Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Α' Μέρος - Πατέρες προ της εικονομαχίας

Α’ ΜΕΡΟΣ – ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ


Α' Μέρος - Πατέρες προ της εικονομαχίας


ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Πατερικών χωρίων υπέρ των εικόνων.
Α’ ΜΕΡΟΣ – ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
(1)
Του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου Τίτω Ιεράρχη (επιστολή Θ’) §2
«Χρη τοίνυν και ημάς, αντί της δημώδους περί αυτών υπολήψεως, είσω των ιερών συμβόλων ιεροπρεπώς διαβαίνειν και μηδέ ατιμάζειν αυτά, των θείων όντα χαρακτήρων έκγονα και αποτυπώματα, και εικόνας εμφανείς των απορρήτων και υπερφυών θεαμάτων. Και γαρ ου μόνον τα υπερούσια φώτα και τα νοητά, και απλώς τα θεία, τοις τυπωτικοίς διαποικίλλεται συμβόλοις, ως πυρ1 ο υπερούσιος Θεός λεγόμενος και τα νοητά του Θεού Λόγια πεπυρωμένα2, προσέτι δε και των νοητών άμα και νοερών αγγέλων οι θεοειδείς διάκοσμοι ποικίλαις μορφές διαγράφονται και πολυειδέσι και εμπυρίοις σχηματισμοί».

«Πρέπει λοιπόν κι εμείς παραμερίζοντας την δημώδη γι’ αυτά αντίληψι, να περάσωμε ιεροπρεπώς στην καρδιά των ιερών συμβόλων και να μη τα υποτιμούμε, διότι είναι γεννήματα και αποτυπώματα των θείων χαρακτήρων, εμφανείς εικόνες των απορρήτων και υπερφυών θεαμάτων. Διότι δεν είναι μόνο τα υπερούσια και νοητά φώτα, με άλλα λόγια τα θεία φώτα, που παριστάνονται ποικιλοτόπως με συμβολικά σχήματα, όπως επί παραδείγματι όταν λέγωνται ο υπερούσιος Θεός πυρ1 και τα νοητά λόγια του Θεού πυρωμένα2, αλλ’ επίσης είναι και οι θεοειδείς διάκοσμοι των νοητών και νοερών συγχρόνως αγγέλων που παριστάνονται με ποικίλους πυροειδείς σχηματισμούς».


___________
1. Δευτ. 4,12
2. Ψαλμ. 17,31

(μετ. Παν. Χρήστου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τομ. 3. σελ. 545, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1986)
***

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Ίδε ως έφη “Μη ατιμάζειν τας των τιμίων εικόνας”»

«Πρόσεξε ότι είπε να μην ατιμάζουμε τις εικόνες των αγίων»


(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 68-69, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)




(2)
Του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου Περί Θείων Ονομάτων κεφ.Α’ § 4
«Και όσα άλλα θεουργικά φώτα τοις Λογίοις ακολούθως η των ενθέων ημών καθηγεμόνων κρυφία παράδοσις εκφαντορικώς υμίν εδωρήσατο, ταύτα και ημείς μεμυήμεθα˙ νυν μεν αναλόγως ημίν, διά των ιερών παραπετασμάτων της των λογίων και των ιεραρχικών παραδόσεων φιλανθρωπίας, αισθητοίς τα νοητά και τοις ούσι τα υπερούσια περικαλυπτούσης και μορφάς και τύπους τοις αμορφώτοις και ατυπώτοις περιτιθίσης και την υπερφυή και ασχημάτιστον απλότητα τη ποικιλία των μεριστών συμβόλων πληθυνούσης τε και διαπλαττούσης˙»

«Και όσα άλλα επίσης θεουργικά φώτα, σύμφωνα με τα Λόγια, μας εδώρισε αποκαλυπτικώς η κρυφία παράδοσις των ενθέων οδηγητών μας, αυτά τα έχομε μυηθή κι εμείς˙ τώρα μεν τα έχομε μυηθή, αναλόγως προς τις ικανότητές μας, διά των ιερών παραπετασμάτων που η θεία φιλανθρωπία μάς προσφέρει με τους λόγους και τις ιερές παραδόσεις, καλύπτοντας τα νοητά με αισθητά και τα υπερούσια με τα όντα, επενδύοντας τα αμόρφωτα και ατύπωτα με μορφές και τύπους, πληθύνοντας και παριστάνοντας την υπερφυή και ασχημάτιστη απλότητα με την ποικιλία των μεριστών συμβόλων˙»

(μετ. Παν. Χρήστου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τομ. 3. σελ. 53, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1986)
***
Σχόλιο Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Ει φιλανθρωπίας εστί το τοις ατυπώτοις και αμορφώτοις και τοις απλοίς και ασχηματίστοις μορφάς και τύπους προτιθέναι προς την ημετέραν αναλογίαν, πως τα μορφαίς και σχήμασιν οραθέντα μη αναλόγως ημίν εικονίσομεν προς μνήμην και την εκ της μνήμης προς ζήλον κίνησιν;»

«Εάν είναι πράξη φιλανθρωπίας το να δίνει κανείς μορφές και τύπους σ’ αυτά που είναι ατύπωτα και αμορφοποίητα και στα απλά και ασχημάτιστα, ανάλογα προς τις δικές μας προσλαμβάνουσες παραστάσεις, πώς να μην εικονίσουμε, ανάλογα προς την αντιληπτική ικανότητα, αυτά που έγιναν ορατά με μορφές και σχήματα, για να διατηρούμε τη μνήμη τους και από τη μνήμη να παρακινούμαστε προς μίμηση;»

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 68-69, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

(3)
Του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας κεφ. Α’ § 2

«Αλλ’ αι μεν υπέρ ημάς ουσίαις και τάξεις, ων ήδη μνήμην ιεράν εποιησάμην, ασώματοί τε εισι, και νοήτή και υπερκόσμιος εστιν η κατ’ αυτάς ιεραρχία˙ την καθ’ ημάς δε ορώμεν αναλόγως ημίν αυτοίς τη των αισθητών συμβόλων ποικιλία πληθυομένην, υφ’ ων ιεραρχικώς επί την ενοειδή θέωσιν εν συμμετρία τη καθ’ ημάς αναγόμεθα, Θεόν τε και θείαν αρετήν. Αι μεν, ως νόες, νοούσι κατά το αυταίς θεμιτόν, ημείς δε αισθηταίς εικόσιν επί τας θείας, ως δυνατόν αναγόμεθα θεωρίας».

«Αλλά οι επάνω από μας ευρισκόμενες ουσίες και τάξεις, τις οποίες εμνημόνευσα ήδη ευλαβώς, είναι ασώματες και η ιεραρχία τους είναι ιερή και υπερκόσμια. Αντιθέτως την ανθρώπινη ιεραρχία τη βλέπουμε σύμφωνα με τη φύσι μας να πληθύνεται με τη βοήθεια των αισθητών συμβόλων, με την βοήθεια των οποίων κατά την ικανότητά μας ανυψωνόμαστε ιεραρχικώς προς την ενοειδή θέωσι, προς τον Θεό και την θεία αρετή. Εκείνες οι ουράνιες ουσίες, σαν νόες που είναι, αντιλαμβάνονται τα θεία νοερώς κατά το θεμιτό σ’ αυτές˙ εμείς όμως ανυψωνόμαστε προς τις θείες θεωρίες κατά τις δυνάμεις μας με τις αισθητές εικόνες».


(μετ. Παν. Χρήστου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τομ. 3. σελ. 341, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1986)
***

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού

«Ει τοίνυν αναλόγως ημίν αυτοίς αισθηταίς εικόσιν επί την θείαν και άυλον αναγόμεθα θεωρίαν και φιλανθρώπως η θεία πρόνοια τοις ασχηματίστοις και ατυπώτοις τύπους και σχήματα της ημών ένεκεν χειραγωγίας περιτίθησι, τί απρεπές τον σχήματι και μορφή υποκύψαντα και φύσει οραθέντα ως άνθρωπον φιλανθρώπως δι’ ημάς εικονίζειν αναλόγως ημίν αυτοίς»

«Εφ’ όσον λοιπόν ανάλογα με τις δυνάμεις μας αναγόμαστε με αισθητές εικόνες στην θεϊκή και άυλη θεωρία και η θεία πρόνοια από φιλανθρωπία, για την δική μας φιλανθρωπία, για τη δική μας χειραγωγία, περιβάλλει με τύπους και σχήματα τα ασχημάτιστα και ατύπωτα, γιατί είναι απρεπές να εικονίζουμε, ανάλογα με τη δική μας φύση, εκείνον που καταδέχτηκε να πάρει και σχήμα και μορφή και από φιλανθρωπία για μας να γίνει ορατός ως άνθρωπος με τρόπο φυσικό;»

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 68-71, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

(4)
Του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου

«Αληθώς εμφανείς εικόνες εισί τα ορατά των αοράτων˙»

«Πράγματι τα ορατά είναι φανερές εικόνες των αοράτων»


(μετ. Παν. Χρήστου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τομ. 3. σελ. 554-5, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1986)

(5)
Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματεύς έβδομος κεφ. ΙΒ’

«Ως αν ουν επ’ άκρον γνώσεως ήκειν βιαζόμενος, τω ήθει κεκοσμημένος, τω σχήματι κατεσταλμένος, πάντα εκείνα έχων όσα πλεονεκτήματά εστιν του κατ’ αληθείαν γνωστικού, εις τας εικόνας αφορών τας καλάς, πολλούς μεν τους κατωρθωκότας προ αυτού πατριάρχας, παμπόλους δε προφήτας, απείρους δε όσους ημίν αριθμώ λογιζόμενος αγγέλους, και τον επί πάσι Κύριον τον διδάξαντα και παραστήσαντα δυνατόν είναι τον κορυφαίον εκείνον κτήσασθαι βίον, δια τούτο τα πρόχειρα πάντα του κόσμου καλά ουκ αγαπά ίνα μη καταμείνη χαμαί, αλλά τα ελπιζόμενα, μάλλον δε τα εγνωσμένα ήδη, εις κατάληψιν δε ελπιζόμενα».

«Επειδή λοιπόν βιάζεται να φτάσει στην κορυφή της γνώσης, με ήθος στολισμένο από κοσμιότητα και συμπεριφορά σεμνή, έχοντας όλα εκείνα που είναι πλεονεκτήματα του αληθινού γνωστικού, αποβλέποντας στις ωραίες εικόνες, σκεπτόμενους τους πολλούς πριν από αυτόν πατριάρχες που έζησαν τέλεια, τους πάμπολους προφήτες, και τους μύριους όσους στον αριθμό αγγέλους, και πάνω από όλους τον Κύριο που δίδαξε και παρουσίασε πως είναι δυνατόν ν’ αποκτηθεί ο κορυφαίος εκείνος βίος, γι’ αυτό δεν αγαπά κανένα από τα καλά του κόσμου που έχει μέσα στα χέρια του, για να μη μείνει οριστικά εδώ κάτω, αλλά αγαπά τα αγαθά που ελπίζουμε η καλύτερα αυτά που γνωρίζομε ήδη και που ελπίζομε ν’ αποχτήσομε».

(μετ. Ιγν. Σακαλή, στη σειρά Ε.Π.Ε., Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Άπαντα, τ. 4 σελ. 416-7, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1996)

(6)
Του Αγίου Μεθοδίου Πατάρων, Περί Αναστάσεως, λόγος β’

«Αυτίκα γουν, των τήδε βασιλέων αι εικόνες, καν μη από της πολύ τιμιωτέρας [ύλης] χρυσού τε και αργύρου ωσι κατασκευασμέναι, τιμήν έχουσι προς απάντων. Ου γαρ, τας μεν από της πολύ τιμιωτέρας ύλης θεραπεύοντες οι άνθρωποι, εξολιγωρούσι των εξ ατιμιωτέρας˙ αλλά πάσαν επί γης τιμώσιν, ει και από γύψου ή χαλκού υπάρχουσι. Και ο δυσφημήσας εις οποτέραν, ούτε ως εις πηλόν, αφίεται, ούτε ως χρυσόν εξευτελίσας, κρίνεται, αλλ’ ως εις αυτών ασεβήσας τον βασιλέα και κύριον. Τας μεν από χρυσού κατασκευασμένας εικόνας των αυτού αγγέλων, τας αρχάς και τας εξουσίας, εις τιμήν και δόξαν αυτού ποιούμεν». (PG 18 col. 289)
«Αμέσως λοιπόν, οι εικόνες των επιγείων βασιλέων, έστω και αν δεν είναι κατασκευασμένες από πολύτιμη ύλη, χρυσάφι ή ασήμι, τιμώνται από όλους. Διότι οι άνθρωποι, τιμώντας τις εικόνες που είναι από πολύτιμη ύλη, δεν περιφρονούν τις άλλες, αλλά τις σέβονται όλες εξίσου, είτε είναι από γύψο είτε από χαλκό, και εκείνος που θα βλασφημίσει οπιαδήποτε, δεν αθωώνεται όταν είναι πήλινη, ούτε καταδικάζεται επειδή εξευτέλισε χρυσή, αλλά επειδή ασέβησε στον ίδιο τον βασιλιά και κύριο. Τις εικόνες λοιπόν των αγγέλων του που είναι κατασκευασμένες από χρυσό, τις αρχές και τις εξουσίες, τις κάνουμε για την τιμή και την δόξα Εκείνου».
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 356-7, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

(7)
Του Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία εις Βαρλαάμ τον Μάρτυρα, ου η αρχή Πρότερον μεν των αγίων οι θάνατοι κοπετοίς εκοσμούντο και δάκρυσιν, § 3
«Ανάστητέ μοι νυν, ω λαμπροί των αθλητικών κατορθωμάτων ζωγράφοι, την του στρατηγού κολοβωθείσαν εικόνα ταις ημετέραις μεγαλύνατε τέχναις. Αμαυρότερον παρ’ εμού τον στεφανίτην γραφέντα τοις της ημετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν. Απέλθω τη των αριστευμάτων του μάρτυρος παρ’ υμών νενικημένος γραφή, χαίρω την τοιαύτην της υμετέρας ισχύος σήμερον νίκην ηττώμενος. Ίδω της χειρός προς το πυρ ακριβέστερον παρ’ υμών γραφομένην την πάλην, ίδω φαιδρότερον επί της υμετέρας τον παλαιστήν γεγραμμένον εικόνος. Κλαυσάτωσαν δαίμονες, και νυν ταις του μάρτυρος εν υμίν αριστείαις πληττόμενοι. Φλεγομένη πάλιν αυτοίς η χειρ και νικώσα δεικνύσθω. Εγγραφέσθω τω πίνακι και ο των παλαισμάτων αγωνοθέτης Χριστός, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

«Σηκωθήτε, παρακαλώ, ω λαμπροί ζωγράφοι των αθλητικών κατορθωμάτων, να μεγαλύνετε με την τέχνη σας την κολοβωμένην εικόνα του στρατηγού˙ με τα χρώματα της σοφίας σας να λαμπρύνετε τον στεφανωμένον νικητήν, τον οποίον εγώ αμαυρότερον περιέγραψα. Θέλω να φύγω νικημένος από την δικήν σας περιγραφή των κατορθωμάτων του μάρτυρος. Θα χαρώ να υποστώ την ήτταν αυτήν σήμερον από την υπεροχήν σας. Θέλω να ιδώ να περιγράφεται ακριβέστερα από σας η πάλη της δεξιάς προς την φωτιάν. Θέλω να ιδώ επάνω εις τον πίνακά σας λαμπρότερον τον παλαιστήν ζωγραφισμένον. Ας κλαύσουν τα δαιμόνια, με το να κτυπώνται και τώρα από σας με τα κατορθώματα του μάρτυρος. Ας δεικνύεται και πάλιν εις αυτούς το χέρι να καίεται και να νικά. Ας ζωγραφισθή εις τον πίνακα και ο αγωνοθέτης των αγωνισμάτων Χριστός, εις τον οποίον ανήκει η δόξα εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν».

(μετ. Βασίλειου Ψευτόγκα, στην σειρά Ε.Π.Ε. Μεγάλου Βασιλείου Έργα, τομ. 7 σελ. 247, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973)

(8)
Του Μεγάλου Βασιλείου Περί Αγίου Πνεύματος κεφ. ΙΗ’
«Ότι βασιλεύς λέγεται και η του βασιλέως εικών, και ου δύο βασιλείς. Ούτε γαρ το κράτος σχίζεται, ούτε η δόξα διαμερίζεται. Ως γαρ η κρατούσα ημών αρχή και η εξουσία μία, ούτω και η παρ’ ημών δοξολογία μία, και ου πολλαί˙ διότι η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει. Ο ουν εστιν ενταύθα μιμητικώς η εικών, τούτο εκεί φυσικώς ο Υιός. Και ώσπερ επί των τεχνικών κατά την μορφήν η ομοίωσις, ούτω επί της θείας και ασυνθέτου φύσεως, εν τη κοινωνία της θεότητος εστίν η ένωσις».

«Και η εικών του βασιλέως λέγεται βασιλεύς˙ δεν έχομεν όμως δύο βασιλείς. Ούτε δηλαδή διασπάται η εξουσία, ούτε διαμοιράζεται η δόξα. Όπως δηλαδή η αρχή που μας εξουσιάζει είναι μία και όχι πολλαί, έτσι και η δοξολογία μας είναι μία και όχι πολλαί˙ διότι η τιμή προς την εικόνα περνά και πηγαίνει στο πρωτότυπον. Αυτό λοιπόν που εδώ κατ’ απομίμησιν είναι η εικών, αυτό είναι εκεί κατά φύσιν ο Υιός. Και όπως εις τα υπό της τέχνης κατασκευαζόμενα η ομοιότης ευρίσκεται εις την μορφήν, έτσι και εις την θείαν και ασύνθετον φύσιν η ένωσις ευρίσκεται εις την κοινωνίαν της θεότητος».

( μετ. π. Θεοδώρου Ζήση, στην σειρά Ε.Π.Ε. Μεγάλου Βασιλείου Έργα, τομ. 10 σελ 403, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1974)
***

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Ει η εικών του βασιλέως βασιλεύς, και η εικών του Χριστού Χριστός και η εικών του αγίου άγιος, και ούτε το κράτος σχίζεται ούτε η δόξα διαμερίζεται, αλλ’ η δόξα της εικόνος του εικονιζομένου γίνεται. Δεδοίκασι τους αγίους οι δαίμονες και την σκιάν αυτών δραπετεύουσι˙ σκιά δε και η εικών, και ταύτην ποιώ δαιμόνων ελάτειραν. Ει δε χρήναι λέγοις νοερώς μόνον Θεώ συνάπτεσθαι, άνελε πάντα τα σωματικά, τα φώτα, το ευώδες θυμίαμα, αυτήν την δια φωνής προσευχήν, αυτά τα εξ ύλης τελούμενα θεία μυστήρια, τον άρτον, τον οίνον, το της χρίσεως έλαιον, του σταυρού το εκτύπωμα. Ταύτα γαρ πάντα ύλη˙ ο σταυρός, ο σπόγγος και κάλαμος, ή την ζωηφόρον πλευράν νύξασα λόγχη.
Ή τούτων απάντων άνελε το σέβας, όπερ αδύνατον, ή μη απαναίνου μηδέ την των εικόνων τιμήν. Χάρις δίδοται θεία ταις ύλαις διά της των εικονιζομένων προσηγορίας. Ώσπερ λιτόν η κογχύλη καθ’ εαυτήν και η μετάξα και το εξ αμφοίν εξυφασμένον ιμάτιον και καθ’εαυτόν ουδεμίαν έχει τιμήν, αν δε βασιλεύς τούτο περίθηται, εκ της προσούσης τω ημφιεσμένω τιμής τω αμφιάσματι μεταδίδοται, ούτως αι ύλαι αυταί μεν καθ’ εαυτάς απροσκύνητοι, αν δε χάριτος είη πλήρης ο εικονιζόμενος, μέτοχοι χάριτος γίνονται κατ’ αναλογίαν της πίστεως. Είδον οι απόστολοι τον Κύριον σωματικοίς οφθαλμοίς και τους αποστόλους έτεροι και τους μάρτυρας έτεροι».

«Αν η εικόνα του βασιλιά είναι ο βασιλιάς και η εικόνα του Χριστού είναι ο Χριστός και η εικόνα του αγίου είναι ο άγιος, και ούτε το κράτος διαιρείται ούτε η δόξα μοιράζεται, αλλά η δόξα της εικόνας γίνεται δόξα του εικονιζομένου. Οι δαίμονες φοβούνται τους άγιους και φεύγουν από την σκιά τους˙ σκιά όμως είναι και η εικόνα˙ και την κατασκευάζω ως διώκτρια των δαιμόνων. Αν όμως ισχυρίζεσαι ότι πρέπει μόνο νοερά να ενώνεσαι με τον Θεό, κατάργησε όλα τα υλικά, τα φώτα, το ευωδιαστό θυμίαμα, την ίδια την προσευχή που γίνεται με τη φωνή, τα ίδια τα θεία μυστήρια που τελούνται με υλικά στοιχεία, τον άρτο, τον οίνο, το λάδι του χρίσματος, το σχήμα του σταυρού. Γιατί όλα αυτά είναι ύλη˙ ο σταυρός το σφουγγάρι και το καλάμι, η λόγχη που τρύπησε την ζωηφόρο πλευρά.
Ή κατάργησε λοιπόν το σεβασμό όλων αυτών, πράγμα αδύνατο, ή μην αρνείσαι ούτε την τιμή των εικόνων. Δίνεται θεία χάρη στα υλικά στοιχεία με την προσαγόρευση των εικονιζομένω. Όπως είναι φτωχό το κογχύλι καθεαυτό και το μετάξι και το ιμάτιο που υφαίνεται και από τα δύο, και δεν έχει καμμιά αξία καθεαυτό, αν όμως το φορέσει ο βασιλιάς, από την αξία που υπάρχει σ’ αυτόν που το φοράει δίνεται και στο ένδυμα, έτσι και τα υλικά στοιχεία, αυτά καθεαυτά βέβαια είναι απροσκύνητα, όταν όμως ο εικονιζόμενος είναι γεμάτος χάρη, μετέχουν κι αυτά στην χάρη ανάλογα με την πίστη. Τον Κύριο τον είδαν οι απόστολοι με σωματικά μάτια και τους αποστόλους τους είδαν άλλοι και τους μάρτυρες άλλοι».

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 72-75, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

(9)
Του Μεγάλου Βασιλείου Ομιλία εις τον Μάρτυρα Γόρδιον
§ 1 «Ότι ευφραίνονται λαοί ευφροσύνην πνευματικήν επί μόνη τη υπομνήσει των τοις δικαίοις κατωρθωμένων, εις ζήλον και μίμησιν των αγαθών, αφ ων ακούουσιν, εναγόμενοι. Η γαρ των ευπολιτεύτων ανδρών ιστορία οίον τι φως τοις σωζομένοις προς την του βίου οδόν εμποιεί…. Ώστε, όταν διηγώμεθα τους βίους των διαπρεψάντων εν ευσεβεία, δοξάζομεν πρώτον τον Δεσπότην δια των δούλων, εγκωμιάζομεν δε τους δικαίους δια της μαρτυρίας ων ίσμεν, ευφραίνομε δε τους λαούς δια της ακοής των καλών. Προτροπή γαρ προς σωφροσύνην ο βίος του Ιωσήφ, και προς ανδρίαν παράκλησις τα του Σαμψών διηγήματα».

«Ότι οι λαοί ευφραίνονται πνευματικήν ευφροσύνην με μόνην την ανάμνησιν των κατορθωμάτων των δικαίων, οδηγούμενοι από αυτά που ακούουν εις τον ζήλον και την μίμησιν των αγαθών. Η ιστορία δηλαδή των ανδρών, οι οποίοι επολιτεύθησαν καλώς, ωσάν κάποιο φως φωτίζει τους σωζομένους εις του δρόμους της ζωής… Ώστε, όταν διηγούμεθα την ζωήν αυτών που διέπρεψαν εις την ευσέβειαν, δοξάζομεν κατά πρώτον τον Δεσπότην δια των δούλων, και εγκωμιάζομεν τους δικαίους με την μαρτυρίαν αυτών που γνωρίζομεν και ευφραίνομεν τους λαούς με την ακοήν των καλών έργων».

***
Σχόλιο Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού
«Όρα, ως Θεού μεν δόξαν, των δε αγίων εγκώμιον, των δε λαών ευφροσύνην και σωτηρίαν η μνήμη των αγίων συνίστησι. Τι ουν ταύτην αφαιρείς; Ότι δε δια λόγου και εικόνων η μνήμη γίνεται, φησίν ο αυτός θείος Βασίλειος».

«Πρόσεχε ότι η μνήμη των αγίων αποτελεί δόξα του Θεού, εγκώμιο των αγίων και χαρά και σωτηρία των λαών. Γιατί λοιπόν την αφαιρείς; Ότι η μνήμη γίνεται με το λόγο και τις εικόνες το λέει ο ίδιος ο θείος Βασίλειος».

§ 2 « Ώσπερ γαρ τω πυρί αυτομάτως έπεται το φωτίζειν και τω μύρω το ευωδείν, ούτω και ταις αγαθαίς πράξεσιν αναγκαίως ακολουθεί το ωφέλιμον. Καίτοι ουδέ τούτο μικρόν, ακριβώς τυχείν της αληθείας των τότε. Αμυδρά γαρ τις φήμη προς ημάς διεδόθη, τας επί των αγώνων ανδραγαθίας του ανδρός διασώζουσα. Και πως δοκεί το καθ’ ημάς τω των ζωγράφων προσεοικέναι. Και γαρ εκείνοι, επειδάν εξ εικόνων μεταγράφωσι τας εικόνας, πλείστον, ως εικός, των αρχετύπων απολιμπάνονται, και ημάς αυτής της θέας των πραγμάτων απολειφθέντας, κίνδυνος ου μικρός την αλήθειαν ελλατώσαι».

«Διότι όπως κατά τρόπον αυτόματον ο φωτισμός ακολουθεί την φωτιάν και η ευωδία το μύρον, έτσι και τας αγαθάς πράξεις, κατ’ ανάγκην ακολουθεί η ωφέλεια. Και όμως ούτε αυτό είναι μικρόν˙ το να επιτύχεις επακριβώς την ακρίβειαν αυτών που έχουν πραχθή τότε. Διότι κάποια αμυδρά φήμη έφθασεν ως ημάς, η οποία διασώζει τα ανδραγαθήματα των αγώνων του ανδρός. Και μου φαίνεται ότι το ιδικό μας έργον ομοιάζει κάπως με το έργον των ζωγράφων. Διότι και εκείνοι, όταν από εικόνας αντιγράφουν τας εικόνας, όπως είναι φυσικόν, υστερούν κατά πολύ από τα πρωτότυπα. Και δι’ ημάς που δεν ήμεθα μάρτυρες των πραγμάτων, δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να ζημιώσωμεν την αλήθειαν».

§ 8 «Ώσπερ γαρ τον ήλιον αεί καθορώντες, αεί θαυμάζομεν, ούτω και του ανδρός εκείνου αεί νεαράν την μνήμην έχομεν»

«Διότι όπως τον ήλιον, ενώ πάντοτε τον βλέπομεν, πάντοτε τον θαυμάζομεν, έτσι και του ανδρός εκείνου διατηρούμεν πάντοτε νωπήν την μνήμην»

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού

«Δήλον ως αεί καθορώντες δια τε λόγου και εικοπνίσματος»

«Είναι φανερό ότι τον βλέπουμε διαρκώς με τον λόγο και τα εικονίσματα»

(μετ. Βασίλειου Ψευτόγκα, στην σειρά Ε.Π.Ε. Μεγάλου Βασιλείου Έργα, τομ. 7 σελ. 248-273, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973)

Για τα σχόλια του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 76-77, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

(10)
Του Μεγάλου Βασιλείου Ομιλία εις τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας
§ 1 «Μαρτύρων μνήμης τις αν γένοιτο κόρος τω φιλομάρτυρι; διότι η προς τους αγαθούς των ομοδούλων τιμή απόδειξιν έχει της προς τον κοινόν Δεσπότην ευνοίας».

«Ποιος κορεσμός θα ημπορούσε να υπάρξη από την μνήμην των μαρτύρων δι’ αυτόν ο οποίος αγαπά τους μάρτυρας; Διότι η τιμή προς τους ανδρείους από μέρος των συνδούλων των αποδεικνύει την εύνοιαν προς τον κοινόν Κύριον».

«Μακάρισον γνησίως τον μαρτυρήσαντα, ίνα γένη μάρτυς τη προαιρέσει και εκβής χωρίς διωγμού, χωρίς πυρός, χωρίς μαστίγων, των αυτών εκείνοις μισθών ηξιωμένος».

«Να μακαρίσεις αληθινά αυτόν που εμαρτύρησε, διά να γίνης μάρτυς κατά την διάθεσιν και θα καταλήξεις να αξιωθής τους ίδιους μισθούς με εκείνους, χωρίς να διωχθής, χωρίς να καής εις την φωτιάν, χωρίς να μαστιγωθής».
***
Σχόλιο Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού

«Πως ουν με απείργεις της των αγίων τιμής και φθονείς μοι της σωτηρίας; Ότι δε συνεζευγμένην οίδε τω λόγω την δια των χρωμάτων μορφήν, άκουε αυτού μετ’ ολίγα φάσκοντος»

«Πως λοιπόν με εμποδίζεις από την τιμήν των αγίων και με φθονείς για τα σωτηρία; Το ότι πάλι αναγνωρίζει ότι είναι συνυφασμένη η χρωματική μορφή με το λόγο, άκου τον ίδιο που λίγο πιο κάτω λέει».

§ 2 «Δεύρο δη ουν εις μέσον αυτούς αγαγόντες διά της υπομνήσεως, κοινήν την απ’ αυτών ωφέλειαν τοις παρούσι καταστησώμεθα, προδείξαντες πάσιν, ώσπερ εν γραφή, τας των ανδρών αριστείας. Επεί και πολέμων ανδραγαθήματα και λογογράφοι πολλάκις και ζωγράφοι διασημαίνουσιν, οι μεν τω λόγω διακοσμούντες, οι δε τοις πίναξιν εγχαράττοντες, και πολλούς επήγειραν προς ανδρείαν εκάτεροι. Α γαρ ο λόγος της ιστορίας δια της ακοής παρίστησι, ταύτα γραφική σιωπώσα δια μιμήσεως δεικνυσιν».

«Εμπρός λοιπόν τώρα, αφού τους φέρομεν ενώπιον μας δια της ενθυμήσεως, ας καταστήσωμεν κοινήν την ωφέλειαν εις αυτούς που είναι παρόντες, αφού δείξωμεν πρώτα εις όλους ωσάν εις ζωγραφιάν, τα κατορθώματα των ανδρών. Άλλωστε και τα πολεμικά ανδραγαθήματα πολλάς φοράς και οι λογογράφοι και οι ζωγράφοι εξιστορούν. Οι μεν με το να εγκωμιάζουν με τον λόγον, οι δε με το να τα ζωγραφίζουν εις τους πίνακας, διεγείρουν πολλούς προς την ανδραγαθίαν και οι μεν και οι δε».

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Οράς, ως εν εικόνος και λόγου το έργον; “Ως εν γραφή” γαρ, έφη, “προσδείξωμεν τω λόγω”»

«Βλέπεις πως το έργο της εικόνας και του λόγου είναι ένα; “Σαν σε ζωγραφιά”, είπε, “να τα παρουσιάσουμε με το λόγο”».

(μετ. Βασίλειου Ψευτόγκα, στην σειρά Ε.Π.Ε. Μεγάλου Βασιλείου Έργα, τομ. 7 σελ. 290-313, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973)

Για τα σχόλια του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 78-79, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)

(11)
Του Μεγάλου Βασιλείου, Ερμηνεία εις τον προφήτην Ησαΐαν

«Δήλον δε, ότι αφανίζων την ύβριν των υπερηφάνων, ουχ έν μόνον των κακών εξαναλίσκει, αλλ’ από ενός αμαρτήματος διατατικώς εφ’ όλα τα είδη της κακίας εξακούειν προσήκει της ύβρεως. Οι γαρ άνομοι εξυβρίζουσι μεν εις τον ναόν, εξυβρίζουσι δε εις τον πλησίον, εξυβρίζουσι δε εις το κατ’ εικόνα του κτίσαντος, και δια της εικόνος η ύβρις αναβαίνει επί τον κτίσαντα. Ώσπερ γαρ ο βασιλικήν εικόνα καθυβρίσας, ως εις αυτόν εξαμαρτήσας τον βασιλέα κρίνεται˙ ούτω δηλονότι υπόδικος εστι τη αμαρτία ο τον κατ’ εικόνα γεγενημένον καθυβρίζων». (PG 30 col. 589)

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού

«Ούτω και πας ο τιμών την εικόνα το αρχέτυπον δηλονότι τιμά»

«Έτσι και όποιος τιμά την εικόνα, είναι φανερό ότι τιμά το αρχέτυπο»


(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 272-3, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)


(12)
Του Μεγάλου Βασιλείου, Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και Ανομοίων

§ 4 «Όπου γαρ μία μεν η αρχή, εν δε το εξ αυτής, και εν μεν το αρχέτυπον, μία δε εικών, ο της ενότητος λόγος ου διαφθείεται. Διότι γεννητώς υπάρχων εκ του Πατρός ο Υιός και φυσικώς εκτυπών εν εαυτώ τον Πατέρα, ως μεν εικών το απαράλλακτον έχει, ως δε γέννημα το ομούσιον διασώζει. Ουδέ γαρ ο κατά την αγοράν τη βασιλικί εικόνι ενατενίζων και βασιλέα λέγων τον εν πίνακι, δύο βασιλέας ομολογεί, την τα εικόνα και τον ου εστιν η εικών. Ούτε εάν δείξας τον εν τω πίνακι γεγραμμένον είπη˙ ούτος εστιν ο βασιλεύς, απεστέρησε το πρωτότυπον της του βασιλέως προσηγορίας. Μάλλον μεν ουν εκείνω την τιμήν εβεβαίωσε δια της τούτου ομολογίας. Ει γαρ η εικών βασιλεύς, πολλώ δη που εικός βασιλέα είναι τον τη εικόνι παρασχόμενον την αιτίαν. Αλλ’ ενταύθα ξύλα και κηρός και ζωγράφου τέχνη την εικόνα ποιεί φθαρτήν φθαρτού μίμημα και τεχνητήν του ποιηθέντος, εκεί δε όταν κούσης εικόνα, απαύγασμα νόει της δόξης».

«Διότι όπου μεν η αρχή είναι μία, ένα δε αυτό που προέρχεται από αυτήν και ένα μεν είναι το αρχέτυπον μία δε η εικών, τότε δεν καταστρέφεται ο λόγος της ενότητος. Διότι ο υιός, ο οποίος δια της γεννήσεως έχει την ύπαρξιν από τον Πατέρα και φυσικώς αποτυπώνει εις τον εαυτόν του τον Πατέρα, ως εικών μεν έχει το απαράλλακτον, ως γέννημα δε διαφυλάσσει την ομοουσιότητα. Άλλωστε ούτε αυτός ο οποίος παρατηρεί εις την αγοράν την βασιλικήν εικόνα και λέγει βασιλέα τον εικονιζόμενον εις τον πίνακα, παραδέχεται δύο βασιλείς, δηλαδή και την εικόνα και αυτόν του οποίου είναι η εικών. Ούτε εάν, αφού δείξη τον εικονιζόμενον εις τον πίνακα, ειπή˙ αυτός είναι ο βασιλεύς, αποστερεί το πρωτότυπον από το όνομα του βασλέως. Καλύτερα λοιπόν έτσι αποδεικνύει δια της αναγνωρίσεως αυτού την τιμή εις εκείνον. Διότι εάν η εικών είναι βασιλεύς, είναι πολύ φυσικότερον να είναι βασιλεύς αυτός που παρέχει την αιτία εις την εικόνα. Αλλ’ εδώ μεν τα ξύλα και το κερί και η τέχνη του ζωγράφου κάμνουν φθαρτήν την εικόνα, αποτύπωμα φθαρτού πράγματος και είναι τεχνικόν κατασκεύασμα αυτού που εποιήθη, εκεί όμως όταν ακούσης εικόνα να εννοής το απαύγασμα της δόξης».

(μετ. Βασίλειου Ψευτόγκα, στην σειρά Ε.Π.Ε. Μεγάλου Βασιλείου Έργα, τομ. 7 σελ. 68-71, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973)

(13)
Του Αγίου Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης Περί κατασκευής ανθρώπου

Κεφ. δ’ «Ώσπερ γαρ κατά την ανθρώπινην συνήθειαν οι τας εικόνας των κρατούντων κατασκευάζοντες, τον τε χαρακτήρα της μορφής αναμάσσονται και τη περιβολή της πορφυρίδος την βασιλικήν αξίαν συμπαραγράφουσι, και λέγεται κατά συνήθειαν και η εικών βασιλεύς˙ ούτω και η ανθρώπινη φύσις, επειδή προς την αρχήν άλλων κατασκευάετο, διά της προς τον βασιλέα του παντός ομοιότητος, οίον τις έμψυχος εικών ανεστάθη, κοινωνούσα τω αρχετύπω και της αξίας και του ονόματος»

«Όπως δηλαδή εκείνοι που κατασκευάζουν τις εικόνες των αρχόντων κατά την ανθρώπινη συνήθεια αποτυπώνουν και τον χαρακτήρα της βασιλικής μορφής και παριστάνουν το βασιλικό αξίωμα με το ένδυμα της πορφύρας, ώστε κατά τη συνήθεια λέγεται και η εικών βασιλεύς˙ έτσι και η ανθρώπινη φύσις, επειδή κατασκευάστηκε, για να εξουσιάση άλλα όντα, με την ομοιότητα του βασιλέως του σύμπαντος, αναστήθηκε σαν έμψυχη εικόνα, που κοινωνεί προς το αρχέτυπο του αξιώματος και του ονόματος».

Κεφ. ε’ « Το δε θείο κάλλος ου σχήματι τινι και μορφής ευμοιρία διά τινος ευχροίας αγλαΐζεται, αλλ’ εν αφράστω μακαριότητι κατ’ αρετήν θεωρείται. Ώσπερ τοίνυν τας ανθρώπινας μορφάς διά χρωμάτων τινών επί τους πίνακας οι γραφείς μεταφέρουσι, τας οικείας τε και καταλλήλους βαφάς απολείφοντες τω μιμήματι, ως αν δι’ ακριβείας το αρχέτυπον κάλλος μετενεχθείη προς το ομοίωμα˙ ούτω μοι νόει και τον ημέτερον πλάστην, οίον τισι βαφαίς τη των αρετών επιβολή προς το ίδιον κάλλος την εικόνα περιανθίσαντα, εν ημίν δείξαι την ιδίαν αρχήν»

«Το θείο κάλλος δεν λάμπει με κάποιο σχήμα ούτε με την παρουσία κάποιας μορφής χρωματιστής, αλλά συνίσταται σε άφραστη μακαριότητα κατά την αρετή. Όπως λοιπόν οι ζωγράφοι μεταφέρουν τις ανθρώπινες μορφές στους πίνακες με κάποια χρώματα, επαλείφοντας στο αντίτυπο τις οικείες και κατάλληλες βαφές, ώστε το αρχέτυπο κάλλος να μεταφερθή με ακρίβεια στο ομοίωμα˙ έτσι πρέπει να εννοήσης και τον πλάστη μας, ότι έδειξε μέσα μας την δική του εξουσία, αφού διεκόσμησε την εικόνα μας με την επιβολή των αρετών σαν βαφές, για να τείνη προς το κάλλος του».


(μετ. Παν. Χρήστου, στην σειρά Ε.Π.Ε. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης Άπαντα, τομ. 5, σελ. 38-41, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1987)
***

Σχόλιο Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού

«Όρα, ως “το μεν θείον κάλλος ου σχήματι τινι δια τινος ευχροίας εναγλαΐζεται” και δια τούτο ουκ εικονίζεται, η δε ανθρώπινη μορφή δια χρωμάτων επί τους πίνακας μεταφέρεται. Ει τοινυν ο Υιός του Θεού εν ανθρώπου μορφή γέγονε μορφήν δούλου λαβών και εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματος ευρεθείς ως άνθρωπος, πως ουκ εικονισήσεται; Και ει κατά συνήθειαν “λέγεται η του βασιλέως εικών βασιλεύς” και “η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον αναβαίνει”, ως φησιν ο θείος Βασίλειος, πως η εικών ου τιμηθήσεται και προσκυνηθήσεται ουχ ως Θεός, αλλ’ ως Θεού σεσαρκωμένου εικών;»

«Πρόσεχε, ότι το “θεϊκό κάλλος δεν λαμπρύνεται με κάποιο σχήμα και με κάποιο ωραίο χρώμα” και γι’ αυτό δεν εικονίζεται, ενώ η ανθρώπινη μορφή με τα χρώματα μεταφέρεται στις εικόνες. Εφ’ όσον λοιπόν ο Υιός του Θεού παρουσιάστηκε με ανθρώπινη μορφή, παίρνοντας μορφή δούλου, και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους και βρέθηκε κατά το σχήμα ως άνθρωπος, πως δε θα εικονισθεί; Και εφ’ όσον κατά τη συνήθεια «η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς» και «η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο», όπως λέει ο θείος Βασίλειος, πως η εικόνα δεν θα τιμηθεί και δεν θα προσκυνηθεί, όχι ως Θεός, αλλά ως εικόνα του σεσαρκωμένου Θεού;»

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3 σελ. 82-85, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990)



(14)
Του Αγίου Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης, Λόγος περί θεότητος Υιού και Πνεύματος και Εγκώμιον εις τον δίκαιον Αβραάμ


«Εντεύθεν δεσμοίς πρότερον διαλαμβάνει ο πατήρ τον παίδα. Είδον πολλάκις επί γραφής εικόνα του πάθους, και ουκ αδακρυτί την θέαν παρήλθον, εναργώς της τέχνης υπ’ όψιν αγούσης την ιστορίαν. Πρόκειται ο Ισαάκ τω πατρί παρ’ αυτώ τω θυσιαστηρίω, οκλάσας επί γόνυ και περιηγμένας έχων εις τουπίσω τας χείρας, ο δε επιβεβηκώς κατόπιν τω πόδε της αγκύλης και τη λαιά χειρί την κόμην του παιδός προς εαυτόν ανακλάσας, επικύπτει τω προσώπω, ελεεινώς προς αυτόν αναβλέποντι, και την δεξιάν καθωπλισμένην τω ξίφει προς την σφαγήν κατευθύνει, και άπτεται ήδη του σώματος η του ξίφους ακμή, και τότε αυτώ γίνεται θεόθεν φωνή το έργον κωλύουσα».

«Είδα πολλές φορές ζωγραφική απεικόνιση της θυσίας και δεν προσπέρασα το θέαμα χωρίς να δακρύσω, αφού η τέχνη φέρνει μπροστά μας το περιστατικό με τόση σαφήνεια. Βρίσκεται ο Ισαάκ μπροστά στον πατέρα του κοντά στο θυσιαστήριο πεσμένος στα γόνατα και με τα χέρια δεμένα πίσω. Αυτός στηρίζοντας τα πόδια πίσω από το γονατισμένο παιδί και τραβώντας προς τον εαυτό του με το αριστερό χέρι του τα μαλλιά σκύβει επάνω στο πρόσωπο που βλέπει προς αυτόν πονεμένα και υψώνει το δεξί του χέρι για τη σφαγή οπλισμένο με το ξίφος, η κόψη του σπαθιού αγγίζει ήδη το σώμα και τότε του έρχεται φωνή από το Θεό που τον εμποδίζει να προχωρήσει».

(μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, στην σειρά Ε.Π.Ε. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης Άπαντα, τομ. 10, σελ. 58-61, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1990)


(15)
Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Λόγος εγκωμιαστικός εις τον εν Αγίοις Πατέρα ημών Μελέτιον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας της μεγάλης και εις την σπουδήν των συνελθόντων

«και ην ευλαβείας διδασκαλεία το γινόμενον. Συνεχώς γαρ αναγκαζόμενοι της προσηγορίας εκείνης μεμνήσθαι και τον άγιον εκείνον έχειν επί ψυχής, παντός αλόγου πάθους και λογισμού φυγαδευτήριον είχον το όνομα˙ και ούτω πολύ γέγονε τούτο, ως πανταχού και εν αγορά και εν αγροίς και εν οδοίς τούτω πάντοθεν περιηχείσθαι τω ονόματι.
Ου προς το όνομα δε τοσούτον επάθετε μόνον, αλλά και προς αυτόν του σώματος τύπον. Όπερ γουν εν ονόμασιν εποιήσατε, τούτο και επί της εικόνος επράξατε της εκείνου. Και γαρ και εν δακτυλίων σφενδόναις και εν εκτυπώμασι και εν φιάλαις και εν θαλάμων τοίχοις και πανταχού την εικόνα την αγίαν εκείνην διεχάραξαν πολλοί, ως μη μόνον ακούειν της αγίας προσηγορίας εκείνης, αλλά και οράν αυτού πανταχού του σώματος τον τύπον και διπλήν τινά της αποδημίας έχειν παραμυθίαν».

«Και εκείνο που γινόταν τότε ήταν διδασκαλεία ευλάβειας. Διότι αναγκαζόμενοι συνεχώς να θυμούνται το όνομα εκείνο και να έχουν τον άγιον εκείνον μέσα στην ψυχή τους, είχαν το όνομα σαν φυγαδευτήριο κάθε αλόγου πάθους και λογισμού. Και έλαβε το πράγμα τόση μεγάλη έκταση, ώστε παντού, και στην αγορά και στους αγρούς και στους δρόμους ν’ ακούεται παντού το όνομα αυτό.
Και δεν σας κυρίεψε το πάθος αυτό μόνο για το όνομα, αλλά και για την απεικόνιση του σώματός του. Εκείνο δηλαδή που κάματε ως προς τα ονόματα, αυτό κάμετε και για την εικόνα εκείνου. Διότι εκείνη την αγία εικόνα τη χάραξαν πολλοί και στις σφενδόνες των δακτυλιδίων, και στα εκτυπώματα, και στις φυάλες, και στους τοίχους των θαλάμων, και παντού, ώστε, όχι μόνο ν’ακούν εκείνο το άγιο όνομα, αλλά και να βλέπουν παντού την εικόνα του σώματός του, και να έχουν έτσι διπλή παρηγοριά για την αποδημία του».

(μετ. Ελευθέριου Μερετάκη, στην σειρά Ε.Π.Ε. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Έργα, τομ. 37 σελ. 23-25, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1989)

(16)
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Λόγος εγκωμιαστικός εις τον Άγιον Ιερομάρτυρα Βαβύλαν

«Και γαρ οι τας εικόνας επιδείξαι βουλόμενοι καλώς, μικρόν του πινακίσκου τους θεωμένους αποστήσαντες, ούτως αυτάς εκκαλύπτουσι, σαφεστέραν τω διαστήματι ποιούντες την όψιν αυτοίς. Ανάσχεσθε τοίνυν και υμείς εις τουπίσω τον λόγον ανελκόντων ημών».

«Διότι και εκείνοι που θέλουν να δείξουν τις εικόνες καλώς, αφού απομακρύνουν λίγο από τον πίνακα τους θεατές, τότε τις αποκαλύπτουν, κάμνοντας σαφέστερη σ’ αυτούς την παράσταση με την απόσταση. Δείξτε λοιπόν και εσείς υπομονή για το ότι μεταφέρω το λόγο μου προς τα πίσω».

(μετ. Ελευθέριου Μερετάκη, στην σειρά Ε.Π.Ε. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Έργα, τομ. 37 σελ.54-5, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1989)


(17)
Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους επιστολήν ομιλία ΙΒ’

«Αφωμοιωμένος δε, φησί,, τω Υιώ του Θεού. Και που η ομοιότης; Ότι και τούτου κακείνου το τέλος αγνοούμεν, και την αρχήν˙ αλλά τούτου μεν παρά το μη γεγράφθαι, εκείνου δε παρά το μη είναι. Ενταύθα η ομοιότης. Ει δε πανταχού έμελλεν η ομοιότης είναι, ουκέτι τύπος ην και αλήθεια, αλλά τύπος τα αμφότερα. Ούτω και εν ταις σκιαγραφουμέναις εικόσι γινόμενον ίδοι τις αν˙ εν εκείνοις γαρ εστι μεν τι και όμοιον, έστι δε και ανόμοιον˙ δια μεν γαρ της απλώς γραφής ομοιότης τίς εστι του χαρακτήρος, των χρωμάτων δε επιτεθέντων, τότε φανερώς δείκνυται η διαφορά, και το όμοιον και το ανόμοιον».

«Εξομοιωμένος, λέγει, με τον Υιό του Θεού. Και που είναι η ομοιότητα; Στο ότι δεν γνωρίζουμε το τέλος και την αρχή ούτε αυτού ούτε εκείνου, αλλά εκείνου γιατί δεν είναι γραμμένο, ενώ αυτού γιατί δεν υπάρχει. Εδώ είναι η ομοιότητα. Αν όμως επρόκειτο να υπάρχει παντού ομοιότητα, δεν θα ήταν τότε τύπος και αλήθεια, αλλά και τα δύο θα ήταν τύπος. Αυτό θα μπορούσε να δει κανείς να γίνεται και στις ζωγραφιστές εικόνες. Γιατί σ’ εκείνες υπάρχει βέβαια κάτι όμοιο, υπάρχει όμως και κάτι ανόμοιο˙ κατά το απλό σχεδίασμα υπάρχει κάποια ομοιότητα του χαρακτήρα, αλλά με την προσθήκη των χρωμάτων τότε φανερώνεται καλά η διαφορά, και το όμοιο και το ανόμοιο».

(μετ. Σπύρου Μουστάκα, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Έργα, τ. 24 σελ. 498-499, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1989)

(18)
Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους επιστολήν ομιλία ΙΕ’

« “Υπεράνω δε αυτής Χερουβίμ δόξης κατασκιάζοντα το ιλαστήριον1”. Τι εστι “χερουβίμ δόξης”; Ήτοι τα ένδοξα, ή τα υποκάτω του Θεού φησι. Καλώς δε και επαίρει ταύτα τω λόγω, ίνα δείξη μείζονα όντα τα μετά ταύτα. “Περί ων ουκ έστι”, φησί, “νυν λέγειν κατά μέρος2”. Ενταύθα ηνίξατο, ότι ου ταύτα ην μόνον τα ορώμενα, αλλά αινίγματα τινα ην. “Περί ων ουκ εστι”, φησί, “νυν λέγειν κατά μέρος”˙ ίσως ως μακρού δεομένων λόγου. “Τούτων δε ούτω κατασκευασμένων, εις μεν την πρώτην σκηνήν διαπαντός εισίασιν οι ιερείς τας λατρείας επιτελούντες3”. Τουτέστιν, ην μεν ταύτα, ουκ απέλαυων δε τούτων αυτών οι Ιουδαίοι˙ ου γαρ εώρων αυτά. Ώστε ουκ εκείνοις μάλλον ην, ή οις προετυπούτο. “Εις δε την δευτέραν άπαξ του ενιαυτού μόνος ο αρχιερεύς, ου χωρίς αίματος, ο προσφέρει υπέρ εαυτού και των του λαού αγνοημάτων4”. Οράς ήδη τους τύπους προκαταβεβλημένους;»

« “Πάνω από την κιβωτό υπήρχαν τα ένδοξα χερουβίμ που κατασκίαζαν το ιλαστήριο1”. Τι σημαίνει “χερουβίμ δόξης”; Ή εννοεί τα ένδοξα ή τα κάτω από το Θεό. Και σωστά μεγαλοποιεί αυτά με τον λόγο, για να δείξει ότι είναι ανώτερα τα στη συνέχεια. “Για τα οποία”, λέγει, “δεν είναι δυνατό να μιλήσουμε τώρα λεπτομερώς2”. Εδώ υπαινίχθηκε, ότι δεν ήταν αυτά μόνο τα βλεπόμενα, αλλά ήταν απλώς κάποια αινίγματα. “Γι τα οποία δεν μπορούμε”, λέγει, “τώρα να μιλήσουμε λεπτομερώς”˙ ίσως χρειάζονται μακρότερο λόγο. “Όντας λοιπόν αυτά έτσι κατασκευασμένα, στο πρώτο μέρος της σκηνής εισέρχονται πάντοτε οι ιερείς και επιτελούν τα της λατρείας3”. Δηλαδή υπήρχαν βέβαια αυτά, αλλ’ όμως δεν απολάμβαναν αυτά οι Ιουδαίοι˙ γιατί δεν τα έβλεπαν. Ώστε μάλλον δεν ήταν για εκείνους, αλλά για εκείνους για τους οποίους αποτελούσαν προτύπωση. “Στο δεύτερο μέρος όμως μπαίνει μια φορά το χρόνο μόνο ο αρχιερέας, και όχι χωρίς αίμα, το οποίο προσφέρει για τον εαυτό του και για τα από άγνοια αμαρτήματα του λαού4”. Βλέπεις ότι ήδη έχουν προκαταβληθεί οι τύποι;»

(μετ. Σπύρου Μουστάκα, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Έργα, τ. 24 σελ. 564-567, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1989)

___________
1. Εβρ. 9.5
2. Εβρ. 9.5
3. Εβρ. 9.6
4. Εβρ. 9.7

(19)
Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους επιστολήν ομιλία ΙΖ’

«ώσπερ επί των εικόνων τύπον έχει του ανθρώπου η εικών, ουχί δε και την ισχύν. Ώστε το αληθές και ο τύπος κοινωνούσιν αλλήλοις˙ ο γαρ τύπος ίσος η δε ισχύς ουκέτι. Ούτω δη και επί του ουρανού, και επί της σκηνής˙ ο μεν γαρ τύπος ίσος ην, άγια γαρ ην˙ η δε δύναμις και τα άλλα, ου τα αυτά».
«Όπως ακριβώς στην περίπτωση των εικόνων, η εικόνα έχει τον τύπο του ανθρώπου, όχι όμως και την ισχύ. Ώστε το αληθινό και ο τύπος έχουν κοινά σημεία μεταξύ τους˙ διοτι ο τύπος μοιάζει με το πραγματικό, δεν έχει όμως την δύναμί του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ουρανό και τη σκηνή˙ ο τύπος δηλαδή ήταν ίσος, διότι ήταν άγιος, ενώ η δύναμις και τα άλλα δεν ήταν ίδια».

(μετ. Βασιλεία Κυριακίδου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Έργα, τ. 22, σελ. 36-37, εκδ. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1988)

(20)
Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προδοσία του Ιούδα, λογος Α’

§ 4 «Καθάπερ γαρ οι ζωγράφοι εν αυτώ τω πίνακι και τας γραμμάς περιάγουσι και την σκιάν γράφουσι, και τότε την αλήθεια των χρωμάτων αυτών επιτιθέασιν, ούτω και ο Χριστός εποίησεν. Επ’ αυτής της τραπέζης και το τυπικόν πάσχα υπέγραψε, και το αληθινόν προσέθηκε».

«Διότι όπως ακριβώς οι ζωγράφοι στον ίδιο πίνακα πρώτα τραβούν τις γραμμές και ζωγραφίζουν την σκιά, και μετά προσθέτουν επάνω σ’ αυτόν τα πραγματικά χρώματα, το ίδιο έκανε και ο Χριστός. Επάνω στην ίδια τράπεζα ζωγράφισε και το τυπικό πάσχα, και προσέθεσε το αληθινό˙»

(μετ. Ελευθέριου Μερετάκη, στη σειρά Ε.Π.Ε. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Έργα, τ. 35 σελ. 576-577, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 20062 )

(21)
Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία εις τον Γ’ ψαλμόν

§ 1 «Επινίκιους μεν ανδριάντας οι βασιλείς τοις στρατηγοίς νικήσασιν ανατιθέασι, νικηφόρους δε εικόνας και στήλας εγείρουσιν άρχοντες ηνιόχοις και αθληταίς, και τω επιγράμματι ως στόματι κήρυκα της νίκης την ύλην εργάζονται. Άλλοι δε πάλιν εν βίβλοις και γράμμασι τους επαίνους τοις νικηταίς γράφουσι, την εαυτών εν τω επαίνω δύναμιν ισχυροτέραν των επαινουμένων δείξαι θέλοντες. Και λογογράφοι και ζωγράφοι και χαλκευταί και λιθογλύπται και δήμοι και άρχοντες και πόλεις και χώραι τους νικητάς θαυμάζουσιν, ουδείς δε φεύγοντος και μη πολεμήσαντος εικόνα έγραψε, καθάπερ νυν ο Δαυίδ».

«Οι μεν βασιλείς εις του νικητάς στρατηγούς αφιερώνουν επινίκιους ανδριάντας, οι δε άρχοντες ανεγείρουν εις τους οδηγούς αρμάτων και εις τους αθλητάς νικηφόρους αναπαραστάσεις και στήλας και με το επίγραμμα ωσάν στόμα καθιστούν την ύλην κήρυκα της νίκης. Άλλοι πάλι γράφουν τους επαίνους δια τους νικητάς εις βιβλία και γράμματα, διότι θέλουν να δείξουν την δύναμίν των, που περιέχεται εις τον έπαινον, ισχυροτέραν από τους επαινομένους. Και ι λογογράφοι και οι ζωγράφοι και οι χαλκουργοί και οι λιθογλύπται και οι λαοί και οι άρχοντες και οι πόλεις και αι χώραι θαυμάζουν τους νικητάς, κανείς όμως δεν περιέγραψε την εικόνα δραπέτου και ανθρώπου που δεν επολέμησεν, όπως κάμνει τώρα ο Δαυίδ».

(μετ. Ελευθέριου Μερετάκη, στη σειρά Ε.Π.Ε. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Έργα, τ. 5 σελ. 100-101, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1982)

(22)
Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Κολοσσαείς, ομιλία Γ’

«Η του αοράτου εικών, και αυτή αόρατος, και ομοίως αόρατος, επεί ουδ’ αν εικών είη. Την γαρ εικόνα, καθό εστιν εικών, και παρ’ ημίν απαράλλακτον δει είναι, οίον των χαρακτήρων και της ομοιώσεως»
«Η εικόνα του αοράτου είναι και αυτή αόρατος, και ομοίως αόρατος, επειδή διαφορετικά ούτε και εικόνα θα ήταν. Γιατί η εικόνα, αφού είναι εικόνα, πρέπει και σε μας να είναι ακριβώς ίδια, δηλαδή στα χαρακτηριστικά και στην ομοιότητα».
(μετ. Σπυρ. Μουστάκα, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Έργα, τ. 22 σελ. 130-131, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1983)

(23)
Του Σεβηριανού επισκόπου Γαβάλων, από τον λόγο στα εγκαίνια του σταυρού

«Πως ουν η εικών του επικατάρατου ήνεγκε τω λαώ εν συμφορά χειμαζομένω σωτηρίαν; Άρα ουκ ην αξιοπιστότερον ειπείν, Εάν τις υμών δηχθή, βλέψει εις τον ουρανόν άνω προς τον Θεόν και σωθήσεται ή εις την σκηνήν του Θεού; Αλλά ταύτα παριδών, μόνον του σταυρού την εικόνα έπηξεν. Διατί ουν ταύτα εποίει Μωσής ο ειπών τω λαώ, “ου ποιήσεις σεαυτώ γλυπτόν ουδέ χωνευτόν ουδέ παν ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης1”; Αλλά τι ταύτα προς τον αγνώμονα φθέγγομαι; Ειπέ, ω πιστότατε Θεού θεράπον˙ ό απαγορεύεις, ποιείς; ό ανατρέπεις, κατασκευάζεις; Ο λέγων, “ου ποιήσεις γλυπτόν2”, ο τον χωνευθέντα βουν κατελάσας, συ όφιν χαλκουργείς; Και τούτο ου λάθρα, αλλά αναφανδόν και πάσι γνωστόν3;
Αλλ’ εκείνα, φησίν, ενομοθέτησα, ίνα εκκόψω τας ύλας της ασεβείας και τον λαόν απαγάγω πάσης αποστασίας και ειδωλολατρείας˙ νυνί δε χωνεύω τον όφιν χρησίμως εις προτύπωσιν της αληθείας. Και καθάπερ σκηνήν έπηξα και τα εν αυτή πάντα και χερουβίμ ομοίωμα των αοράτων διεπέτασα εις τα άγια ως τύπον και σκιάν των μελλόντων4, ούτω και όφιν εστήλωσα εις σωτηρίαν τω λαώ, ίνα διά της πείρας τούτων προγυμνασθώσι του σημείου του σταυρού την εικόνα και τον εν αυτώ σωτήρα και λυτρωτήν. Και ότι αψευδέστατος ο λόγος, αγαπητέ, άκουε του Κυρίου τούτον βεβαιούντος και λέγοντος˙ “και καθώς Μωσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτω δει υψωθήναι τον Υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πστεύων εν αυτώ μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον5».

«Πως λοιπόν η εικόνα του επικατάρατου έφερε τη σωτηρία στο δοκιμαζόμενο από συμφορά λαό; Επομένως δεν θα ήταν περισσότερο σωστό να πει, αν κάποιος από σας δαγκωθεί από φίδι, να κοιτάξει ψηλά στον ουρανό προς το Θεό, ή στη σκηνή του Θεού, και θα σωθεί; Αλλά παραβλέποντας όλα αυτά, μόνο την εικόνα του σταυρού έστησε. Γιατί όμως τα έκανε αυτά ο Μωυσής, αυτός που είπε στο λαό, «δεν θα κατασκευάσεις για τον εαυτό σου γλυπτό ούτε χωνευτό ούτε κανένα ομοίωμα, όσα βρίσκονται πάνω στον ουρανό και όσα κάτω τη γη και όσα στα νερά κάτω από τη γη1; Αλλά γιατί τα λέω αυτά προς τον αγνώμονα; Πες μου, εσύ πιστότατε υπηρέτη του Θεού˙ αυτό που απαγορεύεις αυτό κάνεις; Αυτό που γκρεμίζεις το κατασκευάζεις; Συ που λες, “δεν θα κάνεις γλυπτό2” και συντρίβεις το χωνευτό μοσχάρι, εσύ κατασκευάζεις χάλκινο φίδι; Και αυτό όχι κρυφά, αλλά ολοφάνερα και σε όλους γνωστό3;
Αλλά εκείνα τα νομοθέτησα, λέει, για να κόψω τα υλικά της ασεβείας και να αποσπάσω το λαό από κάθε αποστασία και ειδωλολατρία˙ και τώρα όμως κατασκευάζω το χωνευτό φίδι για να χρησιμεύσει ως προτύπωση της αληθείας. Και όπως έστησα τη σκηνή και όλα όσα υπάρχουν σ’αυτήν και κατασκεύασα ομοίωμα των αοράτων χερουβίμ με ανοιχτά τα φτερά τους στα άγια για να είναι τύπος και σκιά των μελλόντων4, έτσι ύψωσα και το φίδι σε στήλη για τη σωτηρία του λαού, ώστε με τη γνώση αυτών να προετοιμασθούν για να δεχθούν την εικόνα του σημείου του σταυρού και μέσω αυτού τον Σωτήρα και λυτρωτή. Και ότι ο λόγος αυτός είναι πέρα για πέρα αληθινός, αγαπητέ, άκουσε τον Κύριο που το βεβαιώνει λέγοντας˙ “και όπως ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί και ο Υιός του ανθρώπου, ώστε ο καθένας που πιστεύει σ’αυτόν να μην χάνεται, αλλά να έχει ζωή αιώνια5».

___________
1. Εξοδ. 20,4
2. Εξοδ. 32,20
3. Αριθμ. 21,8
4. Κολ. 2,17
5. Ιω. 3,14-15

***
Σχόλιο Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Σύνες, ως δια το απαγαγείν έφη τον λαόν της ειδωλολατρίας ευόλισθον και έτοιμον όντα προς τούτο μη ποιείν παν ομοίωμα ενομοθέτησε, και ότι εικών ήν του πάθους του Κυρίου ο υψωθείς όφις».
«Κατάλαβε, ότι για να απομακρύνει το λαό από την ειδωλολατρία, επειδή ήταν ευόλισθος και έτοιμος γι’ αυτό, νομοθέτησε να μην κάνουν κανένα ομοίωμα, και ότι το φίδι που υψώθηκε ήταν εικόνα του πάθους του Κυρίου».

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε, Ι. Δαμασκηνού Εργα, τομ. 3 σελ. 91-93, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1990)

(24)
Του Αγίου Αμβροσίου επισκόπου Μεδιολάνων,

Στο έργο του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους αποβαλλομένους τας σεπτάς και αγίας εικόνας υπάρχει η εξής καταχώρηση:

«Αμβροσίου, επισκόπου Μεδιολάνων, προς Γρατιανόν τον βασιλέα περί της ενσάρκου οικονομίας του Θεού Λόγου.

Θεός προ της σαρκός και Θεός εν σαρκί. Αλλά φόβος, φησί, μη δύο ηγεμονικά ή σοφίαν διττήν απονέμοντες Χριστώ, μερίζειν δόξωμεν Χριστόν. Άρα ουν μην, οπότε και την θεότητα αυτού και την σάρκα προσκυνούμεν, μερίζομεν τον Χριστόν ή, ότε εν τω αυτώ και την του Θεού εικόνα και τον σταυρό προσκυνούμεν, διαιρούμεν αυτόν; Μη γένοιτο».


«Θεός πριν από τη σάρκσωση και Θεός με σάρκα. Υπάρχει όμως φόβος, λέει, μήπως, αποδίδοντας στο Χριστό δύο ηγεμονικά ή διπλή σοφία, δώσουμε την εντύπωση ότι μερίζουμε τον Χριστό. Μήπως λοιπόν, όταν προσκυνούμε και τη θεότητά του και τη σάρκα μερίζουμε το Χριστό, ή, όταν στον ίδιο προσκυνούμε και την εικόνα του Θεού και τον σταυρό τον διαιρούμε; Μη γένοιτο»
(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε, Ι. Δαμασκηνού Εργα, τομ. 3 σελ. 334-5, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1990)

(25)
Του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Φωτιζομένων ΙΒ’

«Ει τοίνυν ζητείς της Χριστού παρουσίας το αίτιον, ανάδραμε επί το πρώτον των Γραφών βιβλίον. Εν εξ ημέραις εποίησεν ο Θεός τον κόσμον˙ αλλ’ ο κόσμος δια τον ανάνθρωπον˙ ήλιος μεν γαρ λαμπροτάταις αυγαίς αποστίλβων, αλλά δια το ανρώπω φαίνειν εγένετο˙ και πάντα τα ζώα δια το δουλεύειν ημίν κατέστη˙ βοτάναι και δένδρα δια την ημετέραν απόλαυσιν εκτίσθη. Πάντα καλά τα δημιουργήματα1, αλλά τούτων ουδέν εικών Θεού, μόνος δε άνθρωπος. Ήλιος προστάγματι μόνω, άνθρωπος δε χερσί θείαις επλάσθη˙ “ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν2”. Εικών ξυλίνη επιγείου βασιλέως τιμάται, πόσω γε μάλλον εικών λογική Θεού;»

«Αν λοιπόν ζητάς την αιτία της παρουσίας του Χριστού, πήγαινε πίσω, στο πρώτο βιβλίο της αγίας Γραφής. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες. Αλλά ο κόσμος δημιουργήθηκε για τον άνθρωπο. Ο ήλιος, δηλαδή, που ακτινοβολεί με τις λαμπρές ακτίνες του, έγινε για να φωτίζει τον άνθρωπο, και όλα τα ζώα έγιναν για να μας υπηρετούν, όπως και τα φυτά και τα δένδρα έγιναν για να τα απολαμβάνουμε εμείς. Όλα τα δημιουργήματα είναι καλά1, αλλά κανένα από αυτά δεν είναι εικόνα Θεού, παρά μόνο ο άνθρωπος. Ο ήλιος δημιουργήθηκε μόνο με πρόσταγμα, ενώ ο άνθρωπος πλάστηκε με τα χέρια του Θεού. “Ας δημιουργήσουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα μας και καθ’ ομοίωσίν μας2. Η ξύλινη εικόνα του επίγειου βασιλιά τιμάται. Πόσο περισσότερο πρέπει να τιμάται η λογική εικόνα του Θεού;»

___________
1. Γεν. 1,21
2. Γεν. 1,26
(μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Άπαντα, τ. 1 σελ. 380-381, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1994)

(26)
Του οσίου Πατρός ημών Αναστασίου (πατριάρχου Θεουπόλεως της Αντιοχείας) προς Συμεών επίσκοπον Βόστρης λόγος περί Σαββάτου

«Ώσπερ γαρ απόντος μεν βασιλέως, η εικών αντ’ αυτού προσκυνείται˙ παρόντος δε λοιπόν αυτού, περιττόν καταλιπόντα το πρωτότυπον, προσκυνείν την εικόνα˙ ου μην επεί μη προσκυνείται, δια το παρείναι τον, δι’ ον προσκυνείται, ατιμάζεσθαι αυτήν έδει». (PG 89 col. 1405, Mansi, Conc. t. XIII,55)

«Όπως όταν απουσιάζει ο βασιλιάς, προσκυνείται η εικόνα του αντί εκείνου, έτσι όταν είναι παρών, είναι περιττό, αφήνοντας το πρωτότυπο, να προσκυνούμε την εικόνα˙ όμως δεν πρέπει αυτή να ατιμάζεται, επειδή δεν προσκυνείται, λόγω του ότι είναι παρών εκείνος για τον οποίο προσκυνείται».

«Ώσπερ ο παροινών εικόνι βασιλέως, τιμωρίαν δικαίαν υφίσταται, ως αυτόχρημα βασιλέα ατιμάσας˙ καίτοι της εικόνος ουδέν έτερον ούσης, ή ξύλον και χρώματα κηρώ μεμιγμένα και κεκραμένα˙ τον αυτόν τρόπον ο τύπον τούδε τινος ατιμάζων, εις αυτόν εκείνον, ου ο τύπος εστί, αναφέρει την ύβριν» (PG 89 col. 1405, Mansi, Conc. t. XIII,55)

«Όπως εκείνος που μεθυσμένος εξυβρίζει εικόνα του βασιλιά τιμωρείται σαν να ατίμασε τον ίδιο τον βασιλιά, αν και η εικόνα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ξύλο και χρώματα ανάμικτα και ανακατωμένα με κερί, έτσι και εκείνος που ατιμάζει την εικόνα ενός οποιουδήποτε προσώπου, απευθύνει την εξύβριση στο ίδιο το πρόσωπο του οποίου τύπος είναι η εικόνα».

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε, Ι. Δαμασκηνού Εργα, τομ. 3 σελ. 183-185, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1990)

Του ιδίου επιστολή προς τινα σχολαστικόν, δι ής απεκρίνατο προς αυτόν προς την ενεχθείσαν αυτώ παρ’ αυτού απορίαν

«Και μηδείς προσκοπτέτω τη της προσκυνήσεως σημασία. Προσκυνούμεν γαρ και ανθρώπους, και αγγέλους αγίους, ου μην λατρεύομεν αυτοίς. Κύριον γαρ, φησί Μωϋσής, προσκυνήσεις τον Θεόν σου, και αυτώ μόνω λατρεύσεις. Και όρα, πως επί μεν του, λατρεύσεις, προσέθηκε το, μόνον˙ επί δε του προσκυνήσεις, ουδαμώς˙ ώστε προσκυνείν μεν έξεστι, τιμής γαρ έμφασις εστιν η προσκύνησις˙ λατρεύειν δε ουδαμώς˙ ουκούν ουδέ προσεύξασθαι. Ταύτα μεν ερεί τις τέως προς τον πρώτον˙ ο δε δεύτερος ταις των πολλών δόξαις υπάγεται, μήπω της ένδον αναγνώσεως πείραν ειληφώς». (PG 89 col. 1408, Mansi, Conc. t. XIII,55)

Του Αγίου Αναστασίου του Σιναΐτου, Οδηγός, Κεφ. ΙΑ’ Περί του σωτηρίου πάθους Χριστού, και ότι Θεοπασχίται εισιν οι λέγοντες το, «Άγιος, αθάνατος, ο σταυρωθείς και παθών»

«Του αγίου Κυρίλλου κατά Νεστορίου…. Εν ώ, και ικανώς καταισχυνθέντες ενετράπησαν. Ως γαρ προείπον, εν πυξίω τινί διαχαράξαντες την του Δεσπότου στάυρωσιν, μετά και επιγραφής τινος εξετυπώσαμεν, και τον δάκτυλον επιτιθέντες διερωτώμεν αυτούς˙ ήν η επιγραφή˙ «Θεού λόγος εν σταυρώ, και ψυχή λογική και σώμα.
Σχόλιον [σ.σ. Αναστασίου Σιναΐτου]. Εξορκίζομεν εις τον Υιόν του Θεού, τον μεταγράφοντα το βιβλίον, ίνα τον αυτόν τύπον ποιήση της σταυρώσεως». (PG 89b col. 197).

(27)
Του Μεγάλου Αθανασίου εκ περικοπής λόγος περί των αγίων εικόνων

«Ουχ ως θεούς, φασί, τας εικόνας προσκυνούμεν οι πιστοί˙ μη γένοιτο! Αλλά μόνον την σχέσιν και την αγάπην εμφανίζοντες. Όθεν πολλάκις, του χαρακτήρος λειανθέντος, ως ξύλον μένει αργόν. Τούτο δε και επί του τύπου γίνεται του σταυρού. Έως αν μεν εισί συνεζευγμένα τα δύο ξύλα, και σώζη του σταυρού τον τύπον, ορθώς και ηκριβωμένως προσκυνώ τον σταυρόν˙ επάν δε διαιρεθώσιν απ’ αλλήλων, και τον τύπον τη διαιρέσει λύσωσιν, ουκέτι προσκυνώ τα εξ αλλήλων διηρημένα ξύλα. Ούτω λοιπόν και δια τον Χριστόν προσκυνώ την εικόνα, και δια της εικόνος του Χριστού αυτόν προσκυνώ τον Χριστόν. Ει γαρ και τοις χείλεσί μου ου πάρεστι σωματικός Χριστός, αλλ’ όμως τη καρδία και τω νω πάρειμι εγώ πνευματικώς προς τον Χριστόν. Και ότι ταύτα ούτως έχει, εκ του υποδείγματος του περί τον σταυρόν δήλον. Και μετ’ ολίγον˙ Ο γαρ ούτως εγνωκώς, ότι έν εισιν ο Υιός και ο Πατήρ, οίδεν, ότι αυτός εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν αυτώ. Η γαρ του Υιού θεότης του Πατρός εστι, και αύτη εν τω Υιώ εστι. Και ο τούτω καταλαβών πέπεισται, ότι ο εωρακώς τον Υιόν εώρακε τον Πατέρα. Εν γαρ τω Υιώ η του Πατρός θεότης θεωρείται. Τούτο και από του παραδείγματος της εικόνος του βασιλέως προσεχέστερόν τις κατανοήσαι δυνήσεται˙ εν γαρ τη εικόνι του βασιλέως το είδος και η μορφή εστι˙ και εν τω βασιλεί δη το εν τη εικόνι του βασιλέως ομοιότης˙ ώστε τον ενορώντα της εικόνα οράν εν αυτή τον βασιλέα, και επιγινώσκειν, ότι ούτως εστιν ο εν τη εικόνι. Εκ δε του μη διαλλαγήναι την ομοιότητα, τω θέλοντι μετά την εικόνα θεωρήσαι τον βασιλέα είποι αν η εικών˙ Εγώ και ο βασιλεύς εν εσμεν˙ εγώ γουν εν εκείνω ειμί, κακείνος εν εμοί˙ και ό βλέπεις εν εμοί, τούτο βλέπεις εν εκείνω και ο εώρακας εν εκίνω, τούτο οράς εν εμοί. Ο γουν προσκυνών την εικόνα εν αυτή προσκυνεί τον βασιλέα˙ η γαρ εκείνου μορφή και το είδος εστιν η εικών». (PG 27 col. 709).

(28)
Του Μεγάλου Αθανασίου, Κατά Αρειανών Γ’

§ 5 «Της δε ουσίας του Πατρός ίδιον ών γέννημα ο Υιός, εικότως και τα του Πατρός λέγει εαυτού είναι˙ όθεν πρεπόντος και ακολούθως τω μεν λέγει “Εγώ και ο Πατήρ έν εσμεν1”, επήγαγεν˙ “Ίνα γνώτε, ότι εγώ εν τω Πατρί, και ο Πατήρ εν εμοί2”˙ τπύτω δε πάλιν προσείρηκεν˙ “Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα3”˙ και έστιν είς και ο αυτός νους εν τοις τρισί τούτοις ρητοίς. Ο γαρ ούτως εγνωκώς, ότι εν εισιν ο Υιός και ο Πατήρ, οίδεν, ότι αυτός εν τω Πατρί εστι, και ο Πατήρ εν τω Υιώ˙ η γαρ του Υιού θεότης του Πατρός εστι, και αυτή εν τω Υιώ εστι˙ και ο τούτω δε καταλαβών πέπεισται, ότι ο εωρακώς τον Υιόν εώρακε τον Πατέρα˙ εν γαρ τω Υιώ η του Πατρός θεότηςθεωρείται. Τούτο δε και από του παραδείγματος της εικόνος του βασιλέως προσεχέστερον τις κατανοείν δυνήσεται. Εν γαρ τη εικόνι το είδος και η μορφή του βασιλέως εστί, και εν τω βασιλεί δε το εν τη εικόνι είδος εστιν. Απαράλλακτος γαρ εστιν η εν τη εικόνι του βασιλέως ομοιότης˙ ώστε τον ενορώντα τη εικόνι ορά εν αυτή τον βασιλέα, και τον πάλιν ορώντα τον βασιλέα επιγινώσκειν, ότι ούτος εστιν ο εν τη εικόνι. Εκ δε του μη διαλλάττειν την ομοιότητα, τω θέλοντι μετά την εικόνα θεωρήσαι τον βασιλέα είποι αν η εικών˙
“εγώ και ο βασιλεύς εν εσμεν˙ εγώ γαρ εν εκείνω ειμί, κακείνος εν εμοί˙ και ό οράς εν εμοί, τούτο εν εκείνω βλέπεις˙ και ό εώρακας εν εκείνω, τούτο βλέπεις εν εμοί. Ο γουν προσκυνών την εικόνα, εν αυτή προσκυνεί και τον βασιλέα˙ η γαρ εκείνου μορφή και το είδος εστιν η εικών”».

«Επειδή δε ο Υιός είναι γέννημα της ίδιας ουσίας του Πατρός, ευλόγως λέγει ότι τα πατρικά είναι ιδικά του˙ επομένως πρεπόντως και συμφώνως προς τον λόγον “εγώ και ο πατήρ εν εσμεν1” προσέθεσε˙ “ίνα γνώτε, ότι εγώ εν τω Πατρί, και ο Πατήρ εν εμοί2”. Εις αυτό δε πάλιν προσέθεσε˙ “ο εωρακός εμέ εώρακε τον Πατέρα3”. Και εις αυτά τα τρία ρητά υπάρχει μία και η αυτή έννοια. Διότι αυτός που έχει γνωρίσει ότι ο Υιός και ο Πατήρ είναι ένα, γνωρίζει καλά ότι ο Υιός είναι εις τον Πατέρα και ο Πατήρ εις τον Υιόν. Διότι η θεότης του Υιού είναι του Πατρός, και η θεότης υπάρχει εις τον Υιόν. Και αυτός που έχει καταλάβη τούτο, έχει πεισθεί ότι εκείνος που έχει ιδή τον Υιόν, έχει ιδή και τον Πατέρα. Διότι εις τον Υιόν υπάρχει η θεότης του Πατρός. Αυτό δε και από το παράδειγμα της εικόνος του βασιλέως θα δυνηθή κανείς να το κατανοήση κε των κατωτέρω. Διότι εις την εικόνα υπάρχει το σχήμα και η μορφή του βασιλέως, και εις τον βασιλέα υπάρχει το εις την εικόνα σχήμα. Διότι είναι απαράλλακτος η ομοιότης της εικόνος προς τον βασιλέα˙ ώστε, αυτός που παρατηρεί την εικόνα, να βλέπη εις αυτήν τον βασιλέα, και αυτός πάλιν που βλέπη τον βασιλέα, να κατανοή ότι αυτός είναι εις την εικόνα. Επειδή όμως δεν παραλλάσσει η ομοιότης, θα μπορούσε η εικών να είπη εις αυτόν που θέλει να ιδή μετά την εικόνα τον βασιλέα˙
“εγώ και ο βασιλεύς είμεθα ένα, διότι εγώ είμαι εις εκείνον και αυτός εις εμένα˙ και αυτό που βλέπεις εις εμένα, αυτό βλέπεις και εις εκείνον˙ και αυτό που έχεις ιδή εις εκείνον, αυτό βλέπεις και εις εμένα. Αυτός λοιπόν που προσκυνεί την εικόνα, εις αυτήν προσκυνεί και τον βασιλέα˙ διότι η εικών έχει την μορφήν και το σχήμα εκείνου”.
___________
1. Ιωαν. 10,30
2. Ιωαν. 10,38
3. Ιωαν. 14,9
(μετ. Σοφοκλέους Τοκατλίδη, Ε.Π.Ε, Μεγάλου Αθανασίου, Έργα, τ. 3 σελ. 24-26, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη, 1975)

(29)
Του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Περί των πραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία ήτοι εν Βιζύη τα παρά Θεοδοσίου του επισκόπου Καισαρείας Βιθυνίας και αυτού διαλεχθέντα

«Και επί τούτω ανέστησαν πάντες μετά χαράς και δακρύων, και έβαλον μετάνοιαν, και ευχή εγένετο, και έκαστος αυτών τα άγια Ευαγγέλια και τον τίμιον σταυρόν και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και της Δεσποινής ημών, της αυτόν τεκούσης παναγίας Θεοτόκου ησπάσαντο, τεθεικότες και τας ιδίας χείρας επί βεβαιώσει των λαληθέντων»

«Πάνω σ’ αυτό σηκώθηκαν όλοι με χαρά και δάκρυα, έβαλαν μετάνοια κι έγινε προσευχή, και ο καθένας τους ασπάστηκε τα άγια Ευαγγέλια και τον τίμιο σταυρό και την εικόνα του Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της Δέσποινάς μας της Παναγίας Θεοτόκου που τον γέννησε, κι έδωσαν και τα χέρια τους για να επιβεβαιωθούν όσα λέχθηκαν»

( μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, στην σειρά Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, Μαξίμου του Ομολογητού άπαντα, τομ. 15γ, σελ. 42-43, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1995)


(30)

Του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Προς τον ευσεβέστατον Βασιλέα Θεοδόσιον λόγος προσφωνητικός

«Καίτοι πως τούτο εστιν ουχ άπασιν εναργές, αι δε εικόνες ως τα αρχέτυπα; Δει γαρ ούτως αυτάς και ουχ ετέρως έχειν».

«Και πως αυτό δεν είναι σε όλους φανερό; Οι εικόνες δεν είναι όπως τα αρχέτυπά τους; Έτσι λοιπόν πρέπει να είναι και όχι αλλιώς»

(μετ. Ιγνατίου Σακαλή, στην σειρά Ε.Π.Ε. Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα, τομ. 13, σελ. 110-111, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 2002)

Του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εκ των Γλαφυρών εις την Γενεσην λόγος Β’, Περί του Αβραάμ και του Μελχισεδέκ

§ 8 « Δειν δε οίμαι τας εικόνας γράφεσθαι προς τα αρχέτυπα»

«Και νομίζω πως πρέπει οι εικόνες να γίνονται όμοιες με τα πρωτότυπα».

(μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Έργα, τ. 4 σελ. 138-9, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 2000).



(31)
Του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Λ’ θεολογικός τέταρτος, Περί Υιού

§ 20 «αύτη γαρ εικόνος φύσις, μίμημα είναι του αρχετύπου, και ού λέγεται˙ πλην ότι και πλέον ενταύθα. Εκεί μεν γαρ ακίνητος κινουμένου˙ ενταύθα ζώντος και ζώσα…»

«Αυτή είναι η φύσις της εικόνος, να είναι μίμημα του αρχετύπου και αυτού που λέγεται ότι είναι εικών. Μόνον που εδώ υπάρχει κάτι το περισσότερον˙ διότι εις την περίπτωση των άλλων εικόνων η εικών είναι ακίνητος εικών ενός κινουμένου αρχετύπου, ενώ εις την περίπτωσιν της θεότητος ο Υιός είναι ζωντανού πατρός ζωντανή εικών,…

(μετ. Στεργιου Σάκκου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Έργα, τ. 4 σελ. 190-1, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1976)


(32)
Του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός Α’

§ 96 «Ά γαρ μήτε Διοκλητιανός, ο πρώτος ενυβρίσας Χριστιανοίς, μήτε ο τούτον εκδεξάμενος και υπερβαλών Μαξιμιανός ενεθυμήθη πώποτε, μήτε Μαξιμίνος, ο μετ’ εκείνους και υπέρ εκείνους διώκτης (ου τα σύμβολα της επί τούτω πληγής αι εικόνες φέρουσιν έτι δημόσια προκείμεναι, και στηλιτεύουσαι την λωβήν του σώματος),…»

«Διότι εκείνα που ούτε ο Διοκλητιανός, ο πρώτος ο οποίος προσέβαλε τους Χριστιανούς, ούτε ο Μαξιμιανός, που τον διεδέχθη και τον εξεπέρασε, ανελογίσθη ποτέ, ούτε ο Μαξιμίνος, ο μετά από εκείνους και περισσότερον από εκείνους διώκτης (του οποίου τα σημάδια της επί της εποχής του πληγής φέρουν ακόμη αι εικόνες εκτεθειμέναι δημοσίως και στηγματίζουν την κακοποίηση του σώματος),…»

(μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Έργα, τ. 3 σελ. 138-9, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1976)


(33)
Του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Μ’ Εις το άγιον Βάπτισμα

§ 10 «Εάν σοι προσβάλη μετά το βάπτισμα, ο του φωτός διώκτης και πειραστής (προσβάλει δε˙ και γαρ, και τω Λόγω και Θεώ μου1 προσέβαλε δια το κάλυμμα, τω κρυπτώ φωτί δια το φαινόμενον), έχεις ώ νικήσεις˙ μη φοβηθής τον αγώνα….
…Εάν εξ απληστίας καταπαλαίη σε, πάσας υποδεικνύων τας βασιλείας, ως αυτώ διαφερούσας, εν μια καιρού τε ροπή και όψεως, απαιτών την προσκύνησιν2, ως πένητος καταφρόνησον. Ειπέ, τη σφραγήδι θαρήσας˙ εικών ειμι και αυτός Θεού˙ της άνω δόξης ούπω δι’ έπαρσιν3, ώσπερ συ, καταβέβλημαι˙ Χριστόν ενδέδυμαι˙ Χριστόν μεταπεποίημαι τω βαπτίσματι συ με προσκύνησον».

«Εάν ο διώκτης του φωτός και πειραστής σε προσβάλη μετά το βάπτισμα (και οπωσδήποτε θα σε προσβάλη αφού προσέβαλεν ακόμη και τον Λόγον και Θεόν μου1, μια και εφόρει το κάλυμμα, προσέβαλε το κρυμένον φως εξ αιτίας αυτού που ήτο ορατόν), τότε έχεις με τι να τον νικήσεις. Μη φοβηθής τον αγώνα…
…Εάν πάλιν σε προσβάλη εις την απληστίαν και σου επιδεικνύη όλας τας βασιλείας ως υποτεταγμένας εις αυτόν, και εις μίαν μόνην στιγμήν και κίνησην των βλεφάρων σου ζητή να τον προσκυνήσης2, περιφρόνησέ τον ως πτωχόν. Έχοντας θάρρος εις την σφραγίδα σου, να του είπης˙ Είμαι και εγώ εικών του Θεού˙ δεν εξέπεσα ακόμη από την άνω δόξαν, όπως συ δια την έπαρσιν3˙ φορώ τον Χριστόν˙ έχω μεταβληθή εις Χριστόν με το βάπτισμα˙ συ προσκύνησέ με».

___________
1. Ματθ. 4,6
2. Ματθ. 4,8-9
3. Ησα. 14,12

(Μετ. Στέργιου Σάκκου, στη σειρά Ε.Π.Ε., Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Έργα, τ. 4 σελ. 296-7, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1976)


(34)
Του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Έπη Ηθικά, Ι’ περί Αρετής Β’

795 «Ουδ’ ο Πολέμων εμοί σιγηθήσεται˙
και γαρ το θαύμα των άγαν λαλουμένω.
Ην μεν το πρόσθεν ούτος ουκ εν σώφροσι,
και λίαν αισχρός ηδονών υπηρέτης˙
επεί δ’ έρωτι του καλού κατεσχέθη,
σύμβουλον ευρών, ουκ έχω δ’ ειπείν τίνα,
ειτ’ ουν σοφόν τιν’, είθ’ εαυτόν, αθρόως
800 τοσούτον ώφθη των παθών ανώτερος,
ώσθ’ έν τι θήσω των εκείνου θαυμάτων.
Εταίραν εισεκάλει τις ακρατής νέος˙
η δ’ ως πυλώνος ήλθε, φαι, πλησίον,
της δ’ ην προκύπτων Πολέμων εν εικόνι,
805 ταύτην ιδούσα, και γαρ ην σεβασμία.
Απήλθεν ευθύς και θέας ηττημένη,
ως ζώντ’ επισχυνθείσα τον γεγραμμένον».

«Ούτε και τον Πολέμωνα θ’αφήσω στην σιωπή.
Γιατί είναι το πιο θαυμαστό από όσα λέγονται.
Δεν ήταν τούτος από την αρχή ανάμεσα στους φρόνιμους˙
ήταν και μάλιστα πολύ αισχρός υπηρέτης των ηδονών.
Όταν όμως τον κυρίεψε ο έρωτας του καλού
κι αφού βρήκε κάποιον σύμβουλο (ποιον δεν ξέρω)
είτε κάποιο σοφό είτε και τον εαυτό του, ξαφνικά
τόσο πολύ ανώτερος από τα πάθη φάνηκε,
που ένα καν από τα θαυμάσια που έπραξε θ’ αναφέρω.
Ένας νέος δοσμένος στις ηδονές καλούσε στο σπίτι του μια πόρνη.
Μ’ αυτή λένε μόλις μπήκε στο πρόπυλο
και από πάνω της έσκυβε μια εικόνα του Πολέμωνα
και την είδε που σκόρπιζε τόσο σεβασμό,
έφυγε αμέσως νικημένη και με το αντίκρισμά του μόνο,
γεμάτη ντροπή από τη ζωγραφιά σα να ήταν ο ίδιος ζωντανός.»

(μετ. Ιγν. Σακαλή, Ε.Π.Ε., Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Έργα, τ. 9 σελ. 212-215, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1985)


(35)
Του οσίου Συμεών του Θαυμαστού Όρους περί εικόνων

«Ίσως δε τις των απίστων φιλόνεικος ων, αμφισβητήσει, λέγων, ότι Και ημείς εν ταις εκκλησίαις εικόνας προσκυνούντες, ως αψύχοις προσευχόμενοι ειδώλοις λογισθησόμεθα. Μη ουν γένοιτο ημάς τούτο ποιείν. Τα γαρ των Χριστιανών πίστις εστι, και ο αψευδής ημών Θεός ενεργεί τας δυνάμεις. Ου γαρ χροϊδίοις, αλλ’εν υπομνήσει του αντιτύπου γράμματος, ορώντες τον αόρατον δια της ορωμένης γραφής, ως παρόντα δοξάζομεν, ουχ ως μη όντι Θεώ πιστεύοντες˙ αλλ’ ως όντι αληθώς, ούτε τοις αγίοις, ως μη ούσιν, αλλ’ ως ούσι, και ζώσι παρά τω Θεώ, και των πνευμάτων αυτών, αγίων όντων και δυνάμει Θεού βοηθούντων τοις αξίοις, ως δεομένοις αυτών». (PG 86b col. 3219)

«Ίσως κάποιος από τους άπιστους, όντας φιλόνεικος, διατυπώνει αμφιβολίες ισχυριζόμενος ότι και μεις, προσκυνώντας στις εκκλησίες εικόνες, θα θεωρηθεί ότι προσευχόμαστε σε άψυχα είδωλα. Μη γένοιτο να κάνουμε κάτι τέτοιο˙ γιατί τα των Χριστιανών είναι πίστη και ο ανενδεής Θεός μας κάνει θαύματα. Γιατί φυσικά δε δοξάζουμε τα χρώματα, αλλά με την υπόμνηση της αντιτύπου ζωγραφικής βλέποντας τον αόρατο Κύριο μέσω της ορατής παραστάσεως τον δοξάζουμε σαν να είναι παρών, και τον πιστεύουμε όχι ως ανύπαρκτο Θεό, αλλά ως υπάρχοντα αληθινά, ούτε και τους αγίους ως ανύπαρκτους, αλλά ως κάποιους που υπάρχουν και ζουν κοντά στο Θεό, και τα πνεύματά τους, που κι αυτά είναι άγια και με τη δύναμη του Θεού βοηθούν τους αξίους που τα επικαλούνται».

(μετ. Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, στη σειρά Ε.Π.Ε, Ι. Δαμασκηνού Εργα, τομ. 3 σελ. 341-3, εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1990)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου