Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

ENA KEIMENO -

Εικονοκλάστες, Εικονολάτρες, Εικονομαχία, Ορθοδοξία Εικονοκλάστες: Οι συντηρητικοί τής Ορθοδοξίας
τού Χρήστου Γιανναρά
Πηγή: Περιοδικό ΣΥΝΟΡΟ, Νο 36, 1965. Αναδημοσίευση από: http://giannaras.wordpress.com/2008/02/28/eikonoklastes


Θα προσπαθήσω να δείξω ότι οι εικονοκλάστες είναι πάντοτε οι συντηρητικοί της Ορθοδοξίας.

Προσκόπτουν στο σκάνδαλο του προσώπου. Η εικόνα είναι η βεβαίωση του προσώπου, η βεβαίωση της ελευθερίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η ιστορική αφετηρία της Εικονομαχίας είναι ο Μονοθελητισμός και ο υπέρμαχός του αυτοκράτορας Φιλιππικός - Βαρδάνης (711-713). Οι μονοθελήτες αρνήθηκαν τη διάκριση θελήσεως και προσώπου. Δηλαδή, αρνήθηκαν να ξεχωρίσουν το πρόσωπο από τη φύση. Η ανθρώπινη φύση είναι μία και κοινή, τα ανθρώπινα πρόσωπα είναι «μύρια» και ανόμοια. Η θέληση είναι έργο της φύσεως, η ελευθερία έναντι της θελήσεως είναι έργο του προσώπου, είναι η βεβαίωση του προσώπου. Η θέληση αναφέρεται στο φυσικό άτομο, η ελευθερία στο ανθρώπινο πρόσωπο.



Η διάκριση μας είναι πολύτιμη. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί την προσωπική του υπόσταση, όταν αρνηθή τη φυσική του θέληση, όταν πάψη δηλαδή να είναι άτομο, μια φυσική αυτοσυνειδησία, που αντιπαρατάσσει την ατομική φύση ως «εγώ» στις φύσεις των άλλων. Η ατομικότητα είναι η σύγχυση της φύσεως και του προσώπου, ο τεμαχισμός της φύσεως, που οφείλεται εξ ολοκλήρου στη διαφθορά της αμαρτίας. Προσδιορίζουμε το ανθρώπινο πρόσωπο με ατομικές ιδιότητες της φύσεως, ενώ το πρόσωπο παραμένει απρόσιτο στον οποιοδήποτε φυσικό προσδιορισμό, μοναδικό, ασύγκριτο και ανόμοιο, περιέχει την καθολική φύση και αποτελεί μια ξεχωριστή και ανεπανάληπτη δυνατότητα εικονισμού του Θεού.

Οι εικονοκλάστες ρωτούσαν τους υπερασπιστές των Εικόνων, ποια από τις δυο φύσεις του Χριστού εικονίζουν, τη θεία ή την ανθρώπινη. Και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης απαντά ότι «παντός εικονιζομένου ουχ η φύσις, αλλ’ η υπόστασις εικονίζεται». Αυτό σημαίνει ότι η ορθόδοξη αγιογραφία δεν αποβλέπει στο να παραστήση ατομικές φύσεις, αλλά εικονίζει το «γεγονός» του προσώπου. Δεν ζητάει να συμβολίση το πρόσωπο της Παναγίας με τη μορφή μιας σημερινής κοπέλλας, αλλά βεβαιώνει την παρουσία ανάμεσά μας της μιας Παρθένου και μητέρας του Θεού. Δεν είναι επομένως συμβολικός και αναφορικός ο χαρακτήρας της αγιογραφίας, είναι η ομολογία και η πιστοποίηση των πραγμάτων.

Αυτή η διάκριση της Εικόνος των πραγμάτων από τη σκιά των πραγμάτων, γίνεται στην προς Εβραίους επιστολή: «Σκιάν γαρ έχων ο νόμος των μελλόντων αγαθών, ουκ αυτήν την εικόνα των πραγμάτων» (10,1). Μόνο με αυτό το οντολογικό περιεχόμενο μπορούμε να κατανοήσουμε τον άνθρωπο σαν εικόνα Θεού (Γεν. 1,26). Ο άνθρωπος εικονίζει τον Θεό όχι σαν φύση, δηλαδή αναλογικά και συμβολικά, αλλά σαν διάκριση φύσεως και προσώπων, δηλαδή πραγματικά και οντολογικά. Η πρώτη έννοια της εικόνος, η αναλογική και συμβολική, έχει ελληνική προέλευση. Η δεύτερη, είναι η έννοια της Βίβλου και της ιουδαϊκής παραδόσεως.

Οι Εβδομήκοντα απέδωσαν ως «εικόνα» την εβραϊκή λέξη Τσελέμ, που ερμηνεύεται, - με βάση παλαιοϊουδαϊκές και βαβυλωνιακές πηγές, - ως «εμφάνιση», «αντιπροσώπευση», «ισοτιμία», «υποκατάστατο». Ταυτόχρονα έχει και την έννοια της πλαστικής απεικονίσεως, της διαστατικής αντιπροσωπευτικής παρουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε χωρία της Π. και της Κ.Δ. η έννοια της εικόνος ταυτίζεται ή ερμηνεύεται με την έννοια της δόξης, το εβραϊκό Καβόντ Γιαχβέ, που σημαίνει κάτι το αντικειμενικά μέγιστο, που προσφέρεται στον άνθρωπο σαν άμεση αίσθηση και εμπειρική γνώση. Είναι η εμφάνιση και η φανέρωση της αγιότητος του Γιαχβέ, που γίνεται συνήθως αισθητή σαν «φώς» και σαν «δύναμη».

Με αυτή την έννοια είναι και ο Χριστός «εικών του Θεού του αοράτου», (Β´ Κορ. 4,4 - Κολασ. 1,14) δηλαδή εμφάνιση του Θεού, φανέρωση του Θεού. Και η κλήση των Χριστιανών είναι να γίνουν «σύμμορφοι της εικόνος του υιού του Θεού» (Ρωμ. 8,29). Με τη φυσική μας γέννηση «εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού», που δεν παύει να είναι εικόνα του Θεού Δημιουργού μας, παρ’ όλη τη σύγχυση ατομικής φύσεως και προσώπου. Με την πνευματική μας αναγέννηση «φορέσωμεν και την εικόνα του επουρανίου» (Α´ Κορ. 15,49), θα αποτελέσουμε δηλαδή τον τύπο της ομοιώσεως του Θεού, την φανέρωση και αποκάλυψη του Θεού.

Εδώ, ο ρηματικός τύπος του μέλλοντος αναφέρεται στο εσχατολογικό τέλος, που δεν πρέπει να κατανοηθή μόνο χρονικά, γιατί το «έσχατον» αφορά στο μέγιστο επίτευγμα της Εκκλησίας, στον τύπο του «καινού ανθρώπου», «τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολ. 3,10). Αυτή η ανακαίνιση - εις επίγνωσιν - κατ’ εικόνα, αναφέρεται στο παρόν της Εκκλησίας και αποτελεί την «φανέρωση» των τέκνων του Θεού, την πληρότητα του ανθρώπινου προορισμού. Η επίγνωση του Θεού οδηγεί στην αποκάλυψη του ανθρωπίνου προσώπου, ο άνθρωπος πραγματοποιεί την προσωπική του υπόσταση μέσα στο γεγονός του εικονισμού του Θεού. «Ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα. Οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστιν» (Α´ Ιωάνν. 3,2). Μέσα στον χώρο της Βασιλείας η γνώση του Θεού δεν είναι αναφορική και μεταφυσική, δεν είναι γνώση «περί» του Θεού, αλλά μια άμεση θέα, ο εικονισμός του προσωπικού Θεού στο ανθρώπινο πρόσωπο. Ο άνθρωπος γίνεται «τόπος Θεού», η εμφάνιση και φανέρωση του Θεού. «Ημείς πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου πνεύματος» (Β´ Κορ. 3,18).

Και αυτό είναι το σκάνδαλο των εικονοκλαστών. Τους είναι δυσπρόσιτη αυτή η οντολογία της εικόνος, γι’ αυτό και προτιμάνε την οδό της μιμήσεως. Πρέπει να ομοιάσουμε με τον Χριστό. Είναι οι ηθικολόγοι. Εμφανίστηκαν στην Ιστορία σαν επαναστάτες και ριζοσπαστικοί, καταλύοντας τους «τύπους» και τις «εικόνες», για να προτάξουν την καθαρή αλήθεια του λόγου. Εικονοκλαστικά είναι όλα τα ευσεβιστικά - πιετιστικά κινήματα μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα. Εμφανίζονται συνήθως για να αποκαταστήσουν τη διασαλευμένη ηθική τάξη και έχουν μιαν a priori περιφρόνηση για τη λαϊκή ευσέβεια των τύπων και των συμβόλων. Ζητάνε ν’ αντικαταστήσουν την τυπική θρησκευτικότητα, με την «ουσία» της ηθικής συνέπειας. Αρνούνται την εικόνα για χάρη του λόγου. Να ομοιάσω με τον Χριστό, σημαίνει να Τον μιμηθώ στις συγκεκριμένες ηθικές αρετές Του. Αυτό είναι κάτι που ελέγχεται λογικά. Αλλά να αποτελέσω την εικόνα του Θεού, τη φανέρωση και εμφάνιση του Θεού, αυτό είναι ένα άλμα, που είναι αδύνατο να γίνη με τα δεκανίκια της εικονοκλαστικής λογικής. Προϋποθέτει απάρνηση του λόγου και αποδοχή του όλου ανθρώπου ως οργάνου για την προσέγγιση της αλήθειας.

Ύστερα είναι και το σκάνδαλο της ελευθερίας. Η μίμηση χρειάζεται υποταγή, ο εικονισμός προϋποθέτει τον διάλογο του προσώπου. Και διάλογος σημαίνει την ανάληψη μιας ακραίας ευθύνης, που δεν μοιράζεται με καμμιά πνευματική αυθεντία. Οι εικονοκλάστες αρνούνται την εικόνα, γιατί τους είναι αδύνατο να συλλάβουν το οντολογικό της περιεχόμενο, τη βεβαιότητα της παρουσίας του προσώπου και την άμεση δυνατότητα διαλόγου με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Αυτοί γνωρίζουν μόνο ατομικές φύσεις, οι οποίες εικονιζόμενες δεν μπορούν να καταδείξουν τον ηθικά τελειοποιημένο χαρακτήρα τους, γι’ αυτό και περιττεύει ο εικονισμός τους. Αν υπάρξη κάποτε συμβιβασμός με την εικαστική παράσταση, θα οδηγήση στην αποδοχή όχι των εικόνων, αλλά της θρησκευτικής ζωγραφικής, γιατί αυτή μπορεί να υποβάλλη συναισθηματικά και να διευκολύνη στην επιτέλεση του ηθικού χρέους.

Στις καλύτερες περιπτώσεις η θρησκευτική ζωγραφική είναι μια διδασκαλία, μια αναφορά στον παρελθόντα βίο των εικονιζομένων προσώπων. Ενώ η Εικόνα είναι πάντοτε η έκφραση της βεβαιότητος της Εκκλησίας για την άμεση παρουσία των «ήδη τελειωθέντων», η μαρτυρία και η βίωση της μιας κοινωνίας ζώντων και κοιμηθέντων.

«Ένθα γαρ αν ή το σημείον, εκεί και αυτός (ο εικονιζόμενος) έσται», λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και αλλού συμπληρώνει: «Είδον οι απόστολοι τον Κύριον σωματικοίς οφθαλμοίς, και τους αποστόλους έτεροι, και τους μάρτυρας έτεροι. Ποθώ καγώ τούτους οράν ψυχή τε και σώματι… επεί άνθρωπός ειμι, και σώμα περίκειμαι, ποθώ και σωματικώς ομιλείν, και οράν τα άγια». Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ η θρησκευτική ζωγραφική είναι σχεδόν πάντοτε νατουραλιστική - παριστάνει ατομικές φύσεις και μόνο - η αγιογραφία ορά τα αντικείμενα ψυχή τε και σώματι και δίνει τον τύπο των ήδη δοξασμένων σωμάτων, αυτή τη βεβαιότητα του προσώπου, που αναφέρεται καθολικά σ’ ολόκληρο το σώμα και δεν έχει ανάγκη από το φυσικό κάλλος για να αποκαλυφθή «πραγματικά».

Με άλλα λόγια, η εικονογραφία είναι η άρνηση των ηθικών προτύπων, η άρνηση της αναφορικής διδαχής, για χάρη του προσώπου και μόνο. Το «γεγονός» του προσώπου είναι μια ηθική διακινδύνευση, προϋποθέτει διάλογο με τον Θεό, δηλαδή την αίσθηση της απουσίας του Θεού, ό,τι ονομάζουμε μετάνοια, με προηγούμενη την επίγνωση της αμαρτίας. Εδώ εντοπίζεται το σκάνδαλο της ελευθερίας, γι’ αυτό και ο μοναχισμός - αυτό το αδιάκοπο πένθος της μετανοίας - είναι ακατανόητος για τους εικονοκλάστες, από τα χρόνια της Εικονομαχίας μέχρι και σήμερα.
Τρίτο, είναι το σκάνδαλο της ύλης.

Οι εικονοκλάστες ζητάνε πνευματική λατρεία, φοβούνται πάντοτε τον κίνδυνο των ειδώλων. Είναι αυτή μια ακόμα συνέπεια της αρνήσεως του προσώπου, γιατί το ανθρώπινο πρόσωπο είναι η υποστατική «σύγκρασις» και «ζεύξις» ύλης και πνεύματος. Ο άνθρωπος αποτελεί εικόνα του Θεού ακριβώς και σαν τέτοια καθολική σύνθεση.

«Μη αν ψυχήν μόνην, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον, ον δη και κατ’ εικόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται». Η διάκριση ύλης και πνεύματος στον άνθρωπο εικονίζει τη διάκριση Ουσίας και Ενεργειών του Θεού, αυτή την άφατη πραγματικότητα της ζωοποιήσεως του κόσμου από τη Χάρη του Θεού. Γι’ αυτό και οι υπερασπιστές των αγίων Εικόνων θα χρησιμοποιήσουν τη διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού και Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, για να δουν και μέσα στη σύνολη φυσική πραγματικότητα την εικόνα του Θεού, αυτή την έκχυση της ακτίστου Χάριτος, που τελεσιουργεί μέσα στο υλικό και πνευματικό σύμπαν την καθολική λειτουργία του Λόγου. Ο κόσμος αποτελεί εικόνα του Θεού, ακριβώς, επειδή είναι η φανέρωση και εμφάνιση των ακτίστων ενεργειών Του.

Η δυνατότητα αυτού του «πραγματικού» εικονισμού της Θεότητος στην ύλη, αποκαθίσταται με την άρση του φυσικού χωρισμού κτιστής φύσεως και ακτίστου Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα διακηρύξη: «Πάλαι μεν ο Θεός, ο ασώματός τε και ασχημάτιστος, ουδαμώς εικονίζετο. Νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού, και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος, εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ου προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον, και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον, και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι τη ύλη, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται».

Σε αντίθεση προς αυτή την καθολική αντίληψη της σωτηρίας, οι εικονοκλάστες είναι πάντοτε δυαλιστές. Δυσπιστούν προς το σώμα, εντοπίζουν την προέλευση της αμαρτίας σε μόνη την υλική φύση. Ορίζουν την πνευματικότητα με τα ορθολογιστικά σχήματα ενός τυπικού ιδεαλισμού και τη στερούν από κάθε μετοχή στην αλήθεια του προσωπικού κάλλους. Αρνούνται το σώμα κι ωστόσο η φοβία του τους παρακολουθεί, μολύνει τη ζωή με υποσυνείδητα συμπλέγματα. Παραχωρούν τον γάμο σαν ανέραστη καταφυγή συμβιβασμού με τη σάρκα, τους είναι ακατανόητος, τόσο ο ανθρώπινος, όσο και ο θείος έρως. Δεν υπάρχει μυστική ζωή στους εικονοκλάστες, μόνο μίμηση και αυτοπειθαρχία. Εξορκίζουν την ηθική διαφθορά της κοινωνίας φτιάχνοντας οπαδούς, που τους στρατωνίζουν σε ομοιόμορφα σχήματα ζωής, σκέψης, ακόμα και εξωτερικής εμφάνισης.

Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι η Ορθοδοξία αναγνωρίζει τον θρίαμβό της στην αναστήλωση των αγίων Εικόνων. Η Εικόνα είναι το μέτρο και το κριτήριο του ορθοδόξου φρονήματος και βιώματος, η άμεση και απτή μαρτυρία της πίστεως των ορθοδόξων περί του ανθρώπου, της σωτηρίας και του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου