Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Β' Μέρος- Πατέρες της εποχής της Εικονομαχίας

Β' Μέρος- Πατέρες της εποχής της Εικονομαχίας



ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Πατερικών χωρίων υπέρ των εικόνων.
Β’ ΜΕΡΟΣ – ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
Λεοντίου Επισκόπου Νεαπόλεως της Κύπρου εκ του πέμπτου Λόγου υπέρ της των Χριστιανών απολογίας Κατά Ιουδαίων, και περί εικόνων των αγίων
«Ουδέ παρ’ ημίν ως θεοί προσκυνούνται οι των αγίων χαρακτήρες, και εικόνες, και τύποι. Ει γαρ ως Θεόν προσεκύνουν το ξύλον της εικόνος, ουκ αν πάντως λειαθέντος του χαρακτήρος, την εικόναν κατέκαιον. Και πάλιν έως μεν εστι συμπεπεδημένα τα δύο ξύλα του σταυρού, προσκυνώ τον τύπον διά Χριστόν τον εν αυτώ σταυρωθέντα˙ επαν δε διαιρεθώσιν εξ αλλήλων, ρίπτω αυτά και κατακαίω. Και ώσπερ ο κέλευσιν βασιλέως δεξάμενος, και ασπασάμενος την σφραγίδα, ου τον πηλόν ετίμησεν, ή τον χάρτην, ή τον μόλυβδον, αλλά τω βασιλεί την προσκύνησιν και το σέβας απένειμεν˙ ούτω και Χριστιανών παίδες τον τύπον του σταυρού προσκυνούντες, ου φύσιν του ξύλου τιμώμεν, αλλά σφραγίδα και δακτύλιον και χαρακτήρα Χριστού αυτόν βλέποντες, δι αυτού τον εν αυτώ σταυρωθέντα και ασπαζόμεθα και προσκυνούμεν» (Mansi Conc. XIII, p. 13, PG 93, col. 1597-99)

«Και ώσπερ ο Ιακώβ δεξάμενος παρά των υιών αυτού χιτώνα ποικίλον ημαγμένον του Ιωσήφ, κατεφίλησε μετά δακρύων, και τοις ιδίοις οφθαλμοίς τούτο περιέθηκεν, και ου το ιμάτιον αγαπών, ή τιμών, τούτο εποίησεν, αλλά δι’ αυτού νομίζων τον Ιωσήφ καταφιλείν, και εν χερσίν αυτών κατέχειν˙ ούτω και οι Χριστιανοί πάντες εικόνα Χριστού, ή αποστόλου, ή μάρτυρος κρατούντες και ασπαζόμενοι τη σαρκί, τη ψυχή αυτόν τον Χριστόν νομίζομεν ή τον μάρτυρα αυτού κατέχειν» (PG 93, col. 1599)

«Ει δε εγκαλείς μοι, ότι ως Θεόν προσκυνώ το ξύλον του σταυρού, δια τι ουκ εγκαλείς τω Ιακώβ προσκυνήσαντι επί το άκρον της ράβδου του Ιωσήφ; Αλλά πρόδηλον, ότι ου το ξύλον ιδών προσεκύνησεν, αλλά δια του ξύλου τον Ιωσήφ, ώσπερ και ημείς δια του σταυρού τον Χριστόν. Επεί και τοις πωλήσασι τον τάφον ασεβέσιν ανθρώποις ο Αβραάμ προσεκύνησε, και γόνυ έκαμψεν επί την γην˙ αλλ’ ουχ ως θεούς αυτούς προσεκύνησε. Και πάλιν ο Ιακώβ των Φαραώ ευλόγησεν ασεβή και ειδωλολάτρην όντα, αλλ’ ουχ ως Θεόν αυτόν ευλόγησε». (PG 93, col. 1601)

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Ει ουν τον του σταυρού τύπον προσκυνούμεν εικόνα του σταυρού ποιούντες εξ οιασούν ύλης, πως του σταυρωθέντος εικόνι μη προσκυνούμεν;»

«Εφόσον λοιπόν προσκυνούμε τον τύπο του σταυρού, κατασκευάζοντας εικόνα του σταυρού από οποιαδήποτε ύλη, πως δε θα προσκυνήσουμε την εικόνα αυτού που σταυρώθηκε;»
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 86-87, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

***
«Πιστός ο λόγος. Ουκούν γνώθι, ότι καγώ δι’ ουρανού, και γης, και θαλάσσης και ξύλων, και λίθων, και λειψάνων, και ναών, και σταυρού, και δι’ αγγέλων, και δι’ ανθρώπων, και δια πάσης κτίσεως ορατής τε και αοράτου, τω πάντων δημιουργώ και Δεσπότη και ποιητή μόνω την προσκύνησιν και το σέβας προσάγω. Ου γαρ δι’ εαυτής αμέσως η κτίσις τω Ποιητή προσκυνεί, αλλά δι’ εμού οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, δι’ εμού προσκυνεί Θεόν η σελήνη, δι’ εμού δοξάζει Θεόν τα άστρα, δι’ εμού ύδατα, όμβροι, δρόσοι, και πάσα κτίσις, δι’ εμού προσκυνεί και δοξάζει Θεόν». (PG 93, col. 1604)

«Ημείς δε οι Χριστιανοί κατά πάσαν πόλιν και χώραν, και κατά πάσας ημέρας και ώρας, κατά ειδώλων οπλιζόμεθα, κατά ειδώλων ψάλλομεν, κατά ειδώλων και δαιμόνων ευχόμεθα. Και πως ειδωλολάτρας ημάς καλούσιν οι Ιουδαίοι;» (PG 93, col. 1604)

«ο γαρ τιμών τον μάρτυρα, τον Θεόν τιμά˙ και ο τη μητρί αυτού προσκυνών, αυτώ την τιμήν προσάγει. Και ο τον απόστολον τιμών, τον αποστείλαντα τιμά˙ είθε και συ Μωσαϊκάς εικόνας εποίεις και προφητικάς, και καθ’ εκάστην ημέραν δι’ αυτών προσεκύνεις τω Θεώ και Δεσπότη αυτών, και μη τη εικόνι τη χρυσή Ναβουχοδονόσορ˙ και πως ουκ αισχύνη κατ’ εμού κινούμενος, και κατεπαιρόμενος κατά των εικόνων και του σταυρού εγκαλών, ει Αβραάμ τοις ειδωλολάτραις προσεκύνησεν, ει Μωυσής τον Ιοθόρ ειδωλολάτρην προσεκύνησεν, και Ιακώβ τον Φαραώ, και Δανιήλ τον Ναβουχοδονόσορ; Ει ούτοι προφήται και δίκαιοι όντες, διά τινας ευεργεσίας προσεκύνουν αυτοίς επί την γην ειδωλολάτραις ούσιν, εμού κατεπαίρη προσκυνούντος σταυρώ και χαρακτήρσιν αγίων, εξ ων μυρία αγαθά παρά Θεού δι’ αυτών κομίζομαι;» (PG 93, col. 1608)

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Ούτος πιστός εξηγητής των του μακαρίου Επιφανίου λόγων ο τοις εαυτού λόγοις την Κυπρίων κατακοσμήσας νήσον ή οι από καρδίας λαλούντες».

«Αυτός που με τους λόγους του στόλισε το νησί των Κυπρίων είναι ο σωστός εμηνευτής των λόγων του μακαρίου Επιφανίου, ή εκείνοι που μιλούν με την καρδιά τους».

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 92-93, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)


Του Αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Προς Άνθιμον Διάκονον, Λόγος διηγηματικός περί τε των Αγίων Συνόδων και των κατά καιρούς ανέκαθεν τω αποστολικώ κηρύγματι αναφυεισών αιρέσεων

«Ει ως φατε υμείς, ειδώλων δίκην τα σεπτά των αγίων απείργετε εικονίσματα, μικρού και αυτά τα καίρια της πίστεως ανατρέπετε. Είποιεν γαρ ουκ εθνικοί διαμπάξ, επεί και Χριστιανών παίδες, ως ουδέν από του νυν βέβαιόν τι η της Εκκλησίας ημών παράδοσις έξειν δυνήσεται, τα πριν αθετήσασα. Αληθώς γαρ πάσι πιστοίς και ορθοδόξοις εύδηλον πέφυκεν, ως η προσκύνησις και η λατρεία ημών, εις μόνην την άκτιστον και απειροδύναμον υπεράρχιόν τε και υπεράγαθον ζωαρχικήν και υπερούσιον αγίαν Τριάδα, την μία θεότητα τε και δύναμιν, αδιστάκτω καρδία και στόματι ομολογείται. Αι δε εν εικόσι των αγίων μορφοποιίαι, δια πόθον μόνον και ου δι’ έτερον τρόπον προήρεσαν, καθώς πάλαι εν τη σκηνή τα των Χερουβίμ απεικάσματα, τύπον των ουρανίων δυνάμεων έχοντα. Όθεν τη χρονία παρεκτάσει τα πλήθη χειραγωγούμενα, άνωθεν παις παρά πατρός διαδεξάμενοι, εις μόνην υπόμνησιν και ανδρείας επίδειξιν, τας τοιαύτας σκιαγραφίας ανέκαθεν παρεδέξαντο. Του δε Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κατά τον ανθρώπινον χαρακτήρα αναστηλουμένου, ήγουν κατά την ορατήν αυτού θεοφάνειαν, παρειλήφαμεν εις διηνεκή μνήμην της ενσάρκου πολιτείας, του τε πάθους αυτού και του σωτηρίου θανάτου, και της εντεύθεν γενομένης τω κόσμω απολυτρώσεως, δι’ αυτού το της ταπεινώσεως ύψος του Θεού Λόγου κατανοούντες.» (PG 98 col. 77,80)

Επιστολή Γρηγορίου του αγιωτάτου πάπα Ρώμης προς Γερμανόν τον αγιώτατον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως

«Ει δε και τις Ιουδαϊκώς κινούμενοςπρος την έγκλησιν, τα πάλαι τοις ειδωλομανούσι καταβοώμενα επεφημίζει, και ειδωλολατρείαν επιγράφει τη Εκκλησία ημών εκ της σεβασμίας των εικόνων ενθέου και θαυμαστής προς τα κρείττονα οδηγήσεως, ηγείσθω μεν ουδέν άλλο, ή κύων καθυλακτών» (PG 98 col. 153, Mansi Concil. XIII,91)

Επιστολή Γερμανού του μακαριωτάτου πατριάρχου γενομένου Κωνσταντινουπόλεως προς Ιωάννην επίσκοπον Συνάδων.

«Και ταύτη τη εννοία της περί αυτού ασφαλούς πίστεως τον της αγίας αυτού σαρκός χαρακτήρα εν τοις εικόσιν αποτυπούντες ασπαζόμεθα, και σεβασμού παντός, και τιμής της πρεπούσης αξιούμεν, εις ανάμνησιν εντεύθεν ερχόμενοι της θείας αυτού και ζωοποιού και αρρήτου ενανθρωπήσεως. Ομοίως και της κατά σάρκα αχράντου αυτού Μητρός της αγίας Θεοτόκου κατά τον αυτόν τρόπον την ομοίωσιν ανιστορούμεν, δεικνύντες, ότι γυνή την φύσιν υπάρχουσα, και ουκ αλλοτρία του ημετέρου φυράματος γενομένη, τον Θεόν τον αόρατον, και τα πάντα τη χειρί περιέποντα, επί πάσαν έννοιαν και αγγέλων και ανθρώπων εν τη αυτής συνέλαβε γαστρί, και εξ αυτής σαρκωθέντι απεκύησε. Και γαρ ως κυρίως και αληθώς Μητέρα Θεού του αληθινού σέβομεν αυτήν, και μεγαλύνομεν, και πάσης ορατής και αοράτου κτίσεως υπερτέρα λογιζόμεθα. Και τους αγίους δε μάρτυρας του Χριστού, αποστόλους τε, και προφήτας, οσίους, και λοιπούς των αγίων, συνδούλους δε ημών και αληθείς θεράποντας Θεού γενομένους, πράξεσι τε αγαθαίς, και τω κηρύγματι της αληθείας, και υπομονή των υπέρ αυτού του Θεού παθημάτων ευδόκιμους και φίλους Θεού αποδειχθέντας, και πολλήν παρρησίαν προς αυτόν ειληφότας αποθαυμάζομεν και μακαρίζομεν, και προς ανάμνησιν της ανδρείας αυτών και γνησίας περί τον Θεόν δουλείας, τα ομοιώματα αυτών αναγράφομεν˙ ουχ ως της θείας φύσεως κοινωνούς αυτούς αποφαίνοντες, την οφειλομένην τη θεϊκή δόξη τε και εξουσία τιμήν και προσκύνησιν αυτοίς απονέμομεν, αλλά τον πόθον ημών τον περί αυτούς δια τούτο ενδεικνύμενοι, άπερ δια της ακοής αληθή πεπιστεύκαμεν, ταύτα και δια γραφικής μιμήσεως προς βεβαιοτέραν ημών πληροφορίαν συνιστάνομεν».

«Ει δε και Κυρίου και Σωτήρος ημών, και της αχράντου αυτού μητρός της αληθώς Θεοτόκου, και των αγίων αυτού τας εικόνας ασπαζόμεθα, αλλ’ου κατά την αυτήν διάθεσιν και την περί αυτών πίστιν έχομεν. Αλλά τον μεν επιστάμεθα Θεόν άναρχον και ατελεύτητον, εν τη χειρί τα πάντα περιέχοντα, ποιητήν τε ημών και πάσης κτίσεως, και αληθώς Σωτήρα Θεόν, έχοντα εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης, υπέρ γένους ανθρώπων αληθώς ενανθρωπήσαντα˙ την δε δούλην και Μητέρα αυτού κυρίως υπάρχουσαν, και πρεσβείαν δυνατοτάτην του γένους ημών. Τον μεν ως δεσπότην τα της σωτηρίας ημών νέμοντα, την δε μητρικώς τα υπέρ ημών αιτουμένην˙ και τους αγίους δε πάντας, ως συνδούλους μεν ημών, και της αυτής ημίν φύσεως υπάρχοντας, ευαρέστους δε τω Θεώ γενομένους, καθώς προείρηται˙ και της ανωτάτω παρρησίας και μακαριότητος παρ’ αυτώ τετυχηκότας, και χάριν ειληφότας παρά Θεού διακονείν ημίν τας παρ’ αυτού ευεργεσίας, ιάσεις τε παθημάτων, και κινδύνων απολυτρώσεις εν τη δια της μνήμης αυτών επικλήσει του Θεού ημών, της κατά το δυνατόν ημίν αξιούμεν τιμής, και των εν υμνωδίαις μακαρισμών˙ Μνήμη γαρ δικαίων, ως φησιν η Γραφή, μετ’εγκωμίων». (PG 98 col. 161)

«Αι δε παρά Χριστιανοίς αγίων ανδρών εικόνες, των τε μέχρις αίματος αντιστάντων τη αμαρτία κατά την του Αποστόλου φωνήν, και των τω λόγω της αληθείας διακονησαμένων, προφητών τε λέγω και αποστόλων, είτε και εν ευσεβεί βίω και κατορθώσει έργων αγαθών αληθώς Θεού δούλων αναδειχθέντων, ουδέν έτερον εισιν, ή ανδρείας υπογραμμός, πολιτείας τε ευαγούς και αρετών υποτύπωσις, και του δοξάζειν Θεόν, ω κατά την παρούσαν ζωήν ευηρέστησαν, υπονυγμός και διέγερσις. Λόγος μεν γαρ τας των αγαθών ανδρών πράξεις διεξιών ωφελεί τους ακούοντας, και προς ζήλον μιμήσεως προσκαλείται πολλάκις. Τούτο δ’ αν και δια του προσέχειν τη εικόνι κατά του εικότος λόγον γενήσεται. Α γαρ ο λόγος της ιστορίας δια της ακοής παρίστησι, ταύτα γραφή σιωπώσα δια μιμήσεως δείκνυσι, Βασίλειος ο μέγας βοά, εξ εκατέρου τούτων προς ανδρείαν διεγείρεσθαι τους προσέχοντας λέγων». (PG 98 col. 172)

« Ου γαρ απλώς τα αποτελούμενα σκοπείν χρη, αλλά πανταχού ο σκοπός των πραττόντων δοκιμάζεται˙ και ή αιτίας αφίησι τον ποιούντα, ή τουναντίον καταδικάζει. Ει γαρ μη τούτο ακριβώς παραφυλάττοιτο, τάχα ουδέ αυτού του Θεού το πρόσταγμα ακατηγόρητον παρά τοις απίστοις γενήσεται˙ είγε γλυπτόν, ή γουν χωνευτόν απαγορεύοντος του νόμου, τα κατασκιάζοντα το ιλαστήριον επί της κιβωτού Χερουβίμ δόξης, ως ο Απόστολος ονομάζει, τοιαύτης υπήρχον κατασκευής˙ οις και την θείαν εποχείσθαι δόξαν ου μόνον εκ της Γραφής διδασκόμεθα, αλλά και ο μακάριος Αθανάσιος το ψαλμικόν ερμηνεύων ρητόν, “ ο καθήμενος επί των Χερουβίμ, εμφάνηθι” τοιαύτην περί αυτών παραδίδωσιν έννοιαν. Καίτοι εκείνων των Χερουβίμ τα αρχέτυπα άγνωστα την φύσιν ανθρώποις παντάπασιν όντα˙… ώστε και εκ τούτου δείκνυσθαι του τρόπου σαφώς, το προς ημάς ανάρμοστον είναι την προκειμένην της Γραφής κατηγορίαν. Ει μεν ουν τας περί του θείου ευσεβείς υπολήψεις προς το σωματικότερον μετατιθέμενοι, ή τα της θεοπρεπούς δόξης τε και λατρείας καταλιπόντες, ή κατά τι γουν όλως σμικρύνοντες εκ της τοιαύτης δεικνύμεθα υποθέσεως, καλώς αν είχε περιαιρείσθαι τα απασχολούντα ημάς και αφέλκοντα της προς τον ένα και αληθινόν Θεόν σεβασμιότητος και προσεδρείας˙ νυν δε τουναντίον ορώμεν γιγνόμενον». (PG 98 col. 181)

«Αλλά μηδέ εκείνο σκανδαλιζέτω τινάς, το έμπροσθεν των εικόνων των αγίων φωταγωγία γίνεσθαι και ευώδη θυμίασιν. Συμβολικώς γαρ τελείσθαι τα τοιαύτα προς τιμήν εκείνων επενοήθη, ων μετά Χριστού η ανάπαυσις, ων και η τιμή εις αυτόν ανατρέχει˙ τούτο λέγοντος Βασιλείου του σοφού, ότι η προς τους αγαθούς των ομοδούλων τιμή απόδειξιν έχει της προς τον κοινόν Δεσπότην ευνοίας. Σύμβολον μεν τα αισθητά φώτα της αΰλου και θείας φωτοδοσίας˙ η δε των αρωμάτων αναθυμίασις ης ακραιφνούς και όλης του αγίου Πνεύματος περιπνοίας τε και πληρώσεως». (PG 98 col. 183)

Του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Λόγος Απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας

«Αλλ’ επειδή περί εικόνος ο λόγος και προσκυνήσεως, φέρε περί τούτων λόγον διεκρινήσωμεν. Εικών μεν ουν εστιν ομοίωμα χαρακτηρίζον το πρωτότυπον μετά του και τινα διαφοράν έχειν προς αυτό˙ ου γαρ κατά πάντα η εικών ομοιούται προς το αρέτυπον. Εικών τοίνυν ζώσα, φυσική και απαράλλακτος του αοράτου Θεού ο Υιός όλον εν εαυτώ φέρων τον Πατέρα, κατά πάντα έχων την προς ταυτότητα, μόνω δε διαφέρον τω αιτιατώ. Αίτιον μεν γαρ φυσικόν ο Πατήρ, αιτιατόν δε ο Υιός˙ ου γαρ Πατήρ εξ Υιού, αλλά Υιός εκ Πατρός. Εξ’ αυτού γαρ, ει μη και μετ’ αυτόν έχει το είναι, όπερ εστίν ο γεννήσας Πατήρ».

«Αλλά επειδή μιλάμε για την εικόνα και την προσκύνηση, ας κάνουμε γι’ αυτά μερικές διευκρινίσεις. Η εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα που φέρει τα χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου, με κάποια διαφορά όμως προς αυτό. Γιατί η εικόνα δεν είναι εξ ολοκλήρου προς το αρχέτυπο. Εικόνα λοιπόν ζωντανή, φυσική και απαράλλακτη του αοράτου Θεού είναι ο Υιός, ο οποίος φέρει στον εαυτό του ολόκληρο τον Πατέρα και ταυτίζεται εξ ολοκλήρου προς αυτόν, διαφέροντας μόνο ως προς το αιτιατό. Γιατί αίτιο φυσικό είναι ο Πατέρας, ενώ αιτιατό ο Υιός˙ επειδή δεν προέρχεται ο Πατέρας από τον Υιό, αλλά ο Υιός από τον Πατέρα. Από αυτόν εξάλλου έχει την ύπαρξη, αν και όχι ύστερα από αυτόν, πράγμα που σημαίνει τον γεννήτορα Πατέρα».

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 34-35, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***

«Πάλιν εικών λέγεται των εσομένων αινιγματωδώς σκιαγραφούσα τα μέλλοντα1, ως η κιβωτός2 την αγίαν Παρθένον και Θεοτόκον και η ράβδος3 και η στάμνος4, και ως ο όφις5 τον το δήγμα δια σταυρού καταργήσαντα του αρχεκάκου όφεως, ή τε θάλασσα6, το ύδωρ και η νεφέλη7 το του βαπτίσματος Πνεύμα8.
Πάλιν εικών λέγεται των γεγονότων ή κατά τινος θαύματος μνήμην ή τιμής ή αισχύνης ή αρετής ή κακίας προς την ύστερον των θεωμένων ωφέλειαν, ως αν τα μεν κακά φύγωμεν, τας δε αρετάς ζηλώσωμεν. Διπλή δε αύτη δια τε λόγου ταις βίβλοις εγγραφομένου, ως ο Θεός τον νόμον ταις πλαξιν9 ενεκόλαψε και τους των θεοφιλών ανδρών βίους αναγράπτους γενέσθαι προσέταξε, και δια θεωρίας αισθητής, ως την στάμνον και την ράβδον εν τη κιβωτώ τεθήναι προσέταξεν εις μνημόσυνον. Ούτω και νυν τας εικόνας των γεγονότων και τας αρετάς διαγράφομεν. Ή τοίνυν πάσαν εικόνα άνελε και αντινομοθετεί τω ταύτας προστάξαντι γενέσθαι, ή εκάστην δέχου κατά τον εκάστη πρέποντα λόγον και τρόπον».

«Εικόνα επίσης λέγεται και εκείνη που σκιαγραφεί συμβολικά όσα θα γίνουν στο μέλλον1, όπως η κιβωτός2 και η ράβδος3 και η στάμνα4 συμβολίζουν την αγία Παρθένο και Θεοτόκο, και όπως το φίδι5 συμβολίζει εκείνον που με το σταυρό κατάργησε το δάγκωμα του αρχέκακου φιδιού, και η θάλασσα6, το νερό και η νεφέλη7 το πνεύμα του βαπτίσματος8.
Ακόμα, εικόνα λέγεται των γεγονότων η μνήμη ενός θαύματος ή κάποιας τιμής ή αισχύνης ή αρετής ή κακίας, για τη μελλοντική ωφέλεια των θεατών, με σκοπό να αποφεύγουμε τα κακά και να μιμηθούμε τις αρετές. Η εικόνα αυτή γίνεται με δύο τρόπους, με το λόγο που γράφεται στα βιβλία, όπως ο Θεός χάραξε τον νόμο στις πλάκες9, και έδωσε εντολή να αναγραφούν οι βίοι των θεοφιλών ανδρών, και με αισθητή θέα, όπως έδωσε εντολή να τοποθετηθούν μέσα στην κιβωτό η στάμνα και η ράβδος για ανάμνηση. Έτσι κι εμείς τώρα παριστάνουμε τις εικόνες των γεγονότων και τις αρετές. Ή εξαφάνισε λοιπόν κάθε εικόνα και θέσπιζε νόμους αντιθέτους προς εκείνον που πρόσταξε να γίνονται οι εικόνες, ή να δέχεσαι κάθε εικόνα σύμφωνα με τον λόγο και τον τρόπο που ταιριάζει στην κάθε μια».

___________
1. Εβρ. 10,1 & Κολ. 2,17
2. Εξ. 25,9
3. Αρ. 17,23-25
4. Εξ. 16,33-34
5. Αριθμ. 21,8-9 & Ιω. 3,14
6. Εξ. 14,15
7. Εξ. 14,19
8. Α’ Κορ. 10,1-4
9. Εξ. 34,28
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 38-39, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***
«Πως δια τον νόμον απαγορεύειν φης, ό ποιείν ο νόμος προσέταξεν; Ει δια τον νόμον τας εικόνας απαγορεύεις, ώρα σοι και σαββατίζειν και περιτέμνεσθαι˙ ταύτα γαρ απαραχωρήτως ο νόμος κελεύει. Αλλ’ ίστε, ως, “εάν τον νόμον τηρήτε, Χριστός υμάς ουδέν ωφελήσει. Οίτινες εν νόμω δικαιούσθε, της χάριτος εξεπέσετε1”. Ουχ εώρα Θεόν ο Ισραήλ ο πάλαι “ημείς δε ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα2”».
«Πως λοιπόν ισχυρίζεσαι ότι εξαιτίας του νόμου απαγορέυεις αυτό που ο νόμος προσέταξε να κάνουμε; Αν εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις τις εικόνες, καιρός είναι να τηρείς την αργία του Σαββάτου και να τεριτέμνεσθαι˙ γιατί αυτά ο νόμος τα επιβάλλει ανυποχώρητα. Αλλά γνωρίζετε ότι “αν τηρήτε τον νόμο, ο Χριστός δεν θα σας οφελήσει σε τίποτα. Σεις που θέλετε να σωθείτε με τον νόμο, στερηθήκατε τη χάρη1”. Δεν έβλεπε το Θεό ο παλαιός Ισραήλ, “ενώ εμείς με ακάλυπτο το πρόσωπο καθρεπτιζόμαστε τη δόξα του Κυρίου2”».
___________
1. Γαλ. 5,2-4
2. Β’Κορ. 3,18

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 48-49, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***
«Εντεύθεν τον των αγίων ου πενθούμεν, αλλ’ εορτάζομεν θάνατον. Εντεύθεν “ου υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν εσμέν1”, “δικαιωθέντες δια της πίστεως2” και Θεόν μόνον ειδότες τον αληθινόν – δικαίω δε νόμος ου κείται3 -, ουχ υπό τα στοιχεία του νόμου εσμέν δεδουλωμένοι ως νήπιοι, αλλ’ εις άνδρα καταρτισθέντες τέλειον4 στερεάν τροφήν τρεφόμεθα, ου την προς ειδωλολατρείαν».

«Γι’ αυτό δεν πενθούμε, αλλά γιορτάζουμε το θάνατο των αγίων. Γι’ αυτό “δεν βρισκόμαστε κάτω από την κυριαρχία του νόμου, αλλά της χάριτος1”, “επειδή δικαιωθήκαμε με την πίστη2” και γνωρίσαμε τον μόνο αληθινό Θεό – “για τον δίκαιο δεν υπάρχει νόμος3” -, δεν είμαστε υποδουλομένοι σαν νήπια στα στοιχεία του νόμου, αλλά, αφού γίναμε άνδρες ώριμοι4, τρεφόμαστε με στερεά τροφή, όχι με εκείνη που οδηγεί προς την ειδωλολατρεία».

___________
1. Ρωμ. 6,14
2. Ρωμ. 5,1
3. Α’ Τιμ. 1,9
4. Εφ. 4,13
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 58-59, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

Του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους καταλέγοντας τας εικόνας

§ 11 «Γινωσκέτω ουν πας άνθρωπος, ως ο την εικόνα την προς δόξαν και υπόμνησιν του Χριστού ή της τούτου μητρός της αγίας Θεοτόκου ή τινος των αγίων και προς αισχύνην του διαβόλου και της ήττης αυτού και των δαιμόνων αυτού εκ θείου πόθου και ζήλου γενομένην καταλύειν επιχειρών και μη προσκυνών και τιμίων και ασπαζόμενος ως εικόνα τιμίαν αι ουχ ως Θεόν εχθρός εστι του Χριστού και της αγίας Θεοτόκου και των αγίων και εκδικητής του διαβόλου και των δαιμόνων αυτού, έργω επιδεικνύμενος την λύπην, ότι ο Θεός και οι άγιοοι αυτού τιμώνται και δοξάζονται, ο δε διάβολος καταισχύνεται˙ η γαρ εικών θρίαμβος εστι και φανέρωσις και στηλογραφία εις μνήμην της νίκης των αριστευσάντων και διαπρεψάντων και της αισχύνης των ηττηθέντων και καταβληθέντων».

«Ας γνωρίζει λοιπόν κάθε άνθρωπος, ότι εκείνος που επιχειρεί να καταστρέψει την εικόνα που έγινε από το θείο πόθο και ζήλο για τη δόξα και ανάμνηση του Χριστού, ή της μητέρας του της αγίας Θεοτόκου, ή κάποιου από τους αγίους, και για την καταισχύνη του Διαβόλου και για την εξουδετέρωση αυτού και των δαιμόνων του, και δεν την προσκυνά, ούτε την τιμά και την ασπάζεται ως τίμια εικόνα, και όχι ως Θεό, είναι εχθρός του Χριστού και της Αγίας Θεοτόκου και των αγίων, και υπερασπιστής του Διαβόλου και των δαιμόνων του δείχνοντας έμπρακτα τη λύπη του επειδή ο Θεός και οι άγιοί του τιμώνται και δοξάζονται, ενώ ο διάβολος καταισχύνεται˙ γατί η εικόνα είναι θρίαμβος και φανέρωση και στηλογραφία για την ανάμνηση της νικής εκείνων που αρίστευσαν και διέπρεψαν, και για καταισχύνη εκείνων που νικήθηκαν και κατατροπώθηκαν».

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 126-129, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***

§ 9 «Αλλ’ άκουε, τι προς σε ο θεράπων του Θεού Μωσής τοις πράγμασιν αντιφθέγγεται. Ω τυφλοί και μωροί, σύνετε των λεγομένων την δύναμιν “και φυλάξασθε σφόδρα τας ψυχάς ημών”. Είπον, “ότι ομοίωμα ουκ είδετε εν τη ημέρα, η ελάλησε Κύριος προς υμάς εν Χωρήβ εν τω όρει εκ μέσου του πυρός, μήποτε ανομήσητε και ποιήσητε υμίν εαυτοίς γλυπτόν ομοίωμα, πάσαν εικόνα», και “θεούς χωνευτούς ου ποιήσεις σεαυτώ”. Ουκ είπον, “ου ποιήσεις εικόνα χερουβίμ ως δούλων παρεστηκότων τω ιλαστηρίω”, αλλ’ “ου ποιήσεις σεαυτώ θεούς χωνευτούς”, και “ ου ποιήσεις παν ομοίωμα” ως θεού ουδ’ ου μη λατρεύσης “τη κτίσει παρά τον κτίσαντα”. Ομοίωμα μεν ουν Θεού ουκ εποίησα ουδἐ “ελάτρευσα τη κτίσει παρά τον κτίσαντα”. Ούτω και υμείς ποιείτε».

«Άκουσε όμως τι απαντά σε σένα ο λειτουργός του Θεού Μωυσής με τα πράγματα. Τυφλοί και ανόητοι, κατανοήστε τη δύναμη των λεγομένων “και φυλάξετε καλά τις ψυχές σας”. Είπα “ότι δεν είδατε κανένα ομοίωμα την ημέρα που σας μίλησε ο Κύριος στο όρος Χωρήβ μέσα από την φωτιά, για να μην παρανομήσετε και κατασκευάσετε για τον εαυτό σας γλυπτό ομοίωμα και οποιαδήποτε εικόνα” και “να μην κατασκευάσετε θεούς χυτούς για τον εαυτό σας”. Δεν είπα, “Δεν θα κάνεις εικόνα των χερουβίμ που ως υπηρέτες παραστέκουν στο ιλαστήριο” αλλά “δεν θα κάνεις κανένα ομοίωμα” ως θεό, ούτε θα λατρεύσης “την κτίση αντί του κτίστη”. Εγώ δεν έκανα κανένα ομοίωμα Θεού, ούτε κανενός άλλου, σαν να ήταν θεός, ούτε λάτρευσα την κτίση αντί του κτίστη. Αυτά να κάνετε και σεις».
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 122-123, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***
§ 15 «Ιστορούμεν Χριστόν τον βασιλέα και Κύριον ου γυμνούντες αυτόν του στρατεύματος˙ στρατός γαρ του Κυρίου οι άγιοι. Γυμνωσάτω εαυτόν του οικείου στρατεύματος ο επίγειος βασιλεύς και τότε τον εαυτού βασιλέα και Κύριον. Αποθέσθω την αλουργίδα και το διάδημα, και τότε των κατά του τυράννου αριστευσάντων και βασιλευσάντων των παθών το σέβας περιαιρείτω. Ει γαρ κληρονόμοι Θεού και συγκληρονόμοι1 Χριστού και της θείας δόξης και βασιλείας κονωνοί έσονται, πως ουχί και της επί γης δόξης συμμέτοχοι γένωνται οι φίλοι Χριστού; “Ου λέγω υμάς δούλους”, φησίν ο Θεός, “υμείς φίλοι μου εστε2”. Της ουν δεδομένοις αυτοίς παρά της Εκκλησίας τιμής στερήσωμεν αυτούς; Ω θρασείας χειρός! Ω τολμηράς γνώμης ανταιρούσης Θεώ και τις αυτού αντιπραττούσης προστάγμασιν! Ου προσκυνείς εικόνι, μηδέ τω Υιώ του Θεού προσκύνει, “ος εστιν εικών του αοράτου Θεού3” ζώσα, και χαρακτήρ απαράλλακτος. Ο ναός, ον ο Σολομών ωκοδόμησεν, αλόγοις αίμασιν ενεκαινίσθη και αλόγων εικόσιν εκαλλωπίσθη, λεόντων και βοών και φοινίκων και ροΐσκων».
«Ζωγραφίζουμε το Χριστό, τον βασιλιά και Κύριο, χωρίς να τον απογυμνώνουμ από το στράτευμά του˙ γιατί στρατός του Κυρίου είναι οι άγιοι. Ας απογυμνώσει πρώτα ο επίγειος βασιλιάς τον εαυτό του από το στράτευμά του, και ύστερα τον βασιλιά του και Κύριο. Ας βγάλει την αλουργίδα και το διάδημα, και έπειτα να καταργήσει το σεβασμό εκείνων οι οποίοι θριάμβευσαν εναντίον του τυρράνου και έγιναν κύριοι των παθών. Γιατί εφόσον είναι κληρονόμοι Θεού και συγκληρονόμοι1 του Χριστού και εφόσον θα γίνουν μέτοχοι της θείας δόξας και βασιλείας, πώς να μη γίνουν μέτοχοι και της επίγειας δόξας οι φίλοι του Χριστού; “Δεν σας ονομάζω δούλους”, λέει ο Θεός, “εσείς είστε φίλοι μου2”. Θα τους στερήσουμε λοιπόν την τιμή που τους δίνει η Εκκλησία; Πόσο θρασύ χέρι! Τι προκλητική ισχυρογνωμοσύνη, που αντιστέκεται στο Θεό και αντενεργεί στα προστάγματά του! Δεν προσκυνάς την εικόνα, να μη προσκυνείς τότε και τον Υιό του Θεού, “ο οποίος είναι εικόνα του αοράτου Θεού3”, ζωντανή και χαρακτήρας απαράλλακτος. Ο ναός που έκτισε ο Σολομών εγκανιάσθηκε με αίμα αλόγων ζώων και διακοσμήθηκε με εικόνες αλόγων ζώων, λιονταριών και βοδιών και φοινικόδενδρων και καρπών ροδιάς».
___________
1. Ρωμ. 8,17
2. Ιω. 15,14-15
3. Κολ. 1,15

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 136-137, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

***
§ 17 «Άς μέντοι προσάγεις χρήσεις, ου των παρ’ ημίν εικόνων βδελύσσονται την προσκύνησιν, αλλά των ταύτας θεοποιούντων Ελλήνων. Ου δει τοίνυν δια την των Ελλήνων άτοπων χρήσιν και την της Εκκλησίας ευσεβώς γινομένην ανιρείν. Εφορκίζουσιν επαοιδοί και γόητες, εφορκίζει του κατηχουμένους η Εκκλησία, αλλ’ εκείνοι μεν επικαλούμενοι δαίμονες, αύτη δε Θεόν κατά δαιμόνων. Έθυον δαίμοσιν Έλληνες, αλλά και Θεώ ο Ισραήλ και αίματα και κνίσσας προσέφερον˙ θύει και η Εκκλησία Θεώ θυσίαν αναίμακτον. Δαίμοσι τας εικόνας ανετίθουν Έλληνες, αλλά και ο Ισραήλ εθεοποίησε τας εικόνας˙ έλεγον γαρ˙ “ούτοι οι θεοί σου, Ισραήλ, οι αναγαγόντες σε εκ της Αιγύπτου1”. Ημείς δε αληθεί Θεώ σαρκοθέντι και Θεού δούλοις και φίλοις δαιμόνων απελαύνουσι στίφη εικόνας ανατιθέαμεν».
«Οι ρήσεις λοιπόν της Γραφής και των πατέρων, που αναφέρεις, δεν καταδικάζουν την προσκύνηση των δικών μας εικόνων, αλλά των ειδωλολατρών, που τις θεοποιούν. Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργήσουμε και την προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια στην Εκκλησία. Εξορκίζουν οι μάγοι και οι γόητες, εκξορκίζει και η Εκκλσία τους κατηχουμένους, αλλά εκείνοι επικαλούνται δαίμονες, ενώ αυτή τον Θεό εναντίον των δαιμόνων˙ οι ειδωλολάτρες θυσίαζαν στους δαίμονες, αλλά και στο Θεό ο Ισραηλιτικός λαός, και πρόσφεραν αίματα και κνίσσες˙ προσφέρει και η Εκκλσία θυσία στο Θεό, αλλά θυσία αναίμακτη. Οι ειδωλολάτρες αφιέρωναν τις εικόνες στους δαίμονες, αλλά και οι Ισραηλίτες θεοποίησαν τις εικόνες˙ γιατί έλεγαν˙ “αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ, που σε έβγαλαν από την Αίγυπτο1”. Εμείς όμως αφιερώνουμε τις εικόνες στον αληθινό Θεό [που σαρκώθηκε, και στους δούλους και φίλους του Θεού, που απομακρύνουν στίφη των δαιμόνων».
___________________
1. Εξ. 32,4
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 140-141, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***

§ 21 «Ακούσατε, τι φησιν ο Κύριος˙ “μωροί και τυφλοί, ο ομόσας εν τω ναώ ομνύει εν αυτώ και εν τω κατοικήσαντι εν αυτώ, και ο ομόσας εν τω ουρανώ ομνύει εν τω θρόνω του Θεού και εν τω καθημένω επάνω αυτού”. Και ο ομνύων εν τη εικόνι ομνύει εν τη εικόνι και εν τω εικονιζομένω υπ’αυτής».
«Ακούστε τι λέει ο Κύριος˙ “μωροί και τυφλοί, όποιος ορκίζεται στο ναό, ορκίζεται σ’ αυτόν και σ’ εκείνον που κατοίκησε μέσα σ’ αυτόν, και όποιος ορκίζεται στον ουρανό, ορκίζεται στον θρόνο του Θεού και σ’ εκείνον που κάθεται πάνω σ’ αυτόν1”. Και όποιος ορκίζεται στην εικόνα, ορκίζεται στην εικόνα και στον εικονιζόμενο από αυτήν».
___________________
1. Ματθ. 23,21-22
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 144-145, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

Του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Προς τους αποβαλλομένους τας σεπτάς και αγίας εικόνας

§ 2 «Ει μεν γαρ του Θεού του αοράτου εικόνα εποιούμεν, όντως ημαρτάνομεν˙ αδύνατον γαρ το ασώματον και ασχημάτιστον και αόρατον και απερίγραπτον εικονισθήναι. Και πάλιν˙ ει εποιούμεν εικόνας ανθρώπων και ταύτας θεούς ηγούμεθα και ως θεοίς ελατρεύομεν, όντως ησεβούμεν. Αλλ’ ουδέν τούτων ποιούμεν. Θεού γαρ σαρκωθέντος και οφθέντος επί της γης σαρκί και ανθρώποις συναναστραφέντος δι’ άφατον αγαθότητα και φύσιν και πάχος και σχήμα και χρώμα σαρκός αναλαβόντος την εικόνα ποιούντες ου σφαλλόμεθα˙ ποθούμεν γαρ αυτού ιδείν τον χαρακτήρα˙ ως γαρ φησιν ο θείος απόστολος˙ “εν εσόπτρω και εν αινίγματι νυν βλέπομεν”. Και η εικών δε έσοπτρον εστι και αίνιγμα αρμόζον τη του σώματος ημών παχύτητι˙ πολλά γαρ κάμνων ο νους ου δύναται εκβήναι τα σωματικά, φησιν ο θείος Γρηγόριος».
«Εάν βέβαια κατασκευάζαμε την εικόνα του αόρατου Θεού, πράγματι θα αμαρτάναμε˙ γιατί είναι αδύνατο να εικονισθεί το ασώματο και ασχημάτιστο και αόρατο και απερίγραπτο. Επίσης εάν ατασκευάζαμε εικόνες ανθρώπων και τις θεωρούσαμε θεούς και τις λατρεύαμε ως θεούς, πράγματι θα ασεβούσαμε. Αλλά δεν κάνουμε τίποτα από αυτά. Εφόσον όμως ο Θεός σαρκώθηκε και εμφανίσθηκε στη γη με σάρκα και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, από απερίγραπτη αγαθότητα, και πήρε φύση και όγκο και σχήμα και χρώμα σάρκας, κατασκευάζοντας την εικόνα του δεν σφάλλουμε˙ γιατί λαχταρούμε να δούμε τη μορφή του, όπως λέει ο θείος απόστολος˙ “βλέπουμε το Θεό τώρα μέσα σε καθρέπτη και θαμπά1”. Και η εικόνα είναι καθρέπτης και αίνιγμα και ταιριάζει με τον όγκο του σώματός μας˙ γιατί όσο και να προσπαθήσει ο νους δεν μπορεί να ξεπεράσει τα σωματικά όρια, λέει ο θείος Γρηγόριος2».
___________________
1. Α’ Πέτρου 2,9
2. Γρ. Θεολόγου,Λόγος 28, PG 36, 44A
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 198-199, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***

§ 8 «Ιουδαίοις μεν ουν δια το προς την ειδωλολατρίαν εύολισθον ταύτα νενομοθέτητο, ημείς δε, θεολογικώς ειπείν, οις εδόθη φυγούσι την δεισιδαίμονα πλάνην καθαρώς μετά Θεού γενέσθαι, επεγνωκόσι την αλήθειαν και Θεώ μόνω λατεύειν και της θεογνωσίας καταπλουτήσαι την τελειότητα και εις άνδρα καταντήσαι τέλειον1 παρελθούσι την νηπιότητα, ουκέτι υπό παιδαγωγόν εσμεν2, λαβόντες την διακριτικήν έξιν παρά Θεού και ειδότες, τι το εικονιζόμενον και τι το μη εικόνι περιγραφόμενον. “Ο μεν γαρ νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν, ίνα εκ πίστεως δικαιωθώμεν3”˙ και “υπό τα στοιχεία ήμεν δεδουλωμένοι, ότε ήμεν νήπιοι4”. “Ελθούσης δε της πίστεως ουκέτι υπό παιδαγωγόν εσμεν5”. “Ου γαρ είδος αυτού” φησίν “εωράκατε6”».
«Άρα, αυτά είχαν νομοθετηθεί για τους Ιουδαίους που εύκολα γλιστρούσαν προς την ειδωλολατρία˙ εμείς, όμως, για να μιλήσουμε θεολογικά, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να αποφύγουμε την πλάνη της δεισιδαιμονίας και να πλησιάσουμε καθαρά τον Θεό, να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια και να λατρεύουμε μόνο το Θεό, και να αποκτήσουμε την τελειότητα της θεογνωσίας και, αφού ξεπεράσουμε την νηπιακή κατάσταση, να φθάσουμε να γίνουμε άνδρες τέλειοι1, δεν είμαστε πια υπό την κηδεμονία παιδαγωγού2, αφού πήραμε από το Θεό την διακριτική ικανότητα και γνωρίζουμε τι είναι το εικονιζόμενο και τι είναι αυτό που δεν περιγράφεται με εικόνα. Γιατί “ο νόμος έγινε παιδαγωγός για το Χριστό, για να διακιωθούμε με τη πίστη3”. Και “όταν ήμασταν νήπια, ήμασταν υποδουλομένοι στα κοσμικά στοιχεία4”. “Από τότε όμως που ήρθε η πίστη, δεν είμαστε πια κάτω από την εξουσία παιδαγωγού5”. “ Δεν έχετε δει τη μορφή του6”, λέει».
___________
1. Εφ. 4,13
2. Γαλ. 3,25
3. Γαλ. 3,24
4. Γαλ. 4,3
5. Γαλ. 3,25
6. Ιω. 5,37
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 210-211, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***
§ 16 «Πρώτον, τι εστίν εικών.
Εικών μεν ουν εστιν ομοίωμα και παράδειγμα και εκτύπωμά τινος εν αυτώ δεικνύον το εικονιζόμενον, πάντως δε ου κατά πάντα έοικεν η εικών τω πρωτοτύπω, τουτέστι τω εικονιζομένω – άλλο γαρ εστιν η εικών και άλλο το εικονιζόμενον – και πάντως οράται εν αυτοίς διαφορά, επεί ουκ άλλο τούτο και άλλο εκείνο».
«Πρώτον, τι είναι εικόνα.
Εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα κάποιου και δείγμα και αποτύπωμα, που δείχνει στον εαυτό του το εικονιζόμενο, οπωσδήποτε όμως δεν μοιάζει εξ ολοκλήρου η εικόνα με το πρωτότυπο, δηλαδή με το εικονιζόμενο -, οπωσδήποτε όμως βλέπει κανείς σ’ αυτά διαφορά, αν και δεν είναι άλλο τούτο και άλλο εκείνο».
§ 17 «Δεύτερον, τίνος χάριν εστίν η εικών.
Πάσα εικών εκφαντορική του κρυφίου εστί και δεκτική. Οίον τι λέγω˙ Επειδή ο άνθρωπος ούτε του αοράτου γυμνήν έχει την γνώσιν σώματι καλυπτομένης της ψυχής, ούε των μετ’ αυτόν εσομένων, ούτε των τόπω διεστηκότων και απεχόντων ως τόπω και χρόνω περιγραφόμενος, προς οδηγίαν γνώσεως και φανέρωσιν και δημοσίευσιν των κεκρυμένων επενοήθη η εικών, πάντως δε προς ωφέλειαν και ευεργεσίαν και σωτηρίαν, όπως, στηλιτευομένων και θριαμβευομένων των πραγμάτων, διαγνώμεν τα κεκρυμένα, και τα μεν καλά ποθήσωμεν και ζηλώσωμεν, τα δε ενάντια, τουτέστι τα κακά, αποστραφώμεν και μισήσωμεν».
«Δεύτερον, για ποιο λόγο υπάρχει η εικόνα.
Κάθε εικόνα φανερώνει και δείχνει την κρυφή πραγματικότητα. Για παράδειγμα˙ επειδή ο άνθρωπος δεν γνωρίζει καθαρά ούτε το αόρατο, αφού η ψυχή του καλύπτεται με το σώμα, ούτε εκείνα που θα γίνουν μετά από αυτόν, ούτε εκείνα που είναι χωρισμένα και απομακρυσμένα τοπικά, αφού ο ίδιος είναι περιορισμένος τοπικά και χρονικά, γι’ αυτό επινοήθηκε η εικόνα για να τον οδηγεί στη γνώς και να του φανερώνει και να του ανακοινώνει εκείνα που είναι κρυμμένα, οπωσδήποτε όμως για την ωφέλεια και ευεργεσία και την σωτηρία του, εις τρόπον ώστε, με την ανακοίνωση και τον θρίαμβο των πραγμάτων, να μαθαίνουμε όσα είναι κρυμμένα, και εκείνα βέβαια που είναι καλά να τα ποθούμε και να τα μιμούμαστε, ενώ τα αντίθετα, δηλαδή τα κακά, να τα αποστρεφόμαστε και να τα μισούμε».
§ 18 «Τρίτον, πόσαι διαφοραί εικόνων.
Διαφορα δε εικόνων εισί. Πρώτη μεν ουν εικών εστίν η φυσική. Εν εκάστω δε πράγματι δει πρώτον είναι το κατά φύσιν και τότε το κατά θέσιν και μίμησιν. Πρώτη δε ουν φυσική και απαράλλακτος εικών του αοράτου Θεού ο Υιός του Πατρός, εν εαυτώδεικνύς το Πατέρα….
§ 19 Δεύτερος τρόπος εικόνος η εν τω Θεώ των υπ’ αυτού εσομένων έννοια, τουτέστιν η προαιώνιος αυτού βούλησις η αεί ωσαύτως έχουσα˙…
§ 20 Τρίτος τρόπος εικόνος ο κατά μίμησιν υπό του Θεού γενόμενος, τουέστιν ο άνθρωπος. Πως γαρ ο κτιστός της αυτής φύσεως έσται τω ακτίστω, αλλά κατά μίμησιν; Ώσπερ γαρ νους (ο Πατήρ) και Λόγος (ο Υιός) και Πνεύμα το άγιον είς Θεός, ούτω και νους και λόγος και πνεύμα είς άνθρωπος, και κατά το αυτεξούσιον και το αρχικόν˙…
§ 21 Τέταρτος τρόπος εικόνος της γραφής σχήματα και μορφάς και τύπους αναπλαττούσης των αοράτων και ασωμάτων σωματικώς τυπουμένων προς αμυδράν κατανόησιν Θεού τε και αγγέλων, δια το μη δύνασθαι ημάς τα ασώματα άνευ σχημάτων αναλογούντων ημίν θεωρεί, καθώς φησιν ο πολύς τα θεία Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης1
§ 22 Πέμπτος τρόπος εικόνος λέγεται ο προεικονίζων και προδιαγράφων τα μέλλοντα ως η βάτος2 και ο επί πόκον υετός3 την παρθένον και Θεοτόκον και η ράβδος4 και η στάμνος5 και ως ο όφις6 τους το δήγμα δια σταυρού καταργήσαντος του αρχεκάκου όφεως, η τε θάλασσα, το ύδωρ και η νεφέλη το του βαπτίσματος Πνεύμα7. …
§ 23 Έκτος τρόπος εικόνος ο προς μνήμην των γεγονότων ή θαύματος ή αρετής προς δόξαν και τιμήν και στηλογραφίαν των αριστευσάντων και εν αρετή διαπρεψάντων ή κακίας προς θρίαμβον και αισχύνην των κακίστων ανδρών, προς την εις ύστερον των θεομένων ωφέλειαν, ως αν τα μεν κακά φύγωμεν, τας δε αρετάς ζηλώσωμεν. …

«Τρίτον πόσα είδη εικόνων υπάρχουν.
Υπάρχουν τα εξής είδη εικόνων. Πρώτη λοιπόν εικόνα είναι η φυσική. Σε κάθε πράγμα πρέπει πρώτα να υπάρχει το κατά φύση κι έπειτα έρχεται το κατά θέση και μίμηση. Πρώτη λοιπόν φυσική και απαράλλακτη εικόνα του αοράτου Θεού είναι ο Υιός του Πατέρα, ο οποίος φανερώνει στον εαυτό του τον Πατέρα…
Δεύτερο είδος εικόνας είναι ο σχεδιασμός στο Θεό εκείνων που θα γίνουν από αυτόν, δηλαδή η προαιώνια βούλησή του, η οποία είναι πάντοτε ίδια˙…
Τρίτο είδος εικόνας είναι εκείνος που δημιουργήθηκε κατ’ απομίμηση του Θεού, δηλαδή ο άνθρωπος. Πως όμως ο κτιστός δημιουργείται με την ίδια φύση με τον άκτιστο, αλλά κατ’ απομίμηση; Όπως γαρ ο νους (ο Πατέρας) και ο Λόγος (ο Υιός) και το άγιο Πνεύμα είναι ένας Θεός, έτσι και ο νους και ο λόγος και το πνεύμα είναι ένας άνθρωπος, και ως προς το αυτεξούσιο και ως προς την κυριαρχική εξουσία˙…
Τέταρτο είδος εικόνας είναι η ζωγραφική, η οποία αναπλάθει σχήματα και μορφές και τύπους των αοράτων και ασωμάτων, τα οποία παριστάνονται σωματικά, ώστε να κατανοούνται αμυδρά ο Θεός και οι άγγελοι, επειδή εμείς δεν μπορούμε να βλέπουμε τα ασώματα χωρίς σχήματα ανάλογα προς τις δικές μας παραστάσεις, όπως λέγει και ο εμβριθής γνώστης των θείων Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης1
Πέμπτο είδος εικόνας είναι εκείνο που προεικονίζει και προδιαγράφει εκείνα που πρόκειται να συμβούν, όπως η βάτος2 και η βροχή επάνω στο μαλλί3, που προεικονίζουν την Παρθένο και Θεοτόκο, αλλά και η ράβδος4 και η στάμνα5, και όπως το φίδι6, που προεικονίζει εκείνους οι οποίοι μέσω του σταυρού εξάλειψαν το δάγκωμα του αρχέκακου φιδιού, και η θάλασσα, το νερό και η νεφέλη, που προεικονίζουν το πνεύμα του βαπτίσματος7
Έκτο είδος εικόνας είναι εκείνο που γίνεται για την ανάμνηση των γεγονότων ή ενός θαύματος ή μιας αρετής, με σκοπό τη δόξα και την τιμή και την ανάδειξη εκείνων που αρίστευσαν και διακρίθηκαν στην αρετή, ή κάποιας κακίας, με σκοπό να προβληθεί η κατατρόπωση και ο εξευτελισμός των κακών ανδρών και να ωφελούνται όσοι τα βλέπουν αργότερα, ώστε τα κακά να τα αποφεύγουμε και να μιμούμαστε τις αρετές».
___________
1. Διονυσίου Αρεοπαγίτου,Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας, PG 3,441D
2. Εξ. 3,2
3. Κριτ. 6,38-39
4. Αριθμ. 17,23
5. Εξ. 16,33
6. Αριθ. 21,8-9
7. Εξ. 14,19-29
***
§ 24 «Τέταρτον κεφάλαιον, τι το εικονιζόμενον και τι το μη εικονιζόμενον και πως έκαστον εικονίζεται.
Τα μεν σώματα ως και σήματα και περιγραφήν σωματικήν έχοντα και χρώμα εικότως εικονίζονται. Άγγελος δε και ψυχή και δαίμων, ει και μη σωματικώς και παχέως, αλλά κατά την εαυτόν φύσιν και σχηματίζονται και περιγράφονται – νοητοί γαρ όντες εν νοητοίς τόποις νοητώς παρείναι και ενεργείν πιστεύονται -, εικονίζονται μεν ουν σωματικώς, ως εικόνισε Μωσής τα χερουβίμ και ως ωράθησαν τοις αξίοις, αλλ’ ασώματον και νοητήν τινα θεωρίαν δηλούσης της σωματικής εικόνος. Η δε θεία φύσις απερίγραπτός εστι μόνη και παντελώς ανείδεος και ασχημάτιστος και ακατάληπτός, ει και η Γραφή τύπους Θεώ περιτίθησι το μεν δοκείν σωματικούς, ώστε σχήματα οράσθαι, και αυτούς δε ασωμάτους˙ ου γαρ σωματικοίς οφθαλμοίς, αλλά νοεροίς εωρώντο τοις προφήταις και οις απεκαλύπτοντο, ου γαρ πάσιν εωρώντο. Απλώ δε λόγω ειπείν, δυνάμεθα ποιείν εικόνας πάντων των σχημάτων, ων είδομεν˙ νοούμεν δε ταύτα καθώς ωράθη».
«Κεφάλαιο τέταρτο˙ τι είναι εκείνο που εικονίζεται και τι εκείνο που δεν εικονίζεται και πως παριστάνεται το καθένα.
Τα σώματα, όπως και τα σχήματα και όλα όσα έχουν σωματικό διάγραμμα και χρώμα, εύλογα εικονίζονται. Όμως ο άγγελος και η ψυχή και ο δαίμονας, αν και όχι με τρόπο σωματικό και πολύ υλικό, εν τούτοις σχηματίζονται και περιγράφονται κατά τη φύση τους – γιατί, αφού είναι νοητοί, πιστεύεται ότι βρίσκονται και ενεργούν νοητά σε νοητούς τόπους -, και εικονίζονται λοιπόν σωματικά, όπως ο Μωυσής εικόνισε τα χερουβίμ και όπως εμφανίσθηκαν στους άξιους, αλλά η σωματική εικόνα παριστάνει κάποια ασώματη και νοητή θεωρία. Η θεία φύση όμως είναι η μόνη απερίγραπτη και εντελώς χωρίς μορφή και ασχημάτιστη και ακατάληπτη, μολονότι η θεία Γραφή χρησιμοποιεί τύπους για το Θεό, οι οποίοι από τη μια μεριά να φαίνονται σωματικοί, για να γίνονται σχήματα ορατά, και από την άλλη αυτοί οι ίδιοι να είναι ασώματοι. Γιατί δεν βλέπονταν με σωματικά μάτια, αλλά με νοερά, από τους προφήτες και από εκείνους στους οποίους αποκαλύπτονταν, γιατί δεν εμφανίζοντανσε όλους. Και για να μιλήσουμε με απλά λόγια˙ μπορούμε να κάνουμε εικόνες όλων των σχημάτων που είδαμε˙ και τα κατανοούμε αυτά όπως εμφανίσθηκαν».
***
§ 26 «Τις πρώτος εποίησεν εικόνα;
Αυτός ο Θεός πρώτος εγέννησε τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, εικόνα αυτού ζώσαν, φυσικήν, απαράλλακτον χαρακτήρα της αυτού αϊδιότητος, εποίησε τε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν1».
«Ποιος κατασκεύασε πρώτος εικόνα;
Ο ίδιος ο Θεός πρώτος γέννησε τον μονογενή Υιό και Λόγο του, που είναι εικόνα του ζωντανή, φυσική, απαράλλακτος χαρακτήρας της αϊδιότητάς του, και δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή1 του».
___________
1. Γεν. 1,27
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 225-239, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***

§ 27 «Περί προσκυνήσεως, τι εστι προσκύνησις;
Προσκύνησις τοίνυν εστί σημείον υποπτώσεως, τουτέστιν υποβάσεως και ταπεινώσεως. Τρόποι δε προσκυνήσεως εισι πλείστοι.

§ 28 Πόσοι τρόποι προσκυνήσεως;
Πρώτος τρόπος προσκυνήσεως ο κατά λατρείαν, ην προσάγομεν μόνω τω φύσει προσκυνητώ Θεώ, και ούτος κατά διαφόρους τρόπους. Πρώτον μεν κατά τον της δουλείας˙ προσκυνούσι γαρ αυτώ πάντα τα κτίσματα ως δούλοι δεσπότη, “ότι τα σύμπαντα” γαρ, φησί, “δούλα σα1”, και οι μεν εκουσίως, οι δε ακουσίως. …
§ 29 Δεύτερος τρόπος ο κατά θαύμα και πόθον, καθ’ ον προσκυνούμεν τω Θεώ δια την φυσικήν δόξαν αυτού˙…
§ 30 Τρίτος τρόπος ο της ευχαριστίας υπέρ των γεγονότων εις ημάς αγαθών˙…
§ 31 Τέταρτος τρόπος ο κατ’ ένδειαν και ελπίδα ευεργεσιών, καθ’ άς επιγινώσκοντες, ως ου δυνάμεθα εκτός αυτού ποιείν ουδέν2 ή έχειν αγαθόν, προσκυνούμεν αιτούντες παρ’ αυτού έκαστος, ου αισθανεται ενδεώς έχειν και ο ποθεί, ρυσθήναι τε κακών και τυχείν αγαθών.
§ 32 Πέμπτος τρόπος ο της μετανοίας και της εξομολογήσεως˙ αμαρτάνοντες γαρ προσκυνούμεν και προσπίπτομεν τω Θεώ δεόμενοι συγχωρηθήναι τα πταίσματα ως δούλοι ευγνώμονες».
«Για την προσκύνηση˙ τι είναι προσκύνηση;
Η προσκύνηση λοιπόν είναι σημείο υποταγής, δηλαδή υποβιβασμού και ταπεινώσεως. Υπάρχουν πολλοί τρόποι προσκυνήσεως.
Πόσοι τρόποι προσκυνήσεως υπάρχουν;
Πρώτος τρόπος προσκυνήσεως είναι εκείνος που γίνεται κατά την λατρεία. Την προσκύνηση αυτή την προσφέρουμε μόνο στον από τη φύση του προσκυνητό Θεό, και γίνεται με διάφορους τρόπους. Πρώτα κατά τον τρόπο της δουλείας˙ γιατί τον προσκυνούν όλα τα κτίσματα, όπως δούλοι τον δεσπότη, γιατί λέει˙ “διότι τα σύμπαντα είναι υποταγμένα σε σένα1”. Και τον προσκυνούν άλλοι εκούσια, και άλλοι ακούσια. …
Δεύτερος τρόπος προσκυνήσεως είναι εκείνος που γίνεται από θαυμασμό και πόθο, και κατά τον τρόπο αυτόν προσκυνούμε το Θεό για τη φυσική του δόξα˙ …
Τρίτος τρόπος είναι εκείνος που γίνεται από ευχαριστία, για τα αγαθά που συμβαίνουν για χάρη μας˙ …
Τέταρτος τρόπος είναι εκείνος που γίνεται από ένδεια και από ελπίδα ευεργεσιών, κατά τις οποίες, έχοντας επίγνωση ότι χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα2, ή να αποκτήσουμε κάποιο αγαθό, τον προσκυνούμε ζητώντας από αυτόν ο καθένας αυτό που αισθάνεται ότι του λείπει και το οποίο ποθεί, και να σωθεί από τα κακά και να επιτύχει τα αγαθά.
Πέμπτος τρόπος προσκυνήσεως είναι ο τρόπος της μετανοίας και της εξομολογήσεως˙ γιατί όταν αμαρτάνουμε προσκυνούμε και προσπίπτουμε στο Θεό παρακαλώντας ως δούλοι ευγνώμονες να συγχωρηθούν τα σφάλματά μας».
___________
1. Ψαλμ. 118,91
2. Ιω. 15,5
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 244-247, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)
***

§ 33 «Πόσα τα προσκυνούμενα ευρίσκομεν εν τη Γραφή και κατά πόσους τρόπους προσάγομεν προσκύνησιν κτίσμασι;
Πρώτον μεν, εφ’ οις αναπέπαυται ο Θεός ο μόνος άγιος και “εν αγίοις αναπαυόμενος1” ως τη αγία Θεοτόκω και πάσι τοις αγίοις. Ούτοι δε εισι οι κατά το δυνατόν ομοιωθέντες Θεώ εκ τε της εαυτών προαιρέσεως και της του Θεού ενοικήσεως και συνεργίας, οίτινες και θεοί λέγονται αληθώς, ου φύσει, αλλά θέσει, ως πυρ λέγεται ο πεπυρακτωμένος σίδηρος, ου φύσει, αλλά θέσει και μεθέξει πυρός˙ φησί γαρ˙ “άγιοι έσεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι2”.
Ώσπερ τοίνυν αληθώς εισι θεοί ου φύσει, αλλ’ ως του φύσει Θεού μέτοχοι, ούτως εισι προσκυνητοί, ουχί φύσει, αλλ’ ως τον φύσει προσκυνητόν εν εαυτοίς έχοντες, ώσπερ ο πεπυρακτωμένος σίδηρος ου φύσει εστι απρόσιτος αφή και καυστικός, αλλ’ ως μετέχων του φύσει καυστικού. Προσκυνούνται ουν ως δεδοξασμένοι υπό Θεού, ως υπό Θεού γενόμενοι τοις υπεναντίοις φοβεροί και ευεργέται τοις πίστει προσιούσιν ουχ ως φύσει θεοίς και ευεργέταις, αλλ’ ως θεράπουσι και λειτουργοίς Θεού και την εξ αγάπης προς αυτόν ευμοιρήσασι παρρησίαν».
«Πόσα είναι αυτά που βρίσκουμε να προσκυνούνται στην αγία Γραφή και με πόσους τρόπους προσφέρουμε προσκύνηση στα κτίσματα.
Πρώτα εκείνοι στους οποίους αναπαύεται ο θεός, ο μόνος άγιος “που αναπαύεται (κατοικεί) στους αγίους1”, όπως είναι η αγία Θεοτόκος και όλοι οι άγιοι. Αυτοί είναι εκείνοι που κατά το δυνατόν έγιναν όμοιοι με το Θεό και από τη δική τους προαίρεση και από τη εία ενοίκηση και βοήθεια, οι οποίοι λέγονται και θεοί, αληθινά, όχι κατά φύση, αλλά κατά θέση, όπως και το πυρακτωμένο σίδερο λέγεται φωτιά, όχι ως προς τη φύση, αλλά ως προς τη θέση και τη μέθεξη της φωτιάς˙ γιατί λέει˙ “να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος2”. …
Όπως λοιπόν είναι αληθινά θεό, όχι κατά φύση, αλλά ως μέτοχοι του κατά φύση Θεού, έτσι είναι και προσκυνητοί, όχι κατά φύση, αλλ’ επειδή έχουν μέσα τους τον κατά φύση προσκυνητό, όπως το πυρακτωμένο σίδερο δεν είναι από τη φύση του απρόσιτο στην αφή και καυστικό, αλλ’ επειδή μετέχει στο κατά φύση καυστικό. Προσκυνούνται λοιπόν ως δοξασμένοι από το Θεό, επειδή αποδείχθηκαν φοβεροί στους αντίθετους και ευεργέτες σ’ εκείνους που τους πλησιάζουν με πίστη, όχι βέβαια ως κατά φύση θεούς και ευεργέτες, αλλ’ ως υπηρέτες και λειτουργούς του Θεού και ως προικισμένους με θάρρος εξαιτίας της αγάπης τους προς αυτόν».
___________
1. Ησα. 57,15
2. Δευτ. 19,2 Α’Πετρ. 1,16
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 246-249, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

***
§ 34 «Δεύτερος τρόπος, καθ’ ον προσκυνούμεν κτίσματα, δι’ ων και εν οις ενήργησεν ο Θεός την σωτηρίαν ημών είτε προ της του Κυρίου παρουσίας, είτε μετά την ένσαρκον αυτού οικονομίαν, ως το Σιναίον όρος και την Ναζαρέτ, την φάτνην την εν Βηθλεέμ και το σπήλαιον, τον Γολγοθά τον άγιον, του σταυρού το ξύλον, τους ήλους, τον σπόγγον, τον κάλαμον, την λόγχην την ιεράν και σωτήριον, την εσθήτα, τον χιτώνα, τας σινδώνας, τα σπάργανα, τον τάφον τον άγιον, την πηγήν της ημών αναστάσεως, τον λίθον του μνήματος, την Σιών το όρος το άγιον, το των Ελαιών αύθις όρος, την προβατικήν, και Γεθσημανής το όλβιον τέμενος.
Ταύτα και τοιαύτα σέβω και προσκυνώ και πάντα ναόν άγιον και παν, εφ’ ώ Θεός ονομάζεται, ου δια την αυτών φύσιν, αλλά ότι θείας ενεργείας εισι δοχεία και δι’ αυτών και εν αυτοίς ηυδόκησεν ο Θεός την σωτηρίαν ημών κατεργάσασθαι. Και αγγέλους γαρ και ανθρώπος και πάσαν ύλην της θείας ενεργείας μέτοχον και διακονησαμένην την σωτηρίαν μου σέβω και προσκυνώ δια την θείαν ενέργειαν».
«Δεύτερος τρόπος είναι εκείνος με τον οποίο προσκυνούμε τα κτίσματα, μέσω των οποίων και στα οποία ο Θεός πραγματοποίησε τη σωτηρία μας, είτε πριν από την παρουσία του Κυρίου, είτε μετά την ένσαρκη οιονομία του, όπως είναι και το όρος Σινά και η Ναζαρέτ, η φάτνη στη Βηθλεέμ και το σπήλαιο, ο άγιος Γολγοθάς, το ξύλο του σταυρού, τα καρφιά ο σπόγγος, το καλάμι, η ιερή και σωτήρια λόγχη, η εσθήτα, ο χιτώνας, τα σεντόνια, τα σπάργανα, ο άγιος τάφος, η πηγή της αναστάσεώς μας, ο λίθος του μνήματος, το άγιο όρος Σιών, το όρος επίσης των Ελαιών, η προβατική κολυμβήθρα και ο πανάγιος ναός της Γεθσημανής.
Αυτά και τα παρόμοια τα σέβομαι και τα προσκυνώ και κάθε άγιο ναό του Θεού και κάθετι στο οποίο αναφέρεται το όνομα του Θεού, όχι εξαιτίας της φύσεώς τους, αλλά επειδή είναι δοχεία θείας ενέργειας και μέσω αυτών και μέσα σ’ αυτά ευδόκησε ο Θεός να πραγματοποιήσει τη σωτηρία μας. Και αγγέλους και ανθρώπους και κάθε ύλη που είναι μέτοχη της θείας ενέργειας και διακόνησαι την σωτηρία μου, τη σέβομαι και την προσκυνώ εξαιτίας της είας ενέργειας».
§ 35 «Τρίτος τρόπος, καθ’ ον προσκυνούμεν τα τω Θεώ ανακείμενα, τα ιερά φημί Ευαγγέλια και τας λοιπάς βίβλους˙ “εγράφησαν γαρ προς νουθεσίαν ημών, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησαν1”. Δίσκοι τε και ποτήρια, θυμιατοί, λυχνίαι και τράπεζαι, δήλον γαρ, ως πάντα ταύτα σεβάσμια˙ όρα γαρ, ότε Βαλτάσαρ εποίησεν υπηρετηθήναι τον λαόν τοις σκεύεσιν τοις ιερατικοίς, πως καθείλεν ο Θεός την βασιλείαν αυτού2».
«Τρίτος είναι ο τρόος με τον οποίο προσκυνούμε όσα είναι αφιερωμένα στο Θεό, εννοώ τα ιερά Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία˙ “γιατί γράφτηκαν για να νουθετήσουν εμάς που ζούμε στα έσχατα χρόνια1”. Επίσης είναι φανερό ότι οι δίσκοι και τα ποτήρια, τα θυμιατά, οι λυχνίες και οι τράπεζες, όλα αυτά είναι σεβάσμια˙ γιατί πρόσεχε, όταν ο Βαλτάσαρ διέταξε να εξυπηρετηθεί ο λαός με τα ιερά σκεύη, πως ο Θεός κατήργησε τη βασιλεία του2».
___________
1. Α’Κορ. 10,11
2. Δαν. 5,14
***
§ 36 «Τέταρτος τρόπος, καθ’ ον προσκυνούνται αι εικόνες αι οφθείσαι τοις προφήταις (εν εικονική γαρ οράσει είδον Θεόν) και αι των εσομένων εικόνες, ως η ράβδος Ααρών εικονίζουσα το της Παρθένου μυστήριον και η στάμνος και η τράπεζα1˙ και Ιακώβ δε προσεκύνησεν επί το άκρον της ράβδου2, τύπος δε ην του Σωτήρος. Έτι δε των γεγονότων εικόνες εις μνημόσυνον˙ αύτη γαρ η σκηνή εικών ην παγκόσμιος (“όρα” γαρ, φησί τω Μωσή, “τον τύπον τον δειχθέντα σοι εν τω όρει3”) και τα χερουβίμ τα χρυσά, έργον χωνευτόν, και τα χερουβίμ εν τω καταπετάσματι έργον υφαντόν. Ούτω προσκυνούμεν τον τύπον του σταυρού τον τίμιον, του τε σωματικού χαρακτήρος του Θεού μου το ομοίωμα και της αυτόν κατά σάρκα τεκούσης και των αυτού θεραπόντων».
«Τέταρτος είναι ο τρόπος με τον οποίο προσκυνούνται οι εικόνες που φανερώθηκαν στους προφήτες (γιατί είδαν τον Θεό με εικονική όραση) και οι εικόνες που αναφέρονται σε εκείνα που επρόκειτο να συμβούν, όπως είναι η ράβδος του Ααρών, που εικονίζει το μυστήριο της Παρθένου, και η στάμνα και η τράπεζα1˙ αλλά και ο Ιακώβ προσκύνησε στο άκρο της ράβδου2 και ήταν τύπος του Σωτήρα. Επίσης και οι εικόνες που αποτελούν ανάμνηση γεγονότων˙ διότι η ίδια η σκηνή ήταν παγκόσμια εικόνα (γιατί λέει στο Μωυσή, “πρόσεχε τον τύπο που σου επιδείχθηκε πάνω στο όρος3”), και τα χρυσά χερουβίμ, έργο χυτό, και τα χερουβίμ του παραπετάσματος, έργο υφαντό. Έτσι προσκυνούμε τον τίμιο τύπο του σταυρού, το ομοίωμα της σωματικής μορφής του Θεού μου και εκείνης που τον γέννησε κατά σάρκα, και των υπηρετών του».
___________
1. Εξ. 25,23
2. Γεν 47,31 Εβρ. 11,21
3. Εξ. 25,40 Εβρ. 8,5
***
§ 37 «Πέμπτος τρόπος, καθ’ ον προσκυνούμεν αλλήλοις ως μοίραν Θεού έχουσι και κατ’ εικόνα Θεού γεγενημένοις, αλλήλοις τε ταπεινούμενοι και νόμον πληρούντες αγάπης».
«Πέμπτος τρόπος είναι εκείνος κατά τον οποίο ο ένας προσκυνά τον άλλο, επειδή έχουμε ένα κομμάτι του Θεού και δημιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα Θεού, δείχνοντας ταπείνωση ο ένας προς τον άλλο και εκπληρώνοντας νόμο αγάπης».
§ 38 « Έκτος τρόπος των εν αρχαίς και εξουσίαις όντων (“απόδοτε” γαρ φησί, “πάσι τας οφειλάς, τω την τιμήν την τιμήν1”), ως Ιακώβ τω τε Ησαύ2 ως προγενεστέρω αδελφώ και Φαραώ3 υπό Θεού χειροτονηθέντι άρχοντι προσεκύνησεν».
«Έκτος τρόπος είναι εκείνος κατά τον οποίο προσκυνούμε όσους βρίσκονται σε αρχές και εξουσίες (γιατί λέει˙ “αποδώστε σε όλους ότι οφείλετε, σ’ εκείνον που οφείλετε τιμή, την τιμή1”), όπως ο Ιακώβ προσκύνησε τον Ησαύ2, ως μεγαλύτερο αδελφό του, και τον Φαραώ, που χρίσθηκε από τον Θεό άρχοντας».
___________
1. Ρωμ. 13,7
2. Γεν. 33,3
3. Γεν. 47,7-10
§ 39 «Έβδομος τρόπς, καθ’ ον τοις δεσπόταις οι δούλοι και τοις ευεργέταις και, ων αν δέοιντο, οι δεομένοι, ως Αβραάμ τοις υιοίς Εμμώρ, ότε το διπλούν ωνήσατο σπήλαιον1».
«Έβδομος τρόπος είναι εκείνος κατά τον οποίο προσκυνούν οι δούλοι τους δεσπότες και τους ευεργέτες και όσους μπορούν να βοθήσουν, εκείνοι που έχουν ανάγκη, όπως ο Αβραάμ προσκύνησε τους υιούς Εμμώρ, όταν αγόρασε το διπλό σπήλαιο1».
___________
1. Γεν. 23,7-9

Του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Αντιρρητικός πρώτος κατά εικονομάχων
«Φιλείς μη απέχεσθαι ταυτολογίας, μάλλον δε τυφλότητος, κακούργως εκ τούτου εις τούτο μεταβαίνων. Όπερ εισφέρεις απεοικός είναι και χαμαίζηλον, τούτο θεοπρεπές και υψηλόν τη του μυστηρίου μεγαλειότητι. Ή γαρ ουχί δόξα τοις υψηλοίς εστι το ταπεινούσθαι, ως ατιμία τοις ταπεινοίς το υψούσθαι;Ούτω τω Χριστώ μένοντι εν τη οικεία περιωπή της θεότητος, δεδοξασμένω τη αΰλω ανεπιγραφία, τιμή εστιν η της προς ημάς αυτού πανυψίστου συγκαταβάσεως ένυλος περιγραφία του οικείου σώματος. Ύλη γαρ γέγονεν, ειτ’ ουν σαρξ, ό το παν συστησάμενος. Και ουκ απαναίνεται ό καταδέξατο γενέσθαι και λέγεσθαι˙ ύλης δε έργον το υλικώς περιγράφεσθαι. Το γαρ επί τη του νου θεωρία αρκείσθαι, ως εν ημίν αναμορφουμένου δι’ αγίου Πνεύματος˙ είη αν επί του βαπτίσματος. Και ου περί του εξεικονίζεσθαι ημάς την ανθρωπόμορφον εικόνα εν υλικοίς χρώμασιν. Ει γαρ αρκεί η κατά νουν μόνο θεωρία, ήρκει αν εν τοσούτω αυτόν χωρήσαι προς ημάς˙ και πάλιν η δόκησις πεφενάκικεν εν οις δέδρακε μη εις σώμα εληλυθώς, και τοις καθ’ ημάς αδιαβλήτοις πάθεσιν. Αλλ’ ίθι πόρρω. Σαρξ εν σαρκί πέπονθε, βέβρωκε τε και εν ωσαύτως˙ και τάλλα όσα καθείς άνθρωπος, πλην αμαρτίας. Και ούτω τιμή το δοκούν κατά σε είναι άτιμον τω παντίμω και υπερδοξασμίω Λόγω. Αποίσειν δε καθ’ημών Γραφικάς φωνάς αμαθώς παύσειας αν άρα τα κατά των Ελλήνων επί ταις ειδωλικαίς ανατυπώσεσι τη του Χριστού εικόνι προσάπτων; Τις γαρ αν νουν έχων ου συνιεί την διαφοράν ειδώλου τε και εικόνος˙ ότι το μεν σκότος, το δε φως˙ και το μεν πλάνον, το δε απλανές˙ και το μεν της πολυθεΐας, το δε της οικονομίας εναργέστατον γνώρισμα;» (PG 99 336c-337a)

§ 12 «Πως φης, Εν τη εικόνι, του Χριστού η θεότης; Φυσικώς; Επεί συμπροσκυνείται˙ ή ου;και ει μεν εν αυτή, η περιγραφή˙ ει δε μη, το προσκυνείν ασεβές˙ ου γαρ ο λέγεται, αλλ’ ο μη έστι προσκυνείται˙ Χριστού δε η σαρξα αεί τη θεότητι συμπροσκυνείται, ότι συνήνωται αδιασπάσεως˙ αλλ’ ουχ η εικών.
Επί των αυτών ατοπημάτων ει. Ουκ όντος γαρ ενός αρχετύπου τε και εικόνος, ότι το μεν αλήθεια, το δε σκιά˙ τι ως σοφόν σου το επιχείρημα;Επί μεν γαρ του Κυριακού σώματος τη φυσική συναφεία η θεότης συναπτικώς και προσκυνείται και δοξάζεται, καίπερ της σαρκός περιγραφή υποπιπτούσης, Πως γαρ ου, απτής και ληπτής και ορατής υπαρχούσης, και ουδαμώς της απεριλήπτου φύσεως δια την ένωσιν υφισταμένης τα ανοίκεια;επεί, ως είρηται, και πέπονθεν η σαρξ μη συμπεπονθυίας της απαθούς ουσίας. Επί δε της εικόνος ουδαμώς. Όπου γαρ ουδέ αυτής της αναστειλωθείσης σαρκός η φύσις πάρεστιν, αλλ’ ή μόνον η σχέσις, πολλού γε αν είποις την απερίγραπτον θεότητα, ή τοσούτον και ένεστι και προσκυνείται εν τη εικόνι, οσώπερ εν σκιά της ενωθείσς αυτή σαρκός υπάρχει. Που γαρ εστιν, ου ουκ έστιν η θεότης, εν τε λογικοίς και αλόγοις˙ εν εμψύχοις και αψύχοις; Αλλά κατά αναλογίας των υποδεχομένων φύσεων προς το μάλλον και ήττον. Ούτω και εν εικόνι είναι την θεότητα ειπών τις ουκ αν αμάρτη του δέοντος˙ επί και επί τύπου σταυρού των τε άλλων θείων αναθημάτων, αλλ’ου φυσική ενώσει˙ ου γαρ σαρξ η θεωθείσα˙ σχετική δε μεταλήψει, ότι χάριτι και τιμή τα μετέχοντα». (PG 344B-C)
§ ΙΔ’ «Τον σταυρόν προσκυνητέον πρότερον, ή την εικόνα; Επ’ ίσης ή κατά το ήττον;
Φυσικής ακολουθίας ούσης εν τοις πράγμασι, περιττολογείν μοι δοκείς. Ει μεν γαρ ο σταυρός επί του αρχετύπου ληπτέος, πως ουχί; Εν αυτώ γαρ πέπονθεν ο απαθής Λόγος ου η δύναμις τοσαύτη, ως αν τη σκιά φλέγεσθαι το δαιμόνιον φύλον, και πόρρω εκ των εσφραγισμένων αποδιδράσκειν. Ει δε επί του τύπου ου συνετόν. Όσον γαρ τα αίτια διαφέρει, τοσούτον και τα αιτιατά προετίμηται˙ επεί και παν το παραλαμβανόμενον δια τιν χρείαν, υποδεέστερον εστι κατά τιμήν, ου ένεκεν είληπται˙ όσπερ και σταυρός Χριστού˙ πρότερον γαρ κατάρας όργανον ων, ύστερον ηγίασται, παραληφθείς εις χρείαν του θείου πάθους» (PG 99,345B)
§ ΙΘ’ «Ευρίσκοιτο δ’ αν εντεύθεν, φασί, πολυσχιδής η προσκύνησις. Μία δε προσκύνησις, και ου πολλαί.
Η λατρευτική τούτο, και επί Θεού μόνον˙ επί δε των άλλων αι άλλαι. Βασιλείς τε γαρ και άρχοντες προσκυνούνται προς ημών, δεσπόται προς δούλων, πατέρες προς τέκνων˙ αλλ’ ουχ ως Θεοί˙ καίπερ ισοτύπου ούσης της προσκυνήσεως, αλλά μη της διανοήσεως˙ άνθρωποι γαρ˙ και κατά τιμήν αυτοίς το σέβας ή δια νόμον, ή δια φόβον, ή δια πόθον. Ώστε ειδώς διαφοράν προσκυνήσεως, εν η προσκυνούνται δια των χαρακτήρων τα πρωτότυπα, απένειμε την μεν ως κυρίαν κυρίως και μόνον τη Θεότητι˙ τας δε κατ’ αναλογίαν ων εισι τα παράγωγα, της Θεοτόκου ως Θεοτόκου, των αγίων ως αγίων. (PG 99,348C)…
… Ει τις τη εικόνι της Θεοτόκου, και πάντων των αγίων, μη την δέουσαν προσκύνησιν απονέμοι, της Θεοτόκου ως Θεοτόκου, των αγίων ως αγίων, κατά το διάφορον της προσκυνήσεως Μητρός Θεού και ομοδούλων, αλλ’ ειδωλικήν επίνοιαν φαίη είναι τον σωτήριον κόσμον της Εκκλησίας, αιρετικός εστιν.» (PG 99,352A)


Του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Αντιρρητικός Β’

«Ο μεν της αληθείας λόγος μονοειδής τις ων και ακράδαντος την φύσιν, ούτε γνωμικαίς διαιρέσεσιν, ούτε χρονικαίς αλλοιώσεσιν υποβάλλεσθαι πέφυκεν˙ αει γαρ εστι τα αυτά δοξάζων τε και πρεσβεύων˙ ως πάσης υφέσεώς τε και προσθέσεως εξηρημένος. Ο δε του ψεύδους μύθος, άτε πολυσχιδής και μυριόγνωμος τυγχάνων, εξ άλλων τε εις άλλαμεταπίπτων, πη μεν τούτο πρεσβεύει, πη δε έτερον αντιδοξάζει, και ίσταται επί του αυτού ουδαμή ουδαμώς, τοις της αλλοιώσεως τε και τροπής πάθεσιν υποβαλλόμενος. Καθά και ο των εικονομάχων υλακτισμός˙ ότι ποτέ μεν την εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, είδωλον πλάνης βλασφήμως αποκαλοίη, ποτέ δε ού φασίν, αλλ’ ότι καλόν η ιστορία, εξηγήσεως και αναμνήσεως λόγον έχουσα, ου μην προσκυνήσεως˙» (PG 99,352D)
§ Στ’ «Περί Χριστού ηνίκα γέγραπται “Και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού”˙ τι άλλο έστι νοήσαι, ή ότι περί πρωτοτύπου ο λόγος;πάν γαρ άνθρωπος εγένετο μετά του είναι Θεός, επειδή ουν πας άνθρωωπος της εαυτού εικόνος πρωτότυπον εστι, και ουκ αν είη άνθρωπος μη έχων παράγωγον το εαυτού απεικόνισμα˙ δηλονότι και Χριστός ως κατά πάντα ομοιωθείς ημίν, της εαυτού εικόνος πρωτότυπόν εστι, καν τη λέξει μη γέγραπται. Ώστε οπόταν ερωτήσειας, Που γέγραπται, προσκυνείσθαι εικόνα Χριστού;τηνικαύτα ακούσειας, ότι Όπουπερ γέγραπται προσκυνείσθαι Χριστόν˙ είπερ αχώριστόν εστι του πρωτοτύπου το παράγωγον». (PG 99,356B)
§ Λστ’ «Πρώτον μεν εκείνον ερώ ότι όσα ο νόμος λέγει, τοις εν τω νόμω λαλεί˙ και ου τι που παραβλητέα τα πάλαι τοις εν χάριτι˙ επεί ούτω γε και σαββατίσωμεν, και περιτεμούμεθα, και πολλά ημίν ενάντια έπεται˙ αλλ’ όσον εν σκιαγραφία μόνον. Σκιάν γαρ έχων ο νόμος, ουκ αυτήν την εικόνα των πραγμάτων, τω Αποστόλω είρηται. Δεύτερον ότι και τα εν νόμω άγια ειρημένα και προσκυνητά, έστιν αποδεικνύναι. Ει γαρ χερουβίμ δόξης ωνόμασται η δε δόξα ομόστιχος τη τιμή, και η τιμη τη προσκυνήσει˙ δηλονότι το δεδοξασμένον, άγιο˙ και το άγιον, προσκυνητόν τυγχάνει, καν ου βούλοιο». (PG 99,376C)
«Η εικών προς το αρχέτυπον την εμφέρειαν έχει, αλλ’ η μεν φυσική, φυσικώς˙ η δε τεχνητή, τεχνητώς. Και η μεν άμα τη ουσία και τη ομοιώσει απαράλλακτος εστιν, ουπερ εστιν αποσφράγισμα˙ ως ο Χριστός κατά μεν την θεότητα, προς τον εαυτού Πατέρα˙ κατά δε την ανθρωπότητα, προς την εαυτού Μητέρα. Η δε τη ομοιώσει ταυτιζομένη, ηλλοτρίωται της ουσίας του αρχετύπου, ως εικών του Χρστού». (PG 99,417B)

Του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Προβλήματα τινα προς εικονομάχους

§ Ι’ «Ει αι καταφάσεις ταις αποφάσεσι ηναντίωνται, επεί ου ταυτόν αμφότεραι, ούτε νενόηνται, ούτε ονομάζονται˙ κατάφασις δε το περιγράφεσθαι˙ απόφασις δε το μη περιγράφεσθαι˙ εξ αμφοίν δε ο Χριστός θεότητι και ανθρωπότητι˙ πάντως που έχει τα ιδιώματα των φύσεων; Εξ ών και ένεστιν αντιδιαστελλόμενα προς άλληλα, και ουκ εις έν κεκραμένα, ακολούθως τη διπλή των ουσιών διττά και αυτά υπάρχοντα. Αφ’ων και νενόηται και ωνόμασται περιγραπτός τε και απερίγραπτος. Ει δε μη τούτο, αλλά μόνον απερίγραπτος˙ εκράθη τα άκρατα φύρδην˙ και ομώνυμα τα ετερώνυμα˙ και έσται το περιπατείν, ως το μη περιπατείν, ταυτονόητον και ταυόλεκτον˙ και το διαλέγεσθαι, ως το μη διαλέγεσθαι˙ και το υπάρχειν ως το μη υπάρχειν˙ και το περιγράφεσθαι λοιπόν, ως το μη περιγράφεσθαι˙ όπερ λίαν ηλίθιον.» (PG 99,481D)
«Ει, ως φησιν ο θείος Επιφάνιος, όσα εν ανθρώπω και ο άνθρωπος, και ει τι εστιν άνθρωπος, ταύτα ελθών ανέλαβεν ο Μονογενής, ίνα εν τω τελείως ανθρώπω τελείως το παν της σωτηρίας, Θεός ων, απεργάσηται, μηδέν απολείψας του ανθρώπου˙ ου περιγραφόμενος δε σώματι, απολείποιτο ου το τυχόν, απλώς, αλλ’αυτό το Κύριον και καιριώτατον˙ είπερ πρώτιστον ιδίωμα ανθρώπου, η του σωματικού χαρακτήρος εξεικόνησις˙ άρα ουχ ούτος απαγορεύει Χριστόν εγγράφεσθαι, ω άνδρες, αλλ’ ο τούτου ομώνυμος την σάρκα Χριστού απαρνούμενος, καθώς αυτός ο άγιος εν τω περί αιρέσεων τριακοστώ δευτέρω κεφαλαίω δεδήλωκεν; Ον και εν τοις εαυτού συνοδικοίς αναθεματίζει ο μακάριος Σωφρόνιος». (PG 99,484B)


Του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Κατά εικονομάχων κεφάλαια επτά

Κεφ. Δ’ Προς τους λέγοντας, ότι τα νήπια ο ιερεύς ουκ εικόνι χρώμενος, αλλά σταυρού τύπω, κατασφραγίζει προσφερόμενα αυτώ.
«Ο ιερεύς μέσος Θεού και ανθρώπων ιστάμενος, εν ταις ιερατικαίς επικλήσεσι, μίμημα εστι Χριστού. Φησί γαρ ο Απόστολος˙ Εις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς. Εικών ουν υπάρχων Χριστού, αναγκαίως ουκ εικόνι (πως γαρ αν εικών εικόνι χρήσαιτο του εαυτού αρχετύπου); Αλλά τύπω σταυρού, Χριστό δηλαδή μιμούμενος. Ως γαρ εκείνος τας αρχάς και τας εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας αυτάς εν τω σταυρώ, καθά γέγραπται˙ ούτω και ούτος τύπω σταυρού, ως τύπος Χριστού˙ τύπος γαρ και εικών ταυτόν εις εμφέρειαν˙ το σωτήριον του παιδός απεργάζεται, ώστε κανταύθα εικών είληπται Χριστού το ιερατικόν δηλαδή αξίωμα». (PG 99,493C-D)


Του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή προς Πλάτωνα τον εαυτού πατέρα περί της προσκυνήσεως των εικόνων

«Πάσα τοίνυν τεχνητή εικών, ομοίωσίς εστιν, και εν εαυτή τον χαρακτήρα του αρχετύπου μιμητκώς δείκνυσι, καθώς φησιν ο πολύς τα θεία Διονύσιος. Το αληθές εν τω ομοιώματι, το αρχέτυπον εν τη εικόνι, το εκάτερον εν εκατέρω, παρά το της ουσίας διάφορον. Ώστε ο προσκυνών την εικόνα, προσεκύνησε τον όνπερ εμφαίνει η εικών ασφαλώς. Ούτε γαρ την της εικόνος ουσίαν, αλλά τον εν αυτή γεγραμμένον προσεκύνησεν˙ ούτε μην του αρχετύπου την εικόνα διέσχισε κατά ταυτόν της προσκυνήσεως. Ταυτόν γαρ η εικών τω αρχετύπω τη ομοιώσει. Ούτω τοιγαρούν και ο μέγας Βασίλειος˙ ότι βασιλεύς λέγεται και η του βαιλέως εικών, και ου δύο βασιλείς. Ούτε γαρ το κράτος σχίζεται, ούτε η δόξα μερίζεται. Ως γαρ η κρατούσα ημών αρχή και εξουσία μία, ούτω και η παρ’ ημών δοξολογία μία, και ου πολλαί. Διότι η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει. Ει δε επί το πρωτότυπον διαβαίνει, ουκ άλλη και άλλη, αλλά μία και η αυτή τιμητική προσκύνησις˙ ώσπερ έν και ταυτόν το προσκυνούμενον καν εικόνι πρωτότυπον». (PG 99,501A)
«Η δε αληθής των Χριστιανών πίστις, καθώς προείρηται, ως μίαν επί της Αγίας Τριάδος τη κοινωνία της θεότητος ομολογεί προσκύνησιν˙ ούτω και επί της εικόνος Χριστού μίαν και την αυτήν προσκύνησιν ομολογεί κατά την ταυτότητα της υποστάσεως του Χριστού. Η αυτή γαρ εστι προσκυνουμένη, καν γεγραμμένη είη. Επεί ουκ αν είη εικών, ει μεσολαβείται και διασχίζεται τη τιμή από του πρωτοτύπου, αλλ’ ιδιοϋπόστατον τι πράγμα τυγχάνει. Και ούτω λοιπόν καν τη της εικόνος του Χριστού προσκυνήσει, μία η προσκύνησις και δοξολογία της πολυϋμνήτου και μακαρίας Τριάδος. Δόξειε δ’ αν τις κακείνο λέγειν˙ Ούκουν επειδή η προσκύνησις λατρεία, συλλατρεύεσθαι συμβαίνει την εικόνα Χριστού τη αγία Τριάδι. Αλλ’έοικεν ο τοιούτος μη ειδώς διαφοράν προσκυνήσεως˙ επεί προσκυνούμεν αγόις, αλλ’ ου λατρεύομεν αυτοίς˙ και άρχουσι κατά νόμον Θεού, αλλ’ ουδέ αυτοίς λατρεύομεν».(PG 99,504B)
«Ούτω τοιγαρούν, ως εμέ γουν ειδέναι, τη των αγίων Πατέρων διδασκαλία επερειδόμενον, η της εικόνος του Χριστού προσκύνησις˙ ης αναιρουμένης ανληρηται δυνάμει και η του Χριστού οικονομία˙ και ης μη προσκυνουμένης, ανήρηται ωσαύτως και του Χριστού προσκύνησις». (PG 99,505A)


Του αγίου Νικηφόρου, πατριάρχου Κωνστανινουπόλεως, Αντίρρησις και ανατροπή των παρά του δυσσεβούς μαμωνα κατά της σωτηρίου του Θεού Λόγου σαρκώσεως ασεβώς και αθέως κενολογηθέντων ληρημάτων.

«Πάλιν ουν καν τούτω τω μέρει της ασεβείας εαυτοίς ακολουθούντες, ου γαρ δη την της αληθείας διασκοπούσιν εύρεσιν, την του Μαμωνά πλάνην, κανόνα και δογμάτων ακρίβειαν οι δείλαιοι εξεδέξαντο. Ούτω γαρ του δέοντος παρεκοσμίσθησαν λογισμού, και τοις αισχίοσι την ψήφον ήνεγκαν, όθεν αυτοίς το παν της εικαίας ταύτης διδασκαλίας ανοήτως συνέστηκεν. Όντως αληθές περί των ώδε φρονούντων, φάναι και νυν, ως είη εξ αμπέλου Σοδόμων η άμπελος αυτών, η κλιματίς ατών εκ Γομόρρας, η σταφυλή αυτών σταφυλή χολής, βότρυς πικρίας αυτών. Τον γαρ της ασεβείας εκείθεν πικρόν ώσπερ εκχεάμενοι άκρατον, και τοις εκπεπονημένοις αυτώ ψευδομυθήμασιν εκμεμεθυσμένοι τον νουν, προς αλλοκότους και αλογίστους φλυαρίας την γλώσσαν ατοπώτατα παραφέρονται. Πολλά δη ουν καμνόντες, και πολλάς βίβλους διαφθείραντες και νοθεύσαντες, πλείστας τε δόξας των τε αοιδίμων Πατέρων ημών, προς δε και των εκτός και του της Εκκλησίας απεληλαμένων χορού εξερευνήσαντες, και ταυτάς παρακινείν και δολούν πειραθέντες – ήνυσαν πλέον μεν ουδέν τι – εκείνον δε ταις ισοθέοις καθ’ Έλληνας γεραίρουσι τιμαίς, τη τε δόξη τη αυτού και τω φρονήματι προστρέχοντες αφρονέστατα, ως οικείον περιπτύσσονται και ασπάζονται». (PG 100,208C-209A)
§ IA’ « Είτα˙ “παρέλαβεν ούτως ομολογείν”. Εν τούτοις ή ου συνήκεν ό τι και λέγει ο πάντων σοφώτατος είναι οιόμενος, ή εκών πάλιν τινάς παρακρούεται˙ και ουκ οίδα πότερον παρανοίας ή πανουργίας αυτόν τις γράψαιτο. Ακούσεται γαρ˙ Πάλιν αυτός παράδοσιν εισάγεις; Τι δη ποτε; Μη πρότερον την ανέκαθεν και εξ αρχής παρά των ιερών αποστόλων και των αοιδίμων ημών Πατέρων παραδεδομένην και κεκρατηκυίαν επί τη όντως καθολική και αποστολική Εκκλησία, συνήθειαν παραδέχη, όση τε εν γράμμασι και όση εν λόγοις παραδέδοται; “Στήκετε” γαρ, φησίν ο θείος Απόστολος τισιν επιστέλλων, “και κρατείται τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε, είτε δια λόγου, είτε δι’ επιστολής ημών”». (PG 100,220C)
«Εροίμην δ’αν κακείνο αυτούς και μάλα προθύμως. Πόθεν υμίν, ω ούτοι, η εξουσία αύτη, τα μεν άλλα του σώματος παροράν ιδιώματα, το περιγραπτόν δε μόνον τυρρανικώς υποσπάσαντες αποστερείν; Οίον το εσχηματισμένον, το τριχή διαστατόν, το απτόν, το διωργανομένον, τα τε άλλα εξ ων το περιγραπτόν είναι συνάγεται˙ ως ει τις τούτων τι του σώματος υποτέμνειτο, αφηρηκώς αν είη και το είναι σώμα. Το γαρ εν τόπω τινί είναι και περιείρχθαι, ανέλοιτο αν εις ταυτόν ερχόμενον τη περιγραφή˙ ο και λέγειν γελοίον. Πως ουν τούτο μόνον παραπόλλυσθαι του σώματος φατε, των δε λοιπών τέως ένεκεν ιδιωμάτων σιωπάτε; Αλλά δήλοι εστε δια της μίας ταύτης φωνής και τάλλα απαναινόμενοι˙ καν γαρ έν τι λίποι των γνωρισμάτων της φύσεως, ατελής οφθήσεται. Και γαρ ει μη διασώζοιτο τω ανθρώπω το λογικόν, ουδέ άνθρωπος˙ ωσαύτως δε το θνητό, το ορθοπεριπατητικόν, ή το κινείσθαι, ή το έμψυχον είναι, ή τι άλλο των συντρεχόντων εις την ανθρώπου φύσιν και τον κατ’ αυτόν ορισμόν, ει επιλίποι, ουκ αν είη άνθρωπος. Και του ίππου ει τις αφέλοιτο το χρεμεστικόν, ή του κυνός το υλακτικόν, ούτε ίππος ούτε κύων έσονται. Ουκούν και η κατά Χριστόν ανθρωπότης, ει τινος των ιδιωμάτων αμοιρήσει, ελλιπής φύσις εστι, και ου τέλειος άνθρωπος ο Χριστός˙ μάλλον δε ουδέ Χριστός, αλλά το παν οίχεται, ει μη περιγράφοιτο και εικονίζοιτο. Τούτο δε τι άλλο εστίν, ή όπερ οι καθ’ υμάς διδάσκαλοι Αρειανοί βούλονται, σάρκα μόνον ψυχής άνευ ειληφέναι τον Κύριον, και ταύτη μηδέ γεγράφθαι, συνουσιώσθαι δοκούν αυτοίς; Ουκούν ουδέ σέσωσται το καθ’ ημάς όλον φύραμα. Και πως άρα υμών οι θεολόγοι ανέξονται των ληρημάτων, μέγα διακεκραγότες˙ ει ήμισυς έπταισεν ο Αδάμ, ήμισυ και το προσειλημμένον και το σωζόμενον˙ ει δε όλος ήνωται τω Θεώ, όλος και σώζεται;» (PG 100,244C-245A)
§ KH’ «Φανερό νουν τοις νήφουσιν, ως επί τοις νυν προκεχειρισμένοις έστιν ειπείν, ότι αρχέτυπον εστιν αρχή και παράδειγμα υφεστηκός του απ’αυτού χαρακτηριζομένου είδους, και της παραγωγής του προσεοικότος αίτιον. Της δε αυ εικόνος ορισμός τοιούτος, ως επί των τεχνητών τούτων τις είποι˙ εικών εστιν ομοίωμα αρχετύπου, όλον εν εαυτή του εντυπουμένου το είδος δια της εμφερείας εναποματτομένη, τω διαφόρω της ουσίας, κατά την ύλην και μόνον παραλλάσουσα˙ ή μίμησις αρχετύπου και απείκασμα, τη ουσία και τω υποκειμένω διαφέρουσα, ή τέχνης αποτέλεσμα κατά μίμησιν του αρχετύπου ειδοποιουμένη, ουσία δε και τω υποκειμένω διαφέρουσα. Ει γαρ μη διαφέρει εν τινι, ουκ εικών, ουδέ άλλο τι παρά το αρχέτυπον εστιν. Ούτω μεν ουν η εικών, ομοίωμα και εκτύπωμα όντων και υφεστηκότων εστί». (PG 100,277A).
§ ΚΘ’ «Το δε είδωλον ανυπάρκτων τινών και ανυποστάτων ανάπλασμα, οποίας δη τινας Έλληνες υπ’ασυνεσίας και αθεΐας, Τριτώνων τινων και Κενταύρων και άλλων φασμάτων ουχ υφεστώτων, μορφάς αναπλάττουσι. Και ταύτη αλλήλων εικών τε και είδωλον αποδιαστέλλονται, ώστε οι μη δεχόμενοι τούτων διαφοράν, δικαίως αν ειδωλολάτραι κληθείεν. Και αι μεν εικόνες, και αγαθών και φαύλων εισίν εικόνες, ων και η δόξα δίαφορος. Των μεν αγαθών τιμητέαι, των φαύλων δε αποπεμπτέαι, και εν ίσω ειδώλοις φευκτέαι˙ κακείναι μάλιστα, όσαις και ειδώλων σέβας των παλαιών τινες, κακώς και αθέως ανέθεσαν, τον των όλων Θεόν και την πρώην αιτίαν αγνοήσαντες. Όπερ ή τε προς τους οικείους των εμπαθών και υλικοτέρων απειργάσατο περιπάθεια, ή τε τυρρανίς, της προσηκούσης δόξης τους θεσμούς και όρους πλεονεκτήσασα. Διό είδωλον επί τινος των αγαθών ουκ αν λέγοιτο, τω προειλήφαι μάλιστα την φωνήν επί των εθνικών σεβασμάτων, ά τοις δαίμοσι δια των θυσιών προσφέρεται, κατά την αποστολικήν ρήσιν».



Του Αγίου Νικηφόρου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Αντιρρητικός Β’

§ Στ’ «Αλλ’ άξιον και πρόσφορον εν τω παρόντι ειπείν, και οικείον της των αγίων τελειότητος, ότι ως Θεού θεράποντες, και κατά τον τήνδε βίο τον σταυρόν αράμενοι, Χριστόν ηκολούθησαν και συνεσταυρώθησαν, και του ζωοποιού αυτού πάθους και του σωτηρίου θανάτου, μιμηταί και οπαδοί γεγόνασι˙ διο και εις τον αιώνα συμβασιλεύουσιν αυτώ˙ ουδέν δε ήττον και μετά την ενθάδε απαλλαγήν, Χριστώ συνδιώκονται και συμπάσχουσιν. Όπερ γαρ πρότερον τοις αρχετύποις συνέβαινε, τούτο και νυν ωσαύτως περί τα ιερά ομοιώματα διαδείκνυται, και διπλοίς τοις άθλοις επί διπλοίς τοις διωγμοίς και ταις ύβρεσι παρά του στεφοδότου Χριστού καταστέφονται˙ και ζώσι τω Θεώ πάντοτε και εισίν εν ειρήνη, καν έδοξαν εν οφθαλμοίς τεθνάναι του άφρονος». (PG 100,314C)
§ H’ «Ημιν δε τοις του λόγου της αληθείας προεστηκόσι, και τον περί τούτων λόγον ποιουμένοις, ότι και γράφονται και εικονίζονται οι άγιοι άγγελοι, ως εν βραχεί το παν εισενεχθήσεται. Πρώτον μεν γαρ αυτά μαρτυρεί τα πράγματα, άπερ δια των ορωμένων ημίν και υπ’ όψιν κειμένων ασφαλώς βεβαιούται. Πανταχού γαρ γης κατά τους ιερούς ναούς αι ιστορίαι πλήθουσι τα των ασωμάτων δυνάμεων ιερά απεικάσματα, και της καθολικής Εκκλησίας, δι ης το κράτος αρχήθεν κέκτηται η παράδοσις, ων απόδειξιν ζητείν, πάσης επέκεινα ηλιθιότητος και ματαιότητος. Έπειτα δε και η των θεοπαραδότων λογίων σαφώς ημάς εκπαιδεύει διδασκαλία. Και ίνα από αυτής της πρωτίστης και ως εγγυτάτω Θεού και τα πρώτα εκείθεν ελλαμπομένης αρξώμεθα, ίδωμεν τι των περί την κιβωτόν ένεκεν τάξεως, της εν νόμω σκηνής φησί Παύλος˙ “υπεράνω δε αυτής Χερουβίμ δόξης κατασκιάζοντα το ιλαστήριον”. Χερουβίμ δε δόξης, τα δεδοξασμένα, τα ένδοξα και υποκάτω του Θεού, ως άριστα τοις μυσταγωγοίς της Εκκλησίας δοκεί˙ σημαίνει δε τούνομα, πλήθος γνώσεως και χύσις σοφίας η Εβραίων οίδε φωνή. Τίνα δε ταύτα, ει ώτα είχε του ακούειν, ήκουσε αν και επέγνω σαφώς, ότι ουκ αυτούς τους θειοτάτους και υπερτάτους Χερουβίμ ο λόγος παρίστησιν, οι γε ασώματι τε εισι και ανείδεοι και ασχημάτιστοι, νοεροί τε και λογικοί τυγχάνουσιν˙ αλλά κατ’ αυτούς ιερά απεικονίσματα, άπερ εξ ύλης της καθαρωτάτης και λαμπροτάτης διεσκεύαστο, τα χρυσήλατα, τα σρυσοτόρευτα, τα χερσίν ανθρωπείαις Θεού προστάττοντος διησκημένα, τα άψυχα, τα ακίνητα, τα αναίσθητα, ομωνύμως εκείνοις προσαγορευόμενα, της τε προσηγορίας μετασχόντα, και δόξης ηξιωμένα και χάριτος». (PG 100,343B-C)
§ Θ’ «Φαμέν τοίνυν, ως αι πανάγιαι αύται δυνάμεις, όπως μεν έχουσι φύσεως και υπάρξεως, παρ’ ημίν ηγνοημένον πως εστι και δυσεπιχείρητον˙ και είρηται γε ημίν εν ετέροις πλατύτερον, τοις των ιερών διδασκάλων επομένοις διδάγμασιν. Απλαί τε γαρ ούσαι παντελώς και ασύνθετοι, και απερίγραπτοι τόπω δια το ασώματον, όμως γράφονται και εικονίζονται. Και προηγουμένως γε τούτο ίσμεν, δια των του Πνεύματος λογίων, άπερ ο ιεροφάντης ημίν Μωϋσής της των Χερουβίμ ποι΄σεως ένεκεν παραδέδωκεν. Έπειτα επειδή “λειτουργικά πνεύματά εισιν, εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν”, ευδόκησεν ο πάντων κηδεμών και δεσπότης Θεός, ο πάντα φιλανθρώπως οιακίζων και πρυτανεύων τα ημέτερα, αναλόγως τη ανθρωπίνη ασθενεία, δια της συντρόφου και συνήθους αισθήσεως, τας των μακαρίων δυνάμεων επιστασίας γίνεσθαι˙ εξ ων ημίν, το κοινωνικόν έχουσαι, τα θεία δώρα και τας ευεργσίας των οικονομουμένων και προμηθουμένων διαπορθμεύουσι. Πολλαί γουν τοις του Θεού θεράπουσιν αγγελοφάνειαι γεγόνασιν˙ ου της φύσεως αυτών εμφανιζομένης, αλλ’ εις όσον αγιστείας και καθαρότητος ήκεν ο προς την τοιαύτην θένα κεκλημένος, ή τε των διακονουμενων πραγμάτων εκάλει χρεία και ο καιρός, ούτως αι μορφάι και τα σχήματα των αμορφώτων και ατυπώτων, τοις της θέας ηξιωμένοις καθαροίς νοός όμμασι, διετυπούτο τε διαφόρως και διεφαίνετο». (PG 100,349C-D)
§ IA’ «Επεί ουν οφθαλμοίς σαρκίνοις αθέατοί εισιν οι άγιοι άγγελοι, ώφθησαν δε διαφόρως κατά τα σύμβολα των εγχειρισμένων αυτοίς διακονιών σχηματιζόμενοι, ούτω και εικονίσθησαν και εγράφησαν, μέχρι γουν της σήμερον παρά Χριτιανοίς. Κατά ταύτα και πράσσεται και κηρύσσεται. Και επειδή άγιοι και θεοειδείς εισι και λειτουργοί της θείας μεγλειότητος, και φώτα δεύτερα του πρώτου φωτός απαυγάσματα, και της σωτηρίας της ημετέρας διάκονοι, δι ά δη και τα τούτων αφομοιώματα τίμια και άγιά εστι, την προσηκούσαν τιμήν προσφέρομεν αυτοίς, και τας ιεράς πρεσβείας αυτών εξαιτούμεν˙ διότι γινώσκομεν και πιστεύομεν, τας τε δοξολογίας ημών, και τας προς Θεόν ευχαριστίας τε και δεήσεις και παρακλήσεις δι’ αυτών προσάγεσθαι˙ είπερ εστίν αληθές το εν Ευαγγελίοις παρά του Σωτήρος ημών ειρημένον˙ “ότι οι άγγελοι αυτού εν ουρανοίς δια παντός ορώσι το πρόσωπον του Πατρός μου του εν ουρανοίς”». (PG 100,353A-B)
§ ΙΘ’ «Τι γαρ ανοητότερον και κτηνοπρπέστερον του λέγειν σεσάρκωσθαι μεν τον Λόγον, μη περιγράφεσθαι δε ή εικονίζεσθα; Αυτοί δε προς ένδειξιν της ασεβείας αυτών, την καθ’ υπόστασιν ένωσιν προχειρίζονται˙ προς έτερον δε το παν του σκοπουμένου αυτοίς αφορά˙ Μίσει γαρ εις το αρχέτυπον τα τοιαύτα δρώσιν˙ ως αν αναιρουμένης της εικόνος, συναπολοιτο κακείνου η μνήμη˙ επειδή τω όντι βαρύς εστιν αυτοίς ο Χριστός και εν εικόνι βλεπόμενος». (PG 100,372C)

Του Αγίου Νικηφόρου πατριάρχου Κωνσταντινοπόλεως, Αντιρρητικός Γ’


§ Γ’ «Εξής δε ταύτα λέγομεν, ότι το γράφειν ήτοι εικονίζειν τον Χριστόν, ουκ εξ ημών την αρχήν είληφεν, ουδέ εν τη καθ’ ημάς ήρκται γενεά, ουδέν νεαρόν το εφεύρημα˙ χρόνω τετίμηται η γραφή, αρχαιότητι διαπρέπει, ηλικιώτις εστι του ευαγγελικού κηρύγματος˙ διο και αιδέσιμος και σεβασμία. Και ίνα συντομότερον και βεβαιότερον είπω, επειδή σύμβολα της πίστεως ημών της αμωμήτου τα ιερά ταύτα θεάματα, πάλαι τη πίστει και εξ αρχής συνυφέστηκε και συνήκμασεν˙ αποστόλων εστι το εγχείρημα, Πατέρων το επισφράγισμα. Ως γαρ αυτοί τον της θεοσεβείας εισηγήσαντο λόγον, ούτω και εν τω μέρει τούτω, τον τρόπον καθ’ ον ο Σωτήρ επί της γης ανεστράφη πολιτευόμενος, καθά και δια της ευαγγελικής συγγραφής εμφανή και δήλα καθίσταται, ταυτόν τάχα ποιούντες, όπερ πολλοί των πάλαι τας αριστείας αναγράπτους εποιήσαντο, ου μόνον εν βίβλοις αναταξάμενοι, ήδη δε και εν πίναξι ανιστορίσαντες». (PG 100,380B-C)
Στ’ « Αστέριος δε (μνήμης γαρ και τούτον αξιούν τα νυν δίκαιον), είτε ον αυτοί διδάσκαλον επάγονται, ή οτισούν έτερος, Αστέριος δ’ ουν όμως, εν τω εις την αιμόρρουν εγκωμίω, την τε σπουδήν και προαίρεσιν του γυναίου, ην περί την πίστιν την εις τον ευεργέτην επεδείξατο, υπεραγάμενός φησιν, ότι γε δη ο παρ’ αυτής εις τύπον του Χριστού χαλκουργηθείς ανδριάς, εις συνηγορίαν του ευαγγελικού κηρύγματος έστηκεν, ώστε τους τούτο κωμωδούντας και καταχλευάζοντας Ιοδαίους τε και Έλληνας, δι’ αυτού αληθώς των κηρυσσομένων εκδηότερον εμφαινομένων, ηττάσθαι και καταισχύνεσθαι. Ού τον έλεγχον ου φέροντες, των κατά καιρούς κρατούντων ασεβών τε και θεομάχων τινές, προς καθαίρεσιν του θείου αγάλματος, ούτω τηνικαύτα Θεού συγχωρήσαντος, επεχείρησαν˙ όπερ δη και εφ’ ημών δια τας αμαρτίας ημών ορώμεν γινόμενον». (PG 100,384C).
§ IA’ «Ει δε δει και τους νόμους ειπείν, νομοθετείτω Παύλος, “Απόδοτε πάσι”, λέγων, “τας οφειλάς, τω μεν τον φόβον, τω δε την τιμήν”, και όσα τούτοις συγκατηρίθμηται. Ει δε Παύλω ου πείθονται, τάχα ουδέ Χριστώ πεισθήσονται, την Καίσαρος εικόνα τιμάν παρεγγύσαντι˙ του γαρ νομίσματος παρά των πειραζόντων υποδειχθέντος, ουκ είπε, καταπτύσατε ή καταπατήσατε, ή άτιμόν τι και αισχρόν εργάσασθε, καίτοι Θεός ων και κατά πάντων ανημμένος το κράτος, αλλ’, “Απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ”. Τούto δε τι άλλο εστίν, ή τιμής υπερβαλλούσης ένδειξις; Επίσης γαρ εφ’ εκατέρου τον λόγον ώσπερ τινά νόμον προαγαγών, αναλόγως τα τω Θεώ πρέποντα και τω Καίσαρι, αποδιδόναι προστέταχε, και ταύτα ειδωλολάτρη και Έλληνι˙ αλλ’ ώ της δυσεβείας και απονοίας των Χριστομάχων! Ο Χριστός την εικόνα Καίσαρος ουκ ητίμωσεν, οι δε λεγόμενοι Χριστιανοί την εικόνα του Χριστού, μάλλον δε αυτόν Χριστόν μυρίαις ύβρεσι βάλλουσι˙ και άπαν πονηρόν και άτοπον καταπράττονται, και ούτε ευαγγελικός, ούτε αποστολικός λόγος ή πράξις και παραίνεσις, ευ ποιείν αυτούς πέπεικεν». (PG 100,392C-393A)
§ IH’ «Τίνα ουν εστι τα προτεινόμενα; Ότι η γνώσις του αρχετύπου δια της εικόνος ημίν εγγίνεται. Έτι μην και η της εικόνος τιμη επί το πρωτότυπον διαβαίνει˙ οποίον τι τω μεγάλω Βασιλείω και τη αληθεία δοκεί, και πάσι τοις ερρωμένοις την φρένα συνωμολογήται˙» (PG 100,401B)

Του Αγίου Ταρασίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ίσον γράμμασιν αποσταλείσι προς τους αρχιερείς και ιερείς Αντιοχείας, και Αλεξανδρείας, και της αγίας πόλεως, παρά Ταρασίου του αγιωτάτου και μακαριωτάτου οικουμενικού πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

«εν τισι των σεπτών εικόνων γραφαίς αμνός δακτύλω του προδρόμου δεικνύμενος εγχαράττεται, ος εις τύπον παρελήφθη της χάριτος, τον αληθινόν ημίν δια νόμου προϋφαίνων αμνόν Χριστόν τον Θεόν ημών. Τους ουν παλαιούς τύπους και τας σκιάς, ως της αληθείας σύμβολά τε και προχαράγματα τη Εκκλησία παραδεδομένους κατασπαζόμενοι, την χάριν προτιμώμεν και την αλήθειαν, ως πλήρωμα νόμου ταύτην υποδεξάμενοι˙ ως αν ουν το τέλειον και εν ταις χρωματουργίαις εν ταις πάντων όψεσιν υπογράφηται, τον του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου αμνού Χριστού του Θεού ημών κατά τον ανθρώπινον χαρακτήρα και εν τοις εικόσιν από του νυν αντί του παλαιού αμνού αναστηλούσθαι ορίζομεν». (PG 98 col. 1465)


Φωτίου, του αγιωτάτου πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως, εκ της προς Μιχαήλ τον άρχοντα Βουλγαρίας, επιστολής, Τι εστιν έργον άρχοντος
§ ΙΘ’ «Δήλον γαρ άπασιν, ως η τιμή των εικονισμάτων τιμή γίνεται των εικονιζομένων, ώσπερ και η ατιμία εις αυτά διαβαίνει τα εικονιζόμενα. Αλλ’ ούτοι τα νέα των Χριστομάχων Ιουδαίων γεννήματα, δι ων μεν την σεπτήν εικόνα Χριστού και των αυτού αγίων ενύβριζον, το προγονικόν ανεπλήρουν υστέρημα, εις τα των Ιουδαίων τολμήματα εκφερόμενοι και νικάν φιλονικούντες τη υπερβολή της προθυμίας τους γεννήτορας. Δι’ ων δε Χριστιανών εν μέσω ουκ έσχον τολμήσαι τον Χριστόν και χείλεσιν απαρνήσασθαι και αυτού εκείνου του ιουδαϊκού πατρώου ζήλυ ηλέγχοντο διαπίπτοντες νόθον και ταύτην αυτών δεικνύντες την μίμησιν και μηδαμού στάσιν έχοντες, αλλ’ ώσπερ τω κακώ καρωθέντες της αιρέσεως, ώδε κακείσε διερριπτούντο και παρεφέροντο. Χριστιανούς μεν γαρ εαυτούς ονομάζοντες, κατά Χριστού εφρυάττοντο, και την Ιουδαίων κλήσιν ου προσιέμενοι, το Χριστομάχον αυτών παρεζήλουν δια της εικονομαχίας και υπερέβαλλον. Ου μόνον δε, αλλά και το της ειδωλολατρείας εκκλίνοντες όνομα, ουδέν ειδωλολατρών ανεκτότερα εις τε Χριστιανούς αυτούς και εις τα των Χριστιανών θεία και άχραντα μυστήρια επεδείξαντο. Δι ό τούτους μεν όσοι μη της μοιχαλίδος ταύτης και πολυσπόρου και συμπεφυρμένης δόξης φυγείν ηθέλησαν την δυσγένειαν, ως νόθα γένη και έκφυλα της των πιστών ευγενείας, η αγία και οικουμενική διακρίνασα σύνοδος, δεσμοίς αλύτοις του αναθέματος καθυπέβαλε, την δε εικόνα Χριστού του αληθινού Θεού ημών και τας ανέκαθεν αποστολικάς τε και πατρικάς παραδόσεις και τας των ιερών λογίων εκφαντορίας επί τιμή και σεβασμιότητι του εικονιζομένου προσκυνείσθαι και τιμάσθαι ψήφοις απάσαις επεκύρωσέν τε και επεσφραγίσατο, της προσκυνήσεως και τιμή δηλονότι προσαγομένης, καθ’ ον τρόπον και τοις άλλοις ιεροίς τύποις και συμβόλοις της καθ’ ημάς αγιωτάτης λατρείας προσερχόμεθα. Ου γαρ εν αυτοίς ιστώμεν και συμπερικλείομεν την τιμήν και προσκύνησιν, ουδ’ εις ετερόφυλα και διάφορα τέλη σχιζόμεθα, αλλά δια της φαινομένης διαφόρου και μεριστής αυτών θεραπείας και προσκυνήσεως ιεροπρεπώς τε και αδιαιρέτως εις την αμέριστον εκείνην ενοειδή τε και ενοποιόν θεότητα αναγόμεθα»
«Είναι βέβαια σε όλους φανερό, ότι η τιμή προς τα εικονίσματα είναι τιμή που αποδίδεται σ’ αυτούς που εικονίζουν, όπως βέβαια και η προσβολή τους μεταβαίνει στα ίδια τα εικονιζόμενα. Αλλ’ αυτοί, τα νέα γεννήματα των Χριστομάχων Ιουδαίων, με τις ύβρεις τους εναντίον της σεπτής εικόνας του Χριστού και των αγίων του συμπλήρωναν το υστέρημα των προγόνων τους, πραγματοποιώντας τα τολμήματα των Ιουδαίων και φιλονεικώντας με την υπερβολή της προθυμίας τους να νικήσουν τους πατέρες τους. Επειδή όμως ανάμεσα στους Χριστιανούς δεν είχαν την τόλμη ν’ αρνηθούν και με τα χείλη τους τον Χριστό, αποδεικνύονταν ότι υστερούσαν από τον Ιουδαϊκό και προγονικό εκείνο ζήλο και έδειχναν νόθη κι αυτή τη μίμησή τους, και πουθενά δεν σταματούσαν, αλλά σαν να είχαν ζαλισθεί από το κακό της αίρεσης, έπεφταν εδώ κι εκεί και παραπατούσαν. Γιατί ενώ ονόμαζαν τον εαυτό τους Χριστιανούς, φέρονταν με μανιώδη οργή εναντίον του Χριστού, και ενώ δεν δέχονταν να τους αποκαλούν Ιουδαίους συναγωνίζονταν την έχθρα τους εναντίον του Χριστού με το μίσος τους εναντίον των εικόνων και τους υπερέβαλαν. Κι όοχι μόνο αυτό, αλλά αποφεύγοντας και το όνομα της ειδωλολατρίας, δεν έπραξαν τίποτε πιο ανεκτό από όσα οι ειδωλολάτρες στους ίδιους τους Χριστιανούς και στα θεία και άχραντα μυστήρια των Χριστιανών. Γι’ αυτό αυτούς βέβαια, όσοι δεν θέλησαν να φύγουν από αυτή την πορνική και πολύσπορη και ανακατωμένη δοαξσία και δυσμορφία, διακρίνοντάς τα η αγία και οικουμενική σύνοδος ως νόθα γεννήματα και εκφυλισμένα από την ευγένεια των πιστών, τους έθετε κάτω από τα άλυτα δεσμά του αναθέματος, ενώ την εικόνα του Χριστού του αληθινού Θεού μας, σύμφωνα με τις ανέκαθεν αποστολικές και πατερικές παραδόσεις και τις διατυπώσεις των αγίων Γραφών, επικύρωσε με τις ψήφους όλων και επισφράγισε να προκυνείται και να τιμάται προς τιμή και σεβασμό του εικονιζομένου. Όταν δηλαδή παρατίθεται προς προσκύνηση και τιμή προσερχόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο όπως στους άλλους ιερούς τύπους και τα σύμβολα της αγιωτάτης λατρείας μας. Γιατί δεν περιορίζουμε σ’ αυτά την τιμή και την προσκύνηση, ούτε διασπώμεθα σε ξένους και διαφορετικούς σκοπούς, αλλά με την φαινόμενη διάφορη και διαιρετή λατρεία και προσκύνηση με τρόπο ιεροπρεπή και αδιαίρετο υψωνόμαστε στην αδιαίρετη εκείνη και ενοειδή και ενοποιό θεότητα».
(μετ. Ελευθέριου Μερετάκη, στη σειρά Ε.Π.Ε., Μεγάλου Φωτίου, Έργα, τ. 13 σελ. 90-93, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 2007)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου