο και στη δωρική. Υποστήριζαν ότι η πραγματικότητα είναι αμετάβλητη και άφθαρτη. Η φιλοσοφία τους επηρέασε πολλούς σοφιστές της κλασικής εποχής.
Ποια ήταν λοιπόν η βασική θεωρία των Ελεατών; Το αμετάβλητον και άφθαρτον της πραγματικότητος;
Η αμεταβλητότητα, ως γνωστόν, είναι η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τα μεγέθη, τις εξισώσεις, τους νόμους, που μένουν αμετάβλητοι ή, όταν μεταβάλλονται, να μιλάμε πλέον για το σύστημα των συντεταγμένων και τον χρόνο.
Τι σημαίνει, όμως, ο όρος «αμετάβλητον»; Δεν έχει την ίδια σημασία με τον όρο «αμετάθετος», «αμετάστρεπτος» ή «αναλλοίωτος» ;
Ας ανοίξουμε τώρα την Παλαιά Διαθήκη να διαβάσουμε:
- «κατά παν αμετάθετος» (Γ΄ Μακκ. 5, 1).
- «του δε αμεταθέτου λογισμού μεγάλως διεψευσμένως» (Γ΄ Μακκ. 12).
Ερχόμενοι, τώρα, στην Ελεατική Σχολή είναι γνωστόν, ότι στην σχολή αυτή ανήκαν ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης, ο Ζήνων και ο Σάμιος Μέλισσος. Τελευταίοι χρονολογικά αντιπρόσωποί της είναι ο Γοργίας και ο Πρόδικος, σοφιστές και οι δύο. Την επωνυμία της την πήρε η σχολή από την πόλη της Κάτω Ιταλίας Ελέα. Η ονομασία «Ελεατική Σχολή» υπάρχει ήδη στον Πλάτωνα (Σοφιστής). Ο Διογένης ο Λαέρτιος περιλαμβάνει τους Ελεάτες στην ιταλική σχολή κατ' αντίθεση προς την ιωνική. Η παράδοση θεωρεί αρχηγό της ελεατικής σχολής τον Ξενοφάνη (570-475), αλλά η νεότερη έρευνα δεν νομίζει πως ο Ξενοφάνης ασχολήθηκε συστηματικά με τη φιλοσοφία. Απλώς έβαλε στα ποιήματά του φιλοσοφικές αντιλήψεις και προχωρεί ώς το σημείο να διαγνώσει πως στον κόσμο υπάρχει μια ενιαία θεϊκή αρχή. Νέο δρόμο στη φιλοσοφία άνοιξε ο Παρμενίδης (540-470 π.Χ.), που έχει τοποθέτηση αντίθετη προς των Πυθαγορείων και των Μιλησίων. Πρώτος αυτός μιλάει, όχι για τα όντα, όπως ο Αναξίμανδρος, αλλά για το ον. Συμπεραίνει πως το ον είναι ακίνητο, αμετάβλητο, χωρίς αρχή και τέλος, όμοιο με τον εαυτό του, πεπερασμένο και με σχήμα σφαίρας. Τον ον αποκαλύπτεται με το λόγο και τη νόηση, ενώ ο κόσμος των φαινομένων είναι απατηλός και έχει συντεθεί από δύο στοιχεία, το φως και τη νύχτα. Το φως αντιστοιχεί με το θερμό στοιχείο του Αναξίμανδρου, η νύχτα με το ψυχρό. Ο κόσμος έχει σχήμα σφαίρας, που στο κέντρο της είναι εγκατεστημένη η Ανάγκη, που ο Παρμενίδης τη χαρακτηρίζει δαίμονα. Αυτή δημιούργησε τον Έρωτα και επιστατεί στη μίξη του αρσενικού με το θηλυκό στοιχείο, από την οποία παράγεται ο κόσμος της γένεσης και της φθοράς. Το σφαιρικό σύμπαν διαιρείται σε αλλεπάλληλες στεφάνες (ζώνες), που μερικές είναι γεμάτες φωτιά, άλλες φλόγα κι άλλες από το σκοτεινό στοιχείο της νύχτας. Πρώτος ο Παρμενίδης χώρισε το μεταφυσικό κόσμο από το φαινομενικό κόσμο των αισθήσεων. Διατύπωσε τις διδασκαλίες του με έμμετρο ποιητικό λόγο και το ύφος του είναι αποκαλυπτικό και μυστηριακό. Ο μυθολογικός κόσμος υποχωρεί, πάντως, μπροστά στον κόσμο της νόησης. Από την άποψη αυτή, ο Παρμενίδης είναι πρόδρομος της πλατωνικής ιδεοκρατίας κι όλης της μεταφυσικής φιλοσοφίας. Και είναι εκείνος που καθιέρωσε τη λογοκρατική και διαλεκτική διαπραγμάτευση των προβλημάτων, που έρχεται να αναπτύξει συστηματικά ο μαθητής του Ζήνων ο Ελεάτης. Ο Ξενοφάνης αποτελεί την πρώτη γενεά της ελεατικής σχολής, ο Περμενίδης τη δεύτερη, ο Ζήνων με τον Μέλισσο την τρίτη. Ο Ζήνων ήταν κατά 25 χρόνια πιο νέος από τον Παρμενίδη και θέλησε να υπερασπίσει τις γνώμες του δασκάλου του, δείχνοντας πως κάθε αντίθετη προς αυτές άποψη μας οδηγεί σε αντιφατικά συμπεράσματα. Αποδείκνυε δηλαδή πως αν δεχθεί κανείς πως τα όντα είναι πολλά, πως βρίσκονται σε κίνηση, πως υπάρχει χώρος, πέφτει σε λογικές αντιφάσεις. Αν δεχθούμε πως υπάρχουν πολλά όντα, θ' αναγκαστούμε να δεχθούμε πως το σύμπαν είναι μαζί και πεπερασμένο και άπειρο. Αν δεχθούμε πως υπάρχει χώρος, θα πρέπει να δεχθούμε πως υπάρχει κι άλλος χώρος όπου μπορεί να τοποθετηθεί ο πρώτος και ούτω καθεξής. Η κίνηση δεν μπορεί να έχει αρχή και ο γρήγορος στα πόδια Αχιλλέας δεν μπορεί να φτάσει τη χελώνα που προπορεύεται έστω και λίγο, γιατί πρέπει, για να τη φτάσει, να διανύσει τη μισή απόσταση που τον χωρίζει απ' αυτήν, τη μισή της μισής και ούτω καθεξής. Με τις αναλύσεις του αυτές, ο Ζήνων έγινε ο πρόδρομος της θεωρίας περί απειροστών και της θεωρίας της σχετικότητος. Για τον Ζήνωνα, το πρόβλημα του καθορισμού της ουσίας της πραγματικότητας μένει άλυτο. Δέχεται ως πρώτη αρχή την ενιαία ουσία του Παρμενίδη, παρατηρεί όμως πως αυτή η ενιαία αρχή αφήνεται σε πλήρη αοριστία. Γι' αυτό δεν μπορούμε, ξεκινώντας απ' αυτό, να προσδιορίσουμε τα όντα. Με την αποδοχή του όντως ως ακαθορίστου, ο Ζήνων προετοίμαζε τις δοξασίες του Γοργία, που είπε αργότερα πως δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα καθορισμό σχετικά με το όντως ων. Ο Σάμος ναύαρχος Μέλισσος, νεότερος από τον Ζήνωνα κατά περίπου δέκα χρόνια, προσπάθησε να βγει από την αρνητική αοριστία. Πρώτος ο Μέλισσος εκφράζει την ιδέα πως οι μεταβολές που διαπιστώνουν οι ανθρώπινες αισθήσεις ανήκουν στην περιοχή της φαινομενικότητας. «Αν είναι πραγματική μια τέτοια μεταβολή –λέει– αυτό σημαίνει πως το ων χάθηκε και πως έχει δημιουργηθεί κάτι από το μηδέν. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, αν δεχθούμε πως υπάρχουν πολλά όντα πρέπει να έχουν τα ίδια γνωρίσματα που έχει και το ένα». Η θεωρία των αναλλοίωτων οντολογικών ειδών καθιστά τον Μέλισσο τον αμεσότερο πρόδρομο της θεωρίας του Πλάτωνα περί ιδεών. Τις έσχατες αρνητικές ακολουθίες της ελεατικής σχολής εκφράζει ο σοφιστής Γοργίας, που αρνήθηκε την ύπαρξη του όντως και κάθε δυνατότητα να γνωρίσουμε με λεκτική ανακοίνωση την οντολογική πραγματικότητα. Όμοια αρνητικά συμπεράσματα είχε διατυπώσει και ο σοφιστής Αντιφών στο πρώτο βιβλίο τού έργου του Αλήθεια. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον 5ο αιώνα π.Χ., η ελεατική φιλοσοφία δεν είχε πια κανέναν αντιπρόσωπο. Οι κυριότερες ιδέες της συγχωνεύθηκαν στην πλατωνική φιλοσοφία. Ο Πλάτων, στους διαλόγους του Παρμενίδης και Σοφιστής μιλάει εκτενώς για τους Ελεάτες κι εκθέτει πολλές από τις απόψεις τους. Πολύτιμη συνεισφορά των Ελεατών είναι ότι καταπολέμησαν τον μυθολογικό ανθρωπομορφισμό, χώρισαν τη μεταφυσική από τη λογική, έθεσαν τα θεμέλια της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, αλλά και, με την κριτική ανάλυση του Ζήνωνα, βοήθησαν στη διατύπωση των νεότερων μαθηματικών και φιλοσοφικών θεωριών
Κοντολογίς, η Ελεατική Σχολή ήτο μία Αρχαία ελληνική φιλοσοφική σχολή, που ιδρύθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στη Ν. Ιταλία, από τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο. Οι εκπρόσωποι αυτής της σχολής, μεταξύ άλλων αρνούνταν την ύπαρξη πολλών ανθρωπόμορφων θεών, και δέχονταν την ύπαρξη μιας μόνο υπέρτατης δύναμης, ενός θεού. Κύριοι εκπρόσωποί της ήταν ο Παρμενίδης, ο Ζήνων και ο Μέλισσος ο Σάμιος. Οι αντιλήψεις της Ελεατικής Σχολής επηρέασαν τη σκέψη πολλών σπουδαίων φιλοσόφων, όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
ΒΕΒΑΙΩΣ η Αγία Γραφή, όπως και οι Ελεάτες, δεν δέχεται την ύπαρξη πολλών θεών, αλλά μονάχα του ενός και αληθινού Θεού, που είναι η υπερτάτη δύναμις και εξουσιάζει τον κόσμο. Ασφαλώς και ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού (Γεν. 1, 26), έστω και αν ορισμένοι παρερμήνευσαν το συγκεκριμένο χωρίον της Γενέσεως, που λέει επί λέξει τα εξής: «και είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού» (Γεν. 1, 26).
Η παρερμηνεία του ως άνω χωρίου της Παλαιάς Διαθήκης έγκειται στο γεγονός ότι ορισμένοι θέλουν την Αγία Γραφή να πιστεύη κι αυτή σε πολλούς ανθρωπόμορφους θεούς, ενώ, όπως υποστηρίζουν όλοι σχεδόν οι θεολόγοι, ο πληθυντικός που χρησιμοποιεί ο βιβλικός συγγραφεύς («ποιήσωμεν άνθρωπον» και όχι «ποιήσω άνθρωπον») αφορά στην τριαδική προσωπικότητα του Θεού (Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα), όπως τουλάχισταν την εβίωσαν οι άνθρωποι κατά την εμφάνισιν της Αγίας Τριάδος εις την Βάπτισιν του Κυρίου και την οποίαν (τριαδικήν υπόστασιν του Θεού) με θέρμην υπεστήριξαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας κατά την πρώτην και δευτέραν Οικουμενικήν Σύνοδον.
4. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ - ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ
Ιατρική σχολή τής αρχαιότητας που είχε δεχθεί την επίδραση του Πυρρωνισμού. Οι οπαδοί της ερευνούσαν εμπειρικά τη φύση κάθε αρρώστιας και δεν ενδιαφέρονταν για τη βασισμένη σε θεωρητικά δεδομένα διάγνωση, πιστεύοντας ότι αυτά έχουν κατά κανόνα μόνο υποκειμενική αξία. Πολύ γνωστοί Εμπειρικοί είναι ο Σέξτος Εμπειρικός και ο Μηνόδοτος. Η σχολή πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 200 π.Χ. και είχε ως κύριους θεμελιωτές της τον Ταραντίνο Ηρακλείδη, τον Φλιάσιο Τίμωνα και προπάντων τον Κώο Φιλίνο, πιστευόταν όμως ότι αρχηγέτης της ήταν ο Ιπποκράτης ή ο Ακραγαντίνος Άκρων. ΄Αλλοι οπαδοί της ήταν ο Αλεξανδρεύς Σεραπίων, ο Ταραντίνος Γλαυκίων, ο Κιτιεύς Απολλώνιος. Η μεθοδολογία της στηριζόταν σε τρεις αρχές («τρίπους των εμπειρικών»): Την ατομική παρατήρηση κάθε αρρώστου (τήρησις — από την οποία η σχολή ονομαζόταν και τηρητική)· την πείρα των γιατρών (ιστορία — δηλαδή σειρά πρακτικών παρατηρήσεων που παραδίδονταν από γιατρό σε γιατρό* από την αρχή αυτή η σχολή λεγόταν και μνημονευτική)· και την αναλογία των περιπτώσεων (από τού ομοίου μετάβαοις — συγκριτική μελέτη των περιστατικών). Οι παραπάνω αρχές αποτέλεσαν βέβαια την αφετηρία για τη θεμελίωση της ιατρικής ως θετικής επιστήμης. («Πάπυρος Λαρούς»).
ΤΙ ΛΕΕΙ η Αγία Γραφή;
- «ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου από προσώπου της οργής σου, ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου, ότι αι ανομίαι μου επ’ εμέ. Προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους, όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. Ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων, και ουκ έστιν ίασις» (Ψαλμ. 37, 4-8).
- «φοβού δε τον Θεόν και έκκλινε από παντός κακού τότε ίασις έσται τω σώματί σου και επιμέλεια τοις οστέοις σου» (Παρ. Σολ. 3, 7-8) κλπ.
Εμπειρισμός, λοιπόν, ήταν μία φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι πηγή κάθε γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να καθοριστεί με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Έτσι, σύμφωνα με τον εμπειρισμό, τίποτα δεν υπάρχει στη νόηση που να μη διέρχεται πρώτα από τις αισθήσεις.
Να θυμηθούμε για λίγο τον Σολομώντα;
- «εάν γαρ έλθη η σοφία εις σην διάνοιαν, η δε αίσθησις τη ση ψυχή καλή είναι δόξη» (Παρ. Σολ. 2, 10).
- «Υιέ , εμή σοφία πρόσεχε, εμοίς δε λόγοις παράβαλλε σον ους, ίνα φυλάξης έννοιαν αγαθήν αίσθησις δε εμών χειλέων εντέλλεταί σοι» (Παρ. Σολ. 5, 1-2).
- «εν στόματι ασεβών παγίς πολίταις, αίσθησις δε δικαίων εύοδος» (Παρ. Σολ. 11, 9).
- «μάρτυς πιστός ου ψεύδεται, εκκαίει δε ψευδή μάρτυς άδικος. Ζητήσεις σοφίαν παρά κακοίς και ουχ ευρήσεις, αίσθησις δε παρά φρονίμοις ευχερής» (Παρ. Σολ. 14, 5-6).
5. ΕΠΙΚΟΥΡΙΣΜΟΣ
Εάν ανοίξουμε τα διάφορα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, όπως για παράδειγμα η «Τομή», θα διαβάσουμε ότι, με τον όρο αυτό, εννοούνται οι θεωρίες των οπαδών και των επιγόνων της σχολής του Επίκουρου. Η σχολή αυτή απέκτησε αίγλη και άσκησε μεγάλη επίδραση. Οι Επικούρειοι έδρασαν παράλληλα με τους Στωικούς. Οι θέσεις τους όμως ήταν αντίπαλες. Οι πρώτοι οπαδοί, οι οποίοι θεωρούνται και συνιδρυτές της σχολής, είναι ο Μητρόδωρος και ο Πολύαινος, ο Έρμαρχος ο Μυτιληναίος, διάδοχος του Επίκουρου στη διεύθυνση της σχολής. Ενθουσιώδης κήρυκας του επικουρισμού στη Ρώμη, υπήρξε ο Λουκρήτιος Κάρος. Το ποίημά του “Περί Φύσεως” είναι από τις κυριότερες πηγές για τη διδασκαλία των Επικούρειων. Η σχολή του Επίκουρου δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις από χριστιανούς συγγραφείς, ακόμα και μετά τη διάλυσή της. Ταύτισαν τον Επικουρισμό με τον άκρατο ηδονισμό, και τη σημασία αυτή έχει ο όρος στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Τον 17ο αιώνα, όμως, ο Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος Γκασσέντι αντιλήφθηκε διαφορετικά τον Επικουρισμό, και επιζήτησε να συνδυάσει την ατομική θεωρία των Επικούρειων με τη διδασκαλία του χριστιανισμού.
Κοντολογίς, για να έλθουμε στο φιλοσοφικό μέρος, ηδονισμός σημαίνει κάθε ηθική θεωρία που ανάγει την ηδονή σε σκοπό. Συχνά, τον ηδονισμό τον ταυτίζουν με τον ωφελιμισμό και τον ευδαιμονισμό. Υπό τη στενή του ωστόσο έννοια, ο όρος ηδονισμός αναφέρεται στην αντίληψη που εξαίρει τη δίχως όρους αναζήτηση της ηδονής, ενώ αντίθετα ο ωφελιμισμός και ο ευδαιμονισμός είναι συγκροτημένες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες η εκλογή της ηδονής βρίσκεται στο κέντρο της ηθικής ζωής, και απορρέει από το φιλοσοφικό στοχασμό. Σύμφωνα λοιπόν με τη στενότερη έννοια του όρου, αυθεντικός ηδονισμός ήταν εκείνος του Αριστίππου του Κυρηναίου, σύμφωνα με τον οποίο η επιδίωξη του αγαθού αποβλέπει στη μεγαλύτερη δυνατή ηδονή. Έτσι ταυτίστηκε η ηδονή με το αγαθό, και η πρόσκαιρη, άμεση απόλαυση της στιγμής προτιμήθηκε από κάθε νοητική θεώρηση της ηδονής
ΠΕΡΙ του θέματος των Επικουρείων φιλοσόφων και του Χριστιανισμού ο γράφων έχει συγγράψει ειδικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «‘Αλφα Ένα» του Σαββάτου, 18 Δεκεμβρίου 2004.
Επειδή, όμως, η αναφορά μας σ’ αυτό το βιβλίο γίνεται σε σχέση με την Παλαιά Διαθήκη, θα λέγαμε ότι για το θέμα του «ακράτου ηδονισμού» μπορεί κανείς να διαβάσει όλα όσα επισημαίνουμε στο θέμα που αφορά στον Βίωνα τον Βορυσθενίτη. Η Βίβλος, λοιπόν, κάνει αναφορά στα ακόλουθα σημεία:
- «η ηδονή αυτού ωσεί γεύμα εγκρίς εξ ελαίου» (Αριθ. 11, 8).
- «κρείσσων ψωμός μεθ’ ηδονής εν ειρήνη» (Παρ. 17, 1)
- «παγείς εν αίματι εκ … ηδονής ύπνω συνελθούσης» (Σοφ. Σολ. 7, 2).
- «άρτον … πάσαν ηδονήν ισχύοντα» (Σοφ. Σολ. 16, 20).
- «παθών δε φύσεις εισίν αι περιεκτικώταται δύο ηδονή τε και πόνος» (Δ΄ Μακκ. 1, 20).
- «περί της ηδονήν και τον πόνον … ακολουθίαι» (Δ΄ Μακκ. 1, 21).
- «προ …της ηδονής εστίν επιθυμία μετά δε την ηδονήν χαρά» (Δ΄ Μακκ. 1, 22).
- «κοινόν πάθος εστιν ηδονής και πόνου» (Δ΄ Μακκ. 1, 24).
- «εν δε τη ηδονή εστι και η κακοήθης διάθεσις» (Δ΄ Μακκ. 1, 25).
- «φυτών όντων ηδονής τε και πόνου» (Δ΄ Μακκ. 1, 28).
- «αποτρεπόμεθα τας εξ αυτών ηδονάς» (Δ΄ Μακκ. 1, 33).
- «ώστε πασών των ηδονών και επιθυμιών κρατείν» (Δ΄ Μακκ. 5, 23).
- «αλλά και των ηδονών κρατείν» (Δ΄ Μακκ. 6, 35).
- «ταις … ηδοναίς των πόνων επικουφίζομαι» (Δ΄ Μακκ. 9, 31).
Περιττόν να πούμε, ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν πολλές λέξεις με παρεμφερές περιεχόμενο του όρου «ηδονή», ενώ παράγωγα του όρου «ηδύς» («ηδύνειν», «ηδυπάθεια», «ηδυσμός», «ηδύφωνος» κλπ), συναντώνται αρκετές φορές μέσα στα χωρία της Ιεράς Βίβλου.
Μερικά παραδείγματα για την ηδυπάθεια:
- «διανοία περιεκράτησε της ηδυπαθείας» (Δ΄ Μακκ. 2,2)
- «την της ηδυπαθείας οιστρηλασίαν επικρατείν» (Δ΄ Μακκ. 2, 4).
6. ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ
Στη θρησκεία και τη φιλοσοφία, πρόκειται για το σύνολο των επεξεργασμένων θεωριών που αναφέρονται στη μοίρα του ανθρώπου και του κόσμου στο τέλος του χρόνου.
Περίφημα εσχατολογικά κείμενα ήσαν αυτά των Σιβυλλικών χρησμών, που ακόμη και σήμερα φιλοξενούνται σε διάφορα χριστιανικά μοναστήρια, όπως για παράδειγμα στην Παναγία του Κάστρου, στην Λέρο. (Ίδε βιβλίο μας: «Οι Προφητείες του Ελληνισμού»).
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η Αποκάλυψις του Ιωάννου αναφέρεται αποκλειστικά στο θέμα της εσχατολογίας και της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου.
7. ΗΛΕΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Μία από τις Σωκρατικές Σχολές. Ιδρύθηκε ανάμεσα στον 5ο και 4ο π.Χ. αι. στην Ηλεία από το Φαίδωνα. Αργότερα η Σχολή αυτή μεταφέρθηκε στην Ερέτρια. Βασική διδασκαλία της σχολής ήταν η αντίληψη του Σωκράτη για την ενότητα της αρετής, του αγαθού και του αληθινού και απέκλειε κάθε αρχή πολλαπλότητας, ενώ ορισμένοι λέγουν ότι ένα δίδαγμα που μας αφήνει η Ηλειακή Σχολή είναι πως η φιλοσφία είναι ένα μέσον θεραπείας της ψυχικής νόσου και οδηγός στην γνήσια ελευθερία του ατόμου!..
Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε εδώ ότι ο όρος «θεραπεία» και τα παράγωγα αυτής (θεράπαινα, θεραπεύειν, θεράπων κλπ) μνημονεύονται κατ’ επανάληψιν μέσα στην Αγία Γραφή, αφού η όποια θεραπευτική μέθοδος στοχεύει όχι απλώς στην ανακούφισιν των ανθρώπων από τις πάσης φύσεως σωματικές παθήσεις, αλλά και στην ψυχική τους ισορροπία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το «θεραπεύειν» πολλές φορές λαμβάνει όχι απλώς
θρησκευτικές, αλλά και φιλοσοφικές διαστάσεις μέσα εις την Βίβλο:
θρησκευτικές, αλλά και φιλοσοφικές διαστάσεις μέσα εις την Βίβλο:
- «θεραπεύουσα νυκτός και ημέρας τον θεόν» (Ιουδ.11, 17).
- «θεραπεύσουσι θύρας δικαίων» (Παρ. 14, 19).
- «θεραπεύουσι πρόσωπα βασιλέων» (Παρ. 19, 6).
- «θεραπεύσουσι πρόσωπα ηγεμόνων» (Παρ. 29, 26).
- «ούτε μάλαγμα εθεράπευσεν αυτούς» (Σοφ. Σολ. 16, 22).
- «θεραπεύων εν ευδοκία δεχθήσεται» (Σοφ. Σειρ. 32, 16) κλπ.
Αλλά και για την αρετή, το αγαθό και το αληθινό, που εδίδαξε η Ηλειακή Σχολή και που είναι βασικές αρχές της βιβλικής διδασκαλίας, πολλά έχουμε να δούμε και να διαβάσουμε μέσα εις την Αγίαν Γραφήν, η οποία κυριολεκτικώς βρίθει από παρόμοιες αναφορές.
Ας δούμε, λοιπόν, τι αναφέρει η Βίβλος μας σε ορισμένα σημεία, αρχίζοντας από την λέξη «αγαθός», που πολλές φορές σημαίνει το καλόν και θεάρεστον και πολλές φορές το αγαθόν πράγμα (τα αγαθά του Θεού):
- «από πάντων των αγαθών του κυρίου» (Γεν. 24, 10).
- «όσοι ουκ οίδασιν αγαθόν ουδέ κακόν» (Αριθ. 14, 23).
- «οι επιστάμενοι το αγαθόν και το κακόν» (Αριθ. 32, 11).
- «αγαθή η γη, ην Κύριος ο Θεός ημών δίδωσιν ημίν» (Δευτ. 1, 25).
- «όστις ουκ οίδε σήμερον αγαθόν ή κακόν» (Δευτ.1, 39) κλπ.
Για τον όρο «αλήθεια», ή «αληθινός»:
- «την δικαιοσύνην αυτού και την αλήθειαν» (Γεν. 24, 27).
- «εν οδώ αληθείας» (Γεν. 24, 48).
- «και από πάσης αληθείας» (Γεν. 32, 10).
- «ποιήσεις επ’ εμέ ελεημοσύνην και αλήθειαν» (Γεν. 47, 49).
- «την δήλωσιν και την αλήθειαν» (Εξ. 28, 26) κλπ.
Για τον όρο «αρετή» κάνουμε αναφορά στους Κυνικούς φιλοσόφους, όπως για παράδειγμα στον Αντισθένη. Ωστόσο, η Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται και σε άλλα σημεία των βιβλίων της για το θέμα αυτό, όπως για παράδειγμα:
- «εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού» (Αββακ. 3, 3).
- «και αυτός λήψεται αρετήν» (Ζαχ. 6, 13).
- «ου δώσω … τας αρετάς μου τοις γλυπτοίς» (Ησα. 42, 8).
- «τας αρετάς αυτού εν ταις νήσαις αναγγελούσι» (Ησα. 42, 12).
- «τας αρετάς μου διηγείσθαι» (Ησα. 43, 21).
- «τας αρετάς (κυρίου) εν πάσιν» (Ησα. 63, 7) κλπ.
8. ΙΩΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Φιλοσοφική τάση που αναπτύχθηκε στην αρχαία Ιωνία ανάμεσα στον έκτο και τέταρτο αιώνα π.Χ.. Κυριότεροι εκπρόσωποι της Ιωνικής Σχολής ήταν οι εξής Προσωκρατικοί φιλόσοφοι: Θαλής, Αναξιμένης και Αναξίμανδρος. Οι Ίωνες φιλόσοφοι έκαναν αντικείμενο έρευνας και μελέτης τη φυσική πραγματικότητα, και κατέληξαν στη θέση πως όλα τα υλικά στοιχεία διέπονται από μια ακατάλυτη ενότητα. Πίστεψαν πως τα πάντα προήλθαν από ένα πρωταρχικό στοιχείο. Ο Θαλής έβλεπε την αρχή του κόσμου στο νερό, ο Αναξιμένης στον αέρα και ο Αναξίμανδρος στο άπειρο.
Είδαμε, λοιπόν, ότι η Ιωνική Σχολή ήταν μία φιλοσοφική κίνηση που αναπτύχθηκε στις ιωνικές πόλεις της Μικρασίας στους 7ο, 6ο και 5ο αιώνες π.Χ. Σ' αυτήν ανήκουν ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης και οι νεότεροι Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας, Λεύκιππος, Δημόκριτος κ.ά.
Οι φιλόσοφοι αυτοί, έθεσαν για πρώτη φορά διάφορα κοσμογονικά, οντολογικά και μεταφυσικά προβλήματα, που δεν είχαν αναπτύξει προγενέστεροί των, ενώ όλοι παραδέχονται μία αρχική ουσία από την οποία συνίστανται τα πράγματα και ερευνούν τις αιτίες της γένεσης, της μεταβολής και της φθοράς των πραγμάτων
Στο σημείο ακριβώς αυτό, όπως όλοι διερωτώνται, τι λέει η Αγία Γραφή; Πώς απαντά σε όλους αυτούς, που πιστεύουν στην δημιουργία του παντός εκ της αυθυπάρκτου ουσίας των;
Ο Σολομών, που ως γνωστόν κατείχε την ελληνική σοφία, στο 13ο κεφάλαιο της Σοφίας του, δίδει την δική του απάντηση σ’ όσους πιστεύουν ότι η δημιουργός αιτία των πάντων είναι ο αέρας, η φωτιά, το νερό ή ό,τι δήποτε άλλο εκτός απ’ τον Θεό, λέγοντας επί λέξει τα εξής:
- «Μάταιοι μεν γαρ πάντες άνθρωποι φύσει, οις παρήν Θεού αγνωσία και εκ των ορωμένων αγαθών ουκ ίσχυσαν ειδέναι τα όντα ούτε τοις έργοις προσχόντες επέγνωσαν τον τεχνίτην αλλ΄ ή πυρ ή πνεύμα ή ταχινόν αέρα ή κύκλον άστρων ή βίαιον ύδωρ ή φωστηρας ουρανού πρυτάνεις κόσμου θεούς ενόμισαν. Ων ει μεν τη καλλονή τερπόμενοι ταύτα θεούς υπελάμβανον, γνώτωσαν πόσω τούτων ο δεσπότης εστί βελτίων, ο γαρ του κάλλους γενεσιάρχης έκτισεν αυτά ει δε δύναμιν και ενέργειαν εκπλαγέντες νοησάτωσαν απ’ αυτών πόσω ο κατασκευάσας αυτά δυνατώτερος εστιν εκ γαρ μεγέθους καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός αυτών θεωρείται. Αλλ’ όμως επί τούτοις έστι μέμψις ολίγη, και γαρ αυτοί τάχα πλανώνται Θεόν ζητούντες και θέλοντες ευρείν εν γαρ τοις έργοις αυτού αναστρεφόμενοι διερευνώσι και πείθονται τη όψει, ότι καλά τα βλεπόμενα. Πάλιν δε ουδ’ αυτοί συγγνωστοί ει γαρ τοσούτον ίσχυσαν ειδέναι, ίνα δύνωνται «Μάταιοι μεν γαρ πάντες άνθρωποι φύσει, οις παρήν Θεού αγνωσία και εκ των ορωμένων αγαθών ουκ ίσχυσαν ειδέναι τα όντα ούτε τοις έργοις προσχόντες επέγνωσαν τον τεχνίτην αλλ΄ ή πυρ ή πνεύμα ή ταχινόν αέρα ή κύκλον άστρων ή βίαιον ύδωρ ή φωστηρας ουρανού πρυτάνεις κόσμου θεούς ενόμισαν. Ων ει μεν τη καλλονή τερπόμενοι ταύτα θεούς υπελάμβανον, γνώτωσαν πόσω τούτων ο δεσπότης εστί βελτίων, ο γαρ του κάλλους γενεσιάρχης έκτισεν αυτά ει δε δύναμιν και ενέργειαν εκπλαγέντες νοησάτωσαν απ’ αυτών πόσω ο κατασκευάσας αυτά δυνατώτερος εστιν εκ γαρ μεγέθους καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός αυτών θεωρείται. Αλλ’ όμως επί τούτοις έστι μέμψις ολίγη, και γαρ αυτοί τάχα πλανώνται Θεόν ζητούντες και θέλοντες ευρείν εν γαρ τοις έργοις αυτού αναστρεφόμενοι διερευνώσι και πείθονται τη όψει, ότι καλά τα βλεπόμενα. Πάλιν δε ουδ’ αυτοί συγγνωστοί ει γαρ τοσούτον ίσχυσαν ειδέναι, ίνα δύνωνται στοχάσασθαι τον αιώνα, τον τούτων δεσπότην πώς τάχιον ουχ εύρον;» (Σοφ. Σολ. 13, 1-9).
Καλόν είναι να δούμε και την μετάφραση της Βιβλικής Εταιρείας:
«Πράγματι, όλοι όσοι στερούνται πια την γνώση του θεού, είναι από τη φύση τους ανόητοι, γιατί δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν τον αληθινό Θεό μέσα από τα υλικά αγαθά που βλέπουν γύρω τους1 δεν αναγνώρισαν τον τεχνίτη από την παρατήρηση των έργων του.2 θεώρησαν για κυβερνήτες του κόσμου θεούς όπως τη τον άνεμο, τον ανεμοστρόβιλο, τον κύκλο των άστρων, τα ορμητικά νερά και τ' άστρα του ουρανού. 3Αν, λοιπόν, γοητεύονταν από την ομορφιά όλων αυτών των κτισμάτων και τα θεωρούσαν θεούς, ας μάθουν πόσο ωραιότερος απ' αυτά είναι ο Κύριος! 0 δημιουργός της ομορφιάς τα φωτιά, έφτιαξε. 4Κι αν έμειναν εμβρόντητοι από τη δύναμη και τη λειτουργία των δημιουργημάτων, ας καταλάβουν πόσο δυνατότερος απ' αυτά είναι εκείνος που τα δημιούργησε-5 γιατί απ' το μέγεθος και την ομορφιά των δημιουργημάτων παίρνουμε την ανάλογη ιδέα για το δημιουργό τους.
6 Εν τούτοις γι' αυτούς, που στερούνται τη γνώση του Θεού, η κατηγορία δεν είναι μεγάλη, γιατί πλανώνται καθώς ειλικρινά ζητούν να βρουν το Θεό.7 Ασχολούνται με τα έργα του, τα ερευνούν και γοητεύονται από την εμφάνιση τους, αντικρίζοντας την ομορφιά τους.8 Αλλά είναι κι αυτοί ένοχοι κατά κάποιον τρόπο, 9γιατί αν και κατόρθωσαν να μάθουν τόσα, ώστε να μπορούν ν' ανακαλύπτουν τα μυστικά του κόσμου, δεν ανακάλυψαν πρωτύτερα τον ίδιο τον κυρίαρχο όλων αυτών.»
9. ΚΥΝΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Ως γνωστόν, οι Κυνικοί φιλόσοφοι ήσαν μέλη μιας φιλοσοφικής ομάδος, που διακρίνονταν για τον τρόπο της ζωής τους και για μερικά δόγματά τους περισσότερο, παρά για ένα συγκεκριμένο σύστημα σκέψης. Το όνομά τους προέρχεται από τη λέξη «σκύλος», και τους ονόμαζαν έτσι για τους αδιάντροπους και επιθετικούς τρόπους τους. Εκείνοι δέχονταν το ατιμωτικό αυτό επίθετο, λέγοντας πως δουλειά τους ήταν να είναι σκύλοι - φύλακες της ηθικής και να τρομοκρατούν τους κακοποιούς.
Να πούμε, ότι η Κυνική σχολή των Αθηνών ιδρύθηκε από τον Αντισθένη (440 π.Χ.), που ήταν μαθητής και φίλος του Σωκράτη. Ο Αντισθένης ενδιαφερόταν κυρίως για την πρακτική πλευρά της ηθικής και θεωρούσε την ηθική ως τη μοναδική βάση της ευτυχίας, που την αποκτούσε κανείς απελευθερωνόμενος από κάθε ανάγκη και επιθυμία. Πρότυπό του είχε τον Ηρακλή, παράδειγμα αντοχής. Εγκατέστησε τη σχολή του στο γυμνάσιο του Κυνοσάργους, γι' αυτό και μερικοί υποστηρίζουν ότι στην τοποθεσία αυτή οφείλουν το όνομά τους.
Ασφαλώς, ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος της σχολής είναι ο Διογένης, που κατά τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. άρχισε να καταγγέλλει ως κίβδηλες όλες τις υπάρχουσες συνθήκες.
Αντικειμενικός σκοπός του Διογένη ήταν η επιστροφή στη «φυσική» ζωή, που την ταύτιζε με την απλή ζωή. Αυτό θα σήμαινε όχι μόνο εξαφάνιση κάθε πολυτέλειας αλλά και των οργανωμένων επίσης κοινοτήτων, όπου οι νόμοι και τα ήθη έπρεπε να λογίζονται ως «αφύσικα». (Ακόμη και η οικογένεια είναι αφύσικος θεσμός: στη φυσική κατάσταση, άνδρες και γυναίκες θα ήταν ανάμεικτοι και τα παιδιά θα τα φρόντιζαν όλοι μαζί).
Ο ίδιος ο Διογένης ζούσε «σαν αλήτης», κοιμόταν σε δημόσια κτίρια και ζητιάνευε το φαγητό του. Αυτή ήταν μια ζωή που θα ήθελαν να κάνουν ή που έκαναν όλοι οι Κυνικοί.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, σκοπός του Διογένη ήταν να δώσει ένα ακραίο παράδειγμα του πώς θα μπορούσε κανείς να είναι ευτυχής και ανεξάρτητος, αν και εντελώς άπορος. Πρώτος σκοπός των Κυνικών είναι η «αυτάρκεια», να έχεις δηλαδή όλα όσα χρειάζεσαι μέσα σου. Σ' αυτό προστίθεται η «αδιαντροπιά», που σημαίνει αδιαφορία προς τους τύπους. Πράξεις αβλαβείς αυτές καθαυτές μπορούν να εκτελούνται σε όλες τις περιστάσεις. Το να λέει κανείς την αλήθεια δεν ήταν μόνο αποφυγή της συμβατικότητας αλλά και μέρος της πανοπλίας των Κυνικών για το αποστολικό έργο τους να εκθέτουν την ανηθικότητα και την έπαρση και να ξεσηκώνουν τους ανθρώπους στην αλλαγή. Επιπλέον διδάσκουν τον ασκητισμό, την άσκηση, που δίνει ηθική υπεροχή, συνηθίζει στις στερήσεις και αναπτύσσει αντίσταση στις πιέσεις της ηδονής και του πόνου.
Ο Ζήνωνας, ιδρυτής του Στωικισμού, επηρεάστηκε πάρα πολύ από τον μαθητή του Διογένη, τον Κράτη των Θηβών. Αλλά ο Ζήνωνας κατάλαβε την αδυναμία της «ηθικής» των Κυνικών, που, καθώς δεν ήταν παρά περιφρόνηση για τα συνηθισμένα αντικείμενα της επιθυμίας (πλούτος, τιμή, έρωτας, σωματική απόλαυση κλπ.) αποτελούσε ουσιαστικά αρνητική αντίληψη. Με την αναγνώριση των «προτιμώμενων» πραγμάτων, άνοιξε τον δρόμο σε ένα θετικό σύστημα ηθικής.
Ο πιο σημαντικός Κυνικός του 3ου αιώνα π.Χ. ήταν ο Μένιππος, που ανέπτυξε το σπουδαιογελοίο που είχε εισαγάγει ο Κράτης. Ο Μάρκος Αυρήλιος τον αποκαλεί σκώπτη της ανθρωπότητας. Τη φύση των έργων του Μενίππου πρέπει κανείς να τη μαντέψει από τους τίτλους τους και από το γεγονός ότι ο Λουκιανός εμπνεύστηκε από αυτά. Περισσότερη τύχη είχαν τα έργα ενός λιγότερο καλού συγγραφέα, του Κερκιδά του Μεγαλοπολίτου. Έπαιξε ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή κατά το τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και, αντί να κοροϊδεύει μόνο τους πλούσιους και τους κακούς (που τους θεωρούσε ομοίους), τους πρότεινε να μοιράσουν τον πλούτο τους στους ενάρετους φτωχούς, για να κάνουν το καθήκον τους προς τον ουρανό. Αυτή η ενέργεια ήταν κάτι ασυνήθιστο για τους Κυνικούς, αλλά οι επιθέσεις του εναντίον άλλων φιλοσόφων για τη ματαιοδοξία τους, η αποδοκιμασία του προς τη γοητεία της μουσικής και ο τρόπος που εγκωμίαζε τον Διογένη, τον κάνουν αυθεντικό κυνικό.
Άλλοι σημαντικοί Κυνικοί είναι ο Βίων ο Βορυσθενίτης, ο Τέλης και ο Φοίνιξ ο Κολοφώνιος. Δεν είναι γνωστό πόσοι ακολούθησαν τον κυνικό τρόπο ζωής στους ελληνιστικούς χρόνους, αλλά υπήρξαν πολλά τέτοια πρόσωπα στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, στις αρχές της αυτοκρατορίας. Άλλοι πάλι δυσφήμησαν το όνομα του Κυνικού.
Ήταν πολύ εύκολο για έναν φτωχό να αποκαλεί τον εαυτό του Κυνικό φιλόσοφο, να ασκεί «αδιάντροπη ειλικρίνεια» εις βάρος των ευπόρων, και να προκαλεί τον θαυμασμό του απλοϊκού προλεταριάτου. Τέτοια στοιχεία υπήρξαν αναμφισβήτητα στην Αλεξάνδρεια, την εποχή του Τραϊανού.
Στην άλλη άκρη βρίσκεται ο Στωικός φιλόσοφος Επίκτητος, που αποκαλούσε ιδανικό Κυνικό εκείνον που απαρνείται κάθε άνεση, κάθε οικογενειακή ζωή, γιατί είναι «στρατιώτης του θεού». Ο Στωικισμός και ο Κυνισμός συσχετίζονταν πολλές φορές, γιατί πολλοί Στωικοί τόνιζαν την ανάγκη της υπομονής, της αποχής και της εσωτερικής ανεξαρτησίας, σε αντίθεση προς τις πιο θετικές απόψεις της διδασκαλίας του Ζήνωνα, που είχε ξεχωρίσει τον εαυτό του από τον δάσκαλό του τον Κράτη.
Αλλά μια μελέτη των πιο γνωστών Κυνικών του 2ου αιώνα π.Χ. μας δείχνει ότι δεν είχαν κανένα κοινό φιλοσοφικό σύστημα. Στις αρχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, χαρακτηριστικό των Κυνικών ήταν ότι έκαναν δημόσια επίθεση εναντίον του αυτοκράτορα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν κοινό πολιτικό πρόγραμμα. Οι ιδιωτικές ζωές και δημόσιες πράξεις μερικών αυτοκρατόρων έδιναν άφθονο υλικό για καταγγελίες και ακόμη και οι «καλοί» αυτοκράτορες ήταν αποδοκιμαστέοι, γιατί ενίσχυαν τις υλικές επιθυμίες των υπηκόων τους. Κυνικοί υπήρχαν έως το τέλος του αρχαίου κόσμου ( Στοιχεία αλιευμένα από την εγκυκλοπαίδεια «Δομή»).
Να πούμε, ότι η Κυνική σχολή των Αθηνών ιδρύθηκε από τον Αντισθένη (440 π.Χ.), που ήταν μαθητής και φίλος του Σωκράτη. Ο Αντισθένης ενδιαφερόταν κυρίως για την πρακτική πλευρά της ηθικής και θεωρούσε την ηθική ως τη μοναδική βάση της ευτυχίας, που την αποκτούσε κανείς απελευθερωνόμενος από κάθε ανάγκη και επιθυμία. Πρότυπό του είχε τον Ηρακλή, παράδειγμα αντοχής. Εγκατέστησε τη σχολή του στο γυμνάσιο του Κυνοσάργους, γι' αυτό και μερικοί υποστηρίζουν ότι στην τοποθεσία αυτή οφείλουν το όνομά τους.
Ασφαλώς, ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος της σχολής είναι ο Διογένης, που κατά τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. άρχισε να καταγγέλλει ως κίβδηλες όλες τις υπάρχουσες συνθήκες.
Αντικειμενικός σκοπός του Διογένη ήταν η επιστροφή στη «φυσική» ζωή, που την ταύτιζε με την απλή ζωή. Αυτό θα σήμαινε όχι μόνο εξαφάνιση κάθε πολυτέλειας αλλά και των οργανωμένων επίσης κοινοτήτων, όπου οι νόμοι και τα ήθη έπρεπε να λογίζονται ως «αφύσικα». (Ακόμη και η οικογένεια είναι αφύσικος θεσμός: στη φυσική κατάσταση, άνδρες και γυναίκες θα ήταν ανάμεικτοι και τα παιδιά θα τα φρόντιζαν όλοι μαζί).
Ο ίδιος ο Διογένης ζούσε «σαν αλήτης», κοιμόταν σε δημόσια κτίρια και ζητιάνευε το φαγητό του. Αυτή ήταν μια ζωή που θα ήθελαν να κάνουν ή που έκαναν όλοι οι Κυνικοί.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, σκοπός του Διογένη ήταν να δώσει ένα ακραίο παράδειγμα του πώς θα μπορούσε κανείς να είναι ευτυχής και ανεξάρτητος, αν και εντελώς άπορος. Πρώτος σκοπός των Κυνικών είναι η «αυτάρκεια», να έχεις δηλαδή όλα όσα χρειάζεσαι μέσα σου. Σ' αυτό προστίθεται η «αδιαντροπιά», που σημαίνει αδιαφορία προς τους τύπους. Πράξεις αβλαβείς αυτές καθαυτές μπορούν να εκτελούνται σε όλες τις περιστάσεις. Το να λέει κανείς την αλήθεια δεν ήταν μόνο αποφυγή της συμβατικότητας αλλά και μέρος της πανοπλίας των Κυνικών για το αποστολικό έργο τους να εκθέτουν την ανηθικότητα και την έπαρση και να ξεσηκώνουν τους ανθρώπους στην αλλαγή. Επιπλέον διδάσκουν τον ασκητισμό, την άσκηση, που δίνει ηθική υπεροχή, συνηθίζει στις στερήσεις και αναπτύσσει αντίσταση στις πιέσεις της ηδονής και του πόνου.
Ο Ζήνωνας, ιδρυτής του Στωικισμού, επηρεάστηκε πάρα πολύ από τον μαθητή του Διογένη, τον Κράτη των Θηβών. Αλλά ο Ζήνωνας κατάλαβε την αδυναμία της «ηθικής» των Κυνικών, που, καθώς δεν ήταν παρά περιφρόνηση για τα συνηθισμένα αντικείμενα της επιθυμίας (πλούτος, τιμή, έρωτας, σωματική απόλαυση κλπ.) αποτελούσε ουσιαστικά αρνητική αντίληψη. Με την αναγνώριση των «προτιμώμενων» πραγμάτων, άνοιξε τον δρόμο σε ένα θετικό σύστημα ηθικής.
Ο πιο σημαντικός Κυνικός του 3ου αιώνα π.Χ. ήταν ο Μένιππος, που ανέπτυξε το σπουδαιογελοίο που είχε εισαγάγει ο Κράτης. Ο Μάρκος Αυρήλιος τον αποκαλεί σκώπτη της ανθρωπότητας. Τη φύση των έργων του Μενίππου πρέπει κανείς να τη μαντέψει από τους τίτλους τους και από το γεγονός ότι ο Λουκιανός εμπνεύστηκε από αυτά. Περισσότερη τύχη είχαν τα έργα ενός λιγότερο καλού συγγραφέα, του Κερκιδά του Μεγαλοπολίτου. Έπαιξε ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή κατά το τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και, αντί να κοροϊδεύει μόνο τους πλούσιους και τους κακούς (που τους θεωρούσε ομοίους), τους πρότεινε να μοιράσουν τον πλούτο τους στους ενάρετους φτωχούς, για να κάνουν το καθήκον τους προς τον ουρανό. Αυτή η ενέργεια ήταν κάτι ασυνήθιστο για τους Κυνικούς, αλλά οι επιθέσεις του εναντίον άλλων φιλοσόφων για τη ματαιοδοξία τους, η αποδοκιμασία του προς τη γοητεία της μουσικής και ο τρόπος που εγκωμίαζε τον Διογένη, τον κάνουν αυθεντικό κυνικό.
Άλλοι σημαντικοί Κυνικοί είναι ο Βίων ο Βορυσθενίτης, ο Τέλης και ο Φοίνιξ ο Κολοφώνιος. Δεν είναι γνωστό πόσοι ακολούθησαν τον κυνικό τρόπο ζωής στους ελληνιστικούς χρόνους, αλλά υπήρξαν πολλά τέτοια πρόσωπα στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, στις αρχές της αυτοκρατορίας. Άλλοι πάλι δυσφήμησαν το όνομα του Κυνικού.
Ήταν πολύ εύκολο για έναν φτωχό να αποκαλεί τον εαυτό του Κυνικό φιλόσοφο, να ασκεί «αδιάντροπη ειλικρίνεια» εις βάρος των ευπόρων, και να προκαλεί τον θαυμασμό του απλοϊκού προλεταριάτου. Τέτοια στοιχεία υπήρξαν αναμφισβήτητα στην Αλεξάνδρεια, την εποχή του Τραϊανού.
Στην άλλη άκρη βρίσκεται ο Στωικός φιλόσοφος Επίκτητος, που αποκαλούσε ιδανικό Κυνικό εκείνον που απαρνείται κάθε άνεση, κάθε οικογενειακή ζωή, γιατί είναι «στρατιώτης του θεού». Ο Στωικισμός και ο Κυνισμός συσχετίζονταν πολλές φορές, γιατί πολλοί Στωικοί τόνιζαν την ανάγκη της υπομονής, της αποχής και της εσωτερικής ανεξαρτησίας, σε αντίθεση προς τις πιο θετικές απόψεις της διδασκαλίας του Ζήνωνα, που είχε ξεχωρίσει τον εαυτό του από τον δάσκαλό του τον Κράτη.
Αλλά μια μελέτη των πιο γνωστών Κυνικών του 2ου αιώνα π.Χ. μας δείχνει ότι δεν είχαν κανένα κοινό φιλοσοφικό σύστημα. Στις αρχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, χαρακτηριστικό των Κυνικών ήταν ότι έκαναν δημόσια επίθεση εναντίον του αυτοκράτορα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν κοινό πολιτικό πρόγραμμα. Οι ιδιωτικές ζωές και δημόσιες πράξεις μερικών αυτοκρατόρων έδιναν άφθονο υλικό για καταγγελίες και ακόμη και οι «καλοί» αυτοκράτορες ήταν αποδοκιμαστέοι, γιατί ενίσχυαν τις υλικές επιθυμίες των υπηκόων τους. Κυνικοί υπήρχαν έως το τέλος του αρχαίου κόσμου ( Στοιχεία αλιευμένα από την εγκυκλοπαίδεια «Δομή»).
Περιττόν να πούμε ότι για τους Κυνικούς φιλοσόφους το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα επικρατεί ακόμη και στις μέρες μας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το Καλοκαίρι του 2005 στο θέατρο Λυκαβητού ανέβηκε η θεατρική παράστασις του γνωστού Έλληνος ηθοποιού και θιασάρχου Νίκου Καλογερόπουλου : «Οι Κυνικοί ξανάρχονται», το οποίο έργο είχε τεθεί στη διάθεση του αναγνωστικού κοινού από τις Εκδόσεις ΓΡΑΦΙΣ τον Μάϊο του 2003.
Αξίζει να διαβάσουμε κάτι από την εισαγωγή του βιβλίου αυτού, που το προλογίζει ο γνωστός Έλλην στοχαστής Βλάσης Γ. Ρασιάς:
«Στην, ηθελημένη ή όχι, παραποίηση ή έκπτωση πολλών λέξεων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου, η σύγχρονη ανθρωπότητα οπωσδήποτε χάνει πολλά. Ανάμεσα σε αυτές τις πάμπολλες λέξεις (αφέλεια, απάθεια, φιλία, θεός, δημοκρατία και δεκάδες άλλες), στέκει και η λέξη «Κυνικός», η οποία, προς ατυχία εκατομμυρίων ανθρώπων που οι Μούσες και η Φιλοσοφία δεν τους τίμησαν με τα δώρα τους, έχει προσλάβει αρνητικό νόημα σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ τα σύγχρονα ημέτερα λεξικά ορίζουν μυωπικώς τον «Κυνικό» ως τίποτε περισσότερο από ένα πρόσωπο το οποίο... «εκ συστήματος διαπιστώνει λάθη και δυσπιστεί σε ό,τι αφορά τη σοβαρότητα ή αγαθότητα των ανθρώπινων προθέσεων και πράξεων και αντιδρά πάντοτε με ειρωνεία και σαρκασμό»
Στο παλαιό, καλό, σαν το κρασί που λέμε, «Λεξικό Σούδα», θα διαβάσουμε ωστόσο εντελώς άλλα πράγματα, ότι δηλαδή ο «Κυνισμός» είναι «ΑΙΡΕΣΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ. Ο ΔΕ ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΥ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠ' ΑΡΕΤΗ ΟΔΟΣ. ΤΕΛΟΣ ΔΕ ΤΟΥ ΚΥΝΙΣΜΟΥ ΤΟ ΚΑΤ' ΑΡΕΤΗ ΖΗΝ.. ΗΡΕΣΚΕ Δ' ΑΥΤΟΙΣ ΛΙΤΩΣ ΒΙΟΥΝ, ΑΥΤΑΡΚΕΣΙ ΧΡΩΜΕΝΟΙΣ ΣΙΤΙΟΙΣ, ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΔΟΞΗΣ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑΦΡΟΝΕΙΝ..».
Οι «Κυνικοί» επομένως ήταν Φιλοσοφική Σχολή, και μάλιστα μία από τις μακροβιότερες. Η Σχολή τους ιδρύθηκε από τον Αντισθένη (445- 360 ή 444 - 368), υιό ενός Αθηναίου και μίας δούλης από τη Θράκη, διακριθέντα πολεμιστή στη μάχη της Τανάγρας και μετέπειτα μαθητή του σοφιστή Γοργία στη Ρητορική, και εν συνεχεία, στη Φιλοσοφία, του Σωκράτη, στο θάνατο του οποίου υπήρξε παρών. Η Σχολή ιδρύθηκε στο Κυνόσαργες των Αθηνών, το μόνο γυμνάσιο της πόλης που δεχόταν μη Αθηναίους πολίτες και ταυτοχρόνως αποτελούσε Ιερό Άλσος του Ηρακλέους (από το οποίο Άλσος και μετονομάσθη-7αν άλλωστε τα μέλη σε «Κυνικούς» από «Αντισθενικοί» που λέγονταν αρχικώς).
Οι «Κυνικοί» ήσαν πνευματικοί απόγονοι του Σωκράτη, ανήκοντας στις Σχολές που απεκλήθησαν «Ελάσσονες Σωκρατικοί», αν και ως προς τη μέθοδο της διδασκαλίας τους έλαβαν αρκετά στοιχεία από τους «Σοφιστές».
Για τον Αντισθένη και τους μαθητές του, η Φιλοσοφία είναι καθαρά κοσμική σοφία (χαρακτηριστική είναι μάλιστα η ρήση του πρώτου, ότι «τότε οι πόλεις χάνονται, όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους κακούς από τους καλούς»), ενώ η Αρετή, αν και εξακολουθεί να παραμένει σκοπός του βίου, είναι κάτι το απολύτως πρακτικό που δε χρειάζεται ούτε πολλά λόγια, ούτε επίπονη εκπαίδευση (Διογένης Λαέρτιος 6, 2). Η Αρετή, που είναι κάτι το υπαρκτό, μπορεί να διδαχθεί με πολύ απλό τρόπο στον άνθρωπο, αφού η αρχή για τη μάθηση είναι η προσεκτική σπουδή των λέξεων («ΑΡΧΗ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ»), και αν μάλιστα αυτή (δηλ. η Αρετή) κάποτε κατακτηθεί, είναι παντελώς αδύνατον να απωλεσθεί.
Για τους «Κυνικούς», ο λόγος λειτουργεί μόνο στο να αποφαίνεται για το τι υπάρχει ή υπήρχε: «ΠΡΩΤΟΣ (ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ) ΩΡΙΣΑΤΟ ΛΟΓΟΝ, ΕΙΠΩΝ, ΛΟΓΟΣ ΕΣΤΙΝ Ο ΤΟ ΤΙ ΗΝ Η ΕΣΤΙ ΔΗΛΩΝ» (ED. Mullach, Fragmenta Philosophorum Graecorum, II, 283), ενώ τα αγαθά διακρίνονται μόνο σε δύο κατηγορίες, τα εξωτερικά (ιδιοκτησία, σωματική ηδονή, πολυτέλεια) και τα εσωτερικά. Στα δεύτερα είναι που ανήκει το κατ' εξοχήν ζητούμενο των φιλοσόφων, δηλαδή η ασφαλής γνώση της Αληθείας και του Εαυτού. Οι «Κυνικοί», κηρύσσουν ωστόσο μία «έμπρακτη» Ηθική, κατά την οποία η Αρετή όλως «παραδόξως» δεν εξαρτάται από τη Γνώση, αλλά είναι αποτέλεσμα ασκήσεως, εθισμού και αυτοελέγχου. Με πρότυπο τον Ηρακλέα, καλούν σε προσωπική αυτάρκεια μέσω της απαλλαγής από τις λεγόμενες ανάγκες, αλλά και μέσω της πορεύσεως σε έναν φυσικό τρόπο καθημερινού βίου, με απλότητα, σκληραγωγία και αυτοδιάθεση. Ο «σοφός» των «Κυνικών» είναι ΑΥΤΑΡΚΗΣ, αφού έχει (με το να είναι τέτοιος) τον πλούτο όλων των ανθρώπων.
Δίνοντας συνεπώς έμφαση στον καθημερινό Τρόπο αντί στη Θεωρία, οι «Κυνικοί» επίγονοι του Αντισθένους, οι λεγόμενοι και «Αντισθενικοί», ταξίδευσαν με ιεραποστολική σχεδόν διάθεση από άκρου σε άκρο του Ελληνιστικού και Ρωμαϊκού κόσμου, ντυμένοι πτωχικά, μ' ένα σακούλι στον ώμο για τη λιγοστή τροφή τους, αντισυμβατικοί σε όλους τους τομείς (κατά κανόνα αρνούμενοι ακόμη και εκείνους τους συγκεκριμένους τομείς της κοινωνικότητος που αναμφίβολα σεβόταν και τιμούσε ο ιδρυτής τους Αντισθένης), βρώμικοι, ατημέλητοι και προκλητικοί τόσο στα λόγια, όσο και στα έργα τους, καθιέρωσαν περισσότερο μία φιγούρα στάσεως, μορφής και συμπεριφοράς, παρά ένα οργανωμένο φιλοσοφικό σύστημα…».
ΟΠΩΣ αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης σε πολλά θέματα των Κυνικών φιλοσόφων συμφωνεί και η Παλαιά Διαθήκη, όπως για παράδειγμα στο θέμα της ηθικής και ενάρετης ζωής των ανθρώπων, την φυσική και απλοϊκή ζωή τους και άλλα. Αυτός και ο λόγος που η Βίβλος εγκωμιάζει πάντα άνθρωπο που ζει μέσα στο πνεύμα της εναρέτου και ηθικής ζωής.
Η αρετή, απ’ τα πανάρχαια χρόνια είχε προσωποποιηθεί στο όνομα της Αρετής, κόρης του Διός Σωτήρος και της Πραξιδίκης, που έβλεπε κανείς στο πρόσωπό της την ανδρική αξιότητα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την ζωγράφισαν ο Παράσιος και ο Αριστόλαος, ενώ ο Ευφράνωρ την παράστησε σε ένα κολοσσιαίο άγαλμα.
Οι Πυθαγόρειοι, για να θυμηθούμε τους αρχαίους Έλληνες, όριζαν την αρετή ως αρμονίαν ψυχής, και ο Σωκράτης τη θεωρούσε ζήτημα γνώσης (ουδείς εκών κακός) και πίστευε πως είναι διδακτή (Πρωταγόρας, Πλάτωνος). Ο Πλάτωνας τη διαιρούσε σε φρόνηση (ή σοφία), ανδρεία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη, και ο Αριστοτέλης την ύμνησε στο γνωστό του ποίημα, μετά τη δολοφονία του φίλου του Ερμείου («Αρετά πολύμοχθε γένει βροτείω –θήραμα κάλλιστον βίω– σας περί παρθένε, μορφάς –και θανείν ζαλωτός εν Ελλάδι πότμος– και πόνους τλήναι μαλερούς ακάμαντος.» Δηλαδή: «Αρετή, πολυβάσανη αγάπη του ανθρώπου, καμάρι εσύ ακριβό της ζωής, για χάρη σου, κόρη, είναι μοίρα γλυκιά, ζηλευτή στην Ελλάδα, ακόμη και να πεθάνει κανείς, και να αψηφάει τους ιδρώτες του μόχθου»). Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την αρετή θέμα συνήθειας και άσκησης, και τη διαιρούσε σε θεωρητική, λογική και πρακτική πολιτική. Οι Στωικοί θεωρούσαν αρετή τη διάκριση του αγαθού και του κακού με τη γνώση, και οι Επικούρειοι την έβλεπαν ως μέσο για ν' αποκτήσουν την ηδονή.
Εάν τώρα αποφλοιώσουμε το φιλοσοφικό στοιχείο των ανθρώπων της αρχαίας εποχής και δούμε πιο πρακτικά την ζωή αυτών των Ελλήνων σε σχέση με αυτή των ανθρώπων της Βίβλου, θα βρούμε πολλά κοινά σημεία. Ο Διογένης, για παράδειγμα, έκανε μία ζωή στερημένη υλικών αγαθών, όπως και ο Ιώβ, που ζούσε μέσα σε μία ανελέητη πενία, άσχετα αν ο ένας ήταν εκ πεποιθήσεως πένης και ο άλλος εκ τιμωρίας Θεού. Και οι δύο, όμως, άφησαν στην ανθρωπότητα το μήνυμα της εγκαρτέρησης και υπομονής, καθώς και την προτροπή για ηθική και ενάρετη ζωή.
Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένα αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης για την αρετή:
- «και ούτος ουν τούτον τον τρόπον μετήλλαξεν, ου μόνον τοις νέοις, αλλά και τοις πλείστοις του έθνους τον εαυτού θάνατον υπόδειγμα γενναιότητος και μνμόσυνον αρετής καταλιπών» (Β΄ Μακκ. 6, 31).
- «άρτι δε της ανατολής διαδεχομένοις προσέβαλον εκάτεροι, οι μεν έγγυον έχοντες ευημερίας και νίκης μετ’ αρετής την επί τον Κύριον καταφυγήν, οι δε καθηγεμόνα τον αγώνα ταττόμενοι τον θυμόν» (Β΄ Μακκ. 10, 28).
- «εκ παιδός εκμεμελετηκότα πάντα τα της αρετής οικεία» (Β΄ Μακκ. 15, 12).
- «παρακληθέντες δε τοις Ιούδα λόγοις πάνυ καλοίς και δυναμένοις επ’ αρετήν παρορμήσαι και ψυχάς νέων επανορθώσαι» (Β΄ Μακκ. 15, 17).
- «Ελεάζαρος δε τις ανήρ επίσημος των από της χώρας ιερέων, εν πρεσβείω την ηλικίαν ήδη λελογχώς και πάση τη κατά τον βίον αρετή κεκοσμημένος» (Γ΄ Μακκ. 6, 1) κλπ.
10. ΛΥΚΕΙΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Το Λύκειον του Αριστοτέλους ήτο ένα Γυμνάσιο ανατολικά των Αθηνών, κοντά στον Ιλισσό, αφιερωμένο στον Λύκειο Απόλλωνα. Στο Λύκειο γίνονταν αρχικά οι στρατιωτικές ιππευτικές ασκήσεις και αναφέρεται ως γυμνάσιο από τον Ξενοφώντα και τον Δημοσθένη. Ο Θεόπομπος λέει ότι το ίδρυσε ο Πεισίστρατος, ο Φιλόχορος ότι το ίδρυσε ο Περικλής, και το απόσπασμα του έτους 307-306 π.Χ. αναφέρει ότι ιδρυτής το Λυκείου ήταν ο Λυκούργος. Σύμφωνα με τον Παυσανία, το Λύκειο, που ήταν το κύριο γυμνάσιο των Αθηνών, ιδρύθηκε από τον Πεισίστρατο και διευρύνθηκε από τον Περικλή και τον Λυκούργο. Περιτριγυριζόταν από πολλά δέντρα, κυρίως πλατάνια, και δίδασκαν εκεί οι φιλόσοφοι. Ο Κικέρωνας μάλιστα και ο Διογένης Λαέρτιος λένε ότι ο Αριστοτέλης ίδρυσε εκεί την πρώτη πνευματική σχολή του γυμνασίου και δίδαξε περίπου δέκα χρόνια. Όταν πέθανε, δίδαξαν εκεί οι μαθητές του, που ονομάστηκαν περιπατητικοί, καθώς και ο Πρωταγόρας. Ο Λίβιος διηγείται ότι το 200 π.Χ. ο Φίλιππος Ε' κατάστρεψε το Λύκειο, όταν επιτέθηκε εναντίον των Αθηνών. Ξαναχτίσθηκε όμως υστέρα και χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια.
(Ίδε και: Περιπατητική Σχολή).
11. ΜΕΓΑΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αι. από τον Ευκλείδη των Μεγάρων, ο οποίος ήταν, μάλλον, ένας από τους παλαιότερους μαθητές του Σωκράτη. Πριν γνωρίσει το Σωκράτη, ίσως είχε έρθει σε επαφή με την ελεατική φιλοσοφία. Στις βασικές της αρχές, στο δόγμα της ενότητας του όντος, στην άρνηση της γένεσης και της φθοράς καθώς και της κίνησης, έμεινε πιστός και αργότερα. Η Μεγαρική Σχολή ανήκε στις λεγόμενες μικρότερες σωκρατικές σχολές και διατηρήθηκε μέχρι τον 3ο π.Χ. αι.. Οι Μεγαρικοί ασχολήθηκαν κυρίως με τη γνωσιοθεωρία, και σ’ αυτην ο Ευκλείδης χρησιμοποιούσε με ιδιαίτερη προτίμηση την απαγωγική απόδειξη.
ΕΙΝΑΙ γνωστόν, ότι μετά τον θάνατο του Σωκράτη, οι μεγαρικοί προσπάθησαν να συνδυάσουν την διδασκαλία του II α ρ μ ε ν ί δ η για την αιώνια και αμετάβλητη ενότητα των όντων (του Είναι) με την υψηλή έννοια της σωκρατικής ηθικής και θεολογίας — με την έννοια του αγαθού. Ο Ευκλείδης υποστήριζε πως τα αγαθά είναι ένα το οποίο, επειδή είναι αμετάβλητο και ταυτόσημο με τον εαυτό του, είναι γνωστό και με τα ονόματα φρόνηση, νους, θεός. Μοναδική και ενιαία αρετή, που παραλλαγές της είναι οι άλλες αρετές, είναι η γνώση του αγαθού. Η πολλαπλότητα και η ποικιλία των πραγμάτων ορθώνονται αντίθετες στο ενιαίο αγαθό και γι' αυτό τον λόγο τα πράγματα είναι μη όντα, μη πραγματικά. Οι εκπρόσωποι της μεγαρικής σχολής συνεχίζοντας τις παραδόσεις του Ζήνωνα του Ελεάτη και των σοφιστών, που τις θεωρούσαν βασική μέθοδο του φιλοσοφείν, χρησιμοποιούσαν πλατιά την διαλεκτική και την εριστική. Οι μεταγενέστεροι μεγαρικοί (ο Στίλπων και άλλοι) από την άποψη των ηθικών τους αντιλήψεων έστεκαν πολύ κοντά στους Κυνικούς. Ο μαθητής του Στίλπωνα Ζήνων ο στωϊκός αναδιοργάνωσε την Μεγαρική σχολή μαζί με την Κυνική μέσα στην Στωϊκή σχολή.
Τίθεται όμως το ερώτημα: Τι είναι – άραγε- η θεωρία της γνώσεως, η γνωσιοθεωρία ή γνωσιολογία;
Η Γνωσιολογία (ή Γνωσιοθεωρία), σύμφωνα με τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα λατινικά (gnoseologia, sive scientia cognitionis) ο Α. Μπαουμγκάρντεν, αλλά στη Γερμανία χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ο γνωστός όρος θεωρία της γνώσης (Erkenntnistheorie).
Αν όμως είναι εύκολος ο καθορισμός της θέσης της γνωσιολογίας στον χώρο της φιλοσοφίας, είναι ωστόσο αλήθεια ότι δεν υπάρχει μία και μόνη, γενικά αποδεκτή θεωρία της γνώσης. Κάθε φιλοσοφικό σύστημα, στην προσπάθεια του να επεξεργαστεί μια δική του γνωσιολογία οργανικά δεμένη με το σύνολο, έρχεται σε σύγκρουση με τη γνωσιολογία των άλλων φιλοσοφικών συστημάτων. Έτσι η πλατωνική γνωσιολογία που στηρίζεται στην αρχή ότι οι ιδέες είναι υπαρκτές και αρχέτυπες πραγματικότητες, υποτίμησε τον γνωσιολογικό αντικειμενισμό και την αισθησιοκρατία των προσωκρατικών. Ο Αριστοτέλης από το άλλο μέρος, διαφωνώντας με το υπερβατό των πλατωνικών ιδεών, στράφηκε σε μια τοποθέτηση του προβλήματος της γνώσης, σύμφωνα με το κριτήριο εκείνο που η μεσαιωνική φιλοσοφία προσδιόρισε αργότερα ως adaeguatio rei et intellectus. Στη σύγχρονη σκέψη εμφανίζεται η ιδέα ότι το αντικείμενο είναι το αποτέλεσμα μιας ενεργούς διαδικασίας της οποίας πρωταγωνιστής είναι το υποκείμενο, το οποίο με τον τρόπο αυτό θέτει το αντικείμενο. Η γνωσιολογία με αυτό τον τρόπο στρέφεται όχι πια στην προσπάθεια μιας αδύνατης συνταύτισης μεταξύ της διάνοιας που γνωρίζει και του πράγματος, αλλά στην εξέταση των σταθερών και a priori (= εκ των προτέρων) διαδικασιών, με τις οποίες το υποκείμενο διατάσσει και οργανώνει γύρω του το σύμπαν. Γεννιέται έτσι μια μεταφυσική της ανθρώπινης διάνοιας σε ό,τι αφορά τη γνωστική της ικανότητα. Με ανάλογο τρόπο προσεγγίζει σε μια ουσιαστική άρνηση της ίδιας της γνωστικής δυνατότητας κάθε μορφή πραγματισμού και γενικά κάθε φιλοσοφία που επιδιώκει να ανακαλύψει την κύρια σημασία της πρακτικής δραστηριότητας σε σύγκριση με τη θεωρητική δραστηριότητα, η οποία περιορίζεται στον ρόλο της επεξεργασίας απλών σχημάτων.
Ως προς την εξέταση των μορφών και των ορίων των γνωστικών δυνατοτήτων, η γνωσιολογία διαιρείται σε χωριστά τμήματα ανάλογα με τις μορφές γνώσης στις οποίες αναφέρεται: έχουμε έτσι την αισθησιολογία, θεωρία της γνώσης που προσκτάται με τις αισθήσεις, τη νοολογία, θεωρία της γνώσης που προσκτάται με τη νόηση, την επιστημολογία, θεωρία της επιστημονικής γνώσης (με τη φυσικομαθηματική έννοια) κλπ. Η γνωσιολογία διακρίνεται, αντίθετα, από τη λογική στο ότι η πρώτη ερευνά στην ουσία τον χαρακτήρα του αντικειμένου της σκέψης και κρίνει την ικανότητα της να το γνωρίσει, ενώ η δεύτερη αναλύει και προσδιορίζει τους νόμους της σκέψης χωρίς να ενδιαφέρεται για την πραγματικότητα του αντικειμένου. Η διάκριση όμως αυτή δεν γίνεται σε όλα τα φιλοσοφικά συστήματα. Το καθαρά γνωσιολογικό πρόβλημα αφορά ωστόσο τη γνώση ως σχέση μεταξύ σκέψης και αντικειμενικής εξωνοητικής πραγματικότητας. Η βασική μορφή με την οποία παρουσιάζεται το πρόβλημα είναι της σύμπτωσης της σκέψης με την πραγματικότητα (adaeguatio intellectus et rei): η γνώση δεν παρουσιάζεται πράγματι, ως αληθινή παρά μόνο αν συμπίπτει (ταυτίζεται) με το αντικείμενο και η αλήθεια πρέπει να είναι συνταύτιση με την πραγματικότητα. Η αρχαία ελληνική σκέψη αναζητά με διάφορους τρόπους να κατανοήσει πώς μπορεί να συμβεί μια τέτοια σύμπτωση και συνταύτιση, και στη σύγχρονη φιλοσοφία, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, το κάθε σύστημα προτείνει τη δική του λύση. («Δομή»).
ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ, όμως, για την γνώση και την θεωρία η Αγία Γραφή; Πού μιλάει ακριβώς για όρους και λέξεις, που οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν την δική τους φιλοσοφική θεώρηση;
Ανοίγοντας τις σελίδες της Βίβλου θα διαβάσουμε πολλά χωρία για την γνώση, όπως τουλάχιστον αναπτύσσουμε εις τον Αριστοτέλη. Ας θυμηθούμε, όμως, ορισμένα εξ αυτών:
- «γνώσει γνώσεσθε (ή: γινώσκετε)» (Ιη. Ναυή 23, 13).
- «θεός γνώσεων κύριος» (Α΄ Βασιλ. 2, 3).
- «και γνώσεως του ποιείν παν έργον» (Γ΄ Βασιλ. 7, 14).
- «ποιήσης γνώσιν του μη ταπεινώσαί με» (Α΄ Χρον. 4, 10).
- «πάντων γνώσιν έχεις» (Εσθ. 4, 17) κλπ.
12. ΜΥΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ο ορος "Μυστική Θεολογία" παραπέμπει σε μία ιδιαίτερη θεολογική αντίληψη που αναπτύχθηκε στην Ορθόδοξη Ανατολή στη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου και η οποία συνεχίζει να αναπτύσσεται αδιάκοπα ως τις μέρες μας. Από τους πατέρες της Ερήμου που πόθησαν μια προσωπική σχέση με τον θεό, ως τους συνερανιστές της Φιλοκαλίας, τους αγίους Νικόδημο τον Αγιορείτη και Μακάριο Κορίνθου, μεσολαβούν μορφές καίριας σημασίας, οι οποίες, αναζητώντας τον θεό, σμίλεψαν την μυστική θεολογία της Ανατολής. Κατά μία έννοια, ή ίδια η θεολογία δεν είναι άλλο από την μυστική αναζήτηση του θεού, καθώς στερείται εμπειρικού αντικειμένου, με την έννοια των θετικών επιστήμων. Ωστόσο, η θεολογία παραπέμπει στην Ιδέα της γνώσης, ή 'Έστω της μελέτης του θεού, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο μυστικισμός δηλώνει το κρυφό βάθος της θεότητας που ξεπερνά τη δυνατότητα αντίληψης του ανθρώπου. Αν δεχτούμε ότι η θεολογία αναφέρεται στο δόγμα της Εκκλησίας και ή μυστική θεολογία στην εμπειρία του Θεού, θα πρέπει να δεχτούμε επίσης το γεγονός ότι στην Ανατολή ή διάκριση αυτή δεν υιοθετήθηκε ποτέ. Αντίθετα, δόγμα και εμπειρία αλληλοσυμπληρώνονται, με την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος δεν υποβιβάζει την εμπειρία των μυστηρίων της Εκκλησίας στο δικό του επίπεδο βίωσης και κατανόησης, άλλα με ταπεινότητα προσπαθεί να διεισδύσει στη βαθύτερη φύση τους. Επιγραμματικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεολογία δεν θα είχε νόημα χωρίς το προσωπικό βίωμα της πίστης και από την άλλη, το προσωπικό βίωμα αποκομμένο από την αλήθεια, την αποδεκτή στο σύνολο της Εκκλησίας, θα εγκυμονούσε κινδύνους για τον καθένα
13. ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ
Ο Μυστικισμός, όπως είναι σε όλους γνωστόν, είναι μία φιλοσοφικό-θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο. Ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές θρησκευτικές μορφές δημόσιας λατρείας, ακολουθούσε νέους δρόμους, αναζητώντας τη σωτηρία στα μυστήρια. Από την εξέταση ανάλογων στοιχείων του αρχαίου πολυθεϊστικού πολιτισμού και του νεώτερου χριστιανικού, ο μυστικισμός προβάλλει σαν μια αντιορθολογική εξέγερση εναντίον ενός θρησκευτικού συστήματος, διαμορφωμένου σύμφωνα με τη λογική. Οι τρόποι εξέγερσης περιλαμβάνονται στις δυνατότητες που προσφέρουν οι διάφορες θρησκείες, για να καταστήσουν θετικά τα χαοτικά στοιχεία (και κατά συνέπεια αρνητικά) τα κοσμικά - του σύμπαντος δηλαδή - στοιχεία που χαρακτηρίζουν διαλεκτικά τις ιδιαίτερες διαμορφώσεις
Βεβαίως, και ο χριστιανικός μυστικισμός βασίζεται στην απάρνηση της εγκόσμιας τάξης. Στην πράξη, η άρνηση αυτή μπορεί να εμφανιστεί ως μια πτώση στο «χαοτικό» αυτή θα ήταν η πρώτη φάση της μυστικιστικής ανάπτυξης, εκείνη που ο μεγάλος μυστικιστής της Δυτικής Εκκλησίας Ιωάννης του Σταυρού ονόμασε «νύχτα των αισθήσεων». Ύστερα από την εκμηδένιση αυτή, η άσκηση οδηγεί κατευθείαν στον Θεό.
14. ΜΥΣΤΙΚΟΠΑΘΕΙΑ
Πνευματική εμπειρία στην οποία έχει κανείς ενστικτώδη και άμεση γνώση του Θεού μέσο της ψυχής του. ¦ Στη θεολογία είναι το δόγμα που αφορά στην ένωση ανθρώπου και θεού μέσο της μυστικιστικής εμπειρίας. Στην φιλοσοφική και θρησκευτική λογοτεχνία η μυστικοπάθεια εκφράζεται κυρίως με τα έργα των δημιουργών του Μεσαίωνα (Αγκοστίνο), της σχολής ρενάνα του 13ου αιώνα (Έκχαρτ) και των μοντέρνων σχολών (Τερέζα της Λισιό).
15. ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Ο Νεοπλατωνισμός, όπως διαβάζουμε στην εγκυκλοπαίδεια «Δομή», είναι ένα όνομα που δίδεται από τους ιστορικούς των ιδεών στην τελευταία σχολή της ελληνικής φιλοσοφίας. Έπειτα από μακρά εξελικτική προετοιμασία, ο μεγάλος φιλόσοφος Πλωτίνος (204-270) έδωσε, τον 3ο αιώνα μ.Χ., το οριστικό σχήμα της φιλοσοφίας αυτής. Από τότε ο νεοπλατωνισμός κυριαρχούσε στη σκέψη του παρακμασμένου αρχαίου κόσμου, απ’ όπου είχε αρχίσει κιόλας να γεννιέται το Βυζάντιο και ο δυτικός χριστιανικός πολιτισμός. Η ειδωλολατρική ελληνική φιλοσοφία ήταν νεοπλατωνική έως τον 6ο αιώνα μ.Χ., οπότε έσβησε εντελώς.
Ο Νεοπλατωνισμός άρχισε ως μια εξαιρετικά περίπλοκη φιλοσοφία και πήρε διάφορες μορφές στην εξέλιξή του, γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολο να τον γενικεύσει κανείς. Αν ο Νεοπλατωνισμός αρχίζει από τον ίδιο τον Πλάτωνα, είναι κάτι που συζητείται πολύ από τους σύγχρονους φιλόσοφους. Όπως πάντα στη μελέτη του Πλάτωνα, είναι δύσκολο να φτάσει κανείς σε κάποιο είδος βεβαιότητας. Εκείνο που φαίνεται βέβαιο είναι ότι ιδέες που μπορούν να βρεθούν στους διαλόγους του Πλάτωνα υπάρχουν στη ρίζα του νεοπλατωνισμού. Οι πιο σημαντικές είναι:
Το βασικό πλατωνικό δόγμα των δύο κόσμων: α) ο αιώνιος και καταληπτός κόσμος, και β) ο αντιληπτός κόσμος του χρόνου και της αλλαγής.
1) Το βασικό πλατωνικό δόγμα των δύο κόσμων: α) ο αιώνιος και καταληπτός κόσμος, και β) ο αντιληπτός κόσμος του χρόνου και της αλλαγής.
2) Η ιδέα, που εμφανίζεται σε ένα μέρος της Πολιτείας του Πλάτωνα, ότι αρχή του αιώνιου κόσμου είναι το καλό, δηλαδή «κάτι που βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη ύπαρξη, την όποια ξεπερνά σε αξιοπρέπεια και δύναμη».
3) Η προσπάθεια που έκανε ο Πλάτωνας στις τελευταίες διδασκαλίες του (που ελάχιστα είναι γνωστές) να παράγει ιδέες με μια λογικο-μαθηματική διαδικασία από μερικές βασικές αρχές.
4) Το δόγμα μιας ανώτερης θείας διανόησης, που η σχέση της με τις ιδέες δεν είναι σαφής, αλλά που σχηματίζει και κυβερνά τον αισθητό κόσμο σύμφωνα με την αιώνια τάξη του, και:
5) Η θέση της ψυχής της ανθρώπινης και της κοσμικής, ως ενδιάμεσο ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον αιώνιο και τον προσωρινό, ως όργανο που ανήκει και ενεργεί και στους δύο κόσμους.
Είναι επίσης αρκετά βέβαιο ότι οι άμεσοι διάδοχοι του Πλάτωνα, ο Σπεύσιππος και ο Ξενοκράτης, προχώρησαν σημαντικά στο δρόμο που οδηγεί στο νεοπλατωνισμό. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για το Σπεύσιππο. Ωστόσο, οι αρχές της συνεχούς εξέλιξης, που οδήγησαν αμέσως στη φιλοσοφία του Πλωτίνου, δεν μπορούν να βρεθούν πριν από τον 1ο αιώνα π.Χ.
Εκείνη την εποχή, ορισμένοι φιλόσοφοι, όπως ο πλατωνιστής Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης, που ξαναζωντάνεψε τη δογματική διδασκαλία έπειτα από μια περίοδο σκεπτικισμού στην πλατωνική Σχολή, και ο μεγάλος στωικός φιλόσοφος Ποσειδώνιος, που είχε επηρεαστεί βαθιά από τον Πλάτωνα, εγκαινίασαν έναν τύπο σκέψης που έχει εισχωρήσει στο ευρύ και συγκεχυμένο έργο του Φίλωνα, ενός Αλεξανδρινού Ιουδαίου του 1ου αιώνα π.Χ. Αυτό εξακολούθησε και εξελίχθηκε και στον 2ο αιώνα μ.Χ. από φιλόσοφους όπως ο Αλβίνος, ο Νουμήνιος κ.ά.
Τα γενικά χαρακτηριστικά αυτής της αναζωογονημένης πλατωνικής ή πυθαγόρειας φιλοσοφίας είναι η αναγνώριση μιας ιεραρχίας θεϊκών αρχών, η έμφαση του απόμακρου και της υπεροχής της ανωτάτης αρχής, που ονομάζεται καμιά φορά το εν, η τοποθέτηση των πλατωνικών ιδεών στο θείο νου, η έμφαση της ανάγκης της «φυγής από το σώμα», η ανύψωση του νου προς το θείο και αιώνιο, και η απασχόληση με το πρόβλημα της απαρχής του κακού στον αισθητό κόσμο.
Είναι φανερό πως αυτές οι θεωρίες πλησιάζουν αρκετά τον εντελώς εξελιγμένο νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου. Ο Πλωτίνος επεξεργάστηκε τη δική του φιλοσοφία, που σε μερικά πράγματα είναι πρωτότυπη, με βάση την υπάρχουσα παράδοση. Η ιστορία του νεοπλατωνισμού πρέπει να θεωρηθεί ότι αρχίζει από τον Αμμώνιο Σακκά, δάσκαλο του Πλωτίνου, που δίδασκε στην Αλεξάνδρεια το 232. Αλλά ο Αμμώνιος δεν έγραψε τίποτα και ελάχιστα είναι γνωστά για τη διδασκαλία του. Γι’ αυτό πρέπει να στραφούμε στον Πλωτίνο για την πρώτη αυθεντική μαρτυρία του
νεοπλατωνισμού (βλ. Πλωτίνος). Οι μαθητές του Πλωτίνου δεν είχαν το ίδιο πνευματικό ανάστημα με το δάσκαλό τους, και ακολούθησε η Περγαμηνή Σχολή, που ιδρύθηκε από το μαθητή του Ιάμβλιχο και οδήγησε σε αλλαγή του νεοπλατωνισμού προς το χειρότερο. Ο νεοπλατωνισμός είχε μεγάλη διάδοση και σημαντική επίδραση. Η δυτική Ευρώπη έκανε την πρώτη της γνωριμία με τις διδασκαλίες του Πλάτωνα με το νεοπλατωνισμό.
Ο Νεοπλατωνισμός επηρέασε πολύ τον ελληνικό χριστιανισμό, με τα συγγράμματα του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, καθώς και τον ευρωπαϊκό μυστικισμό.
16. ΝΕΟΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑ ΣΧΟΛΗ -ΝΕΟΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΙ
Νεοπυθαγόρεια φιλοσοφία ήταν μία κίνηση ιδεών που άρχισε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη τον 1o αι. π.Χ. και είχε μεγάλη απήχηση στους επόμενους αιώνες.
Με το πρόσχημα της αναβίωσης της μυστικής διδασκαλίας του Πυθαγόρα, ο νεοπυθαγορισμός έτεινε μάλλον να τοποθετήσει υπό από την αιγίδα του αρχαίου αυτού φιλόσοφου ποικίλες θεωρίες και κυρίως θρησκευτικούς διαλογισμούς, έναν μυστικισμό των αριθμών, θεωρίες θεουργικές, μυστηριακές και μαγικές.
Από τους εκπροσώπους αυτής της κατεύθυνσης αναφέρονται ο Πόπλιος Νιγίδιος Φίγουλος (1ος π.Χ. αι.)· ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, του oποίου η προσωπικότητα αντιπαρατάχτηκε στην προσωπικότητα του Ιησού, στη φανταστική βιογραφία που έγραψε ο Φιλόστρατος, και ο Μοδεράτος από τα Γάδειρα (και οι δύο του 1ου αι.).
Τον 1o αι. μ.Χ. άκμασε ο Νικόμαχος εκ Γεράσων, συγγραφέας μιας Αριθμητικής εισαγωγής. Δεσμούς λίγο ή περισσότερο εμφανείς με τον νεοπυθαγορισμό φαίνεται ότι είχαν ο Νουμήνιος από την Απάμεια (2ος μ.Χ. αι.), πλατωνικός και πρόδρομος του νεοπλατωνισμού, και ο συγγραφέας του μεγαλύτερου μέρους των λεγόμενων Ερμητικών Βιβλίων, δηλαδή όλων εκείνων των συγγραμμάτων που έφτασαν έως την εποχή μας με το όνομα του Ερμή του Τρισμέγιστου.
17. ΟΡΦΙΣΜΟΣ - ΟΡΦΙΚΟΙ
Μέγα το ερώτημα:
--«Τι ήταν, ο Ορφισμός και ποίοι οι Ορφικοί;»
Σύμφωνα με όσα διαβάζουμε, ο Ορφισμός ήταν μία μυστηριακή ελληνική θρησκεία, που συνδέεται με τον Ορφέα, μία μυθική πηγή των ιερών ποιημάτων απ’ όπου πήγασαν τα ορφικά δόγματα
Ο Ορφισμός εξηγούσε την ανάμιξη του καλού και του κακού στην ανθρώπινη φύση, με το μύθο του Διονύσου του Ζαγρέως. Ξεκίνησε από την πρωτόγονη ελληνική θρησκεία, κάνοντας την ενοχή και την τιμωρία του ατόμου κέντρο του δόγματός της. Δίδασκε τη μετεμψύχωση και τόνιζε ότι η τελετουργική και ηθική αγνότητα δίνει στην ψυχή την τελική απελευθέρωσή της για τη μετέπειτα ζωή. Οι Ορφικοί ένιωθαν τον Άδη ως κόλαση, ως τόπο τιμωρίας για τους ασεβείς.
Στον ασκητισμό τους οι Ορφικοί πλησίαζαν τους Πυθαγόρειους, που τα δόγματά τους είχαν πάρα πολλά κοινά σημεία με τα δικά τους. Οι Ορφικοί γιόρταζαν μυστήρια στα όποια ο εξαγνισμός και η μύηση έπαιζαν σπουδαίο ρόλο. Ο Ορφισμός βρισκόταν σε ακμή τον 6ο αιώνα π.Χ. Αργότερα, πήρε τη θέση μιας περιφρονημένης λαϊκής δεισιδαιμονίας, παρ’ όλο που ο Πίνδαρος και ο Πλάτωνας είχαν ενδιαφερθεί για τα δόγματά του.
Στους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε μια αναβίωση της θρησκείας αυτής. Δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για τις ορφικές μυήσεις και τελετουργίες. Καθώς φαίνεται, είχαν εντελώς ιδιωτικό χαρακτήρα, γίνονταν πίσω από κλεισμένες πόρτες και δεν συνδέονταν με σταθερά καθορισμένους τόπους λατρείας. Και στο σημείο αυτό ακόμη, ο ορφισμός διαφέρει εντελώς από τη γνήσια ελληνική θρησκεία. Οι πιστοί συγκεντρώνονταν κατά τόπους σε ιερούς οίκους για να τελέσουν τα μυστήρια και να λατρέψουν τους ορφικούς θεούς, ιδιαίτερα τον Διόνυσο, αλλά και τη Νύκτα, την Αφροδίτη, την Περσεφόνη, την Εκάτη, κ.ά. Οι οίκοι αυτοί χρησίμευαν και για έδρα των ορφικών κηρύκων.
Η ελληνική θρησκεία δεν γνωρίζει τον θεσμό των κηρύκων, αλλά μόνο ιερείς, που είναι ξένοι προς το έργο των κηρύκων. Οι ορφικοί κήρυκες ίδρυαν Θιάσους, θρησκευτικές κοινότητες, που ήταν κάτι διαφορετικό από την επίσημη θρησκευτική ζωή, και η δική τους θρησκεία έπαιρνε έτσι τη μορφή αίρεσης.
Οι κήρυκες προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν τον κόσμο, γύριζαν στις πόλεις και στα χωριά, πουλούσαν βιβλία προσηλυτιστικά, και πληρώνονταν για να λύνουν τις αμαρτίες ζωντανών και πεθαμένων και για να διώξουν τα δαιμόνια.
Μια άλλη σημαντική διαφορά με την ελληνική θρησκεία ήταν ο εντελώς δογματικός χαρακτήρας του ορφισμού Κέντρο της δογματικής διδασκαλίας τους ήταν ο μύθος, γύρω από τον Διόνυσο, κι αυτή η διδασκαλία ήταν προσιτή μόνο στους πιστούς. Κέντρο της θεογονίας και της κοσμογονίας του ορφισμού ήταν ο Διόνυσος, γιος του Δία και λυτρωτής των ανθρώπων. Για τη θρησκευτική συνείδηση των ορφικών, αυτός ήταν ο εμψυχωτής για όλα, και τον λάτρευαν με ενθουσιαστικά όργια. Όταν ήταν παιδί ακόμη, ο Δίας του είχε εμπιστευτεί την κυριαρχία του κόσμου, και ο κόσμος αυτός είχε γεννηθεί από τη Νύκτα, το Σκότος. Η Νύκτα δημιούργησε τον Χρόνο και τον Αιθέρα, και από τον Αιθέρα, ο Χρόνος δημιούργησε το κοσμικό ωό, απ' όπου εκκολάφθηκε η πρώτη μορφή του Διονύσου, ο Φάνης, ο δεσπότης του κόσμου, ο φωτεινός δημιουργός των πάντων. Γεννήθηκαν επίσης οι Τιτάνες, από τους οποίους κατάγεται ο Δίας. Ωστόσο, επειδή ο Δίας ήθελε να γίνει μονοκράτορας θεός του σύμπαντος, καταβροχθίζει τον Φάνητα. Από την Περσεφόνη γεννά τον δεύτερο Διόνυσο, που τον έπιασαν με δόλο οι Τιτάνες και τον καταβρόχθισαν, εκτός από την καρδιά του, που την έσωσε η Αθήνα. Ο Δίας έφαγε την καρδιά και απέκτησε από την Σεμέλη τον τρίτο Διόνυσο. Πριν απ' αυτό, όμως, κατακεραύνωσε τους Τιτάνες, και από την τέφρα τους έπλασε τον άνθρωπο. Επειδή η τέφρα αυτή περιείχε και την τέφρα του Διονύσου, που τον είχαν κατασπαράξει, ο άνθρωπος είναι διφυής. Έχει κάτι από τη φύση των Τιτάνων και κάτι από τη φύση των θεών, γι’ αυτό διονυσιακή είναι η ψυχή του και τιτάνιο το σώμα του. Η ψυχή έχει το αγαθό στοιχείο της φύσης μας, ενώ στο σώμα υπάρχει η πονηρή αρχή, η βούληση των Τιτάνων. Οι άνθρωποι, ως διαμελιστές του θεού, του Ενός, γίνονται αιτία καταμερισμού της θείας ουσίας στην πολλότητα των μορφών του κόσμου αυτού. Σ' αυτό συνίσταται το μεταφυσικό, το κοσμικό αμάρτημά τους, που τα αποτελέσματά του τα αναιρεί ωστόσο η αναγέννηση του Διονύσου από τον Δία. Αυτή η ιδέα αποτελεί το ουσιαστικό στοιχείο των ορφικών θεογονιών και κοσμογονιών: Η θεία ουσία διασπάται σε άπειρο αριθμό πλασμάτων, που παρ' όλα αυτά συνέχονται μεταξύ τους κατά την ουσία, και δημιουργείται έτσι η παράξενη πανθεϊστική θεοκρατία: “Ένα και το αυτό είναι ο Άδης, ο Δίας, ο Ήλιος και ο Διόνυσος”. Ένας θεός υπάρχει μέσα σε όλα τα όντα. Αυτό είναι ορφικό απόσπασμα. Ωστόσο, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο ορφισμός είναι αυστηρά πανθεϊστικό σύστημα. Μάλλον μπορεί να χαρακτηριστεί ως μονοθεϊσμός με ροπή προς τον πανθεϊσμό. Γι’ αυτό και πιστεύει στην επιβίωση της ψυχής, που δεν συμβιβάζεται καθόλου με τον πανθεϊσμό. Είναι φανερό πώς ο ορφισμός είναι απολυτρωτική θρησκεία. Μ' αυτή συνδέεται οργανικά η διδασκαλία περί πρωταρχικού αμαρτήματος, περί ασθενείας του ανθρώπου, περί μετεμψύχωσης και περί κόλασης. Παρ’ όλη την απόσταση της ορφικής κοσμοθεωρίας από την ελληνική ψυχοσύνθεση, βρήκε απήχηση και διαδόθηκε σ' ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό κόσμο.
Την εποχή της ακμής του Ελληνισμού, ο ορφισμός εισχώρησε στις αυλές ηγεμόνων, και μάλιστα πρώτα στην Αθήνα, και έπειτα στη Μεγάλη Ελλάδα. Ο Πεισίστρατος και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του τον διέδωσαν σε όλη την Αττική, όπου άκμαζε έως το θάνατο των Πεισιστρατιδών. Διάφορες επιγραφές, ζωγραφικές και γλυπτικές παραστάσεις και αγγειογραφίες, που ανάγονται έως τον 6ο π.Χ. αιώνα και συνεχίζονται στους αυτοκρατορικούς χρόνους, μαρτυρούν την εξάπλωση των ορφικών ιδεών όχι μόνο στην κυρίως Ελλάδα και στην Κάτω Ιταλία, αλλά και στην Αφρική, τη Γαλατία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τις Βρετανικές νήσους!..
ΟΠΩΣ αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, σύμφωνα με αυτά που διαβάσαμε, ο Ορφισμός αποτελεί ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα, ενδεδυμένο με θρησκευτικό μανδύα. Από πού ν’ αρχίση κανείς και πού να τελειώση; Πως η δύναμις της μουσικής του Ορφέως γοήτευε και ημέρωνε ακόμη και τα ζώα; Που ο ίδιος εδημιούργησε τα μυστήρια του Βάκχου; Μήπως από το γεγονός ότι και για την εποχή του ακόμη αποτελούσε μια θρησκευτική αίρεση; Πως οι ορφικοί επίστευαν στην μετεμψύχωση; Πως οι άνθρωποι αυτοί επίστευαν στον Άδη και στην κόλαση; Πως έκαναν τελετουργίες και μυήσεις; Ότι έκαναν προσηλυτισμό και μάλιστα επ’ αμοιβή; Είναι πολλά και διάφορα τα οποία προβληματίζουν τον κάθε αναγνώστη με την μελέτη του ορφισμού.
Για να έλθουμε, λοιπόν, στην Αγία Γραφή, θα λέγαμε μετά βεβαιότητος ότι πολλά στοιχεία της ορφικής διδασκαλίας βρίσκονται και μέσα στις σελίδες της Βίβλου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμη και οι σύγχρονοι Έλληνες το πιστεύουν αυτό, αν λάβουμε υπ’ όψιν δύο συνεχόμενα ένθετα περιοδικά της εφημερίδος «Ελευθεροτυπία», που δεν είναι άλλα από το περιοδικό «Ιστορικά» το οποίο την Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2004 κυκλοφόρησε με ένα ειδικό αφιέρωμα στον «Ορφέα και τον Ορφισμό : Ένας Χριστός προ Χριστού», ενώ την επόμενη Πέμπτη, 30 Δεκεμβρίου 2004, το περιοδικό συνεχίζει με το δεύτερο μέρος του αφιερώματος υπό τον τίτλων: «Ορφισμός και μετεμψύχωση».
Περιττόν να πούμε ότι τα δύο αυτά αφιερώματα του περιοδικού «Ιστορικά», οι διακεκριμένοι αρθρογράφοι και επιστήμονες του περιοδικού όχι απλώς αποδεικνύουν τις ομοιότητες των δύο μεγάλων ανδρών Ορφέως και Χριστού, αλλά επιχειρούν να αποδείξουν το εύρος του ορφισμού μέσα στην αρχαιότητα ως προδρόμου του Χριστιανισμού, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι όταν οι άνθρωποι αυτοί ομιλούν για Ορφέα και Χριστό, ομιλούν και και για ταυτοσημίες ή ταυτοπροσωπίες των δύο αυτών μορφών.
Στο σημείο αυτό αξίζει να διαβάσουμε τι γράφει, μεταξύ άλλων, ο κ Νίκος Βαρδιάμπασης στο πρώτο μέρος της έρευνας του ως άνω περιοδικού:
«.. Η επιλογή του Ορφέα δεν έγινε τυχαία. Ορφέας και Χρίστος «μοιάζουν». Είναι δύο θεάνθρωποι, ιδρυτές θρηοκειών που κάνουν θαύματα, βρίσκοντας τραγικό «θάνατο» στο άνθος της ηλικίας τους. Κατεβαίνουν στο βασίλειο των νεκρών, όπου νικούν τον Αδη!
Οι ομοιότητες αυτές εμπνέουν τους καλλιτέχνες. Έτσι στην κατακόμβη του Καλλίστου αναπαριστούσαν τον Ιησού ως καλό ποιμένα, με τη μορφή του Ορφέα, ανάμεσα σε πρόβατα.
Στην κατακόμβη της Αγίας Δομιτίλης εμφανίζετατ ο Ορφέας-Χριστός να θέλγει με τη λύρα του λιοντάρι, γκαμήλα και πουλιά. Στο περίφημο γλυπτό του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, ο Χριστός παίζει λύρα με τα χαρακτηριστικά του Ορφέα, έχοντας οτα πόδια του ελάφια, στο κεφάλι του αετό δεξιά και αριστερά άγρια ζώα. Σε «φυλαχτό» από αιματίτη (κυλινδρική σφραγίδα του 3ου αι. μ.Χ. -Μουσείο του Βερολίνου) απεικονίζεται ο Ορφέας... εσταυρωμένος (!) κ.ο.κ.
Ο «θεάνθρωπος» ή «ημίθεος» Ορφέας ήταν γιος του θεού Απόλλωνα (ή γιος του θεού-ποταμού Οίαγρου, κτήτορα όλων των αγρών της Θράκης). Μητέρα του ήταν η Μούσα Καλλιόπη. Τον γέννησε σε μία παραποτάμια σπηλιά που την πλημμύριζε το ρεύμα του «μεγαλόψυχου Οίαγρου» (Αργοναυτικά, στ. 1.376).
Αυτός ο γιος του θεού και της Μούσας έκανε «θαύματα» με τη λύρα του. «Ημαγική δύναμη του τραγουδιού του χάρισε μια θέση ανάμεσα στους ήρωες της Αργοναυτικής εκστρατείας» (W.K.C. Guthrie, «Ορφέας και αρχαία Ελλάδα», εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 75).
Στην αρχή του ταξιδιού των Αργοναυτών έπεισε το «ζωντανό» πλοίο «Αργώ», που είχε το χάρισμα της ομιλίας, να γλιστρήσει με τη «θέληση» του στο νερό. Ο Ορφέας με το τραγούδτ του και με τη λύρα του μάγεψε τις Συμπληγάδες, τις Σειρήνες, το Δράκο που φύλαγε το χρυσόμαλλο δέρας και γαλήνεψε την αγριεμένη θάλασσα που θα βύθιζε την «Αργώ».
Ο Ορφέας κατέβηκε, τέλος, στον Αδη με σκοπό να φέρει οτη ζωή την Ευρυδίκη. Η σύντομη αυτή επίσκεψη του Ορφέα στο βασίλειο των νεκρών θυμίζει την «εις Άδου κατάβασιν» του Κυρίου, απ' όπου «ανεστήθη μετά τριήμερον». Και στον Άδη ο Ορφέας με τη λύρα του έθελξε τον Χάροντα, μαλάκωσε τον Κέρβερο και έκανε τον τροχό του Ιξίονα να σταματήσει.
Ανάμεοα στον Ορφισμό και στο Χριστιανισμό υπάρχουν ομοιότητες. Πίστη στο «προπατορικό αμάρτημα» και στην «αθανασία της ψυχής», όπως υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, σχετικά με τη «μετεμψύχωση» κ.ά., που θα τις εξετάσουμε στο επόμενο… ».
Τι εξετάζει, όμως, ο κ Νίκος Βαρδιάμπασης στο επόμενο τεύχος του περιοδικού «Ιστορικά»;
Διαβάζομεν:
«Το «κακό» -σύμφωνα με τους Ορφικούς- βρίσκεται μέσα οτον άνθρωπο από τη στιγμή της γέννησής του, εξαιτίας του «προπατορικού αμαρτήματος».
«Προπάτορες» του ανθρώπου ήταν οι Τιτάνες. Αυτοί -δίδασκαν οι Ορφικοί- έχοντας αλείψει με γύψο τα πρόσωπα τους, πέσανε πάνω σιο «θεϊκό αγόρι»: οτον πρώτο Διόνυσο που έπαιζε αμέριμνο με... τόπια, σβούρες και χρυσά μήλα... και το ξέσκισαν.(!) (Κ. Κερέντι, «Η Μυθολογία των Ελλήνων», εκδ. Εστία, σ. 238).
Το έκοψαν σε 7 κομμάτια και άρχισαν να το... καταβροχθίζουν. Στο δείπνο τους έτυχε να έλθει η Παλλάς Αθηνά, που έκρυψε σ' ένα σκεπασμένο καλάθι την καρδιά του παιδιού. Την έδωοε στον Δία. Απ' αυτήν ο Ζευς έφτιαξε τον Διόνυσο-Ζαγρέα (κυνηγό) [ήδη η ανθρωπότητα διήνυε την κυνηγετική της περίοδο. Με την ανακάλυψη της γεωργίας θα εμφανιστεί και τρίτος Διόνυσος Ίακχος, Βάκχος (βλαστάρι αμπέλου)]. Τους Τιτάνες για την αποτρόπαια πράξη τους, τους έκαψε ο Ζευς με τον κεραυνό του και από τις στάχτες τους «έπλασε» τους ανθρώπους. Από την Τιτανική στάχτη φτιάχθηκε το εφήμερο σώμα των θνητών. Από τον Αιώνα-μυελό και το χυμένο αίμα του Διόνυσου που ήταν ήδη στην κοιλιά των Τιτάνων εποιήθη η αθάνατη ανθρώπινη «ψυχή». Η Τιτανική στάχτη όμως που «δομεί» το σώμα-σήμα «φυλακή» της αιώνιας ψυχής είναι και η αιτία του «προπατορικού αμαρτήματος» που τη βαραίνει. Για τη σωτηρία της ψυχής από τη «φυλακή του σώματος-σήματος», υπήρχαν οι Ορφικοί ιερείς που συνιστούσαν νηστείες (αποχή κρεοφαγίας), μετάνοια, καθαρμούς, αγιασμούς, Ορφικά μυστήρια κ.λπ. Με αυτά τα τελετουργικά μέοα προσδοκούσαν τη χάρη του Σωτήρα-Λυτρωτού Διονύσου. Αυτός θα απάλλασσε την ψυχή από τους κύκλους των διαδοχικών γεννήσεων (και μετενσαρκώσεων της, σε άλλα σώματα) ώστε να ενωθεί κάποτε με τη θεϊκή φύση του, από την οποία εξάλλου κατάγεται η ψυχή κάθε ανθρώπου.
Για τους Ορφικούς λοιπόν ο Διόνυσος ο γιος του θεού (θεϊκό αγόρι, Ζαγρέας, Βάκχος, Ίακχος κ.λπ.) είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου και ο μόνος Σωτήρας και Λυτρωτής (Λύοιος).
Σύμφωνα με διάφορα Ορφικά αποσπάσματα η ψυχή είναι αθάνατη και αγέραστη, ενώ τα σώματα είναι θνητά. Ακόμη και ο Πλάτων «συμμερίζεται» τις απόψεις των Ορφικών. Στην έβδομη επιστολή του γράφει: «Πρέπει πάντοτε να έχουμε αληθινή πίστη στις αρχαίες και ιερές διηγήσεις, που αποκαλύπτουν ότι η ψυχή μας είναι αθάνατη και έχει κριτές (...)» (Πλάτωνα, «Επιστολές», 335 α). Το θρησκευτικό δόγμα των Ορφικών απ' ό,τι φαίνεται αγκάλιαζε τα πλατιά λαϊκά στρώματα των ταπεινών και καταφρονεμένων πριν από τον Πλάτωνα, από τον 6ο αι. π.Χ. Φάνηκε «καλό» και για την τυραννική εξουσία των Πεισιστρατιδών. Τότε ανέλαβε ένας ιερέας των Ορφτκών, ο Ονομάκριτος, να συστηματοποιήσει τους ύμνους και τις τελετές. Ο Ορφισμός διατηρήθηκε ακμαίος στα ρωμαϊκά και ελληνιστικά χρόνια. Ακολούθως τα λαϊκά στρώματα, τα αγκάλιασε ο χριστιανισμός».
ΑΠ’ ΟΛΑ όσα εδιαβάσαμε, έχουμε ήδη αντιληφθεί την προλείανση του εδάφους των αρχαίων Ελλήνων για την Έλευση του Χριστιανισμού. Οι ίδιοι έστρωσαν τον δρόμο για τον ερχομό του Κυρίου.
Επειδή, λοιπόν, μέσα στις πολλές ομοιότητες ορφικών και πρώτων χριστιανών θα βρούμε πολλά κοινά σημεία, θα σταθούμε για λίγο εις την «Ες Άδου κάθοδον» του Ορφέως, που μας θυμίζει την «Ες Άδου κάθοδον» του Χριστού για ν’ απολυτρώση τους προπάτορες εκείνους που έφυγαν με το στίγμα του προπατορικού αμαρτήματος.
Τι έκανε λοιπόν ο Ορφέας όταν κατέβηκε στον Άδη για να πάρη πίσω την Ευριδίκη; «Με τη μουσική του κατόρθωσε να πείσει την Περσεφόνη να την αφήσει να φύγει, του έβαλε όμως τον όρο να μη γυρίσει πίσω του να κοιτάξει την Ευρυδίκη, όταν εκείνη θα τον ακολουθούσε. Καθώς πλησίαζαν στον κόσμο των ζωντανών, ο Ορφέας ξέχασε τον όρο που του είχε θέσει η Περσεφόνη και γύρισε πίσω να την κοιτάξει. Η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε αμέσως για πάντα».
Η σκηνή αυτή δεν μας θυμίζει κάτι απ’ την βιβλική εικόνα του Λώτ και της συζύγου του μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, στην αναφορά της Αγίας Γραφής για την καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρων;
Ας διαβάσουμε την σχετική περικοπή:
«15 Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν τον Λωτ και του έλεγαν: «Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δύο σου κόρες, που βρίσκονται εδώ, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης». 16 Κι επειδή καθυστερούσε, οι άντρες τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος.
17 Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας: «Φύγε, για να σώσεις τη ζωή σου! Μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς». 18 Τότε ο Λωτ του είπε: «Σε παρακαλώ, κύριε μου, μην το κάνεις αυτό! 19 Ξέρω πως ευεργετήθηκα από σένα και μου έδειξες μεγάλη αγάπη που μου έσωσες τη ζωή. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά. Θα με προλάβει το κακό και θα πεθάνω.20 Εκεί κοντά είναι εκείνη η πόλη. Άσε με να καταφύγω σ' αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί».
21 0 Κύριος του είπε: «θ' ακούσω κι αυτόν το λόγο σου, και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες. 22 Τρέξε να καταφύγεις σ' αυτήν, γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί». Γι' αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Σηγώρ.
23 Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ. 24 Τότε Κύριος άφησε να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Τόμορρα εκ μέρους του Κυρίου, από τον ουρανό. 25 Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοι τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση της καταστράφηκαν. 26 Η γυναίκα όμως του Λωτ κοίταξε πίσω και έγινε στήλη άλατος. » (Γεν. 19, 19-26).
18. ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ (ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ)
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα και επαναλαμβανόμενο από την Μεσαιωνική αντίληψη, “ο τοπος του καθαρού φωτός” (Δάντης), κατοικία των αγγέλων και των μακάρων κοντά στο Θεό.
(Ίδε Πλάτων).
19. ΠΕΙΣΙΘΑΝΑΤΟΙ
Πεισιθάνατοι, κατά την αρχαιότητα, ήσαν εκείνοι οι οποίοι, δια της επιχειρηματολογίας των, έπειθαν τους ανθρώπους να γίνονται αυτόχειρες, θέτοντας έτσι τέρμα στην ζωή τους, δηλαδή να αυτοκτονούν!. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της «σχολής» ήταν ο Ηγησίας ο Κυρηναίος ο οποίος, για τον λόγο αυτό, είχε επονομαστεί «Πεισιθάνατος»
Ο Ηγησίας εκπροσωπούσε μια ιδιαίτερη τάση του ηδονισμού. Η έλλειψη οποιασδήποτε δυνατότητας για μια ανέφελη αίσθηση της ηδονής στην ανθρώπινη ζωή οδήγησε τον Ηγησία να θεωρήσει την πλήρη απουσία της αίσθησης, δηλαδή τον θάνατο, τον πιο ποθητό για τον άνθρωπο στόχο. Συνεπής προς αυτή την πίστη του ο Ηγησίας σύστηνε στα έργα του (στον διάλογο Αποκαρτερών = «ο αυτόχειρας») και στις διαλέξεις του στους ακροατές του να δίνουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους (εξού και το παρωνύμιο του: «αυτός που πείθει τους άλλους να πεθάνουν»). Γι’ αυτό και ο Πτολεμαίος Α' πρέπει να του απαγόρευσε τη διδασκαλία στην Αλεξάνδρεια. Οι οπαδοί αυτής της ηδονιστικής τάσης αυτοονομάζονταν Ηγησιακοί.
Ο Ηγησίας εκπροσωπούσε μια ιδιαίτερη τάση του ηδονισμού. Η έλλειψη οποιασδήποτε δυνατότητας για μια ανέφελη αίσθηση της ηδονής στην ανθρώπινη ζωή οδήγησε τον Ηγησία να θεωρήσει την πλήρη απουσία της αίσθησης, δηλαδή τον θάνατο, τον πιο ποθητό για τον άνθρωπο στόχο. Συνεπής προς αυτή την πίστη του ο Ηγησίας σύστηνε στα έργα του (στον διάλογο Αποκαρτερών = «ο αυτόχειρας») και στις διαλέξεις του στους ακροατές του να δίνουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους (εξού και το παρωνύμιο του: «αυτός που πείθει τους άλλους να πεθάνουν»). Γι’ αυτό και ο Πτολεμαίος Α' πρέπει να του απαγόρευσε τη διδασκαλία στην Αλεξάνδρεια. Οι οπαδοί αυτής της ηδονιστικής τάσης αυτοονομάζονταν Ηγησιακοί.
ΕΞΥΠΑΚΟΥΕΤΑΙ ότι αυτήν την παράλογη (αν μη διαστροφική) αντίληψη του Ηγησία δεν μπορούσε να υιοθετήσει η χριστιανική διδασκαλία, η οποία, δια της Αγίας Γραφής πείθει τους ανθρώπους για μια ενάρετη και ηθική ζωή. Άλλωστε όπως λέει η Εντολή του Κυρίου:
- «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται, και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης της αγαθής, ης ο Κύριος ο Θεός δίδωσί σοι» (Εξ. 20, 12 Δευτ. 5, 16 Εφεσ. 6, 3)
20. ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Ποια ήταν, αλήθεια . η περίφημη Περιπατητική Σχολή, που όλοι μας έχουμε μάθει από το σχολείο;
Είναι γεγονός ότι έτσι ονομάστηκε η Σχολή που ίδρυσε ο Αριστοτέλης. Και ας δούμε πώς έχουν ακριβώς τα πράγματα:
Το 335-334 π.Χ., αμέσως μετά το θάνατο του Φιλίππου, ο Αριστοτέλης επέστρεψε από τη Μακεδονία στην Αθήνα. Εκεί, έξω από την πόλη, στα βορειοανατολικά της όρια, ανάμεσα μάλλον στο Λυκαβηττό και τον Ιλυσσό, μπροστά στην Πύλη του Διοχάρη, στο Λύκειο, νοίκιασε ορισμένα κτίρια – ως ξένος δεν μπορούσε να τα αγοράσει – και ίδρυσε την Περιπατητική Σχολή. Κάθε πρωί περπατούσε πάνω – κάτω με τους μαθητές του, στις στοές που υπήρχαν εκεί, ή ανάμεσα στα δένδρα, και συζητούσε μαζί τους τα πιο δύσκολα φιλοσοφικά προβλήματα. Όταν πέθανε ο Αριστοτέλης, τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο Θεόφραστος, που με τη μακρόχρονη και γόνιμη διδασκαλία του, και με τα πολυάριθμα συγγράμματά του συντέλεσε πολύ στην εξάπλωση και την εδραίωσή της. Επίσης, όταν πέθανε, της άφησε ιδιόκτητο ίδρυμα. Στη συνέχεια την ανέλαβαν οι Εύδημος ο Ρόδιος, Αριστοξενος ο Ταραντίνος, Δικαίαρχος, Κλέαρχος, Δημήτριος ο Φαληρεύς. Αργότερα, οι Περιπατητικοί αφιερώθηκαν στη μελέτη των ίδιων των έργων του Αριστοτέλη, με πρώτο τον Ανδρόνικο το Ρόδιο, ο οποίος εξέδωσε συστηματικά, υπομνημάτισε αρκετά και ήλεγξε τη γνησιότητα των αριστοτελικών συγγραμμάτων. Ανάμεσά τους, ξεχώρισε ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς. Άλλοι περιπατητικοί της ύστερης περιόδου, είναι ο Βόηθος ο Σιδώνιος, ο Αρίστων ο Αλεξανδρεύς, ο Ξέναρχος από τη Σελεύκεια, ο Νικόλαος ο Δαμασκηνός, ο Πτολεμαίος ο Χέννος, ο Ερμίνος, κ.ά..
ΕΙΔΑΜΕ, λοιπόν, ότι Περιπατητικοί ονομάζονταν γενικά οι οπαδοί της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Λέγεται πως οι μαθητές του Αριστοτέλη πήραν αυτό το όνομα επειδή ο φιλόσοφος δίδασκε τα μαθήματά του στο Λύκειο χωρίς να κάθεται, αλλά περπατώντας, και στον περίπατό του αυτό τον συνόδευαν οι οπαδοί του. Όμως η άποψη αυτή δεν φαίνεται να είναι απόλυτα ακριβής. Η λέξη «περίπατος» έχει και την έννοια ενός μεγάλου οικοδομήματος με στοές, όπου γίνεται διδασκαλία. Πάντως, με τη λέξη «περιπατητικοί» χαρακτηρίζονται όλοι οι οπαδοί του Αριστοτέλη διαμέσου των αιώνων.
Υπάρχουν διάφορες ομάδες περιπατητικών. Στην πρώτη περίοδο ανήκουν οι άμεσοι μαθητές του Αριστοτέλη και οι διάδοχοί τους. Ανάμεσα τους ήταν και ο Θεόφραστος από την Ερεσσό της Λέσβου, που πέθανε το 288 π.Χ., και θεωρείται ο διάδοχος του Αριστοτέλη ως επικεφαλής της Σχολής. Άλλοι άμεσοι μαθητές του Αριστοτέλη υπήρξαν ο Εύδημος ο Ρόδιος, ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος και ο Δικαίαρχος από τη Μεσσήνη της Σικελίας. Μαθητής του Θεόφραστου υπήρξε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, που είχε όλη την πολιτική εξουσία της Αθήνας ανάμεσα στο 317-307 π.Χ. Το Θεόφραστο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Σχολής ο Στράτωνας ο Λαμψακηνός, από το 287 ως το 269 π.Χ. Η υπόλοιπη σειρά διαδοχής στη Σχολή υπήρξε ως εξής: ο Λύκωνας έως το 228 π.Χ., ο Αρίστων ο Κείος, ο Κριτόλαος από τη Φασηλίδα της Λυδίας. Στην ομάδα των περιπατητικών της πρώτης περιόδου ανήκουν επίσης ο Άρμιππος και ο Σωτίων. Η δεύτερη περίοδος των περιπατητικών αρχίζει με τον Ανδρόνικο το Ρόδιο, που είχε τη διεύθυνση του Λυκείου από το 70 ως το 50 π.Χ. Αυτός, μαζί με το γραμματικό Τυραννίωνα, πραγματοποίησε την έκδοση όλων των επιστημονικών συγγραμμάτων του Αριστοτέλη και μαθητής του αναφέρεται ο Βοηθός από τη Σιδώνα. Ο Νικόλαος Δαμασκηνός αναφέρεται ως περιπατητικός φιλόσοφος του 1ου αιώνα π.Χ. Η τελευταία περίοδος των περιπατητικών αρχίζει με τον Αριστοκλή από τη Μεσσήνη. Ο Αριστοκλής έζησε γύρω στο 180 μ.Χ. και είχε μαθητή του τον Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα, που υπήρξε ο καλύτερος σχολιαστής του Αριστοτέλη. Τον 2ο αιώνα μ.Χ. έζησε και ο περιπατητικός Ασπάσιος. Τον 3ο αιώνα μ.Χ., η Σχολή των Περιπατητικών συγχωνεύθηκε με τη Σχολή των Νεοπλατωνικών. Ως περιπατητικοί αναφέρονται ο αστρονόμος Κλαύδιος Πτολεμαίος και ο ιατρός Κλαύδιος Γαληνός.
Μερικές από τις κοινές δοξασίες των περιπατητικών φιλοσόφων είναι ότι διέκριναν την ύλη από το είδος, τη δύναμη από την ενέργεια. Παραδέχονταν πως ο κόσμος είναι αιώνιος και πως η πρώτη πηγή, που μεταδίδει την κίνηση σ’ όλο το κοσμικό σύμπαν, είναι ο θείος νους, που τον χαρακτήριζαν ως το κινούν ακίνητο. Για την εξήγηση του φυσικού σύμπαντος χρησιμοποιούσαν την έννοια της κίνησης, θεωρούσαν όμως ότι ο κόσμος ήταν ένα σύνολο οργανωμένο για την εξυπηρέτηση ορισμένων σκοπών. Γι αυτούς, στην πολιτική ζωή, το πολιτειακό σύνολο είχε προτεραιότητα απέναντι στο μεμονωμένο άτομο. Έλεγαν πως ο άνθρωπος γίνεται ενάρετος όταν κατορθώνει να έχει διανοητικές και ηθικές αρετές και να μετριάζει τα πάθη του. Οι περιπατητικοί φιλόσοφοι ασχολούνταν συνήθως με την καθαρά επιστημονική έρευνα, σιγά-σιγά όμως έγιναν σχολιαστές των έργων του Αριστοτέλη. Ο Θεμίστιος, ο Σιμπλίκιος και ο Φιλόπονος υπήρξαν οι τελευταίοι περιπατητικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας.
ΕΝΑ ερώτημα που τίθεται αυτή τη στιγμή είναι κατά πόσον η Αγία Γραφή υιοθετεί την περιπατητική φιλοσοφία και αν υπάρχουν χωρία που ν’ αποδεικνύουν το στοιχείο αυτό.
Ασφαλώς και θ’ αποφύγωμε να αναφερθούμε στούς όρους «περιπατείν» και «περίπατος», που υπάρχουν πολλές φορές μέσα στην Βίβλο. Δεν πρέπει, όμως, να αγνοήσουμε τ’ ακόλουθα χωρία, που εκ των πραγμάτων έχουν φιλοσοφικό υπόβαθρο ή που υιοθετούν την περιπατητική φιλοσοφία:
- «συ, Κύριε, φυλάξαι ημάς και διατηρήσαις ημάς από της γενεάς ταύτης και εις τον αιώνα. Κύκλω οι ασεβείς περιπατούσι κατά το ύψος σου επολυώρησας τους υιούς των ανθρώπων» (Ψαλμ. 11, 8-9).
- «ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων» (Ψαλμ. 103, 3).
- «χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών» (Ψαλμ. 113, 15).
- «Υιέ, φύλασσε νόμους πατρός σου και μη απώσης θεσμούς μητρός σου άφαψαι δε αυτούς επί ση ψυχή διαπαντός και εγκλοίωσαι περί σω τραχήλω. ηνίκα αν περιπατής, επάγου αυτήν και μετά σου έστω ως δ’ αν καθεύδης, φυλασσέτω σε, ίνα εγειρομένω συλλαλή σοι. Ότι λύχνος εντολή νόμου και φως, οδός ζωής και έλεγχος και παιδεία»» (Παρ. 6, 20-22).
- «ή περιπατήσει τις επ’ ανθράκων πυρός, τους δε πόδας ου κατακαύσει;» (Παρ. 6, 28).
- «εν οδοίς δικαιοσύνης περιπατώ και ανά μέσον τρίβων δικαιοσύνης αναστρέφομαι» (Παρ.. 8, 20).
- «ομιλείτε ανθρώποις δικαίοις και ομιλείτε εν περιπάτοις» (Παρ. 28, 31).
- «είδον συν πάντας τους ζώντας τους περιπατούντας υπό τον ήλιον» (Εκκλ. 4, 15).
- «Ευφραίνου, νεανίσκε, εν νεότητί σου, και αγαθυνάτω σε η καρδία σου εν ημέραις νεότητός σου, και περιπάτει εν οδοίς καρδίας σου άμωμος και μη εν οράσει οφθαλμών σου και γνώθι ότι επί πάσι τούτοις άξει σε ο Θεός εν κρίσει» (Εκκλ. 11, 9).
- «επίγνωθι ότι εν μέσω παγίδων διαβαίνεις και επί επάλξεων πόλεων περιπατείς» (Σοφ. Σειρ. 9, 13).
- «κρείσσων εργαζόμενος και περισσεύων εν πάσιν ή περιπατών δοξαζόμενος και απορών άρτων» (Σοφ. Σειρ. 10, 27).
- «συντήρησον και πρόσεχε σφοδρώς, ότι μετά της πτώσεώς σου περιπατείς» (Σοφ. Σειρ. 13, 13).
- «γύρον ουρανού εκύκλωσα μόνη και εν βάθει αβύσσων περιεπάτησα» (Σοφ. Σειρ. 24, 5).
- «άνευ αυτών ουκ οικισθήσεται πόλις, και ου παροικήσουσιν ουδέ περιπατήσουσιν» (Σοφ. Σειρ. 38, 32) κλπ.
21. ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
(Ίδε: Ακαδημία Πλάτωνος).
22. ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Προσωκρατικοί φιλόσοφοι χαρακτηρίζονται οι Έλληνες φιλόσοφοι, που έζησαν πριν από τον Σωκράτη, δηλαδή ανάμεσα στον έβδομο και στον πέμπτο αιώνα π.Χ..
Οι Προσωκρατικοί μοιράζονταν σε διάφορες σχολές, και διακρίθηκαν για την απόσταση που πήραν από τις μυθολογικές ερμηνείες του κόσμου. Στην Ιωνία έγιναν οι πρώτες γνήσια ορθολογικές προσπάθειες να περιγραφεί η φύση του κόσμου. Εκεί, η υλική ευμάρεια και οι ιδιαίτερες ευκαιρίες για επαφές με άλλους πολιτισμούς – λ.χ. με τις Σάρδεις από την ξηρά και με τον Πόντο και την Αίγυπτο από τη θάλασσα – συνοδεύτηκαν, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα, από μια σφριγηλή πολιτιστική και λογοτεχνική παράδοση. Μέσα σε διάστημα ενός αιώνα η Μίλητος έβγαλε τον Θαλή, τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη. Καθένας τους δεχόταν ως πρώτη αρχή του κόσμου ένα ορισμένο στοιχείο, η απομόνωση του οποίου ήταν το σημαντικότερο βήμα για μια συστηματική περιγραφή της πραγματικότητας.
Στην Έφεσο, ο Ηράκλειτος ξεπέρασε τα όρια του υλιστικού μονισμού και, διατηρώντας την ιδέα μιας βασικής (αν και όχι κοσμογονικής) ουσίας, ανακάλυψε την εσώτερη ενότητα των πραγμάτων - μια ενότητα που και αυτος δεχόταν αναντίρρητα – στη δομή ή στη διάταξή τους. Εδώ υπάρχει αντιστοιχία με τις πυθαγόρειες θεωρίες στη δυτική άκρη του ελληνικού κόσμου. Στη σχολή των Πυθαγορείων, η οποία ιδρύθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο, ανήκουν οι: Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης, Ίππασος ο Μεταπόντιος, ο Φιλόλαος και ο Αρχύτας. Κύριοι εκπρόσωποι της Ελεατικής Σχολής ήταν ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης, ο Ζήνων ο Ελεάτης και ο Μέλισσος. Η φιλοσοφία του Αναξαγόρα, τέλος, είναι αντι – ελεατική, με σαφείς αιχμές εναντίον του Παρμενίδη και του Ζήνωνα.
ΟΠΩΣ αντιλαμβάνονται οι φίλοι αναγνώστες, το θέμα των Προσωκρατικών φιλοσόφων είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά μονάχα έναν, αλλά πολλούς φιλοσόφους, που είχαν προ οφθαλμών όχι το μυθολογικό, αλλά το ορθολογικό στοιχείο. Συνοπτικά, λοιπόν, τι άλλο θα μπορούσαμε να πούμε από το να θυμηθούμε για μία ακόμη φορά την Αγία Γραφή και δή την Παλαιά Διαθήκη όταν διακηρύσσει ότι:
- «δια το εί ποτε επί την γην πέση, μη δι’ αυτών ανίστασθαι μήτε εάν τις ορθόν στήση, δι’ αυτού κινηθήσεται» (Επιστολή Ιερεμίου 26).
- «ορθόν είχε και ακλινή τον λογισμόν» (Δ΄ Μακκ. 5, 7).
23. ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Για τους Πυθαγορείους φιλοσόφους, που ακόμη και σήμερα υπάρχουν εραστές της ιδέας αυτής, πολλά μπορεί να γράψει κανείς, αφού έχεις να κάνεις με τον ίδιο τον Πυθαγόρα.
Είναι γεγονός, ότι όσο ζούσε ακόμα ο φιλόσοφος, Πυθαγόρας, παραρτήματα της σχολής του είχαν ιδρυθεί σε διάφορες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και οι μαθητές του, που λέγονταν Πυθαγόρειοι, έπρεπε να ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες, ζώντας αυτό που ονομάστηκε Πυθαγόρειος βίος.
Για να γίνει δεκτός στη σχολή, ο μαθητής έπρεπε να περάσει κάποια δοκιμασία. Εξασκούνταν στη γυμναστική, όχι όμως στην πάλη γιατί οι Πυθαγόρειοι ήταν αντίθετοι στη βία, έτρωγαν κοινά με τους δασκάλους και τους συμμαθητές τους και η δίαιτα ήταν αυστηρά χορτοφαγική. Η σχολή χωριζόταν σε βαθμίδες, 3 στο σύνολό τους και οι μαθητές έπρεπε να υπακούουν τυφλά στο καταστατικό της. Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες γι’ αυτό, γιατί οι ακόλουθοι του Πυθαγόρα ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν απόλυτη σιγή για τις διδασκαλίες που δέχονταν. Το σίγουρο είναι πως πολλοί από αυτούς έλαβαν ενεργό μέρος στην πολιτική και αρκετοί υπέστησαν διώξεις για αρκετές από τις ιδέες τους, που ήταν επαναστατικές για την εποχή τους.
ΟΠΩΣ είναι γνωστόν οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είχαν υιοθετήσει τον μυστικισμό των φιλοσοφικών δογμάτων του διδασκάλου των με το περίφημο εκείνο: «Βλέπε, άκουε, σιώπα».
Τι είναι, όμως. ο μυστικισμός; Μέσα στις σελίδες της εγκυκλοπαίδειας «Δομή» διαβάζομεν:
«Φιλοσοφικο-θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές θρησκευτικές μορφές δημόσιας λατρείας, ακολουθούσε νέους δρόμους, αναζητώντας τη σωτηρία στα μυστήρια. Από την εξέταση ανάλογων στοιχείων του αρχαίου πολυθεϊστικού πολιτισμού και του νεώτερου χριστιανικού, ο μυστικισμός προβάλλει σαν μια αντιορθολογική εξέγερση εναντίον ενός θρησκευτικού συστήματος, διαμορφωμένου σύμφωνα με τη λογική. Οι τρόποι εξέγερσης περιλαμβάνονται στις δυνατότητες που προσφέρουν οι διάφορες θρησκείες, για να καταστήσουν θετικά τα χαοτικά στοιχεία (και κατά συνέπεια αρνητικά) τα κοσμικά - του σύμπαντος δηλαδή - στοιχεία που χαρακτηρίζουν διαλεκτικά τις ιδιαίτερες διαμορφώσεις».
ΤΙ ΛΕΕΙ, λοιπόν, η Αγία Γραφή για τον μυστικισμό και, κατ’ επέκτασιν, των μυστηρίων που υιοθετεί η Εκκλησία μας;
-- «μύστις γαρ εστι της του Θεού επιστήμης και αιρετίς των έργων αυτού» (Σοφ. Σολ. 8, 4-5).
24. ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Φιλοσοφική Σχολή, που ιδρύθηκε από τον Πύρρωνα από την Ήλιδα, που έζησε το 365-275 π.Χ. και πήρε μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Ο Πύρρων δεν άφησε γραπτά, αλλά ο Σέξτος ο Εμπειρικός, ένα από τα τελευταία μέλη της Σχολής του, άφησε δύο έργα, όπου περιέχεται μια πλήρης έκθεση του δόγματος του σκεπτικισμού. Μερικά επίσης είναι γνωστά από αποσπάσματα του Τίμωνα του Φλιασίου, που υπήρξε μαθητής του Πύρρωνα. Ο Πυρρωνισμός δίδασκε αρχικά τον ηθικό σκεπτικισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ούτε δίκαιο ούτε άδικο, και κατόπιν τον θεωρητικό σκεπτικισμό, την ακαταληψία, αυτό που η ανθρώπινη γνώση δεν συλλαμβάνει σχετικά με την ουσία των όντων. Υπάρχει μόνο το φαινόμενο και όχι το ον. Το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να εκφέρει καμιά σταθερή και ασφαλή κρίση, δεν επιτρέπεται παρά η φαινομενικότητα. Ο σκεπτικισμός εμφανίζεται κυρίως σαν αντίδραση κατά των δογματικών φιλοσόφων. Η σκεπτικιστική φιλοσοφία διαιρείτο σε τρεις σχολές, του Πυρρωνισμού, της μέσης και νέας Ακαδημίας και των νεωοτέρων σκεπτικιστών. Άλλοι γνωστοί σκεπτικισταί υπήρξαν ο Φίλων, ο Αινεσίδημος, ο Αγρίππας, ο Φαβορίνος, ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης
ΠΕΡΙ σκεπτικισμού η Αγία Γραφή δεν μπορούμε να πούμε ότι κάνει ειδική αναφορά, δεδομένου ότι ο σκεπτικισμός οδηγείται στην ακαταληψία, αφού, κατά τους οπαδούς της φιλοσοφίας αυτής, η ανθρώπινη γνώση δεν συλλαμβάνει σχετικά με την ουσία των όντων.
Βεβαίως, για την σκέψη, σε όλες τις διανοητικές βαθμίδες, η Βίβλος κάνει αναφορά πολλές φορές, δίδοντας μια πιο ορθολογιστική –θα λέγαμε- διάσταση, όπως για παράδειγμα στα ακόλουθα χωρία:
- «αληθές έσται το ρήμα το παρά του Θεού, και ταχυνεί ο Θεός του ποιήσαι αυτό. Νυν ουν σκέψαι άνθρωπον φρόνιμον και συνετόν και κατάστησον αυτόν επί γης» (Γεν. 41, 33).
- «και συ σεαυτώ σκέψαι από παντός του λαού άνδρας δυνατούς, θεοσεβείς, άνδρας δικαίους, μισούντας υπερηφανίαν» (Εξ. 18, 21).
- «και είπε Κύριος προς με κάθες αυτούς εις το χωνευτήριον, και σκέψαι ει δόκιμόν εστιν, ον τρόπον εδοκιμάσθην υπέρ αυτών» (Ζαχ. 11, 3) κλπ.
25. ΣΟΦΙΣΤΕΣ-ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ
Για τους περίφημους σοφιστές θα λέγαμε ότι, αρχικά, το όνομα αυτό δινόταν από τους Έλληνες σε όλους εκείνους που γνώριζαν κάποια τέχνη ή θεωρία και μπορούσαν με τη διδασκαλία τους να την μεταδώσουν σε άλλους.
Κατά το τέλος όμως του 5ου αιώνα π.Χ., η λέξη πήρε διαφορετική έννοια και σήμαινε τους ανθρώπους που ταξίδευαν στις διάφορες πόλεις της Ελλάδας και δίδασκαν όσα γνώριζαν εισπράττοντας χρήματα. Επειδή όμως έκαναν τον πλανόδιο δάσκαλο και πληρώνονταν γι’ αυτό, δυσφημίστηκαν και θεωρήθηκαν έμποροι της μόρφωσης. Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης λέει: «Η σοφιστική είναι φαινομενική και όχι πραγματική σοφία. Κι ο σοφιστής είναι άνθρωπος που προσπαθεί να κερδίζει χρήματα με την εκμετάλλευση της φαινομενικής σοφίας του».
Ωστόσο, χάρη στους σοφιστές εκλαϊκεύτηκε το ενδιαφέρον για τη γνώση, που έως τότε περιοριζόταν σε στενούς κύκλους, και διαπλάστηκε ιδιαίτερα η ευγλωττία. Γιατί ήταν οι πρώτοι που έκαναν το ύφος της ομιλίας αντικείμενο μελέτης και θέσπισαν σοβαρές έρευνες για την τέχνη της ρητορικής έκφρασης. Η διδασκαλία τους είχε κύριο σκοπό να δώσει στους μαθητές ευστροφία στη χρήση της ομιλίας, ώστε να μπορέσουν να πάρουν μέρος στη δημοσία ζωή. Ωστόσο, η έκφραση έφτασε να μένει τελικά το πιο σημαντικό πράγμα, ενώ η θετική γνώση έπαιρνε δευτερεύουσα σημασία. Μερικοί μάλιστα ξεκινούσαν από τη θέση πως αρετή και γνώση δεν ήταν παρά υποκειμενικές αντιλήψεις.
Ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, που εμφανίστηκε περίπου το 445 π.Χ., λέγεται πως ήταν ο πρώτος σοφιστής. Μετά απ’ αυτόν, πιο σημαντικοί υπήρξαν ο Γοργίας, ο Πρόδικος, ο Ιππίας ο Ηλείος, ο Αντιφών, ο Θρασύμαχος. Οι διδασκαλίες των σοφιστών είχαν στηριχθεί σε αντιλήψεις που είχαν αναπτύξει ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, ο Ζήνωνας ο Ελεάτης, ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας.
Επειδή υπήρχαν διαφωνίες γύρω από τα φιλοσοφικά συστήματα, οι σοφιστές είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστικά σαν ψεύτικο ή αληθινό. Κάθε άνθρωπος σχηματίζει μια υποκειμενική αντίληψη για την αλήθεια και το ψέμα. Είναι φανερό λοιπόν πως με τους σοφιστές εγκαταλείπεται η αντικειμενική έρευνα των δεδομένων της πραγματικότητας και θέμα των αναζητήσεων της φιλοσοφίας είναι η υποκειμενική διαδικασία της λογικής διανοήσεως. Έτσι γίνεται η στροφή από την αντικειμενικότητα προς την ενεργητικότητα του υποκειμένου.
Οι σοφιστές, αντίθετα προς τους προσωκρακτικούς φιλοσόφους, που είχαν ως θέμα των ερευνών τους τη φυσική πραγματικότητα, ασχολήθηκαν με το ανθρώπινο υποκείμενο και με τις εκδηλώσεις της δημιουργικότητάς του. Έτσι έγινε η στροφή από την αντικειμενικότητα στην ενεργητικότητα του υποκειμένου. Η υποκειμενική βάση της φιλοσοφίας τους είχε επακόλουθο να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως και ο κοινωνικός, πολιτικός και πολιτιστικός βίος και η θρησκεία είναι δημιουργήματα της ανθρώπινης δραστηριότητας και επινοητικότητας για τη βελτίωση των ορών της ζωής. Αυτό τους έφερε σε πλήρη αντίθεση με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, που θεωρούσε την κοινωνική ζωή θεσμό καθιερωμένο από τους θεούς, και που απέδιδε στη θρησκεία οντολογικό περιεχόμενο. Είναι λοιπόν φυσικό η περιφρόνηση των πατροπαράδοτων θρησκευτικών και πολιτικών θεσμών να κάνει τους συντηρητικούς κύκλους να θεωρούν τους σοφιστές επικίνδυνους απατεώνες και να δημιουργηθεί μεγάλη αντίδραση εναντίον τους. Ωστόσο, στην εποχή τους, όπου κι αν εμφανίζονταν, ιδιαίτερα στην Αθήνα, γίνονταν δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό και πολλοί συγκεντρώνονταν για να τους ακούσουν. Ακόμα και άνδρες σαν τον Περικλή, τον Ευριπίδη και το Σωκράτη επιζητούσαν τη συντροφιά τους και ο Σωκράτης τους χρωστούσε πολλά για τη διαμόρφωση της δικής του πρακτικής φιλοσοφίας, αν και από την άλλη πλευρά τους έκανε συνεχείς επιθέσεις για τις βασικές αρχές της δημόσιας διδασκαλίας τους. Η περίοδος της πρώτης σοφιστείας άρχισε από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και τελείωσε κατά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Τελείωσε γιατί η γενεά που τους διαδέχθηκε στράφηκε προς την ειδικευμένη σπουδή και άσκηση της ρητορικής. Με την αναβίωση της ελληνικής ρητορικής, από τις αρχές περίπου του 2ου αιώνα μ.Χ., το όνομα των σοφιστών ξαναήρθε στην επιφάνεια. Τότε σοφιστές ονομάζονταν κυρίως οι επαγγελματίες ρήτορες, που εμφανίζονταν στο κοινό με πομπώδη τρόπο και έβγαζαν λόγους προετοιμασμένους ή αυτοσχέδιους. Όπως οι πρώτοι σοφιστές, έτσι κι αυτοί της λεγόμενης δευτέρας σοφιστείας, τριγύριζαν συνήθως σε διάφορα μέρη, και όπου πήγαιναν γίνονταν δεκτοί με ενθουσιασμό και με διακρίσεις, ακόμα και από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Ο Δίων ο Χρυσόστομος, ο Ηρώδης ο Αττικός, ο ρήτορας Αίλιος Αριστείδης, ο Λουκιανός και ο Φιλόστρατος ο Πρεσβύτερος, ανήκουν σ' αυτή τη σχολή της δευτέρας σοφιστείας, που κράτησε περίπου ολόκληρο το 2ο αιώνα μ.Χ. Η ομάδα αυτή, εκτός από τη ρητορική, ασχολήθηκε και με τη διάδοση της παιδείας με την έννοια της γενικής μορφώσεως, που στηρίζεται στη σπουδή των μεγάλων συγγραφέων της κλασικής περιόδου. Η νεότερη έρευνα, χωρίς να αρνείται τη διαλυτική επίδραση των σοφιστών πάνω στην αρχαία κοινωνία, αναγνωρίζει πως προσέφεραν θετική συμβολή για τη μελέτη του προβλήματος της παιδείας («Δομή»).
ΓΙΑ όλα αυτά, λοιπόν, κι επειδή, όπως διαβάσαμε, ο Αριστοτέλης έλεγε ότι: «Η σοφιστική είναι φαινομενική και όχι πραγματική σοφία. Κι ο σοφιστής είναι άνθρωπος που προσπαθεί να κερδίζει χρήματα με την εκμετάλλευση της φαινομενικής σοφίας του», η Αγία Γραφή ομιλεί δι’ ενός και μόνον στίχου, που ήδη έχουμε αναφέρει:
- ««συνεκάλεσε δε Φαραώ τους σοφιστάς Αιγύπτου και τους φαρμακούς, και εποίησαν και οι επαοιδοί των Αιγυπτίων ταις φαρμακείαις αυτών ωσαύτως» (Εξ. 7, 11).
Επειδή, όμως, η σοφιστική είχε την δυναμική να … αντιρρητορεύη, θα θυμηθούμε άλλη μία φράση από την Αγία Γραφή:
- «Τούτον τον τρόπον αντιρρητορεύσαντα ταις του τυράννου παρηγορίας παραστάντες οι δορυφόροι» (Δ΄ Μακκ. 6, 1).
26. ΣΤΩΪΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ - ΣΤΩΪΚΙΣΜΟΣ
Πολλοί είναι εκείνοι που διερωτώνται: «Τι ήσαν, αλήθεια, οι Στωϊκοί φιλόσοφοι και γιατί ονομάστηκαν έτσι;»
Στο ερώτημα αυτό μπορούμε να απαντήσουμε, αφού πρώτα εξηγήσουμε τι είναι ορισμένοι όροι, όπως οι λέξεις «στοά» και «στωϊκοί».
1. Στοά ονομάστηκε η σχολή που ιδρύθηκε το 300 π.Χ από το Ζήνωνα τον Κιτιέα. Οι μαθητές του Ζήνωνα συγκεντρώνονταν στην Ποικίλη στοά, που ήταν ζωγραφισμένη από τον Πολύγνωτο. Έτσι, το φιλοσοφικό κίνημα ονομάστηκε στωικισμός, και οι οπαδοί του Στωικοί.
2. Στωικοί είναι αντιπρόσωποι της φιλοσοφικής θεωρίας, που γεννήθηκε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ., στη βάση του ελληνικού πολιτισμού, σαν συνέπεια της διάδοσης των κοσμοπολίτικων και ατομικών ιδεών και της ανάπτυξης της τεχνικής στην βάση των μαθηματικών γνώσεων. Οι κύριοι εκπρόσωποι της στωικής σχολής, των 4ου, 3ου αι. π.Χ., μέχρι την εποχή μας, ήταν ο Ζήνων και ο Χρύσιππος. Την θέση και το ρόλο των επιστημών, που είχαν επεξεργαστεί οι Στωικοί, την καθόριζαν με την παρακάτω σύγκριση:. ή λογική, είναι ο περίβολος, ή φυσική το καρποφόρο έδαφος, η ηθική οι καρποί του. Το κύριο καθήκον της φιλοσοφίας η ηθική. Οι γνώσεις είναι μόνο το μέσον, για την κατάκτηση της σοφίας, να ξέρεις να ζεις. Πρέπει να ζεις σύμφωνα με την φύση. Αυτό είναι το ιδεώδες του πραγματικού σοφού. Η ευτυχία είναι ελεύθερη από τα πάθη, ήρεμη στο πνεύμα, απαθής. Στην ζωή, όλα προκαθορίζονται από την τύχη, εκείνο που κανείς το θέλει, το φέρνει η τύχη: τον αντιστεκόμενο, τον περιμένει ή βία. Οι Στωικοί, την φύση την κατανοούν υλικά. Στον κόσμο υπάρχουν μόνο σώματα με διαφορετική πυκνότητα. Πρέπει να ξεχωρίζουμε το αληθινό και την αλήθεια. Στην αλήθεια κατατάσσονται μόνο τα σώματα. Το αληθινό είναι χωρίς σώμα και δεν υπάρχει. Αληθινό είναι μόνο το εκφραζόμενο. Στον στωικισμό ο υλισμός συνδυάζεται με τον νομιναλισμό. Οι αισθήσεις προσλαμβάνουν την πραγματικότητα σαν κάτι το ενιαίο. Η επιστήμη προσπαθεί να γνωρίσει το γενικό, όμως γενικό στον κόσμο δεν υπάρχει. Οι Στωικοί παραδέχονταν τέσσερις κατηγορίες: 1) την ουσία (το αληθινό), 2) την ποιότητα, 3) την κατάσταση (π.χ. «βρίσκομαι»), 4) την σχετική κατάσταση («βρίσκομαι δεξιά από τον άνθρωπο»). Οι Στωικοί σε διάκριση από την λογική των κατηγορουμένων (Αριστοτέλης), δημιούργησαν την λογική των εκφραζόμενων, σαν θεωρία για την διαμόρφωση, από τις απλές εκφράσεις, σύνθετων και ανέπτυξαν σ' αυτήν την βάση, την θεωρία του συμπεράσματος. Σύμφωνα με την διαίρεση της φιλοσοφίας τους σε τρία μέρη, δηλ. λογική, φυσική και ηθική, καθόρισαν ότι η φυσική είναι συνάρτηση της λογικής, και η ηθική συνάρτηση της φυσικής.
Οι πιο εξέχοντες των τελευταίων εποχών είναι: οι μαθητές του Χρυσίππου, ο Ζήνων από την Ταρσό και ο Διογένης από την Σελεύκεια, ο Αναίτιος από την Ρόδο (2ος αι π.Χ.). Στους πρώτους αιώνες μ.Χ., άρχισε να αναπτύσσεται ο στωικισμός στο ρωμαϊκό έδαφος, που βασικά επεξεργαζόταν τις ηθικές και τις θρησκευτικές ιδέες της στωικής θεωρίας. Εδώ, πρέπει να καταταχθούν οι Σενέκας, Επίκτητος και ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος
ΟΠΩΣ ΕΙΔΑΜΕ, οι Στωϊκοί επίστευαν στην θεωρία του Ζήνωνος, ο οποίος, σε ισχυρή αντίθεση προς τον σύγχρονό του Επίκουρο, θεωρούσε τον κόσμο ένα οργανικό σύνολο όντων και φαινομένων, που προήλθε και αποτελείται από μια θεία ουσία. Η ουσία αυτή είναι υλική και πνευματική, και της έδιναν διάφορες ονομασίες, τονίζοντας άλλοτε την υλικότητά της και άλλοτε την πνευματικότητά της. Έτσι την ονόμαζαν Φύση για να τονίσουν την υλικότητά της, και Λόγο, λόγο του σύμπαντος, πνεύμα ή νου, για να εκφράσουν την πνευματικότητά της.
Για να έλθουμε, λοιπόν, στην Αγία Γραφή, θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στον Λόγο, που οι Στωϊκοί του έδιδαν την πνευματική διάσταση, αφού ο Λόγος είναι η αρχή του παντός: «Εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιω. 1, 1).
Διαβάζομεν, λοιπόν, μέσα από την Παλαιά Διαθήκη ορισμένα εδάφια για τον λόγο:
- «μη χειρ Κυρίου ουκ εξαρκέσει, ήδη γνώση ει επικαταλήψεταί σε ο λόγος μου ή ου» (Αριθ. 11, 23).
- «ιδού αληθής σαφώς ο λόγος» (Δευτ. 13, 15).
- «ότι ουχί λόγος κενός ούτος υμίν, ότι αύτη η ζωή υμών, και ένεκεν του λόγου τούτου μακροημερεύσετε επί της γης» (Δευτ. 32, 47).
- «είς λόγος από πάντων των λόγων, ων είπε Κύριος ο Θεός ημών»(Ιη. Ναυή 23, 14).
27. ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ ΕΛΑΣΣΟΝΕΣ
Ο Σωκράτης, όπως το μαρτυρεί ο ίδιος, δεν ίδρυσε σχολή. Οπαδούς και φίλους είχε πολλούς, όπως καταλαβαίνουμε από τα ονόματα που αναφέρει ο Πλάτων. Λίγοι όμως από αυτούς είχαν πραγματικά φιλοσοφική ιδιοφυία. Οι λίγοι που προσπάθησαν να αναπτύξουν σωκρατικές ιδέες τις ανέμειξαν με στοιχεία από παλαιότερα φιλοσοφικά συστήματα και έφτιαξαν καινούργια σύνολα. Ως ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών ξέρουμε εκτός από τον Πλάτωνα τέσσερις σωκρατικούς. Οι λεγόμενες ελάσσονες σωκρατικές σχολές ήταν:
- Η Μεγαρική με ιδρυτή τον Ευκλείδη από τα Μέγαρα (450 - 380 π.Χ.), που συνδύασε ελεατικές δοξασίες με τη σωκρατική διδασκαλία.
- Η Ηλιο - ερετρική, με ιδρυτές το Μενέδημο από την Ερέτρια και το Φαίδωνα από την Ήλιδα, που θεωρούσαν τη φιλοσοφία ως μέσο θεραπευτικό της ψυχικής αρρώστιας, και ικανή να οδηγήσει προς την αληθινή ελευθερία.
- Η Κυνική, με ηγέτη τον Αντισθένη (445-365 π.Χ.), ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του αληθινό κληρονόμο του σωκρατικού πνεύματος. Ο Αντισθένης πίστευε πως η αρετή ήταν αρκετή για την ευδαιμονία, και πως για την αρετή δε χρειάζεται άλλο από τη δύναμη ενός Σωκράτη.
- Η Κυρηναϊκή, με ιδρυτή τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο (435-355 π.Χ.). Για τη σχολή αυτη ύψιστο αγαθό της ζωής ήταν η ηδονή, που διέπεται και περιορίζεται από το λόγο και τη σύνεση.
28. ΥΠΑΤΙΑΣ ΟΠΑΔΟΙ
Υπατίας οπαδοί θεωρούνται οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι ακόμη και σήμερον ακολουθούν τις δοξασίες της αδίκως κατακρεουργηθείσης Αλεξανδρινής φιλοσόφου. (Ίδε: Υπατία).
29. ΥΠΟΣΤΑΣΗ
Ο όρος «υπόσταση» περιγράφει την ουσία που βρίσκεται κάτω από τα φαινόμενα, τα οποία δεν είναι παρά μια εξωτερική εκδήλωση της ουσίας.
Ο νεοπλατωνισμός υιοθετεί τον όρο για να δηλώσει τις τρεις κύριες ουσίες του νοητού κόσμου (το Ένα, ο Νους, η Ψυχή). Ο όρος πέρασε στην πατρολογική ορολογία, για να περιγράψει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας ή τη θεϊκή φύση.
30. ΨΥΧΟΕΡΕΥΝΗΤΕΣ
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται όλοι εκείνοι οι οποίοι ασχολούνται με θέματα γύρω από την ψυχή του ανθρώπου και των πάσης φύσεως παραψυχολογικών θεμάτων, όπως οι νεοπλατωνικοί, νεοπυθαγόρειοι, μυστικιστές κλπ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου