«Εικονομαχία, η αναστήλωση
των εικόνων και μια… υποκριτική ιστορία»
Απάντηση στο άρθρο του Αντώνη
Καρκαγιάννη στην «Καθημερινή» (22/3/09) με τίτλο:
«Η αναστήλωση των εικόνων και η
ιστορική υποκρισία».
Το άρθρο αυτό,
εκτός από απάντηση στον κο Καρκαγιάννη, ήταν μια ευκαιρία να παρουσιαστούν και
κάποια άλλα στοιχεία που αναιρούν ηθελημένες παραχαράξεις της Ορθόδοξης
Θεολογίας από αιρετικούς.
Με συντομία αλλά
περιεκτικά, εξετάζεται ο ρόλος και ο τρόπος με τον οποίο ονομάζεται και γίνεται
αποδεκτή μία Σύνοδος ως «Οικουμενική», η αδυναμία του αυτοκράτορα να επιβάλλει
αιρετικά δόγματα (αγαπημένο ψεύδος των προτεσταντών), η Θεολογία των Εικόνων και
για ποιο λόγο δεν αποτελούν «ειδωλολατρία», στοιχεία που δείχνουν ότι οι
αυτοκράτορες έμεναν πάντα διοικητές του κράτους, αλλά δεν θα πρέπει πάντα να
ταυτίζονται οι ενέργειές τους με την επιθυμία της Εκκλησίας (αγαπημένη
παραχάραξη των αρχαιολατρών), αποσαφηνίσεις για θέματα «αγιοποιήσεων», αλλά και
μια ανάλυση για το ζήτημα της εικονομαχίας και το περιεχόμενό της.
Προλεγόμενα
Το έχουμε πει και πάλι: η ιστορική
πορεία της Εκκλησίας, είναι ένα αντικείμενο το οποίο μπορεί να ερευνηθεί
επιστημονικά και να κατανοηθεί [1]. Αυτή όμως η τόσο ταλαιπωρημένη
επιστημονική έρευνα δεν είναι ξέφραγο αμπέλι όπως κάποιοι νομίζουν.
Τουλάχιστον, είναι μια διαδικασία
κατά την οποία θα πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια «να φαίνεται όσο το
δυνατόν πιο λίγο το προσωπικό-υποκειμενικό στοιχείο» χωρίς ο ερευνητής να
επιχειρεί να κατευθύνει τα πράγματα «σε μια ορισμένη κατεύθυνση (βιασμός -
παραχάραξη και «στράτευση» ή ιδεολογικοποίηση της επιστήμης)» [2].
Αν σε αυτά προσθέσουμε την εύλογη
πίεση που θα πρέπει να ασκείται σε έναν δημοσιογράφο, όταν τα κείμενα του
διαβάζονται από χιλιάδες αναγνώστες, τότε καταλαβαίνουμε πόσο ευαισθητοποιημένος
θα έπρεπε να είναι στα ζητήματα αυτά.
Κι όμως. Διαβάζοντας το άρθρο του
κου Καρκαγιάννη στην «Καθημερινή» [3] με
τίτλο «Η αναστήλωση των εικόνων και η ιστορική υποκρισία», μια δυσάρεστη
έκπληξη μας περίμενε. Ένα κείμενο, με απίστευτες ιστορικές ανακρίβειες, λάθη
και αποσιωπήσεις, διανθισμένο σχεδόν σε κάθε δεύτερη παράγραφο με απαράδεκτες
υβριστικές εκφράσεις όπως Δεισιδαιμονία, Αγυρτία, Απληστία
και άλλες! Σ’ ένα φανταστικό λεξικό, στο λήμμα «Επιστημονική έρευνα» θα είχε
το άρθρο του κου Καρκαγιάννη ως παράδειγμα προς αποφυγήν… Και πώς να ήταν
διαφορετικά, όταν μιλάμε για ένα συκοφαντικό κείμενο, ένα (κακό) λιβελλογράφημα,
παλαιού αντικληρικαλιστικού τύπου, που μας γυρίζει στις ιδεολογικές συγκρούσεις
του 18ου και 19ου αιώνα;
Τα 50 χρόνια που ήταν
120, ή η «Κυριακή της Ορθοδοξίας» 50
χρόνια νωρίτερα;
Ξεκινώντας το άρθρο του ο
δημοσιογράφος μας βεβαιώνει ότι άνοιξε και πάλι «βιβλία Ιστορίας» για να
θυμίσει σε όλους μας, «καταχωνιασμένα γεγονότα» όπως λέει. Κι εμείς να
αναρωτηθούμε, καταρχάς, κάτι απλό: ποια βιβλία άνοιξε και το
είδε αυτό, ότι η Εικονομαχία είχε διάρκεια 50 χρόνια μέχρι να φτάσουμε
στην «νίκη της Ορθοδοξίας», όταν μέχρι και οι εγκυκλοπαίδειες γράφουν ότι μέχρι
τότε, η εικονομαχία «διήρκησε 120 ολόκληρα χρόνια» [4], ακόμη και τα σχολικά βιβλία
θρησκευτικών αναφέρουν ότι το διάστημα ήταν «πάνω από εκατό
χρόνια» [5]; Και
φυσικά, και τα πιο εξειδικευμένα έργα, το ίδιο γράφουν: «Η περίοδος της
Εικονομαχίας, που διάρκεσε κάπου 120 έτη» [6], η
εικονομαχία συντάραξε «την Εκκλησία και την αυτοκρατορία επί ένα και πλέον
αιώνα (727-843)» [7].
Δεν γνωρίζει ο
κος Καρκαγιάννης ούτε καν ποια είναι η «Κυριακή της Ορθοδοξίας»;
Πώς αλλιώς θα έγραφε ότι: «Την Κυριακή της Ορθοδοξίας η Εκκλησία μνημονεύει
και τιμάει την αναστήλωση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία,
εκεί προς το τέλος του 8ου βυζαντινού αιώνα»;
Είναι προφανές ότι ο κος Καρκαγιάννης, παρά τα βιβλία ιστορίας που άνοιξε, δεν
κατάλαβε ότι την «Κυριακή της Ορθοδοξίας» δεν εορτάζεται η δικαίωση της
Εκκλησίας και των εικονόφιλων το 787, αλλά η οριστική αναστύλωση των εικόνων που
έγινε το έτος 843:
«Η τελική νίκη των ιερών εικόνων
το 843 είναι γνωστή ως «Θρίαμβος της Ορθοδοξίας» και εορτάζεται με
ιδιαίτερη τιμή την «Κυριακή της Ορθοδοξίας», την πρώτη Κυριακή της Μ.
Τεσσαρακοστής» αναφέρει ο Κάλλιστος Ware[8]!
Όπως γράφει ο καθηγητής π. Γ.
Μεταλληνός, στη γιορτή αυτή διαβάζεται το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας»,
«ένα κείμενο με ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία και θεολογία της Ορθοδόξου
Εκκλησίας» το οποίο «περιέχει τις δογματικές αποφάσεις της Συνόδου της
11.3.843, που αναστήλωσε τις Εικόνες […] θέτοντας τέρμα στην Εικονομαχία.
Πιθανός συντάκτης της αρχικής μορφής του κειμένου είναι ο πατριάρχης Μεθόδιος
(843-847) και αναγνώσθηκε κατά την παννυχίδα και την λιτανεία των ιερών Εικόνων,
που συνέπεσε τότε με την Α΄ Κυριακή των Νηστειών, η οποία έλαβε έκτοτε το όνομα
«Κυριακή της Ορθοδοξίας» [9].
«Η καλή μέρα από το πρωί
φαίνεται», λέει ο λαός (ή από την αρχή του άρθρου στην προκειμένη
περίπτωση)…
Γιατί καλείται
«Κοπρώνυμος» ο Κων/νος ο Ε΄ (αυτοκράτορας του Βυζαντίου,
741-775);
Ο κος Καρκαγιάννης, μνημονεύοντας
και πάλι με αρνητικό τρόπο «παπάδες και καλόγερους» αισθάνεται άσχημα και
στενοχωρείται για τον αυτοκράτορα «Κωνσταντίνο Ε΄ (741 - 775), που οι εχθροί
του, παπάδες και καλόγεροι, του κόλλησαν το παρατσούκλι
Κοπρώνυμος»!
Όμως, είναι φανερό, ότι και πάλι
προδίδεται από τα «βιβλία ιστορίας» που διάβασε, γιατί ξεχνά πως «το βίαιο
καθεστώς του Κωνσταντίνου Ε’ διατηρήθηκε στη μνήμη των μεταγενέστερων σαν εποχή
της πιο ωμής τρομοκρατίας»[10]. Είμαστε βέβαιοι ότι αν ήξερε ότι
η εποχή του Κων/νου του Ε΄ άφησε πίσω του διωγμένους, εξόριστους, νεκρούς,
βασανισμένους και τυφλωμένους, θα απέφευγε να κάνει το παραπάνω σχόλιο
κατανοώντας ότι εκείνοι οι οποίοι υπέστησαν όλα αυτά τα δεινά, αν μη τι άλλο,
δικαιούνται να δώσουν ένα παρωνύμιο στον διώκτη και βασανιστή
τους!
Ομολογουμένως, ο Κων/νος ήταν ένας
ικανός στρατιωτικός διοικητής αφού κατάφερε να εκμηδενίσει την αραβική απειλή
στην Ανατολή και συμπλήρωσε το έργο του με επιτυχίες εναντίον των Βουλγάρων, οι
οποίες εξουδετέρωσαν κάθε κίνδυνο στη Βαλκανική Χερσόνησο[11], κάτι που ουδέποτε ξέχασαν οι
βυζαντινοί [12]. Σίγουρα, η παρωνυμία αυτή του
Κων/νου αποδίδει την φόρτιση της εποχής.
Τα προσόντα όμως του αυτοκράτορα, σε
καμιά περίπτωση δεν μπορούν να διαγράψουν τα όσα διέπραξε εξαιτίας της
εικονομαχικής ιδεοληψίας του, δηλ. «τα σκληρά μέτρα εναντίον των
εικονόφιλων και ιδιαίτερα εναντίον του μοναχισμού, τα οποία συνοδεύθηκαν με
διωγμούς, ακρωτηριασμούς, εξορίες των εικονοφίλων μοναχών» [13].
Επειδή «την πιο σθεναρή αντίδραση εναντίον της εικονοκλαστικής πολιτικής
αντέταξαν…οι μοναχοί του Βυζαντίου, γι’ αυτό και η συμπεριφορά του αυτοκράτορα
εναντίον τους ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Ο διωγμός εναντίον των εικονοφίλων
εξελίχθηκε με τον καιρό σε εκστρατεία εναντίον του μοναχισμού…Οι μοναχοί άρχισαν
πια να διώκονται, όχι μόνο για το εικονόφιλο φρόνημα τους αλλά και για τον απλό
λόγο ότι ήταν μοναχοί και εξαναγκάζονταν να αποβάλουν το μοναχικό
σχήμα» [14].
Τα «κατορθώματα» του στον τομέα των
διώξεων, πολλά:
Οι συνεχείς
διαπομπεύσεις:
«Γνωστόν δ' είναι ότι και
Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, διαπομπεύων τους μοναχούς, διέταξεν ένα εκαστον αυτών
κρατείν γυναίκα τη χειρί και ούτω παρελθείν αυτούς τι ιπποδρόμιον εμπτυομένους
και υβριζομένους υπό παντός του λαού» [15].
Τα βασανιστήρια και θανατώσεις
ιεραρχών:
Εξόρισε, διαπόμπευσε στον ιππόδρομο,
και αποκεφάλισε (7 Οκτωβρίου 768), κρεμώντας για τρεις ημέρες το κεφάλι του σε
κοινή θέα, τον Πατριάρχη Κων/νο Β΄, ο οποίος μάλιστα είχε βαφτίσει δύο παιδιά
του[16].
Τα ομαδικά βασανιστήρια και οι
εκτελέσεις:
Τριανταοκτώ μοναχοί της μονής
Πελεκητής συνελήφθησαν, και αφού βασανίστηκαν με ποικίλους τρόπους, εκτελέστηκαν
με ασφυξία στην Έφεσο[17].
Και άλλα πολλά:
«Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ε΄ ο
Κοπρώνυμος δια να καταστείλη το κατ’ αυτού κίνημα των εικονοφίλων μοναχών,
συνέλαβεν, ως γνωστόν, την ιδέαν της εκριζώσεως του μοναχικού θεσμού. Ο δε
στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων, υποβοηθών τας ενεργείας
αυτάς του Αυτοκράτορος, το 770, «πάντα μοναχόν και μονάστριαν τους υπό το θέμα
των Θρακησίων όντας συνήξεν εις Έφεσον και εξαγαγών αυτούς εις πεδίον λεγόμενον
Τζουκανιστήριν έφη προς αυτούς, ότι ‘ο μεν βουλόμενος τω βασιλεί πειθαρχείν
και ημίν ενδυσάσθω στολήν λευκήν και λαβέτω γυναίκα τη ώρα ταύτη, οι δε τούτο μη
ποιούντες τυφλούμενοι εις Κύπρον εξορισθήσονται’. Και άμα τω λόγω το έργον
ετελέσθη, και πολλοί μάρτυρες εν εκείνη τη ημέρα ανεδείχθησαν» [18].
Κατά συνέπεια,
αντιλαμβανόμαστε ότι είναι, το λιγότερο, φαιδρή η
διαμαρτυρία του κου Καρκαγιάννη, η οποία αντί να επικεντρώνεται στη βία του
Κων/νου Ε’, κατακρίνει τους …διωκόμενους επειδή έδωσαν αυτό το παρωνύμιο στον
δήθεν «προοδευτικό» αυτοκράτορα!
Περί Ειρήνης
Αθηναίας
Με σκοπό να υποτιμήσει την Εκκλησία,
γράφει ο κος Καρκαγιάννης για την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία: «Ας
αρχίσουμε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία, η οποία αποκατέστησε τις
εικόνες και η Εκκλησία τη μνημονεύει ως ‘ευσεβή’. Στην πραγματικότητα υπήρξε
αυτό που σήμερα αποκαλούμε ‘κουμάσι’».
Καταρχάς να ξεκινήσουμε από το
γεγονός ότι οι πράξεις της Ειρήνης δεν πέρασαν καθόλου απαρατήρητες στην εποχή
της. Ο ιστοριογράφος και άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας (εορτάζει στις 12
Μαρτίου), Θεοφάνης ο Ομολογητής, «σημαντικότατη πηγή περί του
7ου και 8ου αιώνα» [19]
καταγράφει την τύφλωση του Κων/νου από την ίδια του τη μητέρα ως γεγονός που
είχε προκαλέσει αποτροπιασμό:
«εσκοτίσθη ο ήλιος
επί ημέρας ιζ’...πάντας λέγειν και ομολογείν ότι δια την του βασιλέως
τύφλωσιν ο ήλιος τας ακτίνας απέθετο» [20].
Και αργότερα, το γεγονός ότι ο
βυζαντινός συγγραφέας και χρονογράφος του 12ου αιώνα, Μανασσής Κων/νος,
ονομάζει την Ειρήνη, «Μήδεια» , δείχνει ότι η τραγική αυτή ιστορία
συνέχισε να προκαλεί δυσάρεστες εντυπώσεις[21].
Το άρθρο του Τ. Γριτσόπουλου
στη «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» που αφορά στο γιο της Ειρήνης,
τον Κων/νο ΣΤ΄ αναφέρει: «εν τούτοις δια την αναστήλωσιν των εικόνων
[η Ειρήνη] ονομάσθη ευσεβής»[22] (και όχι «μνημονεύεται» ως
ευσεβής). Επίσης, στο άρθρο του Νικόλαου Τωμαδάκη για την Ειρήνη την
Αθηναία, αναφέρεται ότι «η Εκκλησία τιμά την μνήμην της την 9ην
Αυγούστου», χωρίς να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες, όμως, ως πηγή δίνει
την BHG, Νο 2205[23].
Στην πηγή αυτή, την «Bibliotheca
Hagiographica Graeca», «καταλογογραφούνται τα ουχί εν τοις Μηναίοις
απαντώντα συναξάρια» [24]. Για να μιλήσουμε όμως για «μνημόνευση» κάποιου, έστω ως
ευσεβούς, θα πρέπει να αναφερόμαστε σε συναξάρια τα οποία διαβάζονται μέσα στη
λειτουργική πράξη της Εκκλησίας. Και αυτά είναι τα 12 βιβλία, ένα για
κάθε μήνα, τα οποία ονομάζονται «Μηναία». Εκεί, δεν
περιέχεται μνημόνευση ή κάποια τιμή στη μνήμη της Ειρήνης της Αθηναίας,
αλλά ούτε την αναφέρει και ο πλέον διαδεδομένος συναξαριστής, αυτός του
Νικόδημου του Αγιορείτη[25].
Θα πρέπει πάντως να γίνει αντιληπτό
τι σήμαινε για τους εικονόφιλους το πέρασμα από τη βία του Κων/νου του Ε΄, στον
Λέοντα τον Δ΄ (επίσης εικονομάχος, κάπως ήπιος αρχικά αλλά ιδιαίτερα σκληρός
λίγο πριν τον θάνατο του[26]) και από εκεί, σε μια περίοδο παύσης
των διωγμών λόγω της Ειρήνης. Η εικονομαχία ήταν μια περίοδος όπου η Εκκλησία
απέκτησε νέους μάρτυρες της πίστεως, ιδιαίτερα επί βασιλείας του Κοπρωνύμου[27], και πλέον, για ένα διάστημα,
μπορούσε επιτέλους να ησυχάσει.
Ακόμη όμως κι αν
ονομάστηκε «ευσεβής» η Ειρήνη κάποια στιγμή, αυτό σχετίζεται με μια
συγκεκριμένη πράξη της, αλλά τελικά η μνημόνευσή της δεν πέρασε στα λειτουργικά
βιβλία της Εκκλησίας.
Το συντομότερο ανέκδοτο:
«Πειθήνια» Οικουμενική Σύνοδος…
Μην έχοντας σταματημό ο κος
Καρκαγιάννης συνεχίζει το ανιστόρητο και ανεδαφικό κείμενο λέγοντας το
εκπληκτικό: «Το 787 συνεκάλεσε [η Ειρήνη η Αθηναία] στη Νίκαια
πειθήνια οικουμενική σύνοδο, η οποία αναστήλωσε τις
εικόνες»(!).
Μια πρώτη επισήμανση, για
προβληματισμό στα περί «πειθήνιας» Οικουμενικής Συνόδου: στο κείμενο, ο κος
Καρκαγιάννης μίλησε για διώξεις οι οποίες έλαβαν χώρα στη διάρκεια της
εικονομαχίας. Αν ψάξει τους κανόνες των Συνόδων στο «Πηδάλιον» του
Νικοδήμου του Αγιορείτη, θα βρει άραγε κάποια Οικουμενική Σύνοδο, που να μας
δίνει την επικύρωσή της για την κατάργηση των εικόνων; Που να μας δίνει την
έγκρισή της για την καταστροφή τους; Που να μνημονεύει υπέρ των εικονομάχων;
Φυσικά και όχι.
Δεν απορεί άραγε ο κος Καρκαγιάννης
για το γεγονός ότι οι σκληροί διωγμοί δεν κατάφεραν να υποτάξουν την Εκκλησία
στη δύναμη του αυτοκράτορα ώστε να υπάρξει «πειθήνια» Οικουμενική Σύνοδος; Και
πώς είναι δυνατόν, να ισχυρίζεται ότι, αυτό που δεν
κατάφεραν οι διωγμοί, το μπόρεσε μια απλή σύγκληση;
Έχει αυτό λογική;
Άρα λοιπόν, προκύπτει ένα έλλειμμα
γνώσης Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Ιεράς Παραδόσεως και Κανονικού
Δικαίου:
«Πειθήνια», απλή Σύνοδος (και όχι
Οικουμενική), μπορεί να βρεθεί, όπως π.χ. η Σύνοδος που συγκάλεσε ο Κων/νος Ε΄
με σύνθεση «εξ εικονομάχων μόνον επισκόπων»[28] το 754. Όμως, αυτό που δεν γνωρίζει
ο κος Καρκαγιάννης, είναι ότι μία Σύνοδος, αν τυχόν
εμφανιστεί πειθήνια, κόντρα στην Ιερά Παράδοση, δεν πρόκειται, στον αιώνα, να
αναγνωριστεί ως Οικουμενική από το πλήρωμα της Εκκλησίας!
Χωρίς συμφωνία του πληρώματος της
Εκκλησίας, δεν υπήρξε ποτέ αναγνώριση συνόδου ως Οικουμενικής, όποιος κι αν την
συγκάλεσε. «Η έκφραση της εκκλησιαστικής συνειδήσεως για την αποδοχή η την
απόρριψη της οικουμενικότητας μιας συνόδου, η οποία είχε συγκληθή ως
οικουμενική, ήταν απόλυτο κριτήριο και εκδηλωνόταν με ποικίλους τρόπους, ήτοι με
τοπικές συνόδους, με θεολογικές πραγματείες, με κινητοποιήσεις του κλήρου, των
μοναχών, του λαού κ.α.»[29].
Ακόμη και στις συνόδους όπου
συμμετείχαν ολιγομελείς αντιπροσωπείες, μετά το τέλος τους, ξεκινούσε διαδικασία
για την αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, με συνοδικές
επιστολές που ανακοίνωναν το περιεχόμενο τους σε όλες τις μητροπόλεις, «με
την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να
αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές
αποφάσεις…Υπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική
συνείδηση η οικουμενικότητα της ληστρικής συνόδου της Εφέσου (449) και της
εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754)» [30].
Σε όσους φαντάζονται ότι ο
αυτοκράτορας είχε τη δύναμη να επιβάλλει τα δόγματα και τις αποφάσεις των
Οικουμενικών Συνόδων, η εγκυκλοπαίδεια Britannica απαντά ότι «οι περισσότεροι σύγχρονοι
ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση
μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή
εξάρτηση των τελευταίων», ενώ επιπλέον, «πολλές ιστορικές
περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην
αποτυχία» [31]:
Απέτυχαν ο Μ. Κωνσταντίνος, ο Κωνστάντιος
και ο Ουάλης, παρά τις σκληρές διώξεις των δύο τελευταίων να επιβάλουν τον
Αρειανισμό.
Απέτυχε ο (Ορθόδοξος) Μ. Θεοδόσιος να
επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού.
Απέτυχε ο σφετεριστής Βασιλίσκος να
επιβάλει τον Μονοφυσιτισμό.
Απέτυχε ο Ζήνων να υποτιμήσει και
παραμερίσει την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Απέτυχε ο Ιουστινιανός να επιβάλει τον
Αφθαρτοδοκητισμό.
Απέτυχε ο Ηράκλειος να επιβάλει τον
Μονοθελητισμό.
Απέτυχαν οι εικονομάχοι να
επιβάλουν τις
απόψεις τους.
Απέτυχε η αυτοκρατορική πολιτική στο ζήτημα
του σχίσματος και στις προσπάθειες ένωσης με τους Ρωμαιοκαθολικούς[32].
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο
άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (7ος αι.), κατά τον αγώνα του εναντίον των
διαταγμάτων του Ηρακλείου και του Κώνσταντος Β΄, ξεκαθαρίζει:
«Ουδείς
των βασιλέων ηδυνήθη μέσαις φωναίς πείσαι τους θεηγόρους πατέρας
συμβιβασθήναι τοις επί αυτών αιρετίζουσιν…»[33].
Τι ήταν η
Εικονομαχία
Όχι εντελώς άδικα, ο κος
Καρκαγιάννης στην παρουσίαση της Εικονομαχίας, καταφεύγει σε γνωστές,
διατυπωμένες θεωρίες περί κοινωνικού χαρακτήρα αυτής. Το πρόβλημα όμως είναι ότι
δεν μελετά παραπέρα, προτού παρουσιάσει την άποψη αυτή, την οποία μάλιστα μας
την σερβίρει ιδεολογικοποιημένη, την μετατρέπει δηλ. σε ιδεολόγημα, αφού
προβαίνει σε απαράδεκτες αξιολογικές κρίσεις και υβριστική συνθηματολογία κατά
του κλήρου, του μοναχισμού ή των «θρησκόληπτων» πιστών όπως γράφει.
Αυτό όμως δεν είναι ιστορία όπως
λέει ο μεσαιωνολόγος Μαρκ Βλοχ:
«Πόσο παράλογο είναι,
απολυτοποιώντας τα εντελώς σχετικά κριτήρια ενός ατόμου, μιας ομάδας ή μιας
γενεάς, να επιβάλουμε αξιολογικά κριτήρια […] που υπόκεινται στις μεταστροφές
[…] της προσωπικής παρόρμησης […] επιλέγοντας πολύ συχνά το υμνολόγιο από την
καταγραφή των εμπειριών»[34].
Ο Κος
Καρκαγιάννης δεν μελετά ιστορία· ψάχνει απλώς να βρει στηρίγματα για την
αντικληρικαλιστική, ίσως και αντιθρησκευτική ιδεοληψία του. Εξ ου και η
τεράστια ιστορική απερισκεψία σύνδεσης της Εικονομαχίας με τα σκάνδαλα (η τα
φερόμενα ως σκάνδαλα), του ηγούμενου της Μονής Βατοπεδίου! Τηλεμεταφορά δηλ.
επιχειρημάτων, ξεκομμένα από τα ιστορικά τους πλαίσια, και προσαρμογή αυτών σε
κάθε εποχή, για κάθε χρήση, για κάθε γούστο!
Γι’ αυτές τις κοινωνικές ερμηνείες
της Εικονομαχίας, η ιστορικός Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου σημειώνει:
«Η ιστοριογραφία του ΙΘ΄ αι.
αφορμωμένη εκ των κρατουσών την εποχήν εκείνην αντιλήψεων και θεωρούσα
αδιανόητον την ύπαρξιν μεταρρυθμιστικής κινήσεως ξένης προς τας κοινωνικάς
μεταρρυθμίσεις, ανεζήτει εις την εικονομαχίαν κοινωνικάς προεκτάσεις»
όμως «κατά την άρχουσαν σήμερον γνώμην, τόσον η αντιμοναχική πολιτική,
όσον και τα εις βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας υπό της πολιτείας ληφθέντα
μέτρα υπήρξαν φαινόμενα δευτερογενή, όλως ξένα προς τον πρωτογενή χαρακτήρα του
διωγμού των εικόνων» [35].
Γνωρίζουμε την επιρροή του Γερμανού
φιλοσόφου Χέγκελ (1770-1831) στην αναζήτηση από τους μεταγενέστερους
ιστορικούς «εγελιανών» σχημάτων (θέση - αντίθεση – σύνθεση) για την
εξέλιξη της ιστορίας: κατ’ αυτόν τον τρόπο, με ένα «αρκετά απλουστευτικό […]
ερμηνευτικό σχήμα του καλού και του κακού μέσα στην Ιστορία»[36], εφαρμοσμένο σε μια ιστορική περίοδο
που η μελέτη της «παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, λόγω της καταστάσεως των
σχετικών πηγών» [37], και
«η διερεύνηση […] παρουσιάζει […] κενά που πρέπει να
εξεταστούν, για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συναγωγή ασφαλών
συμπερασμάτων»[38], «εντοπίσθηκαν οι δυο αναγκαίοι
όροι του αντιθετικού ζεύγους καλός-κακός, κλήρος-στρατός. Ο καλός αυτοκράτορας,
ηγέτης του καλού στρατού, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κακό κλήρο και τα πλούσια
μοναστήρια» [39].
Μα αν, στους βυζαντινολόγους
«κυριαρχεί η εντύπωση ότι η μελέτη του ιστορικού φαινομένου της εικονομαχίας
δεν μπορεί να θεωρηθεί εξαντλημένο και πλήρως φωτισμένο»[40], είναι «απορίας άξιο πώς η
απουσία των τόσων σημαντικών στοιχείων», δίνει περιθώρια για γενικεύσεις και απλουστεύσεις[41], όταν μάλιστα δηλώνεται στα έργα των
ειδικών «αδυναμία τελεσίδικης ιστορικής εκτιμήσεως»[42].
Μάλιστα, ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς,
παρουσιάζει επιγραμματικά εννέα διαφορετικές θεωρίες οι οποίες κατά καιρούς
επιδίωξαν να δώσουν απάντηση στα αίτια της Εικονομαχίας[43] (ανάμεσα στις οποίες είναι και η
εφεύρεση των Προτεσταντών ότι δήθεν η Εικονομαχία προτυπώνει την μεταρρύθμιση
του Λούθηρου, ο οποίος στο μόνο που θυμίζει την Εικονομαχία, είναι η ευκολία με την οποία παρότρυνε του
ηγεμόνες να σκοτώσουν τους εξεγερμένους χωρικούς, όπως ακριβώς έκανε ο
Κοπρώνυμος για τους μοναχούς. [Βλέπε και σχετικό άρθρο στην ΟΟΔΕ για τον
Λούθηρο: Η σφαγή
στον «Πόλεμο των Χωρικών», ο αντισημιτισμός του, και το χιτλερικό «ολοκαύτωμα»
των Εβραίων].
Την ισχυρότερη όμως αμφιβολία για
την ορθότητα της θεωρίας ότι αίτια της Εικονομαχίας ήταν κάποιες κοινωνικές
μεταρρυθμίσεις, την
προκαλούν δύο σημαντικά δεδομένα.
Το ένα, εντοπίζεται στην
παραβίαση των βασικών ηθικών πλαισίων μέσα στα οποία έπρεπε να ασκεί την
εξουσία του ο βυζαντινός αυτοκράτορας ώστε να γίνεται κοινωνικά
αποδεκτός:
Πρώτον, «να μην είναι ηγεμόνας
αυθαιρεσίας, αλλά πριν από κάθε τι άλλο λειτουργός της πολιτείας, με κύριο σκοπό
και αποστολή του την ακάματη και αδιάκοπη φροντίδα για τους υπηκόους του
[…] Ο υψηλότερος στόχος του αυτοκράτορα πρέπει να είναι η ησυχία, η
ασφάλεια και η σωτηρία των υπηκόων του»[44].
Δεύτερον, «να συμμορφώνεται με
τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας και ηθικής»[45].
Άρα, θα ήταν «πολύ λογικό οι
Ίσαυροι, όπως και όλοι οι αυτοκράτορες, να θέλουν να συνδέσουν τη μνήμη τους με
την προάσπιση των ιδανικών αυτών»[46]. Αντιθέτως όμως, βλέπουμε μια
«εμμονή» στην Εικονομαχία, ακόμη και «έπειτα από τη διαπίστωση της
αντίθεσης σ' αυτή της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών και των πνευματικών
ηγετών», γεγονός που σαφώς αποτελεί «ασυγχώρητο σφάλμα»[47].
Το δεύτερο δεδομένο το οποίο
δημιουργεί κενό στη θεωρία των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων είναι ο τρόπος με
τον οποία εμφανίζεται και εξαφανίζεται η Εικονομαχία. Αν επρόκειτο για
ένα «επαναστατικό κίνημα» δεν θα έπρεπε οι «επαναστάτες» να καθοδηγούνται από
«μια βαθιά θεωρητική γνώση των ιστορικών προβλημάτων, μέσα στα οποία
καλούνται να εντάξουν το δικό τους ιστορικό αίτημα», και να «βρίσκονται
αδιάκοπα σε μια αγωνία για την θεμελίωση των επαναστατικών τους προτάσεων και
των ιστορικών τους ευθυνών»[48]; «Μάταια όμως ψάχνει
κανείς να βρει προεικονομαχικά κείμενα η αναλύσεις, οι οποίες να φωτίζουν και να
εξηγούν για ποιους λόγους επιχειρήθηκε η εικονομαχία και ποιο ήταν το ιστορικό
αίτημα που εκπλήρωνε. Αδίκως αναζητεί κανείς πώς και με ποια ιστορικοκοινωνικά
κριτήρια πήρε τις αποφάσεις ο Λέων Γ’» να ξεκινήσει αυτή τη διαμάχη[49], και «είναι δύσκολο να
προσδιορίσει κανείς ακριβώς τα κίνητρα του» [50], καθώς
όλες οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί «δεν δύνανται να εξηγήσουν επαρκώς
την αιφνίδια κήρυξη της εικονομαχίας»[51]. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα
ότι «στην αναζήτηση των αιτίων […] πρέπει να απομονωθεί η
προσωπικότητα του εισηγητή της εικονομαχίας αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ και να
αναζητηθούν μόνο τα αίτια των πρώτων αποφάσεων του εναντίον των ι.
εικόνων» [52].
Δεν θα πρέπει να μας ξεγελάει το
γεγονός ότι «στις ενέργειες των εικονοκλαστών μπορούμε να ανακαλύψουμε ένα
σαφές πρόγραμμα Εκκλησιαστικής μεταρρυθμίσεως και κοινωνικής μεταρρυθμίσεως»
γιατί καταρχάς «αυτό δεν διαμορφώνεται αμέσως»[53].
Για παράδειγμα, είναι σαφές ότι
«οι γενόμενες κατά την περίοδο της πρώτης εικονομαχίας επί της βασιλείας του
Κωνσταντίνου Ε΄ απαλλοτριώσεις μοναστηριακών ακινήτων δεν περιελαμβάνοντο στο
αρχικό πρόγραμμα της κινήσεως αλλ' υπήρξαν αποτέλεσμα του δημιουργηθέντος
φανατισμού και της εξάρσεως των παθών» [54].
Αλλά επίσης, δεν είναι προφανές ότι
«ήταν δυνατό […] να προσφύγει κανείς στα ίδια πρακτικά μέτρα
ωθούμενος από διαφορετικά κίνητρα»[55]; Αν κάποιος επιθυμούσε κοινωνικές
μεταρρυθμίσεις, για ποιο λόγο θα έπρεπε υποχρεωτικά να είναι και εικονομάχος
ταυτόχρονα;
Η αρχική ενέργεια του αυτοκράτορα
ήταν η «υπερύψωση» των εικόνων, ελπίζοντας ότι «διά της αποστάσεως θα
έπαυεν η λατρεία των εικόνων» [56], όμως,
«δεν διέταξε την παντελή καθαίρεσιν» τους[57]. Όταν όμως προκύπτει η έντονη
αντίδραση και οδηγείται ο αυτοκράτορας στην «κατάργησιν των εικόνων»,
τότε «κατήργει και άλλα συγγενή στοιχεία, απτόμενα της ειδωλολατρίας, ως
εφρόνει, την τιμήν εις την θεοτόκον, τους αγίους και τα λείψανα των αγίων, ενώ
συγχρόνως κατήργησε τας αγρυπνίας και άλλας ακολουθίας, τας νηστείας και τας
εορτάς, εσυντόμευσε την θείαν λειτουργίαν, ηπλούστευσε την δίαιταν των μοναχών,
επέβαλε την δήμευσιν της κτηματικής περιουσίας των μονών, περιώρισε τον αριθμόν
των ιερέων και μοναχών και ενομοθέτησε την υποβολήν των επισκοπικών εκλογών εις
την επικύρωσιν της συγκλήτου»[58].
Άρα, «οι αντιμοναχικές τάσεις
αποτελούν δευτερογενές φαινόμενο στο όλο εικονομαχικό κίνημα»[59].
Όσο για εκείνο το κομμάτι των
υποτιθέμενων μεταρρυθμίσεων που δήθεν ήθελε να σταματήσει την φυγή των νέων, οι
οποίοι προτιμούσαν να κρύβονται στα μοναστήρια για να μην πηγαίνουν στον στρατό
(!) θα πρέπει να δυσαρεστήσουμε τους φίλους αυτής της θεωρίας:
Πρώτον, η στρατιωτική υπηρεσία προσέφερε
στην οικογένεια του στρατευμένου προνόμια, όπως απαλλαγές από φόρους, ή από τις
λεγόμενες αγγαρείες[60].
Δεύτερον, οι πηγές δείχνουν ότι η γοητεία
που ασκούσε η υπηρεσία στο στράτευμα δεν μπορούσε να συγκριθεί με την αφάνεια
του μοναστηριού[61].
Τρίτον, οι πηγές, και πάλι, εκτός ότι
πουθενά δεν παρουσιάζουν τον μοναχισμό ως μέθοδο αποφυγής των προβλημάτων της
ζωής, δείχνουν ότι εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων που ο μοναχισμός προηγείτο
της στράτευσης (με κίνητρα πάντα όμως πνευματικά και όχι λόγω φυγομαχίας), συχνά
γίνονται μοναχοί εκείνοι που έχουν ολοκληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία και τα
κείμενα αναφέρονται με υπερηφάνεια για την υπηρεσία τους στο στρατό[62].
Κατά συνέπεια, λυπούμαστε που
πιθανόν, η πραγματικότητα δεν είναι ικανή να προσφέρει
ιδεολογικά επιχειρήματα σε όσους επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν τα ιστορικά
συμβάντα της Εικονομαχίας για σύνδεση με την σημερινή τηλεοπτική
σκανδαλολογία…
Η Εικονομαχία,
εμφανίζεται απότομα, και εξαφανίζεται αμέσως μόλις την εγκαταλείπει η
αυτοκρατορική εύνοια. Αρκεί μόλις μια τοπική σύνοδος για την αναστύλωση
των εικόνων (!), ενώ ως διά μαγείας, πουθενά δεν υπάρχουν (εκτός από την
εγελιανού τύπου φαντασία κάποιων) οι μάζες των υποτιθέμενων εξαθλιωμένων χωρικών
που κινούνται ενάντια στην μεγαλοϊδιοκτησία της Εκκλησίας!
Αντιθέτως, οι λαϊκές μάζες
πανηγυρίζουν και χαίρονται για την παύση της δίωξης του πολιτισμού που επί
αιώνες βίωναν, μέχρι οι αδέξιοι χειρισμοί του Λέοντα Γ’ να δημιουργήσουν τα
απίστευτα αυτά ρήγματα, με μια «εμμονή» που δεν «εξυπηρετούσε κανέναν
άμεσο σκοπό»[63]...
Η αρχή του κακού δεν φαίνεται να
ήταν καμιά κοινωνική μεταρρύθμιση, αλλά μόνο η ανυποχώρητη πολιτική των
εικονομάχων η οποία μεγάλωσε τα προβλήματα και οδήγησε σε ανεξέλεγκτες
συνέπειες, με πολλά αθώα θύματα, γεγονότα που δεν είχαν καν προβλεφθεί από τους
πολέμιους των εικόνων[64].
Σε απόλυτη αντίθεση με τις θεωρίες τών σύγχρονων
εικονομάχων, τα γεγονότα της εποχής εκείνης δείχνουν ότι οι "αντιλαϊκοί"
αυτοκράτορες, αυτοί που προσπάθησαν να επιβάλλουν τις δικές τους θέσεις στην
Εκκλησία και στον λαό, αυτοί που ανακατεύονταν στις υποθέσεις τής Εκκλησίας,
αυτοί που δρούσαν ύπουλα και αιφνίδια ερήμην τού λαού, αυτοί που δίχασαν τον
λαό, και που ανακατεύτηκαν σε σκάνδαλα επιβολής τής πολιτικής τους με τη βία,
ήταν ΟΙ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΟΙ αυτοκράτορες, και όχι οι Ορθόδοξοι, όπως ισχυρίζεται ο κος
Καρκαγιάννης.
Ειδωλολατρία και
Θεολογία της Εικόνας
Αφού εξετάστηκαν τα ιστορικά
σφάλματα του άρθρου του κου Καρκαγιάννη, θα αναφέρουμε και μερικά στοιχεία για
το θεολογικό κομμάτι: είναι άραγε η τιμή προς την εικόνα ειδωλολατρία; Γιατί
έδωσαν μια τέτοια ερμηνεία οι εικονομάχοι μετά από τόσους αιώνες;
«Η εικονομαχία, όπως ιστορικά
και ιδεολογικά είναι πλήρως επιβεβαιωμένο, ως προς το πνευματικό και πολιτιστικό
περιεχόμενο ήταν έντονα επηρεασμένη από το διαποτισμό ποικίλων μανιχαϊκών
ρευμάτων της Ανατολής. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι σφόδρα
αντέδρασε η θεολογία και το εκκλησιαστικό πλήρωμα εναντίον της
εικονομαχίας» [65].
«Το ιδεολογικό υπόβαθρο των
εικονομάχων, δίχως σοβαρές επιφυλάξεις, μπορεί να εξηγηθεί από τάσεις ανατολικών
αντιλήψεων. Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες φρόντιζαν μάλιστα να
επανδρώνουν τις στρατιωτικές μονάδες από υπηκόους της Ανατολής. Γι' αυτό και τα
στρατεύματα αυτά υποστήριζαν τις εικονομαχικές μεταρρυθμίσεις. [...]
Γενικά, θα έλεγε κανείς, η περιρρέουσα πολιτιστική ατμόσφαιρα, που έθελγε
τους εικονομάχους, ήταν καθαρά ανατολική. Σε τούτη την ατμόσφαιρα μπορεί να
διακρίνει κανείς μονοφυσιτικές και ιουδαϊκές τάσεις. Αλλά το
κύριο νεύρο παραμένει ο Μανιχαϊσμός, η άκρα υποτίμηση της ύλης, ο οξύς
διαχωρισμός αισθητού και νοητού» [66].
Αντιλαμβανόμενος το πνεύμα των
εικονομάχων, ο μεγάλος δογματολόγος και άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας Ιωάννης
Δαμασκηνός, λέει ότι δεν πρέπει να κακίζουμε την ύλη (PG 94,
1236). Και θα πρέπει σαφώς να επισημανθεί η σχέση της ορθόδοξης θεολογίας με την
φανέρωση του Θεού στην ιστορία, γεγονός που τη διαφοροποιεί από οποιαδήποτε
διανοητική θεολογία. Όταν ο ίδιος ο Χριστός εμφανίζεται στην ιστορία, πώς
είναι δυνατόν να μιλάνε κάποιοι για «διανοητική» πίστη; Το θείο στην ορθοδοξία
δεν είναι αφηρημένο, αλλά αποκαλύπτεται στο χώρο και τον χρόνο και άρα μπορεί να
περιγραφεί μέσα από την εικαστική τέχνη.
Ο μοναχός και διάσημος θεολόγος της
Ανατολικής Εκκλησίας Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συνέγραψε τρεις λόγους υπέρ των αγίων
εικόνων.
«Τη δυνατότητα της απεικόνισης
των αγίων τη θεμελίωνε ο Δαμασκηνός δογματικά. Αν και ο Θεός, ως πνεύμα άπειρο
και αόριστο, δεν μπορεί να περιγραφεί με εικόνα αισθητή (PG 94, 1236)
όμως, στο βαθμό που έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, μπορεί θαυμάσια να περιγραφεί
εξωτερικά η ανθρώπινη φύση του: «ου την αόρατον εικονίζω θεότητα, αλλ’ εικονίζω
Θεού την οραθείσαν σάρκα» (PG 94, 1236) [...] Δεν θα έπρεπε να
προβάλλει κανείς την αντίρρηση ότι η τιμή των εικόνων είναι ανάρμοστη επειδή
αυτές αποτελούνται από υλική ουσία. Κατά τον Δαμασκηνό όχι μόνο το πνεύμα, αλλά
και η ύλη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τιμής και προσκύνησης. Αυτό το
απέδειξε ό Ιησούς με την ενανθρώπηση Του, το βλέπουμε στα Δώρα της Θείας
Ευχαριστίας, στο σταυρό και τα λειτουργικά σκεύη, που είναι όλα υλικά. Δεν
πρέπει να κακίζουμε την ύλη (PG 94, 1236) [...] Άλλωστε υπάρχουν
και πολλά είδη λατρείας. Η "λατρεία" των εικόνων είναι απλή τιμητική
προσκύνηση που αναφέρεται στον εικονιζόμενο άγιο (PG 94, 1236).
Δεν είναι η κυρίως λατρεία, που αρμόζει αποκλειστικά και μόνο στο Θεό.
Αλλοίμονο σε όσους προσκυνούν λατρευτικά τις εικόνες (PG 94, 1296)!
[...] Παράλληλα, δεν πρέπει να παραθεωρείται και ο παιδαγωγικός και
διδακτικός σκοπός των ιερών εικόνων, ιδιαίτερα για τους αμαθείς, για τους
οποίους έχουν την ίδια θέση μ' αυτή που έχουν τα βιβλία γι' αυτούς που γνωρίζουν
γράμματα (PG 94, 1248). [...] Αυτή λοιπόν είναι σε γενικές γραμμές
η διδασκαλία του διαπρεπούς θεολόγου για τις εικόνες, που επρόκειτο να
επικρατήσει εις βάρος των εικονομάχων στην Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο. [...] Η
μεταρρύθμιση δεν είχε στερεές βάσεις στη συνείδηση της Εκκλησίας, γι' αυτό έγινε
πρόξενη ανυπολόγιστων κακών [...] Η παράδοση της Εκκλησίας θριάμβευσε
τελικά ενάντια σε κάθε βίαιη ανατροπή ενός θεσμού που είχε βαθιά ριζώσει στην
ευσέβεια και την πίστη του ορθόδοξου λαού» [67].
Όταν ένας ορθόδοξος ασπάζεται μια
εικόνα δεν είναι ένοχος ειδωλολατρίας. Η εικόνα είναι ένα σύμβολο κι όχι ένα
είδωλο. Η τιμή, που δείχνεται στις εικόνες, δεν κατευθύνεται προς την
πέτρα, το ξύλο και το χρώμα, αλλά προς το εικονιζόμενο πρόσωπο.
Ο Λεόντιος Νεαπόλεως (+ 650)
είχε τονίσει:
«Δεν υποκλινόμαστε στη φύση
του ξύλου, αλλ' υποκλινόμαστε και σεβόμαστε Αυτόν που ανέβηκε στον Σταυρό […]
Όταν οι δυο κεραίες του Σταυρού ενώνονται, τότε τιμώ το σχήμα, εξαιτίας του
Χριστού που σταυρώθηκε στον Σταυρό, ενώ αν οι κεραίες αποσυνδεθούν και χάσουν το
σχήμα τους, τις πετάω τότε και τις καίω» [68].
Επίσης, «οι εικόνες ως τμήμα
της διδασκαλίας της Εκκλησίας […] είναι ένα από τα μέσα που
χρησιμοποιεί η Εκκλησία για να μας διδάξει την πίστη. Αρκεί να εισέλθει σε μια
εκκλησία ένας αγράμματος ή ένας που δεν διαθέτει θεολογική παιδεία για να δει να
ξεδιπλώνονται μπροστά του όλα τα μυστήρια του Χριστιανισμού. […]
Κατ' αυτόν τον τρόπο οι εικόνες αποτελούν μέρος της Ιερής
Παράδοσης» [69].
Τελικά:
«Για την ικανότητα και την αξία
των εικονομάχων αυτοκρατόρων σοβαρές αντιρρήσεις καταρχήν κανείς δεν θα μπορούσε
να έχει. [...] Ωστόσο, ίσως δεν είχαν αντιληφθεί σωστά και έγκαιρα ότι
οι μεταρρυθμίσεις τους, μοιραία και εξαιτίας της ανεδαφικής ιδεολογίας τους,
συγκρούονταν με έναν ολόκληρο πολιτισμό [...] με τις φυσικές και
ιστορικές του καταβολές, εναντίον ενός είδους αμιγούς ανατολικού πολιτισμού
[...] Σ' αυτή την πάλη δεν ήταν μονάχα το ορθόδοξο δόγμα που
κινδύνευε, αλλά κλονιζόταν από τις ρίζες του ένας ολόκληρος πολιτισμός. Και τα
πράγματα έδειξαν ότι οι ρίζες αυτού του πολιτισμού ήταν πολύ γερές, ενώ η
ιδεολογία των εικονομάχων είχε γίνει ένα επίχρισμα των διαρθρωτικών και
διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Το ορθόδοξο δόγμα ως δυναμική μορφή ζωής [...]
διαμόρφωσε θεσμούς και πράγματα, και κατά άμεσο τρόπο, άκρως πρωτότυπο και
δημιουργικό, έθρεψε όλες τις μορφές της τέχνης στο Βυζάντιο [...] Η
εικονογραφία με την απαραίτητη δημιουργική έκφραση φανερώνει σ' όλες του τις
διαστάσεις το ορθόδοξο δόγμα. [...] Η ορθόδοξη θεολογία
[...] ερμηνεύει την αποκάλυψη του Θεού, όπως αυτή παρουσιάζεται στα
βιβλικά κείμενα και των δύο Διαθηκών, ως φανέρωση της θείας δόξας σε δραματικά
ιστορικά γεγονότα διαμέσου των θεοφανειών [...] Έτσι η
θεογνωσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η θέα γεγονότων, η εμπειρία καταστάσεων και
η θεοπτία [...] Η εικονική παράσταση, που δεν είναι ειδωλικό
ομοίωμα, αφορά την παρουσία του Θεού στα ιστορικά σχήματα [...] Η
φανέρωση της θείας δόξας συνδέει το κτιστό με το πρωτότυπο. Έτσι ακριβώς
καταλύεται κάθε έννοια ειδωλολατρίας»[70].
Επίλογος
Για επίλογο, αρκεί να θυμίσουμε πως
όλα τα παραπάνω που αναφέρουμε, τελικά λείπουν και από το άρθρο του
δημοσιογράφου ώστε να γίνει αντικειμενικό. Δυστυχώς όμως, παρέμεινε ένα άρθρο
γεμάτο ασάφειες, κενά, προκατάληψη και αντιεπιστημονικότητα.
Το ιδεολογικό σκεπτικό του κου
Καρκαγιάννη έχει αποκαλυφθεί. Ας δούμε όμως κάτι ακόμη, που προκαλεί δυσάρεστες
εντυπώσεις:
Ας πούμε ότι πράγματι, οι
εικονομάχοι αυτοκράτορες ήταν κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Πώς γίνεται όμως μόνο
καλά λόγια να έχει γι’ αυτούς; Οι διώξεις και οι θανατώσεις από την πλευρά των
αυτοκρατόρων για πάνω από έναν αιώνα, δεν δείχνουν στρεβλότητα, παθογένεια,
προκατάληψη και κακή διοίκηση; Ακόμη κι αν δεχτούμε την ύπαρξη
«δεισιδαιμονίας, αγυρτείας και απληστίας», ο «προοδευτικός» κος
Καρκαγιάννης δικαιολογεί διώξεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις; Και αν όχι, πού
είναι οι καταδίκες και οι αφορισμοί για τους δήθεν «προοδευτικούς» αυτοκράτορες
που αιματοκύλισαν ΑΝΑΙΤΙΑ την αυτοκρατορία με την ξεροκεφαλιά τους, όπως λένε
και οι ειδικοί που προαναφέραμε;
Οι αναφορές του κου Καρκαγιάννη στα
«καλά» που έκαναν οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, ουδεμία σχέση έχει με το θέμα.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις αυτοκρατόρων που έκαναν καλά για το λαό τους, από
την αρχή, μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. Αυτό όμως ουδεμία σχέση έχει με την
καταστροφική επέμβαση που διέπραξαν. Το ορθόδοξο δόγμα αποδείχθηκε ότι είναι ένα
βίωμα που μεταδίδεται στην χριστιανική κοινότητα από την δημιουργία της πρώτης
εκκλησίας. Είναι ζωή, είναι η ίδια η ζωή, είναι η ίδια η βιωμένη αλήθεια. Δεν
είναι μια ιδέα που έρχεται και φεύγει όποια στιγμή επιθυμήσει κάποιος, και γι'
αυτό είδαμε τόσες περιπτώσεις όπου το πλήρωμα της εκκλησίας δεν υποχώρησε στα
σχέδια των αυτοκρατόρων, παρά τους, συχνά, αιματηρούς αγώνες. Δεν μπορεί η διά
της βίας αφαίρεση θεμελιωδών στοιχείων ενός πολιτισμού να κατανοείται απλά ως
«μεταρρύθμιση» γιατί αυτή η αφαίρεση μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή
του.
Και αυτό δεν
αποτελεί κανενός είδους «πρόοδο»…
Σημειώσεις
[1] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος,
«Εγκόλπιο Επιστημονικής Έρευνας», 3η έκδ., Αρμός, Αθήνα 1998, σελ.
17.
[2] Μεταλληνός,
«Εγκόλπιο…», ό.π., σελ. 26.
[3] Δ/νση άρθρου: http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_11_22/03/2009_308612
, Hμερομηνία: 22/3/09.
[4] «Ελλάδα» >
«Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία)», «e-δομή» (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια
«ΔΟΜΗ»), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
[5] Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,
«Ορθόδοξη Πίστη και Λατρεία» (Θρησκευτικά Α΄Λυκείου), Αθήνα, ΟΕΔΒ, σελ.
99.
[6] Ware Κάλλιστος (επίσκ.
Διοκλείας), «Η Ορθόδοξη Εκκλησία» (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας,
Αθήνα 2007, σελ. 57.
[7] Φειδάς Ιω. Βλάσιος,
«Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία», τόμ. Α΄, 3η
έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 769.
[8] Ware, «Η Ορθόδοξη
Εκκλησία», ό.π.
[9] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος,
«Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;», 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ.
113.
[10] Ostrogorsky Georg,
«Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Β', 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις
Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 42.
[11] «Κωνσταντίνος
Ε΄», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 37, εκδ. Πάπυρος,
Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].
[12] Βλ. Ostrogorsky,
«Ιστορία…», τόμ. Β', ό.π., σελ. 42.
[13] «Κωνσταντίνος
Ε΄», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», ό.π.
[14] Ostrogorsky,
«Ιστορία…», τόμ. Β', ό.π., σελ. 41.
[15] Κουκουλές Φαίδων,
«Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τόμ. Γ΄, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
1948-1955, σελ. 192.
[16] ΘΗΕ, τόμ. 7 (1965),
στ. 1243-1244.
[17] Γεδεών Μανουήλ,
«Βυζαντινόν Εορτολόγιον. Μνήμαι των από του Δ' μέχρι του ΙΕ' αιώνος
εορταζομένων αγίων», εν Κωνσταντινουπόλει 1899, σελ. 84-85. Βλ. και
PG 100, 1164-1165.
[18] Μιτσίδης Ανδρέας,
«Η Παρουσία της Εκκλησίας Κύπρου εις τον αγώνα υπέρ των Εικόνων» (διδακτ.
διατριβή), Λευκωσία 1989, σελ. 46. Βλ. και Ostrogorsky, «Ιστορία…», τόμ.
Β', ό.π., σελ. 42 και Θεοφάνους, «Χρονογραφία», 445, 3.
[19] Καραγιαννόπουλος
Ιωάννης, «Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας» 5η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη
1987, σελ. 219.
[20] Θεοφάνους,
«Χρονογραφία», 472.
[21] Θρησκευτική και
Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ.
24.
[22] ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966),
στ. 24.
[23] ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964),
στ. 446.
[24] ΘΗΕ, τόμ. 11 (1967),
στ. 556.
[25] Βλ. Νικόδημος
Αγιορείτης, «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», τόμ. Β',
Αθήνησι 1868, σελ. 306-308 και περιεχόμενα σελ. 404.
[26] ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966),
στ. 264-265.
[27] Μάγιεντορφ Ιωάννης,
«Η Βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία» (μτφρ. Μόσχος Δημήτρης),
Αρμός, Αθήνα 1990, σελ. 302.
[28] Καρμίρης Ιωάννης,
«Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας»,
τόμ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 236.
[29] Φειδάς,
«Εκκλησιαστική Ιστορία…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 867.
[30] Φειδάς,
«Εκκλησιαστική Ιστορία…», τόμ. Α', στο ίδιο.
[31] Άρθρο: «Caesaropapism», encyclopedia Britannica Online. 19
Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
[32] Για όλες τις
περιπτώσεις αυτές Βλ. ΘΗΕ, τόμ. 4 (1964), στ. 4-5, και Ματσούκας Α. Νίκος,
«Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Γ', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997,
σελ. 297-298.
[33] Μαξίμου Ομολογητού,
«Εξήγησις της κινήσεως», PG 90,117ΑΒ.
[34] Bloch Marc,
«Απολογία για την ιστορία», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1994, σελ.
153.
[35] Χριστοφιλοπούλου
Αικατερίνη, «Βυζαντινή ιστορία», τόμ. Α΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.
105-106.
[36] Τσορμπατζόγλου
Γεώργιος, «Η κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας. Συμβολή στη διερεύνηση των
αιτίων της εικονομαχίας» (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1993, σελ.
8.
[37] Vasiliev Α.Α.,
«Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954,
σελ. 312.
[38] Καραγιαννόπουλος
Ιωάννης, «Το Βυζαντινό Κράτος», τόμ. Β', Ερμής, Αθήνα 1988, σελ.
71.
[39] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», ό.π., σελ. 6.
[40] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», ό.π., σελ. 12.
[41] Βλ. Ματσούκας Α.
Νίκος, «Θεολογία κτισιολογία εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον»,
Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 207-208.
[42] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», ό.π.
[43] Βλ. Φειδάς,
«Εκκλησιαστική Ιστορία…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 769-770.
[44] Καραγιαννόπουλος
Ιωάννης, «Η Πολιτική Θεωρία των Βυζαντινών», Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992,
σελ. 25-26.
[45] Καραγιαννόπουλος,
«Η Πολιτική Θεωρία…», ό.π., σελ. 25.
[46] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», ό.π., σελ. 9.
[47] Καραγιαννόπουλος,
«Το Βυζαντινό Κράτος», τόμ. Β', ό.π.
[48] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», ό.π., σελ. 16.
[49] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», στο ίδιο.
[50] Φλορόφσκυ Γεώργιος,
«Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα», Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 442.
[51] Φειδάς,
«Εκκλησιαστική Ιστορία…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 770.
[52] Φειδάς,
«Εκκλησιαστική Ιστορία…», τόμ. Α', στο ίδιο.
[53] Φλορόφσκυ,
«…Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα», ό.π.
[54] Χριστοφιλοπούλου
Αικατερίνη, «Το Πολίτευμα και οι Θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
(324-1204)», Αθήνα 2004, σελ. 154.
[55] Φλορόφσκυ,
«…Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα», ό.π.
[56] Χρήστου Παναγιώτης,
«Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Ε' (ΣΤ'-Θ' αιώνες), 2η έκδ., Κυρομάνος,
Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 307.
[57] Χρήστου,
«…Πατρολογία», τόμ. Ε', ό.π., σελ. 306.
[58] Χρήστου,
«…Πατρολογία», τόμ. Ε', ό.π., σελ. 307.
[59] Καραγιαννόπουλος,
«Το Βυζαντινό Κράτος», τόμ. Β', ό.π., σελ. 71.
[60] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», ό.π., σελ. 143.
[61] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», ό.π., σελ. 132.
[62] Τσορμπατζόγλου, «Η
κοινωνική διάσταση της εικονομαχίας…», ό.π., σελ. 143-144.
[63] Καραγιαννόπουλος,
«Το Βυζαντινό Κράτος», τόμ. Β', στο ίδιο.
[64] Φειδάς,
«Εκκλησιαστική Ιστορία…», τόμ. Α', ό.π., σελ. 773.
[65] Ματσούκας Α. Νίκος,
«Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997,
σελ. 377-378.
[66] Ματσούκας Α. Νίκος,
«Θεολογία κτισιολογία εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον», Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 221-222.
[67] Θεοδώρου Ανδρέας,
«Η Ουσία της Ορθοδοξίας», 2η έκδ. βελτιωμένη, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1998,
σελ. 285-290.
[68] Η μετάφραση στο: Ware
Κάλλιστος, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», ό.π., σελ. 59.
[69] Ware Κάλλιστος, «Η
Ορθόδοξη Εκκλησία», στο ίδιο.
[70] Ματσούκας,
«Θεολογία κτισιολογία…», ό.π., σελ. 207-216.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου