άγνωστη πνευματική κηρήθρα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας!..
Η άγνωστη πνευματική κηρήθρα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας!..
Η
αρχαία ελληνική γραμματεία δεν περιορίζεται μόνο στην πνευματική
κηρήθρα που μας άφησε ο Όμηρος, ο Πλάτων ή ο Θουκυδίδης. Το μεγαλύτερο
μέρος των σωζόμενων γραπτών θησαυρών παραμένει στο σκοτάδι. Αξίζει τον
κόπο να διαβάσετε το παρακάτω κείμενο, που είχε δημοσιευθεί το 2003 στην
ιστορική εφημερίδα «Απογευματινή»!...
Μοιάζει
με ψέμα. Κι όμως, είναι αλήθεια. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν φαίνεται να
είναι τόσο καλοδεχούμενοι στην πατρίδα τους. Η μέχρι σήμερα
πραγματικότητα είναι ενδεικτική των δυσκολιών που είχαν και
εξακολουθούν να έχουν για να ξαναδούν το φως στη χώρα που έζησαν πριν
από 2.500 χρόνια.
Στα 182 χρόνια νεοελληνικού βίου μόνον τρεις εκδότες έκαναν μια συστηματική προσπάθεια να εκδώσουν την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Πρώτος ξεκίνησε ο «Πάπυρος» το 1936 και αμέσως μετά οι εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος» το 1937. Μέχρι τη μέρα που σταμάτησαν εξέδωσαν 182 τίτλους ο πρώτος και 127 τίτλους ο δεύτερος. Η τρίτη προσπάθεια άρχισε τον Ιούνιο του 1991 από τον εκδοτικό οίκο «Κάκτο». Ο εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος ήταν ο άνθρωπος που είχε την τόλμη να επιχειρήσει να βγάλει τα 2.400 σωζόμενα έργα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Μέχρι το φθινόπωρο του 2003 έχει καταφέρει να εκδώσει 618 τίτλους ξεπερνώντας κάθε εκδοτικό προηγούμενο. Οπως σημειώνει, χαρακτηριστικά, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Χωρίς να κάνει διακρίσεις, χωρίς να προτιμάει τα δημοφιλή, τα ευπώλητα, τόλμησε να μεταφράσει και να σχολιάσει δεκάδες ανέκδοτα στη νέα ελληνική και άγνωστα στη βιβλιογραφία ελληνικά και ελληνιστικά κείμενα. Ποιος, π.χ. γνώριζε, έξω από δύο τρεις ιστορικούς της Ιατρικής, τον αρχαίο ιατρό Σωρανό και το έργο του;».
Η όλη προσπάθεια ξεκίνησε σε μια περίοδο που υπήρξε πτώση των κλασικών ελληνικών σπουδών. Παρ' όλα αυτά, επειδή εξακολουθεί να υπάρχει μια ολόκληρη πανεπιστημιακή βιομηχανία στα μεγάλα δυτικά κράτη γύρω από τις κλασικές σπουδές, εξακολουθούμε να βρίσκουμε ανάμεσα στους πλέον μεταφρασμένους διεθνώς συγγραφείς στον κόσμο τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
Ο Χατζόπουλος σ' αυτή τη δύσκολη περίοδο προσπάθησε να εκδώσει τους «Έλληνες» με στρωτές μεταφράσεις στα εμπλουτισμένα νέα ελληνικά. Παρά την κρατική αδιαφορία, η σειρά έδειξε, σε ορισμένες περιπτώσεις, πως μπορεί να περπατήσει. Βέβαια, χρειάζεται χρόνο και υποδομή. Χρειάζεται χρόνο για να εξοικειωθεί ο Νεοέλληνας με την Αρχαία Γραμματεία. Nα ξεπεράσει τα φράγματα που του έστησαν ή που έστησε ο ίδιος απέναντι στο παρελθόν. Χρειάζεται εκπαιδευτική υποδομή για να δημιουργηθεί το ενδιαφέρον και να θελήσει να γνωρίσει εκείνους που τόσο συχνά τον κάνουν περήφανο διεθνώς. Και για τους οποίους συχνά ξέρει από ελάχιστα μέχρι τίποτα. Χρειάζεται προσπάθεια για να ξεπεράσει τους «προοδευτικούς» εξτρεμισμούς που τον απέκοψαν άλλοτε για λόγους «διεθνισμού», «διεθνιστικής αλληλεγγύης» και μισαλλοδοξίας με την ιστορική συνέχεια του. Σήμερα, εποχή φλύαρων κοσμικών ανιστόρητων μεταμοντέρνων πανεπιστημιακών, οι αρχαίοι συγγραφείς, έστω και χωρίς βοήθεια, εξακολουθούν να έχουν ακόμα χιλιάδες αναγνώστες. Τόσους όσοι δεν έχουν και δεν θα αποκτήσουν ποτέ, παρά την προβολή που τυγχάνουν, όλοι αυτοί οι μεταμοντέρνοι παπαγάλοι του Ντεριντά και κολλητοί της εξουσίας.
Στα 182 χρόνια νεοελληνικού βίου μόνον τρεις εκδότες έκαναν μια συστηματική προσπάθεια να εκδώσουν την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Πρώτος ξεκίνησε ο «Πάπυρος» το 1936 και αμέσως μετά οι εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος» το 1937. Μέχρι τη μέρα που σταμάτησαν εξέδωσαν 182 τίτλους ο πρώτος και 127 τίτλους ο δεύτερος. Η τρίτη προσπάθεια άρχισε τον Ιούνιο του 1991 από τον εκδοτικό οίκο «Κάκτο». Ο εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος ήταν ο άνθρωπος που είχε την τόλμη να επιχειρήσει να βγάλει τα 2.400 σωζόμενα έργα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Μέχρι το φθινόπωρο του 2003 έχει καταφέρει να εκδώσει 618 τίτλους ξεπερνώντας κάθε εκδοτικό προηγούμενο. Οπως σημειώνει, χαρακτηριστικά, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Χωρίς να κάνει διακρίσεις, χωρίς να προτιμάει τα δημοφιλή, τα ευπώλητα, τόλμησε να μεταφράσει και να σχολιάσει δεκάδες ανέκδοτα στη νέα ελληνική και άγνωστα στη βιβλιογραφία ελληνικά και ελληνιστικά κείμενα. Ποιος, π.χ. γνώριζε, έξω από δύο τρεις ιστορικούς της Ιατρικής, τον αρχαίο ιατρό Σωρανό και το έργο του;».
Η όλη προσπάθεια ξεκίνησε σε μια περίοδο που υπήρξε πτώση των κλασικών ελληνικών σπουδών. Παρ' όλα αυτά, επειδή εξακολουθεί να υπάρχει μια ολόκληρη πανεπιστημιακή βιομηχανία στα μεγάλα δυτικά κράτη γύρω από τις κλασικές σπουδές, εξακολουθούμε να βρίσκουμε ανάμεσα στους πλέον μεταφρασμένους διεθνώς συγγραφείς στον κόσμο τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
Ο Χατζόπουλος σ' αυτή τη δύσκολη περίοδο προσπάθησε να εκδώσει τους «Έλληνες» με στρωτές μεταφράσεις στα εμπλουτισμένα νέα ελληνικά. Παρά την κρατική αδιαφορία, η σειρά έδειξε, σε ορισμένες περιπτώσεις, πως μπορεί να περπατήσει. Βέβαια, χρειάζεται χρόνο και υποδομή. Χρειάζεται χρόνο για να εξοικειωθεί ο Νεοέλληνας με την Αρχαία Γραμματεία. Nα ξεπεράσει τα φράγματα που του έστησαν ή που έστησε ο ίδιος απέναντι στο παρελθόν. Χρειάζεται εκπαιδευτική υποδομή για να δημιουργηθεί το ενδιαφέρον και να θελήσει να γνωρίσει εκείνους που τόσο συχνά τον κάνουν περήφανο διεθνώς. Και για τους οποίους συχνά ξέρει από ελάχιστα μέχρι τίποτα. Χρειάζεται προσπάθεια για να ξεπεράσει τους «προοδευτικούς» εξτρεμισμούς που τον απέκοψαν άλλοτε για λόγους «διεθνισμού», «διεθνιστικής αλληλεγγύης» και μισαλλοδοξίας με την ιστορική συνέχεια του. Σήμερα, εποχή φλύαρων κοσμικών ανιστόρητων μεταμοντέρνων πανεπιστημιακών, οι αρχαίοι συγγραφείς, έστω και χωρίς βοήθεια, εξακολουθούν να έχουν ακόμα χιλιάδες αναγνώστες. Τόσους όσοι δεν έχουν και δεν θα αποκτήσουν ποτέ, παρά την προβολή που τυγχάνουν, όλοι αυτοί οι μεταμοντέρνοι παπαγάλοι του Ντεριντά και κολλητοί της εξουσίας.
Οι πωλήσεις
Είναι
ενδεικτικό πως μέχρι σήμερα ο Όμηρος έχει ξεπεράσει τα 50.000
αντίτυπα, το «Συμπόσιο» και «Η απολογία του Σωκράτη» του Πλάτωνα τα
70.000 αντίτυπα, ο «Τίμαιος» του Πλάτωνα είναι στα 35.000 αντίτυπα και
τα ¨Απαντα του Επίκουρου στα 40.000 αντίτυπα. Αλλά και ο Θουκυδίδης με
10.000 αντίτυπα και ο Αίσωπος με 7.000 ενδιαφέρουν ακόμα τους
σύγχρονους 'Ελληνες. Συνολικά, 15 βιβλία της σειράς των αρχαίων που
έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα έχουν πωλήσεις που κυμαίνονται από 30.000
μέχρι 70.000 αντίτυπα. Επίσης, 35 βιβλία πωλούν μεταξύ 8.000 και 10.000
αντίτυπα. Τέλος, άλλα 150 κάνουν σταθερά μια έκδοση το χρόνο
(1.000-2.000 αντίτυπα). Συνολικά είναι 170 με 200 βιβλία από το σύνολο
των 618 που επανεκδίδονται συνεχώς. Όμως, υπάρχουν και περισσότερα από
400 βιβλία που δεν πωλούν και μένουν στα αζήτητα. Αυτά είναι που
στηρίζονται στην ελπίδα να γίνουν μέρα με τη μέρα γνωστότεροι οι
συγγραφείς τους σ' ένα ανυποψίαστο κοινό.
Τέλος, υπάρχουν άλλα περίπου 1.000 βιβλία που αναμένεται να εκδοθούν στα επόμενα χρόνια και που αναφέρονται στις περισσότερες περιπτώσεις σε άγνωστα κείμενα της Αρχαίας Γραμματείας
Τέλος, υπάρχουν άλλα περίπου 1.000 βιβλία που αναμένεται να εκδοθούν στα επόμενα χρόνια και που αναφέρονται στις περισσότερες περιπτώσεις σε άγνωστα κείμενα της Αρχαίας Γραμματείας
Για
πρώτη φορά στη νέα ελληνική γλώσσα υπάρχουν και κυκλοφορούν συγγραφείς
που μέχρι πρότινος διασώζονταν μόνο στα ράφια των βιβλιοθηκών της
Οξφόρδης, του Κέιμπριτζ, του Χάρβαρντ του Πρίνστον, της Λειψίας, της
Χαϊδελβέργης. Κείμενα άγνωστα στους πολλούς, κείμενα μη προσπελάσιμα,
κείμενα που μόνο ειδικοί γνώριζαν. Κείμενα που κατέγραψαν τις αξίες και
τις αναζητήσεις ενός πολιτισμού και μιας κοινωνίας που στάθηκαν η
αφετηρία του σύγχρονου πολιτισμού. Tα κείμενα αυτά διασώθηκαν από τους
Βυζαντινούς, τους Λατίνους, τους Άραβες. Μέχρι σήμερα όλα αυτά έχουν
μελετηθεί συστηματικά από τα τμήματα των μεγάλων ευρωπαϊκών και
αμερικανικών πανεπιστημίων.
Όμως, στη χώρα που γεννήθηκαν και στη γλώσσα που μιλάνε οι επίγονοί τους ποτέ δεν πέρασαν στο σύνολο τους. Tα δύο πρώτα εκδοτικά εγχειρήματα τερμάτισαν έχοντας στο ενεργητικό τους, παρά τη σπουδαία προσπάθεια, μια σχετικά μικρή επιτυχία. Μέχρι το 1991 οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν άγνωστοι ως σύνολο στη χώρα που έγραψαν και στην εξέλιξη της γλώσσας που δημιούργησαν. Ακόμα και τα τμήματα κλασικών σπουδών της Ελλάδας δεν είχαν γνώση του συνολικού έργου τους. Πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος του έργου τους είχαν μόνο μερικά μεγάλα δυτικά πανεπιστήμια και ορισμένες μεγάλες ιδιωτικές βιβλιοθήκες του εξωτερικού. Συχνά. σπάνια έργα αρχαίων συγγραφέων αποκρύπτονταν ζηλότυπα. Έτσι. ακόμα και κείμενα που διασώθηκαν μέσα στο χρόνο έμοιαζαν χαμένα ανάμεσα στη σιωπή και την απόκρυψη.
Πρόκειται για μια ακραία πραγματικότητα που ανακαλεί στη μνήμη την υπόθεση από το περίφημο μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο με το χαμένο βιβλίο του Αριστοτέλη που έκρυβαν οι μεσαιωνικοί μοναχοί. Μόνον που δεν πρόκειται πια για μια μυθιστορηματική στιγμή που ανάγεται στο Μεσαίωνα, αλλά για μια πραγματικότητα που ανάγεται στα όρια του 21ου αιώνα. Ενδεικτικώς αναφέρουμε πως ξένη ιδιωτική βιβλιοθήκη (αραβική) είχε μέχρι και δικαστική διαμάχη αναγκάζοντας τον «Κάκτο» στο τέλος να αποσύρει κείμενα του Διόφαντου που θεωρήθηκε πως της ανήκαν! Άγνοια, δυσκολία πρόσβασης, απόκρυψη, είναι σημαντικοί λόγοι, που ένα μεγάλο μέρος του έργου των αρχαίων Ελλήνων έχει βρεθεί στη σιωπή ακόμα και στη χώρα τους.
Μέσα σε αυτό το αντιφατικό σκηνικό όπου άλλα έργα κυκλοφορούν, διδάσκονται και είναι πασίγνωστα, εδώ και εκατονταετίες, άλλα μοιάζουν αγνοημένα σε ράφια δυτικών πανεπιστημίων και άλλα κρύβονται ζηλότυπα σε βιβλιοθήκες, έρχεται ο Χατζόπουλος και επιχειρεί μια σύνθεση όλων όσων υπάρχουν και μπορούν να βρεθούν από την αρχαία ελληνική σοφία. Πρόκειται για μια τεράστια εκδοτική προσπάθεια αν σκεφτεί κανείς πως γίνεται από έναν ιδιώτη. Και. φυσικά, το κόστος της επένδυσης φτάνει μέχρι σήμερα στο τεράστιο ποσό των 5 δισ. δρχ. περίπου, ενώ έχει αποφέρει εισπράξεις από τις πωλήσεις της τάξεως των 2.5 δισ. δρχ.
Οι αριθμοί της επένδυσης μοιάζουν απίστευτοι. Κι όμως. είναι πραγματικοί αν σκεφτεί κανείς τη μεγάλη διαφορά αυτής της έκδοσης από κάθε άλλο εκδοτικό εγχείρημα. Για παράδειγμα, αν για το νεοελληνικό κείμενο χρειάζονται 3-4 διορθώσεις, για τις διορθώσεις του αρχαίου ελληνικού κειμένου, όπως λέει ο εκδότης, μερικές φορές έχουν γίνει και 26 διορθώσεις. Ο λόγος είναι πως το αρχαίο κείμενο έχει περισσές δυσκολίες (πνεύματα, βαρείες και οξείες κ.λπ.). Το αρχαίο κείμενο χρειάζεται μια μεγάλη υποστηρικτική προσπάθεια από την ώρα που θα βρεθεί και θα ξεκινήσει η διαδικασία της μετάφρασης, της επιμέλειας και του σχολιασμού του (πραγματολογικού, ερμηνευτικού κ.λπ.) μέχρι την ώρα που θα φτάσει στο τυπογραφείο. Δεκάδες άνθρωποι, σύμφωνα με τα στοιχεία του εκδότη, εργάζονται συστηματικά και επί χρόνια για να πετύχει το εγχείρημα.
Από τους παραπάνω αριθμούς είναι προφανές πως το εγχείρημα του Χατζόπουλου ξεπερνά κάθε εκδοτικό προηγούμενο. Οι αριθμοί που παραθέτει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ξαφνιάζουν. Και είναι μάλλον απίθανο να ξαναβρεθεί ιδιώτης για να χρηματοδοτήσει από την τσέπη του έναν τέτοιο εκδοτικό άθλο. Nα. ένας ακόμα σημαντικός λόγος που η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία δεν έχει περάσει ποτέ ολόκληρη μέχρι σήμερα στη νέα ελληνική.
Επιπλέον, εκείνο που κάνει το νεοελληνικό κράτος και τους λειτουργούς του να δείχνουν πολύ λίγο ενδιαφέρον για τους «Έλληνες» ανάγεται στην έλλειψη παιδείας μιας κοινωνίας που βγήκε από τα μεσαιωνικά σκότη της Τουρκοκρατίας. Την έλλειψη αυτή πρώτος επεσήμανε ο Αδαμάντιος Κοραής. Και παρά τα 182 χρόνια που πέρασαν έκτοτε, η έλλειψη αυτή εξακολουθεί να μας ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα. Σ' αυτή την έλλειψη σκόνταψε και εξακολουθεί να σκοντάφτει η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία.
Αυτή η έλλειψη στάθηκε και η αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος που ταλάνισε τη νεώτερη Ελλάδα. Οι νεοέλληνες επίγονοι των αρχαίων αφού αναλώθηκαν σε ομηρικές μάχες επί 150 χρόνια για το ποια γλώσσα θα μιλάγανε, την καθαρεύουσα ή τη δημοτική, στο τέλος κατέληξαν στην κοινή δημοτική. Επιπλέον, οι επίγονοι ...έδιωξαν και τους αρχαίους συγγραφείς από τα σχολεία! Θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτό εξόρκισαν την «προγονοπληξία», τον «εθνικισμό» και την μισαλλοδοξία που είχε επιβάλει το αυταρχικό καθεστώτος η δικτατορίας στη χώρα. Έτσι. προχώρησε η χώρα από τον ένα εξτρεμισμό στον άλλο. Κι έτσι έπεσε σιωπή για τους αρχαίους εν Ελλάδι. Λόγω έλλειψης παιδείας οι Νεοέλληνες εξτρεμιστές στράφηκαν εναντίον του ορθολογισμού που πρώτοι είχαν διαμορφώσει οι προγονοί τους!
Την ίδια στιγμή, οι κλασικές αξίες γίνονταν οικουμενικές με τη σταδιακή αποδοχή του δυτικού αξιακού συστήματος σε μη δυτικούς πολιτισμούς (οικονομικός και πολιτικός φιλελευθερισμός, ισονομία, ανεξάρτητη επιστημονική έρευνα, εκλογή όλων των αρχόντων κ.λπ.).
Ύστερα από 25 χρόνια πειραματισμών οι Νεοέλληνες βρεθήκαμε να μιλάμε πρακτικά σιγά-σιγά μια κοινή γλώσσα που φυσικά δεν θα στεκόταν χωρίς συνεχή δάνεια και συστηματικό εμπλουτισμό από την καθαρεύουσα και την αρχαία. Ενδιαμέσως, κυριάρχησε μια εξτρεμιστική «αριστερόστροφη» δημοτική με απίστευτες ακρότητες ακόμα και από επίσημα χείλη (ποιος ξεχνά το απίστευτο «οι εκλογές στις δύο Ιούνη», την πληθώρα επίσημων προοδευτικών αναφορών στη «διχτατορία του προλεταριάτου» κ.λπ.). Σήμερα ύστερα από τόσους εξτρεμισμούς διαπιστώνουμε άναυδοι πως τα παιδιά μας ακόμα διδάσκονται, αντί μιας στρωτής κλητικής («ω Έλληνα»), το μάγκικο μιας εξτρεμιστικής δημοτικής του μεσοπολέμου («ε Έλληνα»)! Ε, ρε Έλληνα, έχουμε πια φθάσει στο μη περαιτέρω…
Το ξέρετε ότι:
-- «Η ιστορία της έκδοσης των κλασικών πρωτότυπων στον εκδοτικό χώρο αρχίζει στο τέλος του 15ου αιώνα. Αρχικά τα κλασικά κείμενα εκτυπώνονταν συνήθως στις κλασικές γλώσσες. Έτσι, π.χ. οι πρώτες εκδόσεις του Αριστοτέλη (1495 και 1498), του Ιπποκράτη (1526) και του Ευκλείδη (1533) ήταν στα ελληνικά. Όμως, οι κλασικές γλώσσες είχαν οικονομικό και πολιτισμικό πρόβλημα λόγω του περιορισμένου κοινού στο οποίο απευθύνονταν. Η μετάφραση παρείχε από την αρχή το έδαφος για την ευρύτερη κυκλοφορία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίστροφης πορείας υπήρξε ο Πλάτωνας που τυπώθηκε για πρώτη φορά σε πλήρη δίγλωσση ελληνολατινική έκδοση το 1578 στη Γαλλία. Μέχρι τότε ήταν γνωστός μόνο από μεταφρασμένα αποσπάσματα από την ελληνική και τη λατινική από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο. Η μετάφραση του Μ. Φιτσίνο επανεκδόθηκε 5 φορές στη Γαλλία στη διάρκεια των πρώτων πενήντα ετών του 16ου αιώνα».
-- «Στην πρώτη περίοδο των μεταφράσεων, τον 16ο αιώνα, οι αναγνώστες διάβαζαν περισσότερο ιστορία. Οι ιστορικοί ήταν πολύ δημοφιλείς και οι συχνότερα μεταφρασμένοι συγγραφείς. Οι κυριότεροι συγγραφείς που μεταφράζονταν ήταν: Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Τάκιτος, Σουετώνιος, Βιργίλιος, Οβίδιος, Βαλέριος Μάξιμος. Επίσης, οι "Γαλατικοί Πόλεμοι" του Καίσαρα, η "Εκκλησιαστική Ιστορία' του Ευσέβιου, οι "Βίοι" του Πλουτάρχου. Οι τάσεις αυτές συνεχίστηκαν για αρκετό διάστημα και πέρασαν και στον 17ο αιώνα. Οι συγγραφείς, οι μεταφράσεις των οποίων συνέχισαν τον 17ον αιώνα να είναι δημοφιλείς ήταν: Καίσαρ, Σουετώνιος, Τάκιτος, Βαλέριος Μάξιμος, Πλούταρχος, Ευσέβιος, Πολύβιος, Ηρόδοτος, Ξενοφών, Θουκυδίδης, Βιργίλιος και Οβίδιος».
-- «Βιβλίο και Επικοινωνία», Διαμαντής Μπασαντής, κεφ. 2 «Η Ιστορία του Βιβλίου», παράγραφος 3.2 «Μετάφραση και μαζική επικοινωνία», εκδόσεις «Οδυσσέας», γ' έκδοση 1999,σελ.9Ο
Μέχρι το 16o αιώνα η ανάγνωση των αρχαίων κλασικών γινόταν στις κλασικές γλώσσες. Για το λόγο αυτό η διάδοση τους ήταν περιορισμένη. Από το 16ο αιώνα και μετά η μετάφραση των αρχαίων κλασικών γινόταν στις εθνικές γλώσσες. Αυτό τους έκανε δημοφιλείς σ' ένα ολοένα αυξανόμενο ακροατήριο. Είναι χαρακτηριστικό πως στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα μια μόνο μετάφραση της «Πολιτείας» του Πλάτωνα στη γερμανική είχε πωλήσεις 1 εκατ. αντίτυπα μέσα σε ένα χρόνο. (*)
Όμως, στη χώρα που γεννήθηκαν και στη γλώσσα που μιλάνε οι επίγονοί τους ποτέ δεν πέρασαν στο σύνολο τους. Tα δύο πρώτα εκδοτικά εγχειρήματα τερμάτισαν έχοντας στο ενεργητικό τους, παρά τη σπουδαία προσπάθεια, μια σχετικά μικρή επιτυχία. Μέχρι το 1991 οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν άγνωστοι ως σύνολο στη χώρα που έγραψαν και στην εξέλιξη της γλώσσας που δημιούργησαν. Ακόμα και τα τμήματα κλασικών σπουδών της Ελλάδας δεν είχαν γνώση του συνολικού έργου τους. Πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος του έργου τους είχαν μόνο μερικά μεγάλα δυτικά πανεπιστήμια και ορισμένες μεγάλες ιδιωτικές βιβλιοθήκες του εξωτερικού. Συχνά. σπάνια έργα αρχαίων συγγραφέων αποκρύπτονταν ζηλότυπα. Έτσι. ακόμα και κείμενα που διασώθηκαν μέσα στο χρόνο έμοιαζαν χαμένα ανάμεσα στη σιωπή και την απόκρυψη.
Πρόκειται για μια ακραία πραγματικότητα που ανακαλεί στη μνήμη την υπόθεση από το περίφημο μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο με το χαμένο βιβλίο του Αριστοτέλη που έκρυβαν οι μεσαιωνικοί μοναχοί. Μόνον που δεν πρόκειται πια για μια μυθιστορηματική στιγμή που ανάγεται στο Μεσαίωνα, αλλά για μια πραγματικότητα που ανάγεται στα όρια του 21ου αιώνα. Ενδεικτικώς αναφέρουμε πως ξένη ιδιωτική βιβλιοθήκη (αραβική) είχε μέχρι και δικαστική διαμάχη αναγκάζοντας τον «Κάκτο» στο τέλος να αποσύρει κείμενα του Διόφαντου που θεωρήθηκε πως της ανήκαν! Άγνοια, δυσκολία πρόσβασης, απόκρυψη, είναι σημαντικοί λόγοι, που ένα μεγάλο μέρος του έργου των αρχαίων Ελλήνων έχει βρεθεί στη σιωπή ακόμα και στη χώρα τους.
Μέσα σε αυτό το αντιφατικό σκηνικό όπου άλλα έργα κυκλοφορούν, διδάσκονται και είναι πασίγνωστα, εδώ και εκατονταετίες, άλλα μοιάζουν αγνοημένα σε ράφια δυτικών πανεπιστημίων και άλλα κρύβονται ζηλότυπα σε βιβλιοθήκες, έρχεται ο Χατζόπουλος και επιχειρεί μια σύνθεση όλων όσων υπάρχουν και μπορούν να βρεθούν από την αρχαία ελληνική σοφία. Πρόκειται για μια τεράστια εκδοτική προσπάθεια αν σκεφτεί κανείς πως γίνεται από έναν ιδιώτη. Και. φυσικά, το κόστος της επένδυσης φτάνει μέχρι σήμερα στο τεράστιο ποσό των 5 δισ. δρχ. περίπου, ενώ έχει αποφέρει εισπράξεις από τις πωλήσεις της τάξεως των 2.5 δισ. δρχ.
Οι αριθμοί της επένδυσης μοιάζουν απίστευτοι. Κι όμως. είναι πραγματικοί αν σκεφτεί κανείς τη μεγάλη διαφορά αυτής της έκδοσης από κάθε άλλο εκδοτικό εγχείρημα. Για παράδειγμα, αν για το νεοελληνικό κείμενο χρειάζονται 3-4 διορθώσεις, για τις διορθώσεις του αρχαίου ελληνικού κειμένου, όπως λέει ο εκδότης, μερικές φορές έχουν γίνει και 26 διορθώσεις. Ο λόγος είναι πως το αρχαίο κείμενο έχει περισσές δυσκολίες (πνεύματα, βαρείες και οξείες κ.λπ.). Το αρχαίο κείμενο χρειάζεται μια μεγάλη υποστηρικτική προσπάθεια από την ώρα που θα βρεθεί και θα ξεκινήσει η διαδικασία της μετάφρασης, της επιμέλειας και του σχολιασμού του (πραγματολογικού, ερμηνευτικού κ.λπ.) μέχρι την ώρα που θα φτάσει στο τυπογραφείο. Δεκάδες άνθρωποι, σύμφωνα με τα στοιχεία του εκδότη, εργάζονται συστηματικά και επί χρόνια για να πετύχει το εγχείρημα.
Από τους παραπάνω αριθμούς είναι προφανές πως το εγχείρημα του Χατζόπουλου ξεπερνά κάθε εκδοτικό προηγούμενο. Οι αριθμοί που παραθέτει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ξαφνιάζουν. Και είναι μάλλον απίθανο να ξαναβρεθεί ιδιώτης για να χρηματοδοτήσει από την τσέπη του έναν τέτοιο εκδοτικό άθλο. Nα. ένας ακόμα σημαντικός λόγος που η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία δεν έχει περάσει ποτέ ολόκληρη μέχρι σήμερα στη νέα ελληνική.
Επιπλέον, εκείνο που κάνει το νεοελληνικό κράτος και τους λειτουργούς του να δείχνουν πολύ λίγο ενδιαφέρον για τους «Έλληνες» ανάγεται στην έλλειψη παιδείας μιας κοινωνίας που βγήκε από τα μεσαιωνικά σκότη της Τουρκοκρατίας. Την έλλειψη αυτή πρώτος επεσήμανε ο Αδαμάντιος Κοραής. Και παρά τα 182 χρόνια που πέρασαν έκτοτε, η έλλειψη αυτή εξακολουθεί να μας ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα. Σ' αυτή την έλλειψη σκόνταψε και εξακολουθεί να σκοντάφτει η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία.
Αυτή η έλλειψη στάθηκε και η αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος που ταλάνισε τη νεώτερη Ελλάδα. Οι νεοέλληνες επίγονοι των αρχαίων αφού αναλώθηκαν σε ομηρικές μάχες επί 150 χρόνια για το ποια γλώσσα θα μιλάγανε, την καθαρεύουσα ή τη δημοτική, στο τέλος κατέληξαν στην κοινή δημοτική. Επιπλέον, οι επίγονοι ...έδιωξαν και τους αρχαίους συγγραφείς από τα σχολεία! Θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτό εξόρκισαν την «προγονοπληξία», τον «εθνικισμό» και την μισαλλοδοξία που είχε επιβάλει το αυταρχικό καθεστώτος η δικτατορίας στη χώρα. Έτσι. προχώρησε η χώρα από τον ένα εξτρεμισμό στον άλλο. Κι έτσι έπεσε σιωπή για τους αρχαίους εν Ελλάδι. Λόγω έλλειψης παιδείας οι Νεοέλληνες εξτρεμιστές στράφηκαν εναντίον του ορθολογισμού που πρώτοι είχαν διαμορφώσει οι προγονοί τους!
Την ίδια στιγμή, οι κλασικές αξίες γίνονταν οικουμενικές με τη σταδιακή αποδοχή του δυτικού αξιακού συστήματος σε μη δυτικούς πολιτισμούς (οικονομικός και πολιτικός φιλελευθερισμός, ισονομία, ανεξάρτητη επιστημονική έρευνα, εκλογή όλων των αρχόντων κ.λπ.).
Ύστερα από 25 χρόνια πειραματισμών οι Νεοέλληνες βρεθήκαμε να μιλάμε πρακτικά σιγά-σιγά μια κοινή γλώσσα που φυσικά δεν θα στεκόταν χωρίς συνεχή δάνεια και συστηματικό εμπλουτισμό από την καθαρεύουσα και την αρχαία. Ενδιαμέσως, κυριάρχησε μια εξτρεμιστική «αριστερόστροφη» δημοτική με απίστευτες ακρότητες ακόμα και από επίσημα χείλη (ποιος ξεχνά το απίστευτο «οι εκλογές στις δύο Ιούνη», την πληθώρα επίσημων προοδευτικών αναφορών στη «διχτατορία του προλεταριάτου» κ.λπ.). Σήμερα ύστερα από τόσους εξτρεμισμούς διαπιστώνουμε άναυδοι πως τα παιδιά μας ακόμα διδάσκονται, αντί μιας στρωτής κλητικής («ω Έλληνα»), το μάγκικο μιας εξτρεμιστικής δημοτικής του μεσοπολέμου («ε Έλληνα»)! Ε, ρε Έλληνα, έχουμε πια φθάσει στο μη περαιτέρω…
Το ξέρετε ότι:
-- «Η ιστορία της έκδοσης των κλασικών πρωτότυπων στον εκδοτικό χώρο αρχίζει στο τέλος του 15ου αιώνα. Αρχικά τα κλασικά κείμενα εκτυπώνονταν συνήθως στις κλασικές γλώσσες. Έτσι, π.χ. οι πρώτες εκδόσεις του Αριστοτέλη (1495 και 1498), του Ιπποκράτη (1526) και του Ευκλείδη (1533) ήταν στα ελληνικά. Όμως, οι κλασικές γλώσσες είχαν οικονομικό και πολιτισμικό πρόβλημα λόγω του περιορισμένου κοινού στο οποίο απευθύνονταν. Η μετάφραση παρείχε από την αρχή το έδαφος για την ευρύτερη κυκλοφορία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίστροφης πορείας υπήρξε ο Πλάτωνας που τυπώθηκε για πρώτη φορά σε πλήρη δίγλωσση ελληνολατινική έκδοση το 1578 στη Γαλλία. Μέχρι τότε ήταν γνωστός μόνο από μεταφρασμένα αποσπάσματα από την ελληνική και τη λατινική από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο. Η μετάφραση του Μ. Φιτσίνο επανεκδόθηκε 5 φορές στη Γαλλία στη διάρκεια των πρώτων πενήντα ετών του 16ου αιώνα».
-- «Στην πρώτη περίοδο των μεταφράσεων, τον 16ο αιώνα, οι αναγνώστες διάβαζαν περισσότερο ιστορία. Οι ιστορικοί ήταν πολύ δημοφιλείς και οι συχνότερα μεταφρασμένοι συγγραφείς. Οι κυριότεροι συγγραφείς που μεταφράζονταν ήταν: Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Τάκιτος, Σουετώνιος, Βιργίλιος, Οβίδιος, Βαλέριος Μάξιμος. Επίσης, οι "Γαλατικοί Πόλεμοι" του Καίσαρα, η "Εκκλησιαστική Ιστορία' του Ευσέβιου, οι "Βίοι" του Πλουτάρχου. Οι τάσεις αυτές συνεχίστηκαν για αρκετό διάστημα και πέρασαν και στον 17ο αιώνα. Οι συγγραφείς, οι μεταφράσεις των οποίων συνέχισαν τον 17ον αιώνα να είναι δημοφιλείς ήταν: Καίσαρ, Σουετώνιος, Τάκιτος, Βαλέριος Μάξιμος, Πλούταρχος, Ευσέβιος, Πολύβιος, Ηρόδοτος, Ξενοφών, Θουκυδίδης, Βιργίλιος και Οβίδιος».
-- «Βιβλίο και Επικοινωνία», Διαμαντής Μπασαντής, κεφ. 2 «Η Ιστορία του Βιβλίου», παράγραφος 3.2 «Μετάφραση και μαζική επικοινωνία», εκδόσεις «Οδυσσέας», γ' έκδοση 1999,σελ.9Ο
Μέχρι το 16o αιώνα η ανάγνωση των αρχαίων κλασικών γινόταν στις κλασικές γλώσσες. Για το λόγο αυτό η διάδοση τους ήταν περιορισμένη. Από το 16ο αιώνα και μετά η μετάφραση των αρχαίων κλασικών γινόταν στις εθνικές γλώσσες. Αυτό τους έκανε δημοφιλείς σ' ένα ολοένα αυξανόμενο ακροατήριο. Είναι χαρακτηριστικό πως στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα μια μόνο μετάφραση της «Πολιτείας» του Πλάτωνα στη γερμανική είχε πωλήσεις 1 εκατ. αντίτυπα μέσα σε ένα χρόνο. (*)
-----------------------
(*) Του ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΜΠΑΣΑΝΤΗ, στην εφημνερίδα «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2003.
(*) Του ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΜΠΑΣΑΝΤΗ, στην εφημνερίδα «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου