1. Ο Βυζαντινός πολιτισμός
α. Γράμματα, επιστήμες, τεχνολογία
Η Φιλοσοφία. Η χριστιανική σκέψη κυριάρχησε στην πνευματική εξέλιξη του Βυζαντίου. Ο χαρακτήρας της χριστιανικής θρησκείας και οι συχνές έριδες για δογματικά ζητήματα έστρεψαν το ενδιαφέρον σε περιοχές της διανόησης που δεν ευνοούσαν τη συνέχιση της αρχαίας ελληνικής και λατινικής πνευματικής παράδοσης.
Ωστόσο, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία δεν ήταν άγνωστη στους Βυζαντινούς, ενώ, αντίθετα, στη Δυτική Ευρώπη διαδόθηκε μόλις το 12ο αιώνα, από αραβικές μεταφράσεις των έργων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Στην περίοδο της εικονομαχίας, σημαντικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αντλούσαν φιλοσοφικά επιχειρήματα από τα έργα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών, για να ενισχύσουν τις θέσεις τους υπέρ των εικόνων και γενικότερα υπέρ του χριστιανικού δόγματος.
Το διάταγμα της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754)
Ομόφωνα ορίζουμε ότι οι παντός είδους εικόνες που έχουν κατασκευασθεί από κάθε είδους υλικό και έχουν ζωγραφιστεί από τον κακότεχνο χρωστήρα των εικονογράφων θα είναι στο μέλλον απόβλητες από τις χριστιανικές εκκλησίες και ξένες και αποκρουστικές για τους Χριστιανούς. Και κανένας πια να μην έχει το δικαίωμα να ασκεί το ανόσιο και ασεβές αυτό επάγγελμα. Όποιος τολμά από δω και πέρα να κατασκευάζει ή να προσκυνά ή να τοποθετεί σε εκκλησία ή ιδιωτική κατοικία ή να αποκρύπτει εικόνες, αν αυτός είναι επίσκοπος ή διάκονος, να καθαιρείται, αν είναι μοναχός ή λαϊκός, να αναθεματίζεται και να είναι υπόλογος απέναντι στους αυτοκρατορικούς νόμους, με την κατηγορία ότι στρέφεται ενάντια στις διαταγές του θεού και είναι εχθρός των πατροπαράδοτων δογμάτων.
Η. Hennephof (εκδ.) Textus Byzantinos ad Iconomachiam pertinentes in ususm academicum, Λέιντεν 1969, 73..
Οι αποφάσεις και ο λεγόμενος "όρος" της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787)
Ανατράπηκαν οι αποφάσεις της εικονοκλαστικής συνόδου (754) μετά από εμπεριστατωμένη εισήγηση, που πιθανότατα έκαμε ο πατριάρχης Ταράσιος. Η εικονομαχία καταδικάσθηκε ως αίρεση, αποφασίσθηκε η καταστροφή της εικονομαχικής φιλολογίας και η αναστήλωση των εικόνων, χωρίς να γίνει διάκριση στο υλικό κατασκευής τους ή στον χώρο που ήταν εκτεθειμένες. Ο συνοδικός "Όρος" προσδιόριζε επακριβώς τον σκοπό της "εικονικής ανατυπώσεως": "αυτοί που κοιτάζουν τις εικόνες θυμούνται και ποθούν τις εικονιζόμενες μορφές και απονέμουν σ' αυτές ασπασμό και τιμητική προσκύνηση, όχι την αληθινή λατρεία που ταιριάζει μόνο στη θεία φύση. Γιατί η τιμή που απονέμεται στην εικόνα μεταβαίνει στην πρωτότυπη έννοια και όποιος προσκυνάει την εικόνα προσκυνάει (ουσιαστικά) την υπόσταση του εικονιζόμενου σ' αυτή".
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. Η' (Αθήνα 1979), 40..
Η πλατωνική φιλοσοφία άσκησε μεγάλη επίδραση στους βυζαντινούς λογίους. Στην περίοδο της μακεδονικής δυναστείας, ο σημαντικότερος λόγιος ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, πολυγραφότατος συγγραφέας, του οποίου τα ενδιαφέροντα καλύπτουν τη φιλοσοφία, τη θεολογία και κάθε είδος επιστήμης της εποχής του. Ο Μιχαήλ Ψελλός διηύθυνε τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανδιδακτηρίου (Πανεπιστημίου) της Μαγναύρας, που είχε ιδρυθεί τον 9ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη.
Αργότερα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ιστορίας του Βυζαντίου, παρατηρείται σφοδρή αντίθεση μεταξύ πλατωνικών, με επικεφαλής τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα (1360-1452) και αριστοτελικών, με επικεφαλής τον Γεώργιο Σχολάριο Γεννάδιο (1405-1468). Η μεγαλύτερη προσφορά του Πλήθωνα στον ευρωπαϊκά πολιτισμό είναι η συμβολή του στην ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας στη Φλωρεντία και γενικότερα στην αναγέννηση των πλατωνικών σπουδών στην Ιταλία. Ο Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση, ήταν βαθύς γνώστης της δυτικής θεολογίας και μετέφρασε, από τα λατινικά, έργα του Θωμά Ακινάτη και άλλων συγγραφέων. Οι αριστοτελικοί φιλόσοφοι της τελευταίας περιόδου του Βυζαντίου αποκατέστησαν την αυθεντική αριστοτελική σκέψη, μεταφράζοντας σωστά -σε αντίθεση με τους Άραβες- στα λατινικά τα έργα του Αριστοτέλη, και έτσι συνέβαλαν σημαντικά στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση.
Πολύ σημαντικό για την πρόοδο της φιλοσοφίας και των γραμμάτων στο Βυζάντιο υπήρξε το έργο που επιτέλεσαν πολλά μοναστήρια και κυρίως η Μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, όπου γινόταν συστηματική αντιγραφή χειρογράφων των κλασικών συγγραφέων.
|
Η Χρονογραφία-Ιστοριογραφία. Η χρονογραφία είναι ένα είδος που αναπτύχθηκε από βυζαντινούς συγγραφείς με την πρόθεση να προβληθεί η συμβολή του Βυζαντίου στην ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου. Τα χρονικά είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, περιγράφουν κατά κανόνα αξιοπερίεργα φαινόμενα, σεισμούς, καταιγίδες, εκλείψεις κ.ά., με αυστηρή χρονολογική σειρά, συνήθως από κτίσεως κόσμου. Οι συγγραφείς τους δεν ενδιαφέρονται για την αντικειμενική παρουσίαση των γεγονότων και απευθύνονται σε αναγνώστες με χαμηλή μόρφωση. Σε αρκετές περιπτώσεις, όταν οι χρονογραφίες αφορούν ιστορικά πρόσωπα ή γεγονότα για τα οποία οι ιστορικές μαρτυρίες είναι ελάχιστες ή ανύπαρκτες, αποτελούν μοναδικές πηγές πληροφόρησης για τους ιστορικούς, δεν χαρακτηρίζονται όμως πάντοτε από αξιοπιστία. Σημαντικοί χρονογράφοι της περιόδου της Εικονομαχίας είναι ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, που η χρονογραφία του αναφέρεται στην περίοδο από τον 3ο ως τις αρχές του 9ου αιώνα και ο Γεώργιος Μοναχός, του οποίου η χρονογραφία αποτελεί παγκόσμια ιστορία από κτίσεως κόσμου ως το 842 μ.Χ.
Η ιστοριογραφία αποτελεί είδος που αναπτύχθηκε από συγγραφείς, οι οποίοι είχαν συνήθως ως πρότυπα τους ιστορικούς της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας. Οι ιστοριογράφοι αυτοί στόχευαν στην αντικειμενική περιγραφή και αναζητούσαν τις αιτιακές σχέσεις των ιστορικών γεγονότων, ενώ στην πλειονότητά τους ήταν ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι ή και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ο Μιχαήλ Ψελλός στη Χρονογραφία του περιγράφει γεγονότα της σύγχρονής του ιστορίας, Κυρίαρχη φυσιογνωμία στην ιστοριογραφία της εποχής των Κομνηνών είναι η Άννα Κομνηνή, από τους μεγαλύτερους ιστορικούς του Βυζαντίου, η οποία στο σύγγραμμά της Αλεξιάς περιγράφει τα ιστορικά συμβάντα της εποχής της βασιλείας του Αλέξιου Α' Κομνηνού, του πατέρα της. Οι ιστορικοί της Άλωσης Μιχαήλ Κριτόβουλος και Γεώργιος Σφραντζής επιχειρούν να μιμηθούν τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, τέλος,τόνισε την ενότητα του Χριστιανικού κόσμου απέναντι των Οθωμανών.
Η σημασία της Ιστορίας
Η παρουσία της ιστορίας γίνεται πρόχωμα πανίσχυρο εναντίον του ρεύματος του χρόνου και, κατά κάποιο τρόπο, σταματά την ακάθεκτη ροή του. Και όλα όσα γίνονται στο πέρασμά του, εκείνα μεν που ξεχωρίζουν τα αρπάζει, τα συγκρατεί και τα σφίγγει δυνατά και δεν τ'αφήνει να γλιστρήσουν στον βυθό της λησμονιάς. Αυτά γνωρίζοντας καλά εγώ η Άννα, κόρη των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης και γέννημα και θρέμμα της πορφύρας και κάθε άλλο παρά άγευστη από παιδεία, αφού και τα ελληνικά έχω στο έπακρο σπουδάσει και την ρητορική δεν παραμέλησα και μελέτησα εξονυχιστικά και τα συγγράμματα του Αριστοτέλους και τους διάλογους επίσης του Πλάτωνος και αφού βασάνισα το μυαλό μου με την τετράδα των μαθηματικών επιστημών (όσα η φύση και η μελέτη των επιστημών έδωσαν και ο Θεός από ψηλά επιβράβευσε πρέπει να διαλαλούνται κι ας μη θεωρηθεί περιαυτολογία έπειτα βοήθησαν πολύ και οι περιστάσεις), εγώ λοιπόν η Αννα θέλω με τούτη μου τη συγγραφή να αφηγηθώ τις πράξεις του πατέρα μου.
Αννα Κομνηνή, Αλεξιάς πρόλογος, μετ. Α. Γεωργιάδου.
Η Λογοτεχνία. Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας του Βυζαντίου το κυριότερο λογοτεχνικό είδος που αναπτύσσεται είναι η εκκλησιαστική υμνογραφία. Κορυφαίος εκπρόσωπος της είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός (675-754), ο οποίος συνέθεσε αριστουργηματικούς κανόνες, ύμνους και τροπάρια σε αρχαία ποιητικά μέτρα. Σημαντικοί επίσης υμνογράφοι είναι ο Κοσμάς ο Μελωδός, Ο Θεόδωρος Στουδίτης και η Κασσία ή Κασσιανή, στην οποία οφείλεται το γνωστό τροπάριο Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή... που ψάλλεται τη Μεγάλη Τρίτη.
Κατά τους επόμενους αιώνες η υμνογραφία παρακμάζει. Κατά το 10ο αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα ακριτικά τραγούδια, εμπνευσμένα από τους αγώνες των ακριτών κατά των Αράβων, που σηματοδοτούν την αρχή της νεοελληνικής δημοτικής ποίησης. Το σημαντικότερο έργο της εποχής των Μακεδόνων αυτοκρατόρων είναι το έπος Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, το οποίο απηχεί αραβικές επιδράσεις και γράφτηκε τον 11ο αιώνα. Κατά το 12ο αιώνα επικρατεί στη λογοτεχνία η δημώδης γλώσσα, την οποία χρησιμοποίησαν και πολλοί λόγιοι. Ο κυριότερος από αυτούς τους λογίους είναι ο Θεόδωρος Πρόδρομος (γνωστός ως Πτωχοπρόδρομος), διάσημος για τα πτωχοπροδρομικά ποιήματά του, στα οποία διεκτραγωδεί προσωπικές περιπέτειες, ασκώντας ταυτόχρονα κοινωνική κριτική.
|
Κατά την περίοδο των Παλαιολόγων αναπτύχθηκε κυρίως το έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα σε δημώδη γλώσσα, υπό την επίδραση είτε του ελληνιστικού μυθιστορήματος είτε δυτικών προτύπων (π.χ. Ιμπέριος και Μαργαρώνα). Εξαιρετικό ιστορικό και γλωσσικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το έμμετρο Χρονικόν του Μορέως, γραμμένο από κάποιον εξελληνισμένο, αλλά όχι με φιλικά αισθήματα για τους Έλληνες, Φράγκο.
Ο Φώτιος χαρακτηρίζει το ρήτορα Αισχίνη
Ο λόγος του είναι αυθόρμητος και πηγαίος και επιτρέπει να θαυμάζουμε όχι τόσο την τέχνη, όσο το χαρακτήρα του. Διότι η δεινότητα του διαπιστώνεται με τους λόγους, περισσότερο όμως είναι απόδειξη του χαρακτήρα του. Και όσον αφορά τις λέξεις που χρησιμοποιεί, είναι ανεπιτήδευτος και εύστοχος, όσο για τη σύνθεση των λόγων του δεν είναι ούτε πολύ χαλαρός όπως ο Ισοκράτης, ούτε πολύ συνοπτικός και συνθετικός όπως ο Λυσίας, Όμως δεν υστερεί καθόλου από τον Δημοσθένη στην πνοή και στην ένταση. Χρησιμοποιεί περιεχόμενο και γλώσσα όχι για να επιδείξει τέχνη, αλλά επειδή το επιβάλλει η αναγκαιότητα των πραγμάτων. Γι' αυτό και η γλώσσα του φαίνεται κατά κάποιον τρόπο αθώα, ώστε να ταιριάζει και στους δημόσιους και ιδιωτικούς λόγους (...).
Φώτιος, Μυριόβιλος, Migne. Patrologia Graeca, 103, στήλη 117.
Η Θεολογία.Οι διαμάχες για δογματικό και γενικότερα θεολογικά ζητήματα που απασχόλησαν τους Βυζαντινούς, κυρίως κατά τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, είχαν ως συνέπεια την ανάδειξη σημαντικών εκκλησιαστικών συγγραφέων. Έτσι, τον 7ο αιώνα ο Μάξιμος Ομολογητής ασχολήθηκε στα ουγγράμματά του με τις δύο φύσεις του Χριστού, αντικρούοντας τις απόψεις των μονοφυσιτών και μονοθελητών. Την ίδια περίοδο ο Ιωάννης ο της κλίμακος ή Ιωάννης Σχολαστικός στο έργο του Περί Παραδείσου περιγράφει τις βαθμίδες της κλίμακας, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο από τη γη στον ουρανό, δηλαδή στην πνευματική ολοκλήρωση. Το έργο αυτό αγαπήθηκε πολύ στο Μεσαίωνα και μεταφράστηκε στα λατινικά, τα αραμαϊκά, τα αραβικά, τα γερμανικά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Από τους πιο ονομαστούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς της περιόδου της Εικονομαχίας είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός.
|
Στην περίοδο των Μακεδόνων ο σημαντικότερος εκπρόσωπος όχι μόνο των εκκλησιαστικών αλλά και των κλασικών γραμμάτων υπήρξε ο πατριάρχης Φώτιος. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος, όπου πρέχονται σημαντικές πληροφορίες για πολλά έργα αρχαίων ελλήνων και χριστιανών συγγραφέων, τα οποία δεν σώζονται. Σημαντικοί επίσης εκκλησιαστικοί συγγραφείς της περιόδου αυτής είναι οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κωνσταντίνος (Κύριλλος) και Μεθόδιος, με κυριότερη προσφορά τους τη μετάφραση στα σλαβικά από τα ελληνικά λειτουργικών βιβλίων και βιβλίων από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ο Συμεών Νέος Θεολόγος (949-1022) είναι Ο σπουδαιότερος βυζαντινός μυστικιστής και διάσημος θεολόγος της περιόδου αυτής. Τα συγγράμματά του και οι απόψεις του συγκινούσαν ιδιαίτερα τους μοναχούς. Ο Συμεών κηρύσσει ότι ο πιστός, για να πετύχει την ένωση με τον Θεό, τη θέωση, πρέπει να απαλλαγεί από κάθε κακό και να καταφύγει σε δάκρυα, νηστείες και άλλες πράξεις μετάνοιας.
Κατά το 14ο αιώνα, το σημαντικότερο θεολογικό κίνημα στο Βυζάντιο, που επηρέασε πολύ και τους ρώσους θεολόγους, ήταν ο Ησυχασμός (με τη μοναξιά, τη σιωπή, τον ασκητισμό, την προσευχή και την καρδιά, μέσα στην οποία είναι συγκεντρωμένη η νόηση, επιτυγχάνεται η επικοινωνία με τον Θεό). Επικεφαλής του κινήματος του Ησυχασμού ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1359/60).
Η Επιστήμη και η Τεχνολογία. Οι Βυζαντινοί ενδιαφέρθηκαν για τις φυσικές επιστήμες, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία και την Ιατρική, όπως αποδεικνύει το έργο σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος. Στην εποχή του Ηρακλείου ο Στέφανος ο Αλεξανδρινός δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης φιλοσοφία, μαθηματικά και μουσική, αλλά με τα μαθηματικά αναμειγνύει και πολλά στοιχεία αστρολογίας, πράγμα συνηθισμένο κατά το Μεσαίωνα. Ο Αλέξανδρος ο Τραλλιανός (525-605) ασχολήθηκε με την ιατρική και θεωρείται ο σημαντικότερος γιατρός στην ιστορία του Βυζαντίου. Ο σημαντικότερος επιστήμονας του 9ου αιώνα είναι ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός. Ασχολήθηκε με τα αρχαία μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες και συνέγραψε έργα, όπου συνδυάζει επιστημονικές, αστρολογικές και μαντικές απόψεις.
Σημαντικοί φιλόσοφοι και λόγιοι του Βυζαντίου υπήρξαν επίσης και ονομαστοί επιστήμονες, μαθηματικοί, αστρονόμοι, γιατροί κ.ά, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, Ο Γεώργιος Παχυμέρης, Ο Θεόδωρος Μετοχίτης Κ.ά.
Οι Βυζαντινοί επιδίδονταν στην κατασκευή αστρολάβων, ηλιακών ρολογιών και βαλλιστρών. Η σημαντικότερη όμως τεχνολογική επινόηση για στρατιωτικούς σκοπούς ήταν το υγρόν πυρ, ένα μίγμα από εύφλεκτα υλικά που δεν έσβηνε όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό και εκτοξευόταν στα εχθρικά πλοία με ειδικούς σωλήνες. Στον Λέοντα το Φιλόσοφο ή Μαθηματικό αποδίδεται η επινόηση ενός είδους οπτικού τηλέγραφου, ενός συστήματος με το οποίο προειδοποιούνταν οι Βυζαντινοί για τις αραβικές επιδρομές στα σύνορα της αυτοκρατορίας.
β. Η βυζαντινή τέχνη
Μια από τις αρνητικές συνέπειες της εικονομαχικής κρίσης του 8ου και 9ου αιώνα ήταν οι εκτεταμένες καταστροφές έργων τέχνης και η ανάσχεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ωστόσο, στους επόμενους αιώνες της Μακεδονικής δυναστείας, παρατηρείται σημαντική ανάπτυξη της τέχνης, γεγονός που οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, σε αξιόλογους αυτοκράτορες, από τους οποίους ορισμένοι υπήρξαν προστάτες των τεχνών ή ακόμα και καλλιτέχνες. Κατά τον 11ο και 12ο αιώνα η οικονομική καχεξία του κράτους επηρεάζει άμεσα την καλλιτεχνική δημιουργία, ενώ, αντίθετα, κατά το 14ο και 15ο αιώνα η τέχνη εμφανίζει ορισμένα χαρακτηριστικά που θα δικαιολογούσαν τον όρο αναγέννηση. Πρόκειται για την Παλαιολόγεια Αναγέννηση, που παρουσιάζεται παράλληλα ή ανεξάρτητα από τη δυτική αναγέννηση.
|
Η Αρχιτεκτονική
Το βασικό αρχιτεκτονικό σχέδιο των βυζαντινών ναών στηρίζεται στο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα που είχαν οι βασιλικές, δημόσια ρωμαϊκά κτίσματα. Με την προσθήκη του τρούλου τον 6ο αιώνα, στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, δημιουργήθηκε ένας νέος ρυθμός, η τρουλαία βασιλική, ο οποίος εξελίχθηκε σταδιακά σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας. Ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά του ρυθμού αυτού παρέμειναν σταθερά, όπως π,χ. η κόγχη στην ανατολική πλευρά και ο νάρθηκας στη δυτική. Μετά την εικονομαχία, στη διάρκεια της Μακεδονικής δυναστείας, επικράτησε ο ρυθμός του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο, στον οποίο το βασικό αρχιτεκτονικό σχέδιο αποτελείται από ένα σταυρό, εγγεγραμμένο σε τετράγωνο. Παραλλαγή του ρυθμού αυτού είναι Ο αγιορείτικος τύπος, στον οποίο καταλήγουν σε κόγχες οι τρεις από τις τέσσερις κεραίες του σταυρού: η ανατολική, η βόρεια και η νότια. Σε ορισμένες περιπτώσεις κατασκευάζονται τρούλοι και πάνω από κάθε κεραία του σταυρού, δημιουργώντας έτσι τον πεντάτρουλο ρυθμό. Ο οκταγωνικός τύπος, στον οποίο ο τρούλος στηρίζεται σε οκτάγωνο, εφαρμόστηκε σε μερικούς από τους λαμπρότερους βυζαντινούς ναούς (Μονή Δαφνιού, Μονή Χίου, Όσιος Λουκάς, Άγιοι Θεόδωροι Μυστρά κ.λπ.). Σημαντικά έργα βυζαντινής αρχιτεκτονικής κτίστηκαν αργότερα στην ευρύτερη περιοχή της βυζαντινής ακτινοβολίας στη Δύση, όπως π.χ. ο Άγιος Μάρκος της Βενετίας.
|
Το μέγεθος των βυζαντινών ναών και ο πλούτος στον εικονογραφικό διάκοσμο μεταβάλλονται ανάλογα με την οικονομική και πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας. Σε περιόδους ακμής οι ναοί που χτίζονται έχουν συνήθως μεγάλες διαστάσεις και πλούσιο διάκοσμο, ενώ συμβαίνει το αντίθετο σε περιόδους παρακμής. Οι εξωτερικές επιφάνειες των ναών προδίδουν, κατά κανόνα, προχειρότητα ως προς τα χρησιμοποιούμενα υλικά, ενώ αντίθετα, οι εσωτερικοί χώροι κοσμούνται με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες και έργα ξυλογλυπτικής.
Η μονή των Μαγγάνων ( χτίστηκε από τον Κωνσταντίνο Θ')
Ο ναός, σαν ουρανός, στολίστηκε παντού με χρυσά άστρα ή ,ακριβέστερα, ο ουράνιος θόλος κατά διαστήματα διακοσμήθηκε με χρυσό, ενώ όλος ο ναός καλύφθηκε με χρυσό, σαν να πήγαζε από ένα κέντρο και το χρυσό ρεύμα κατάκλυζε την επιφάνεια. Και όλοι θαύμαζαν όλα τα μέρη, το μέγεθος του ναού, το κάλλος της συμμετρίας, την αναλογία των μερών, τη συνύπαρξη κάθε είδους ομορφιάς, τα τρεχούμενα νερά, τον περίβολο, τα άνθη, τα δροσερά βότανα που ποτίζονταν ακατάπαυστα, τις σκιές των δέντρων, το χάρμα του λουτρού.
Mix. Ψελλός. Χρονογραφία, VI, 185-187
.
|
Μόνο από την περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας και εξής παρατηρείται η τάση να κοσμούνται και οι εξωτερικές επιφάνειες των ναών με κεραμοπλαστική και άλλα διακοσμητικά στοιχεία.
Η Ζωγραφική
Οι ανεικονικές αντιλήψεις* για τη ζωγραφική, που επικράτησαν κατά την περίοδο της εικονομαχίας, προκάλεσαν οπισθοδρόμηση της θρησκευτικής ζωγραφικής, η οποία, την περίοδο αυτή, περιορίζεται στην απεικόνιση συμβόλων και φυσιοκρατικών παραστάσεων, Το κλίμα αυτό μεταβάλλεται στην περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας, κατά την οποία διαμορφώνεται το πρόγραμμα της εικονογράφησης στο εσωτερικό των ναών: Στην κορυφή του τρούλου εικονογραφείται ο Παντοκράτορας, περιστοιχιζόμενος από αγγέλους και προφήτες, στην αψίδα του Ιερού η Θεοτόκος, ανάμεσα στους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, στα λοφία του τρούλου οι τέσσερις Ευαγγελιστές και στους τοίχους οι δεσποτικές γιορτές, οι Άγιοι και οι Μάρτυρες.
|
Τα λαμπρότερα έργα της μνημειακής ζωγραφικής* ανήκουν στην ψηφιδογραφία (Δαφνί, Νέα Μονή Χίου, Όσιος Λουκάς κ.α.), η οποία αναπτύσσεται σε περιόδους οικονομικής άνθησης.
Στην Παλαιολόγεια περίοδο, οπότε η οικονομική κρίση δεν επιτρέπει την κατασκευή πολυδάπανων ψηφιδωτών, το βάρος δίνεται στις τοιχογραφίες και τις φορητές εικόνες.
Δραματικές σκηνές γεμάτες πάθος απεικονίζονται με ιδιαίτερη δύναμη, που αποδεικνύει την ύπαρξη μεγάλων καλλιτεχνών. Πράγματι, την εποχή αυτή έζησαν ο Μανουήλ Πανσέληνος, ο μεγάλος ζωγράφος των τοιχογραφιών του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος και ο Θεοφάνης ο Έλληνας, γνωστός κυρίως για την καλλιτεχνική δραστηριότητά του στη Ρωσία.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) και η Παλαιολόγεια Αναγέννηση
Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και η εγκαθίδρυση της φραγκικής κυριαρχίας στο μεγαλύτερο τμήμα της αυτοκρατορίας αποδιοργάνωσαν τα εργαστήρια τέχνης. Εντούτοις, μακριά από το να εξαφανιστεί, η βυζαντινή τέχνη αναστήθηκε κάτω από μια καινούρια μορφή και, μακριά από το να εξαντληθεί, εκδήλωσε τη ζωτικότητά της με νέες δημιουργίες. Η πολυτελής τέχνη της προηγούμενης περιόδου ήταν η έκφραση της βυζαντινής κοινωνίας και ικανοποιούσε το γούστο της για το πομπώδες, την αυστηρή ιεραρχία, τον αφηρημένο συμβολισμό. Αντίθετα, η τέχνη των Παλαιολόγων χρησιμοποιεί τεχνικές λιγότερο δαπανηρές και φαίνεται ότι βρήκε στα αρχαία πρότυπα το μυστικό της ζωής και της κίνησης, των γραφικών στοιχείων, της παθητικής συγκίνησης.
L.Brehier, La civilisation byzantine, σελ. 442-443.
|
Στη βυζαντινή ζωγραφική η ελευθερία του καλλιτέχνη περιορίζεται στο ελάχιστο, εφόσον οι μορφές επιβάλλεται να εικονογραφούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Η απουσία του βάθους, η αδιαφορία για τις φυσικές αναλογίες και την απόδοση της τρίτης διάστασης, η μετωπική απεικόνιση των μορφών, η αυστηρότητα και επισημότητα είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής αγιογραφίας. Με τον τρόπο αυτό η βυζαντινή τέχνη προσπαθεί να εκφράσει τη ματαιότητα του φυσικού κόσμου και να προβάλει την αιωνιότητα, σύμφωνα με τις βασικές αντιλήψεις του Χριστιανισμού για την επίγεια και μετά θάνατον ζωή.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου