Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Σκέψεις τινές περί Εικονομαχίας

Σκέψεις τινές περί Εικονομαχίας

Διονυσίου Α. Ζακυθηνού, Ευχαριστήριον,
Τιμητικός Τόμος επί τη 45ετηρίδι επιστημονικής δράσεως
και τη 35ετηρίδι τακτικής καθηγεσίας Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου
,
Αθήναι 1958, σελ. 90-102.


Το κατωτέρω δημοσιευόμενον κείμενον ανεγνώσθη εν Κωνσταντινουπόλει την 8 ην Απριλίου 1954, εγράφη δε επί τη βάσει εκτενέστερου κεφαλαίου ανεκδότου έργου υπό τον τίτλον «Αι πνευματικαί συγκρούσεις του Βυζαντίου», του οποίου η συγγραφή επερατώθη κατ' Ιούλιον του 1944 (βλ. περιοδικών «Ηώς», Σεπτέμβριος 1947, σελ. 4 κε.). Έκτοτε είδον το φως νεώτεραι μελέται, αίτινες ανεκαίνισαν την έρευναν των προβλημάτων της εικονοκλαστικής κινήσεως εν Βυζαντίω (1). Νομίζομεν ουχ ήττον ότι αι επόμεναι σελίδες περιέχουν σκέψεις τινάς, δυναμένας να συντελέσουν εις την ερμηνείαν ενίων απόψεων του πνευματικού βίου των μέσων βυζαντινών χρόνων. Υπό την προϋπόθεσιν ταύτην παρέχομεν αυτάς υφ' ην εγράφησαν μορφήν.


Ο Ιρλανδός ποιητής William Butler Yeats (1865-1939), με την θέρμην του κέλτικου του μυστικισμού, έπλασε το σύμβολον της «αγέραστης πολιτείας των μνημείων του πνεύματος». Εις τα δύο ποιήματα του, «Το ταξίδι εις το Βυζάντιον» (1927) και «Το Βυζάντιον» ωραματίσθη την πόλιν του Βοσπόρου ως υπερκόσμιον χώραν,, όπου παύει ο ασίγαστος σάλος της ψυχής και όπου ο άνθρωπος ευρίσκει τον λυτρωμόν και την κάθαρσιν εις τα πλάσματα της τέχνης. Είδεν ο ποιητής το Βυζάντιον ως την γην, όπου η αδιάκοπος ασκησις του πνεύματος και η ανάτασις των ψυχών φέρουν την γαλήνην (2).

Το Βυζάντιον είναι πράγματι «η αγέραστη πολιτεία των μνημείων του πνεύματος». Εις μάτην όμως θα ανεζήτει τις εν αυτώ την υπερκόσμιον γαλήνην, την οποίαν ωνειρεύθη ο ποιητής. «Οι χρυσές εικόνες, οι φτιαγμένες από τους τεχνίτες της Πόλης με το ψηφί και με το σμάλτο», απατούν με την ιερατικήν των ακινησίαν. Αι γαλήνιοι μορφαί, ως φανταζόμεθα αυτάς, δεν θα βραδύνουν να αποκαλύψουν εις τον νοσταλγόν ποιητήν την πραγματικήν των φυσιογνωμίαν - φυσιογνωμίαν φέρουσαν έκδηλα τα σημεία της υπεράνθρωπου πάλης και της ακαταπαύστου πνευματικής ζητήσεως. Το Βυζάντιον είναι η χώρα των πνευματικών συγκρούσεων. Ουδεμία χώρα, εις ουδεμίαν της Ιστορίας εποχήν, εγνώρισε τόσον μεγάλας αναταραχάς ψυχών και πνευμάτων.

Αι μεγάλαι αύται πνευματικαί συγκρούσεις παρίστανται τρόπον τινά εις την γέννησιν του Βυζαντίου, ακολουθούν τας περιόδους της ακμής και της παρακμής και συνοδεύουν αυτό ζωηρόταται μέχρι της τελικής πτώσεως. Αρχίζουν με τον Αρειανισμόν και τας χριστολογικάς αντιθέσεις, προχωρούν με την Εικονομαχίαν, τους Παυλικιανούς και τους Βογομίλους και καταλήγουν εις τας αντιθέσεις των Αρσενιατών, του Ησυχασμού, των Ζηλωτών, των αριστοτελιζόντων και πλατωνιζόντων φιλοσόφων, των Ενωτικών και των Ανθενωτικών. Ενώ όλαι σχεδόν αι πνευματικαί αύται συγκρούσεις έχουν την προέλευσίν των εις θέματα της θρησκείας και της λατρείας, κατακτούν ευρύτατα στρώματα και δημιουργούν μεγάλας πολιτικάς και κοινωνικάς αναστατώσεις.

Εξ όλων των πνευματικών συγκρούσεων η Εικονομαχία είναι η μάλλον χαρακτηριστική, όχι μόνον δια την θεωρητικήν της θεμελίωσιν και τους βαθύτατους διχασμούς, τους οποίους προεκάλεσεν όχι μόνον διότι επί ένα και πλέον αιώνα κατώρθωσε να αποβή η καθεστηκυία τάξις, αλλά και διότι εκ των υστέρων προεκάλεσε το ενδιαφέρον των ερευνητών, οίτινες διαφοροτρόπως ηρμήνευσαν τα κατ' αυτήν. Η Εικονομαχία θα αποτελέση το υποκείμενον του δοκιμίου τούτου. Αφού συντόμως αναφέρω τας κυριωτέρας των μέχρι τούδε εξενεχθεισών θεωριών, θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω εν τω συνόλω και να τοποθετήσω γενικώτερον την πνευματικήν αντίθεσιν του ογδόου και του ενάτου αιώνος.

Η Εικονομαχία δύναται να ορισθή ως η περί την χρήσιν και την λατρείαν των εικόνων αναφυείσα έρις, ήτις από του έτους 726 μέχρι του 843, με ολιγοχρόνιον ανάπαυλαν, προεκάλεσε διχασμόν εις τον χριστιανικόν κόσμον (3).

Δύναται δε να διαιρεθη εις δύο μεγάλας φάσεις: η πρώτη περιλαμβάνει την περίοδον από του 726 μέχρι της συνόδου της Νικαίας (787)· η δευτέρα εκτείνεται από του 815 μέχρι της οριστικής αναστηλώσεως των εικόνων τω 843. Κατά τα χρονικά ταύτα διαστήματα, η βυζαντινή κοινωνία εδιχάσθη εις δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Οι εκπρόσωποι της εικονοφίλου παρατάξεως εδιώχθησαν, πολλά μοναστηριακά ιδρύματα εκλείσθησαν και αι περιουσίαι των εδημεύθησαν, το Μαρτυρολόγιον της Εκκλησίας περιέλαβε νέους μάρτυρας της ορθοδόξου πίστεως. Επί πλέον επαναστατικαί κινήσεις παρετηρήθησαν, ιδίως εις την κυρίως Ελλάδα και την Ιταλικήν χερσόνησον.

Από απόψεως δογματικής η Εικονομαχία συνάπτεται προς τας παλαιοτέρας χριστολογικάς αντιθέσεις, έχει δε τάσεις σαφώς μονοφυσιτικάς (4) . ʼ λλως η περί της εικονίσεως του θείου ζήτησις είναι παλαιοτέρα και της Εικονομαχίας και των χριστολογικών ερίδων. Κατ' εξοχήν η Ιουδαϊκή παράδοσις αντιτίθεται προς την παράστασιν του θείου (5). Γενικώς οι Σημιτικοί λαοί εδοκίμασαν αποστροφήν προς τας ανθρωπομορφικάς παραστάσεις. Η τέχνη των Μουσουλμάνων εκαλλιέργησεν ιδιαζόντως το διακοσμητικόν στοιχείον, εις το οποίον τα γεωμετρικά σχήματα εναλλάσσονται προς τας παραστάσεις, τας ειλημμένας εκ του φυτικού βασιλείου, και εις το οποίον αι μορφαί ανθρώπων και ζώων υποτάσσονται εις την σχηματοποίησιν του διακόσμου (6).


Β'.

Η Εικονομαχία, έχουσα την αφετηρίαν εις δογματικάς αντιθέσεις, υπερέβη τα όρια απλής εκκλησιαστικής έριδος, συνετάραξεν ευρύτατα στρώματα και έσχε πολιτικά επακόλουθα εξαιρετικής σπουδαιότητος. Δια τούτο, ως ελέχθη, ενωρίτατα προεκάλεσε το διαφέρον των ερευνητών. Εις την σπουδήν ταύτην συνετέλεσαν και ελατήρια θρησκευτικά, διότι ενωρίς η Εικονομαχία συνήφθη προς τας νεωτέρας μεταρρυθμιστικές κινήσεις, ιδίως προς την διδασκαλίαν του Wycliff και του Η uss (7). Είναι χαρακτηριστικών ότι η πρώτη Ιστορία της Εικονομαχίας, η γραφείσα υπό του Λουδοβίκου Μ aimbourg και εκδοθείσα τω 1679, ως σκοπόν κύριον έταξε την διαφώτισιν των διαμαρτυρομένων, «οι οποίοι ανενέωσαν κατά τους τελευταίους τούτους αιώνας τας επιβουλάς των παλαιών εκείνων εικονοκλαστών» (8).

Πολύ αργότερα εγεννήθη η θεωρία περί της πολιτικής και κοινωνικής σημασίας της Εικονομαχίας. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1857) ερμηνεύει την θρησκευτικήν πολιτικήν των Ισαύρων ως μεγάλην κοινωνικήν μεταρρύθμισιν, αποβλέπουσαν εις την ηθικήν κάθαρσιν και την ανασυγκρότησιν των δυνάμεων της Αυτοκρατορίας (9). Διεξοδικώτερον ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναπτύσσει την θεωρίαν του. «Εν τη Η' εκατονταετηρίδι, γράφει, και μέχρι των μέσων της Θ', υποφαίνεται ολόκληρον ου μόνον εκκλησιαστικής, αλλά και κοινωνικής μεταρρυθμίσεως σύστημα...» (10). «Η κοινωνική μεταρρύθμισις, γράφει αλλαχού, επέβαλε χείρα τολμηράν επί πάντα τα ελαττώματα, άτινα υπέσκαπτον την υλικήν και ηθικήν της κοινωνίας εκείνης δύναμιν, αφήρεσεν από του κλήρου την δημοσίαν εκπαίδευσιν, κατήργησε την δουλοπαροικίαν, καθιέρωσε μέχρι τίνος τουλάχιστον την ανεξιθρησκείαν, καθυπέβαλεν εις τον κοινόν φόρον τα μοναστηριακά και τα εκκλησιαστικά κτήματα και εν γένει επολιτεύθη κατά τρόπον υποδηλούντα ότι επεζήτει την διάπλασιν κοινωνίας νέας χρηστοτέρας άμα και γενναιοτέρας» (11). Εν κατακλείδι, ο Παπαρρηγόπουλος αντιλαμβάνεται το εικονοκλαστικόν κίνημα ως πρόδρομον των αρχών της Γαλλικής Επαναστάσεως (12).

Τας απόψεις του Παπαρρηγοπούλου εδέχθησαν και άλλοι ιστορικοί, ο Lenormant (13), ο Γρηγορόβιος (14) και εν μέρει ο Β ury. Ο τελευταίος, αποκρούων τον παραλληλισμόν προς το κίνημα των Πουριτανών της Αγγλίας, γράφει ότι «οι εικονοκλάσται δεν ήσαν οι απόστολοι του Πουριτανισμού, αλλ' οι απόστολοι του ορθολογισμού και πολέμιοι της υπερβολικής αυστηρότητος» (15).

Εκτός της αρχικής ταύτης θεωρίας, ανεπτύχθη ευρέως και η άποψις ότι η Εικονομαχία είχε καθαρώς πολιτικόν χαρακτήρα. Κατά τον C. Ν. Uspensky, τα μέτρα του Λέοντος του Ισαύρου εστρέφοντο ουσιαστικώς εναντίον των μοναστηριών, η εν γένει πολιτική του αυτοκράτορος δεν εστηρίχθη επί σκέψεων θρησκευτικών, αλλ' οι εν διωγμώ ευρισκόμενοι μοναχοί και οι υπέρμαχοι του μοναχικού φεουδαλισμού εύρον συμφορώτερον να μεταφέρουν τον αγώνα επί του θεολογικού πεδίου (16).

Από την δευτέραν ταύτην θεωρίαν ενεπνεύσθη και ο Κάρολος Diehl : «Θα ήτο σφάλμα, λέγει, να φαντασθώμεν τους εικονομάχους αυτοκράτορας ως ορθολογιστάς, οι οποίοι πολλούς αιώνας προ του Λουθήρου απεπειράθησαν να μεταρρυθμίσουν την Εκκλησίαν, ή ως φιλελευθέρους πολιτικούς, οι οποίοι ηθέλησαν να στηρίξουν την κοινωνίαν επί των αθανάτων άρχων της Επαναστάσεως». Δια τον Κάρολον Diehl, ο αγών των Ισαύρων έτεινεν εις το να ανορθώση την Αυτοκρατορίαν δια του περιορισμού των ελευθεριών και της επιδράσεως του κλήρου και του μοναχισμού, η οποία εδημιούργει σοβαρά επακόλουθα δια την μοναρχίαν (17).

ʼλλοι συγγραφείς υπεστήριξαν την γνώμην ότι οι Ίσαυροι, εισάγοντες τα κατά των εικόνων μέτρα, απέβλεπαν εις το να διαλλάξουν το Βυζάντιον μετά των θρησκειών και των λαών της Ανατολής. Ως ελέχθη, ο Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος κατήργησε τας εικόνας, «δια να απομακρύνη μίαν των κυριωτέρων διαφορών μεταξύ της χριστιανικής θρησκείας και της θρησκείας των Εβραίων και των Αράβων και να διευκολύνη ούτω την είσοδον των απίστων εις την Έκκλησίαν, και την υποταγήν αυτών εις την Αυτοκρατορίαν» (18). Εις την άποψιν ταύτην επόμενος ο Emil Ludwig γράφει ότι ο Ίσαυρος συνέλαβε το σχέδιον «να διαλλάξη τας δύο συγγενείς θρησκείας, αντί να αφήση αυτάς να συγκρούωνται αλογίστως η μεν κατά της δε. Ο αυτοκράτωρ Λέων, Σύρος και Ελληνιστής, ενθαρρυνόμενος υπό της κινήσεως των Εικονοκλαστών, ηθέλησε να ανεύρη εις την ενότητα του Θεού και την απουσίαν των ειδώλων την βάσιν της συνδιαλλαγής, η οποία θα ήτο δυνατή και ωφέλιμος δι' όλους» (19).

Τέλος, η Μαρξική θεωρία ερμηνεύει, την Εικονομαχίαν ως εκδήλωσιν της πάλης των τάξεων. Η πάλη εναντίον των εικόνων είναι το πρόσχημα· «εν τη πραγματικότητα, παρατηρεί ο Μ. Levtchenko, αι εικόνες δεν υπήρξαν το αντικείμενο του αγώνος, αλλ' εχρησίμευσαν ως πρόφασις εις ωρισμένας ομάδας της βυζαντινής κοινωνίας, αίτινες ηγωνίζοντο δια τα ταξικά οικονομικά και πολιτικά των συμφέροντα» (20).


Γ'.

Κατά την ημετέραν γνώμην, ούτε η θεωρία περί γενικωτέρας κοινωνικής και πνευματικής επαναστάσεως, αποσκοπούσης την επικράτησιν του λογικού και την διάπλασιν κοινωνίας υγιούς, ούτε η άποψις περί πολιτικών και οικονομικών ελατηρίων ικανοποιούν την σημερινήν έρευναν. Ως παρετηρήθη ήδη, «ο Λέων ο Γ' και ο Κωνσταντίνος ο Ε' υπήρξαν ικανοί στρατηγοί και ουχί ανίκανοι κυβερνήται, κατά την εποχήν όμως της βασιλείας αυτών το πολιτικόν καθεστώς του Βυζαντίου ουδεμίαν υπέστη θεμελιώδη μεταβολήν» (21). Και η «μοναχομαχία» και τα ληφθέντα οικονομικά μέτρα είναι φαινόμενα δευτερογενή, οφειλόμενα εις την σφοδρότητα των συγκρούσεων. Κατά την ερμηνείαν, την οποίαν θα επιχειρήσωμεν κατωτέρω, θα εξαρθή κυρίως ο πρωτογενής θρησκευτικός και πνευματικός χαρακτήρ της Εικονομαχίας. Εάν αύτη εμμέσως συνετέλεσεν εις κρατικάς μεταρρυθμίσεις, πολιτικούς προσανατολισμούς ή εις την λήψιν μέτρων οικονομικής σημασίας, τούτο ουδόλως επηρεάζει τον θεμελιώδη χαρακτηρισμόν του κινήματος. Δια να εκτιμήσωμεν δε δεόντως την πνευματικήν αξίαν και τας ροπάς του κινήματος, είναι ανάγκη να γνωρίσωμεν πρωτίστως το φυσικόν και το ανθρώπινον περιβάλλον, εις το οποίον τούτο εγεννήθη, να γνωρίσωμεν τους ανθρώπους, οίτινες υπήρξαν οι πρωτεργάται, και τους ανθρώπους, οίτινες επολέμησαν αυτό.

Η Εικονομαχία εγεννήθη και ανεπτύχθη εις τας ακραίας επαρχίας της Μικράς Ασίας, οπού διεσταυρώθησαν διάφοροι επιδράσεις, ελληνικαί, περσικαί, σημιτικαί, αραβικαί. Οι πρωτεργάται της προήρχοντο κατά κανόνα εκ του ιδιάζοντος εκείνου φυσικού και πνευματικού περιβάλλοντος, το οποίον εξέθρεψε παντοίας αιρετικάς τάσεις: τον Μοντανισμόν και τον Μανιχαϊσμόν, τον Μασσαλιανισμον και τον Μαρκιωνισμόν, τον Νεστοριανισμόν και τον Μονοφυσιτισμόν. Εις τας τραχείας ταύτας εσχατιάς η Ανάγκη δεσπόζει όλων των εκδηλώσεων της ζωής. Εκεί η χώρα είναι άξενος και ευρίσκεται εις προκεχωρημένα σημεία κρούσεως - μεγάλη γέφυρα, δια της οποίας τα ανθρώπινα κύματα προωθούνται προς τας ευδαίμονας περιοχάς των ακτών. Εκεί ο πληθυσμός είναι αραιός και αναγκάζεται εις συνεχείς μετακινήσεις. Ούτε ο Ελληνισμός, ούτε ο Χριστιανισμός κατώρθωσαν να δημιουργήσουν αρραγές σύνολον πνευματικής συνθέσεως. Η ακτινοβολία της πρωτευούσης και των άλλων αστικών κέντρων - σπανίων, άλλως, και εστερημένων πραγματικού αστικού βίου - δυσκόλως φθάνει μέχρι των απωτάτων τούτων ορίων της Αυτοκρατορίας. Η διοίκησις είναι σκιώδης, κύρια δε αντικείμενα έχει την άμυναν και την συλλογήν των φόρων. Πολλάκις μόνον σύμβολον της εξουσίας είναι το συγκρότημα των οχυρών, τα οποία δεσπόζουν των διαβάσεων και όπου εδρεύει ο κλεισουράρχης. Αλλαχού η διοίκησις, αντί συνοχής, δημιουργεί σχίσματα και αντιθέσεις. Δια τούτο οι πληθυσμοί ζουν εντός του Κράτους και εις το περιθώριον του Κράτους, αμφιταλαντεύονται μεταξύ των κυριάρχων, των πίστεων και των δεισιδαιμονιών. Αι φωναί της αντιθέσεως ευρίσκουν πάντοτε απήχησιν εις την ψυχήν των. Ευκόλως κατακτούν αυτάς αι αιρετικαί φάσεις, επισφραγίζουσαι και εκφράζουσαι υφισταμένας ψυχικάς διαστάσεις.

Η μόνη πραγματικότης, ήτις δεσπόζει της όλης ζωής των ακραίων επαρχιών της Μικράς Ασίας, είναι η αγροτική κοινωνία - ο καλλιεργητής της γης και ο γεωκτήμων. Ο διαπρεπής γεωγράφος και ιστορικός W. M. Ramsay ιδιαιτέρως εξήρε τη σημασίαν της αγροτικής τάξεως της Μικράς Ασίας εν σχέσει προς την διατήρησιν και την άμυναν του Βυζαντίου (22). Αλλ' η ευρύστερνος αύτη τάξις έχει βραδείας τας κινήσεις και πείσμονας τας πεποιθήσεις. Πώς όμως να συλλάβωμεν εν όλη αυτών τη εκτάσει την ψυχικήν ιδιοσυστασίαν, τας ροπάς και τας αντιδράσεις της; Ο ιστορικός ευρίσκεται εν αδυναμία να αναπαραστήση τα κύρια χαρακτηριστικά της αινιγματώδους ταύτης κοινωνικής πραγματικότητας. Παρά ταύτα, εδώ και εκεί, μία επιγραφή ρίπτει αμυδρόν φως. Επιτύμβια κυρίως μνημεία αποκαλύπτουν τας πίστεις των ανθρώπων. Αναφέρομεν εν τούτων, του τετάρτου ή του πέμπτου αιώνος: «Αὐρηλία Οὐαλεντίλλη καί Λεόντιος καί Κάτμαρος ἀνεστήσαμεν τήν τίτλον ταύτην Εὐγενίῳ πρεσβυτέρῳ πολλά καμόντος ὑπέρ τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας τῶν Καθαρῶν ζῶντες μνήμης χάριν». Η επιγραφή προέρχεται εκ Λαοδικείας της Πισιδίας, οι δε Καθαροί είναι απώτατοι πρόδρομοι των Cathares και των Albigeois. Ιδού η συνέχεια: «Εὐγένιε, νέος θάνες· ἠελίοιό σε γάρ ἐγίνωσκαν πάντες, ἀνατολίη τε δύσις τε μεσημβρία τε καί ἄρκτος». Η μνεία των τεσσάρων σημείων του ορίζοντος είναι χαρακτηριστικών γνώρισμα δυϊστικών τίνων αιρέσεων, ως του Παυλικιανισμού και του Βογομιλισμού (23). Βραδύτερον τα επιγραφικά μνημεία γίνονται αραιά.

Η κυριωτάτη ίσως πηγή δια την αναπαράστασιν της ζωής των ακραίων επαρχιών είναι τα βυζαντινά, τα αραβικά και τα τουρκικά έπη, τα οποία απέρρευσαν εκ της συγκρούσεως Βυζαντινών και Αράβων. Βεβαίως, η ατμόσφαιρα της Ελληνικής εποποιίας του Διγενή Ακρίτα και των συναφών κύκλων ανήκουν εις εποχήν μεταγενεστέραν των πρώτων χρόνων της Εικονομαχίας. Ουχ ήττον στοιχεία τίνα δύνανται να αναχθούν εις παλαιότερα πρότυπα· εξ άλλου, η ψυχολογία της κοινωνίας εκείνης επί μακρούς αιώνας έμεινεν αναλλοίωτος. Εν τω συνόλω η ακριτική εποποιία αποκαλύπτει το ηρωικόν πνεύμα του Βυζαντίου, το οποίον παραμορφώνει η γραμματεία της αβράς πρωτευούσης. Εδώ οι τόποι είναι τραχείς και οι άνθρωποι τραχύτεροι. Οι ήρωες αφίνονται ενίοτε εις τα τρυφερώτερα συναισθήματα της αγάπης και της στοργής, συγκινούνται προ του μυστηρίου του θανάτου, αλλά συνήθως η ψυχή των δεσπόζεται υπό βίαιων συναισθημάτων. Η ζωή των είναι πάλη ακατάπαυστος. Οι ακριτικοί πληθυσμοί προστατεύουν τα σύνορα της Αυτοκρατορίας, αλλ' αγωνίζονται πρωτίστως δια την γοητείαν του αγώνος. Ο σύνδεσμος των μετά της αυτοκρατορικής κυβερνήσεως είναι χαλαρός. Εις πολλά σημεία του έπους επικρατεί το πνεύμα της ανεξαρτησίας, ενίοτε δε και της ανταρσίας. Ο καθηγητής κ. Henri Gr é goire, ο οποίος δια των ερευνών του ανεκαίνισε την σπουδήν της ακριτικής εποποιίας, απέδειξεν ότι ωρισμένοι πυρήνες του ηρωικού τούτου κύκλου απηχούν τας απόψεις, τας επιδιώξεις και τους αγώνας αιρετικών μειονοτήτων (24).

Εντός του ηθικού τούτου κλίματος εγεννήθη και ανεπτύχθη η Εικονομαχία. Η σχέσις αυτής προς τα υπολείμματα του Μονοφυσιτισμού είναι αναμφισβήτητος. Οι αντίπαλοι των εικονοκλαστών αποκαλούν τούτους «σαρακηνόφρονας» και «ιουδαιόφρονας». Υπάρχουν ωσαύτως μαρτυρίαι, καθ' ας οι εικονοκλάσται ευρίσκοντο εις επαφήν μετά των Παυλικιανών. Ο Λέων ο Γ' κατηγορείται οτι ηυνόησε την αιρετικήν των κίνησιν (25). Παυλικιανόν ονομάζει τον Κωνσταντίνον τον Ε' ο μεταγενέστερος χρονογράφος Γεώργιος ο Μοναχός (26), ο δε Θεοφάνης μαρτυρεί ότι κατά τας κρίσιμους στιγμάς της επιθέσεως του Κρούμου (813) Παυλικιανοί της πρωτευούσης ήνοιξαν τον τάφον του αυτοκράτορος τούτου, εκάλεσαν αυτόν, ίνα βοηθήση «τῇ πολιτεία ἀπολλυμένη» και εμακάρισαν αυτόν ως «προφήτην και νικητήν» (27). ʼλλος αυτοκράτωρ, ο Νικηφόρος ο Α', κατηγορείται, ότι ευρίσκετο εις επαφήν μετά των Μανιχαίων, των Παυλικιανών και των Αθίγγανων της Φρυγίας και της Λυκαονίας (28).

Πολλαί των κατηγοριών τούτων οφείλονται εις την οξύτητα των παθών. Ουχ ήττον αι ειδήσεις, αίτινες συνάπτουν την Εικονομαχίαν προς τον Παυλικιανισμόν, ενέχουν δόσιν αληθείας. Βεβαίως, η Εικονομαχία δεν φέρει έκδηλα τα τεκμήρια Παυλικιανής επιδράσεως εις το καθαρώς μεταφυσικόν πεδίον. Ως γνωστόν, οι Παυλικιανοι εδέχοντο την ύπαρξιν δύο αρχών, τον αγαθόν και τον πονηρόν θεόν, τούτο δε απετέλει το κύριον γνώρισμα της διδασκαλίας αυτών. Τουναντίον, αναμφισβήτητος είναι η επίδρασίς των εις τα θέματα της λατρείας και της ηθικής, διότι οι Παυλικιανοι επρέσβευον κανόνας βίου αυστηρού και ήσαν εικονοκλάσται, ανήκοντες, ως είπεν ο Conybeare, «εις την αριστεράν πτέρυγα των εικονοκλαστών».

Εν τω συνόλω η Εικονομαχία εμφανίζεται ως καθολικώτερον κίνημα της Ανατολής, το οποίον εμπνέεται από παλαιοτέρας και συγχρόνους αιρετικάς τάσεις, το οποίον ενσαρκώνει τας παραδόσεις, τας επιδιώξεις και τας αντιθέσεις ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων, το οποίον στρέφεται εναντίον της καθεστηκυίας τάξεως και των κρατουσών πνευματικών αξιών. Είναι δε άξιον ιδιαιτέρας παρατηρήσεως ότι η αντίδρασις εις τα μέτρα των εικονοκλαστών αυτοκρατόρων έρχεται εκ δυσμών, εκ της Ελληνικής και της Ιταλικής χερσονήσου. Ούτως αι δύο αντίπαλοι παρατάξεις, τα δύο αντιτιθέμενα πνευματικά ρεύματα διακρίνονται και εν τω χώρω. Δύο κόσμοι ορθούνται ο εις έναντι του άλλου και φέρονται ακατανικήτως προς μίαν τεραστίαν και καθολικήν σύγκρουσιν.

Πριν όμως έλθω εις τα τελικά συμπεράσματα, είναι ανάγκη να διευκρινηθούν σημαντικαί τίνες απόψεις του προβλήματος και να αποκρουσθούν πεπλανημέναι γνώμαι, αίτινες επί μακρόν άπέκρυψαν τας πραγματικάς μορφάς της εικονοκλαστικής ιδεολογίας. Ως αναλυτικώτερον εσημειώθη ανωτέρω, υπεστηρίχθη ότι η Εικονομαχία υπήρξεν επανάστασις, αποσκοπούσα την ανάδειξιν νέας και υγιούς κοινωνίας, κίνημα ορθολογιστικόν, στρεφόμενον κατά της αμάθειας και της προλήψεως· ότι επεδίωκε να υποτάξη την πνευματικήν εξουσίαν εις την λαϊκήν. ʼλλοι παρέβαλον τους εικονοκλάστας προς τους τέκτονας και άλλοι είδον εις τους Ισαύρους μεγάλους μεταρρυθμιστάς και «πεφωτισμένους δέσποτας».

Επισκοπών τας γνώμας ταύτας, υπεστήριξα ανωτέρω την γνώμην ότι η Εικονομαχία υπήρξε κίνημα καθαρώς θρησκευτικόν και πνευματικόν πνευματικόν ως προς το είδος, αντιπνευματικόν ως προς τας γενικωτέρας ροπάς αυτού. Τούτο λέγων, αναφέρομαι κυρίως εις την πρώτην περίοδον του αγώνος, ιδίως εις τους σκοτεινούς χρόνους της προπαρασκευής, και εις τας βασιλείας του Λέοντος του Γ' και του Κωνσταντίνου του Ε'. Η δευτέρα περίοδος περιλαμβάνει πολλά στοιχεία δευτερογενή και νόθα, αλλότρια πάντως προς τας αφορμάς της αιρέσεως.

Αντιθέτως προς άλλους, καθώς οι εικονοκλάσται ήσαν οι απόστολοι του ορθολογισμού και οι πολέμιοι της υπερβολικής αυστηρότητος, οι φιλελεύθεροι και οι ανακαινισταί, πιστεύω ότι ούτοι έτεινον γενικώς προς πρότυπα βίου αυστηρού. Απηγόρευσαν την λατρείαν των εικόνων, ουχί δια να εξυγιάνουν το θρησκευτικόν συναίσθημα των πιστών και να τρέψουν αυτούς προς την πνευματικωτέραν αντίληψιν του θείου, αλλά διότι η λατρεία αύτη αντέκειτο προς ωρισμένας δογματικάς αρχάς. Κατά τους πρώτους εικονοκλαστικούς χρόνους η τέχνη ετράπη προς θέματα ξένα προς την θρησκείαν, τείνουσα προς «ανεικονικάς» παραστάσεις, ως δε παρετήρησεν ο Louis Br é hier, δια της γενικεύσεως των εικονοκλαστικών δογμάτων θα ηκολούθει ίσως την αυτήν εξέλιξιν, την οποίαν ηκολούθησεν η Αραβική τέχνη (29).

Εξ άλλου, καθ' όλην την περίοδον της Εικονομαχίας, ο πολιτισμός και ιδίως η γραμματεία των Βυζαντινών παρουσιάζουν «παμμέγεθες κενόν» και «θλιβεράν ἐρήμωσιν». «Ο πελώριος πνευματικός ποταμός, λέγει ο Κ rumbacher, ον παριστάνει η Ελληνική λογοτεχνία από του Ομήρου μέχρι των ημερών του Μωάμεθ του κατακτητού, ποτέ δεν απεξηράνθη τόσον τελείως ούτε επί τόσον μακρόν χρονικόν διάστημα, όσον κατά τους δύο τούτους αιώνας» (30). Είναι δε χαρακτηριστικδν το ότι κατά τους αυτούς χρόνους διεμορφώθη η μικρογράμματος γραφή, ήτις, έλκουσα την καταγωγήν εκ της «δημοτικής» των παπύρων, αποτελεί πράγματι τύπον γραφής δημωδέστερον (31).

Είναι σήμερον γνωστόν ότι το πνευματικόν τούτο χάσμα εις την παράδοσιν του Ελληνισμού δεν οφείλεται εις μόνην την Εικονομαχίαν ουχ ήττον είναι βέβαιον ότι αυτή απέστεργε τας μορφάς της παραδόσεως. Απέστεργε γενικώτερον τας ανωτέρας πνευματικάς μορφάς και ανεζήτει την ικανοποίησιν των στοιχειωδών αναγκών της ψυχής δια των απλών γραμμών, δια των ταπεινών εννοιών και των αβαθών συμβόλων, δια της λαϊκοτρόπου τεχνικής. Ο ανώνυμος χρονογράφος των «Μετά τον Θεοφάνη», οίτινες, ως γνωστόν, εκφράζουν τας απόψεις της Μακεδονικής Δυναστείας, ομιλών περί του Μιχαήλ του Β' (820-829), ιδρυτού της εξ Αμορίου Δυναστείας, κατηγορεί αυτόν επί Ιουδαϊσμώ και προσθέτει: «καί τήν Ἑλληνικήν παίδευσιν διαπτύων καί τῆς ἡμετέρας καί θείας τοσοῦτον καταφρονῶν, ὡς μηδέ τούς νέους παιδοτριβεῖσθαί που συγχωρεῖν, ἵνα μήτε τῇ αὐτοῦ ἀλογία ἔχοι τις ἀντιστῆναί ποτέ καί διελέγξαι, μήτε πάλιν τῷ τάχει τῶν ὀφθαλμῶν καί τῇ τῆς γλώττης ρύμῃ φερόμενος διά τῆς παιδεύσεως τά δευτερεῖα τοῦτον φέρειν καταναγκάσαιεν» (32). Το επίθετον Ελληνικός δεν έχει ενταύθα την συνήθη παρά Βυζαντινοίς σημασίαν του Εθνικού (33). Κατά τα άλλα, ανεξαρτήτως των αποδιδόμενων εις τον Μιχαήλ τον Β' κατηγοριών, το χωρίον είναι σημαντικόν, διότι δεικνύει ότι η ορθόδοξος παράταξις εθεώρει ως ίδιον στοιχείον της καθεστηκυίας θρησκευτικής και πνευματικής τάξεως την «Ελληνικήν παίδευσιν». Ίσως ο λεγόμενος «δημοτισμός» του Μιχαήλ του Γ' εις ταύτην την δημωδεστέραν ροπήν να έχη την αρχήν (34). Εν τω συνόλω θα ηδύνατό τις να είπη ότι η εναντίον των εικόνων εχθρική στάσις αποτελεί την κυριωτέραν εκδήλωσιν της εικονοκλαστικής κινήσεως, ουχί δε την μόνην. Η Εικονοκλαστική κίνησις εστρέφετο γενικώτερον εναντίον των παραδεδεγμένων άξιων και κατά βάθος ενεφορείτο απαισιόδοξου αντιλήψεως περί της ζωής. Χωρίς ίσως να έχουν πλήρη επίγνωσιν του πράγματος, οι αυτοκράτορες της Δυναστείας των Ισαύρων, άριστοι στρατιώται και εξαίρετοι πολιτικοί άνδρες, έφερον εις την διαμορφουμένην βυζαντινήν σύνθεσιν τον τόνον της απαισιοδοξίας και της αποθαρρύνσεως, ο οποίος εις ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού είχε περιβληθή το σχήμα μαχητικής θρησκευτικής κινήσεως. Το πως αι αντιπνευματικαί και απαισιόδοξοι αύται ροπαί συνήφθησαν εκ των υστέρων προς αντιλήψεις και εκδηλώσεις διαφορωτάτας κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να εμφανίζεται η Εικονομαχία ως επανάστασις ανακαινιστική- τούτο είναι φαινόμενον ουχί άηθες εις την ιστορίαν των ιδεών, αίτινες, αποχωριζόμεναι του γεννήσαντος νου ή των ευρύτερων ομάδων, ακολουθούν οιονεί αυτόνομον βίον, ενίοτε ανώμαλον, σκολιόν και πλήρη αντινομιών.


Δ'.

Δυνάμεθα νυν να καταλήξωμεν εις τα οριστικά συμπεράσματα του παρόντος δοκιμίου.

Ο ιστορικός Christopher Dawson παρετήρησεν ότι «η Εικονομαχία, περισσότερον πάσης άλλης αντιθέσεως, εξ όσων προεκλήθησαν παλαιότερον εξ αιτίας άλλων χριστιανικών αιρέσεων, εξελήφθη πάντοτε υπό των ιστορικών της Δύσεως ως γελοία διένεξις, αναφερομένη εις εκκλησιαστικάς μικρολογίας, φαίνεται δε παράλογον το ότι είχε την δύναμιν να κλονήση εκ βάθρων την βυζαντινήν κοινωνίαν» (35). Πράγματι το Βυζάντιον, κατά τον μακρόν και τεταραγμένον ιστορικόν του βίον, διήλθε μεγάλας πνευματικάς κρίσεις, ουδεμία όμως δύναται να παραβληθή προς την της Εικονομαχίας. Η κρίσις αύτη, απειλούμενη από μακρού, εξερράγη εις στιγμάς εξόχως δυσχερείς - δυσχερείς από απόψεως εξωτερικής και εσωτερικής, από απόψεως γενικωτέρων πολιτικών προσανατολισμών και πολιτικών, διοικητικών και κοινωνικών θεσμών, από απόψεως πνευματικών αναζητήσεων. Και υπήρξε τοσούτω σφοδρότερα καθόσον εκ της εκβάσεως αύτης θα εκρίνετο η περαιτέρω πορεία ενός κρατικού συγκροτήματος, μιας πνευματικής παραδόσεως και μιας πνευματικής συνθέσεως.

Πιστεύω δηλαδή ότι, μετά τας μεγάλας ανατροπάς του εβδόμου αιώνος, κατά τους χρόνους της Εικονομαχίας εκρίθησαν αι τύχαι και αι μορφαί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ως κράτους και ως πολιτισμού. Εν τούτω δε η Εικονομαχία δεν υπήρξε περιωρισμένη έρις περί το θέμα της λατρείας των εικόνων, αλλά σύγκρουσις καθολική δύο πολιτισμών, δύο παραδόσεων και δύο ψυχικώς διισταμένων κόσμων. Ούτοι προσδιορίζονται γεωγραφικώς: ο εις έχει το επίκεντρον εις την Ανατολήν, ο άλλος εις τας ευρωπαϊκάς επαρχίας. Αι τελευταίαι αντιδρούν τόσον ζωηρώς εις τας ενεργείας του Λέοντος του Ισαύρου, ώστε να απειληθή σοβαρώτατα η ενότης της Αυτοκρατορίας. Πάντως εν τη δυτική ταύτη περιοχή η περί τας εικόνας αντίθεσις θα συνδεθή προς γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας.

Οι δύο ούτοι ψυχικώς διιστάμενοι κόσμοι είναι εις ημάς από μακρού γνώριμοι. Είδομεν αυτούς συγκρουόμενους κατά τους σκληρούς αγώνας των χριστολογικών αιρέσεων. Βραδύτερον θα παρακολουθήσωμεν αυτούς εις όλας τας θρησκευτικάς και πνευματικάς αντιθέσεις, αίτινες θα ταράξουν την βυζαντινήν κοινωνίαν. Η σύγκρουσις των εμφανίζεται άλλοτε ως καθολικωτέρα ρήξις, η οποία συχνά υπερβαίνει τα όρια του Κράτους, και άλλοτε ως περιωρισμένος ανταγωνισμός δύο παρατάξεων, αι οποίαι ενσαρκώνουν ρεύματα ιδεών συντηρητικά και ρεύματα ιδεών προοδευτικά. Αι πρώται μορφαί επικρατούν κυρίως κατά την παλαιοτέραν περίοδον, μέχρι και αύτης της Εικονομαχίας· αι άλλαι χαρακτηρίζουν τας μεταγενεστέρας πνευματικάς συγκρούσεις. Η πάλη των δύο στοιχείων είναι οιονεί ο σπερματικός λόγος σύμπαντος του πολιτικού και πνευματικού βίου του Βυζαντίου.

Τους ψυχικώς διισταμένους κόσμους επειράθησαν να συμφιλιώσουν συντελεσταί πρωταρχικοί του ευρωπαϊκού πολιτισμού: ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός. Ο πρώτος, αφού έφερεν εις την ανθρωπότητα την αρχήν της οικουμενικής μοναρχίας, προσηρμοσμένην προς τον σεβασμόν του ατόμου, αφού ήνοιξε τον δρόμον προς την παγκόσμιον επικράτησιν της Ρώμης, εκάμφθη προ του αναγεννωμένου εθνικού φρονήματος των λαών της Ανατολής. Ο Χριστιανισμός μέχρι τινός εβοήθησε τας εθνικάς χειραφετήσεις· ότε όμως συνεχωνεύθη μετά του ιδεώδους της παγκοσμίου μοναρχίας, εξέσπασαν αι θύελλαι των αιρέσεων. Τότε οι λαοί της Ανατολής, αφού εν ονόματι του Χριστιανισμού επολέμησαν την δυτικήν διανόησιν, ενεσωματώθησαν εις τον πελώριον ποταμόν του Ισλαμισμού, ο οποίος εν τη κρισίμω εκείνη στιγμή παρείχε την σφραγίδα νέας τίνος συνθέσεως και προέβαλλε το ιδεώδες νέας παγκοσμίου επικρατήσεως.

Εξεταζόμενη εντός των ευρύτατων τούτων πλαισίων, η Εικονομαχία εμφανίζεται ως κίνημα, του οποίου ο απόμακρος κλύδων φθάνει μέχρι των παρυφών του Βυζαντινού Κράτους και τον οποίον άνθρωποι, ενσαρκώνοντες το αίτημα ωρισμένων τάσεων, ηθέλησαν να μεταφέρουν εις τον στίβον της βυζαντινής πνευματικής ζωής. Το κίνημα τούτο δύναται να παρασταθή ως ανταγωνισμός μεταξύ του ασιατικού πνεύματος και της σφαίρας του Ελληνικού πνεύματος, ως πάλη μεταξύ της γεωμετρικής γραμμής και της σχηματικής παραστάσεως, ως αντίθεσης προς την καμπύλην γραμμήν, προς τας πλαστικάς και πεπερασμένας μορφάς του Ελληνικού ολυμπιακού πνεύματος. Ουδέποτε σύμβολα υπήρξαν τόσον παραστατικά.

Επί ένα και πλέον αιώνα, νικηφόρος η Ανατολή εφαίνετο ότι θα επέβαλλε τον νόμον της εις το πολύμορφον Βυζάντιον. Ο κίνδυνος υπήρξε μέγιστος, διότι η Εικονομαχία κατέκτησε την εξουσίαν και απέβη κρατική θεωρία. Αντί της υγιούς και ρωμαλέας κοινωνίας, την οποίαν οι νεώτεροι ερευνηταί είδον αναδυομένην εκ των «μεταρρυθμίσεων» των Ισαύρων, θα επεκράτουν μορφαί βίου και πολιτισμού αντιπνευματικαί. Η παράδοσις θα κατελύετο· θα κατεστρέφετο το θεσπέσιον έργον, το οποίον είχεν επιτελέσει η χριστιανική διανόησις: να συγκεράση δηλαδή την διδασκαλίαν του Χριστού μετά της Ελληνικής σκέψεως και να θέση ούτω τα θεμέλια της παγκοσμίου επικρατήσεως της θρησκείας, εν ταυτώ δε να παρασκευάση τας βάσεις του οικοδομήματος του νεωτέρου πολιτισμού. Επί ένα και πλέον αιώνα, τάσεις μυστικοπαθούς και απαισιόδοξου ενατενίσεως του κόσμου επεκράτησαν εν Βυζαντίω, τάσεις καταλυτικαί των παραδεδεγμένων πνευματικών αξιών. Η Αυτοκρατορία εδονήθη ολόκληρος. Ως εξ ενστίκτου η Ευρώπη αντέδρασε δραστηρίως. Ο σάλος υπήρξε μέγιστος, οι σπασμοί ισχυροί, αλλ' η Ελληνική παράδοσις υπερίσχυσε τελικώς. Ούτως εκ των σκοτεινών αιώνων της εικονοκλαστικής κρίσεως προέκυψαν αι δυνάμεις δια νέας πνευματικάς κατακτήσεις. Αύται θα καταλήξουν εις την αποκατάστασιν του Πλάτωνος, της κρηπίδος ταύτης του πνεύματος των νεωτέρων χρονών. Δια πάντας τους λόγους τούτους θα ηδύνατό τις ευλόγως να ισχυρισθή ότι η Εικονομαχία απετέλεσε μεγάλην κρίσιν της βυζαντινής συνειδήσεως και ότι η αποτυχία του κινήματος εξησφάλισε το μέλλον του ιδιότυπου βυζαντινού πολιτισμού εν συνάφεια προς τους πολιτισμούς της Αρχαιότητος και εν τη κοινότητι της χριστιανικής Ευρώπης.




ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εκ των μελετών τούτων πρέπει να σημειωθούν ενταύθα αι εξής : G. B. Ladner, Origin and Significance of the Byzantine Iconoclastic Controversy, Medieval Studies 2, (Toronto 1940), 137- 149. G. Florovsky, Origen, Eusebius and the Iconoclastic Controversy, Church History 19 (1950), 77-99. N. H. Baynes, The Icons before Iconoclasm, The Harvard Theological Review 44 (1951), 93- 106 (=Byzantine Studies and other Essays, London 1955, 226-239). P. J. Alexander, The Iconoclastic Council of St. Sophia (815) and its Definition (Horos), Dumbarton Oaks Papers 7 (1953), 37-66. M. V. Anastos, The ethical theory of Images formulated by the Iconoclasts in 754 and 815, Αυτόθι, 8 (1954), σελ. 151-160. Του αυτού, The Argument for Iconoclasm as presented by the Iconoclastic Council of 754, Late Class. and Medieval in Honour of A. M. Friend jr., Princeton 1955, 177- 188. P. J. Alexander , An ascetic Sect of Iconoclasts in Seventh Century Armenia, 151- 160.

2. Πρβλ. Γ. Γεωργιάδη-Αρνάκη , Ο συμβολισμός του Γέϊτς και το Βυζάντιο, Νεοελληνικά Γράμματα, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1941.

3. G. Ostrogorsky, Les d é buts de la Querelle des Images, Mélanges Charles Diehl, v. A' (1930), 235-255. E. J. Martin, A History of the Iconoclastic Controversy, London 1930. L. Bréhier, Iconoclasme, εν A. Fli che και V. Martin, Histoire de l'Eglise, v. E' (1938), 431-470.

4. G. Ostrogorsky, Studien zur Geschichte des byzantinischen Bildersstreites, Breslau, 1929, 25 κ. ε.

5. Ch. C l erc, Les th é ories relatives au culte des images chez les auteurs grecs du II e siecle apres J.-C, Paris, 1915. H. V. Gampenhausen, Die Bilderfrage als theologische Problem der alten Kirche, Zeitshrift für Theol. und Kirche, v. 49 (1952), 33 κ. ε. G. B. Ladner, The concept of the image in the Greek Fathers and the Byzantine Iconoclastic Controversy, Dumbarton Oaks Papers, 7 (1953), 3-34. E. Kitzinger, The cult of the Images in the age before Iconoclasm, A υτόθι, 8 (1954), 85-150. Πρβλ. και την ανωτέρω μνημονευθείσαν μελέτην του Norman Baynes.

6. G. Marcais, La Question des Images dans l'art musulman, Byzantion 7 (1932), 161-183.

7. Bλ επ'εσχάτων Θ. Μοσχονά, Μία αποτυχούσα ενωτική προσπάθεια των Τσέχων εν Κωνσταντινουπόλει προ της Αλώσεως, Πάνταινος 45 (1953), σελ. 490 κ.ε, 503 κ.ε.

8. L. Maimbourg, Histoire de l'hérésie des Iconoclastes, et de la translation de l'Empire aux François, (Paris 1686), σελ. 6. Η πρώτη έκδοσις του συγγράμματος τούτου εγένετο το 1679.

9. Σπυρ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί Μελέται . Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος, Αθήνα 1857, σελ. 246 κ.ε. Πρβλ. σελ. 452 κ.ε.

10. Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Γ΄,2, σελ. 24 κε., εκδ. Ελευθερουδάκη.

11. Κ. Παπαρρηγόπουλου, Επίλογος της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (1877), σελ. 179.

12. Αυτόθι, σελ. 185. Πρβλ. του αυτού, Histoire de la civilization he llénique (1878), σελ. 194.

13. F. Lenormant, La Grande-Gr è ce. Paysage et Histoire, B', Paris 1881, 386.

14. Γρηγοροβίου, Ιστορία της πόλεως Αθηνών, μτφ. Σπ. Λάμπρου, τομ. Α΄ (1904), σελ. 170.

15. J. B. Bury, A History of the Later Roman Empire, (1889) v. II, 429.

16. Παρά A. A. Vasiliev, Histoire de 1'Empire byzantin, v. Ι, 336. History of the Byzantine Empire, νεωτέρα έκδοσις (1952), σελ. 253. Πρβλ. N. Iorga, Les origines de l'Iconoclasme, Bulletin de la Section historique de 1'Acad é mie roumaine, v. XI (1924), 142 κ. ε. . T ου αυτού, Histoire de la vie byzantine, v. II (1934), σελ. 32 κ. ε .

17. Gh. Diehl-G. Mar ç ais, Le monde oriental de 395 à 1081, Histoire Générale, Histoire du Moyen Age, v. III (1936), 262-263.

18. Πρβλ. D ictionnaire d'Archéologie chrétienne et de Liturgie, v. 7,1 (1926) 234.

19. B. Ludwig, La Mediterranée, NewYork 1943, v. I. 313.

20. M. V. Levtchenko, Byzance des origines à 1453, Paris , 1949, 136.

21. G. Ostrogorsky, Über die vermeintliche Reformtätigkeit, der Isaurier, Byz. Zeitschrift 30 (1929-1930), 400.

22. W. M. Ramsay, The Attempt of the Arabs to conquer Asia Minor (641- 964 A.D.), and the causes of its failure, Academie Roumaine. Bulletin de la Section historique 11 (1924), σελ. 1-8.

23.. H. Gregoire, Cathares d'Asie Mineure, d'Italie et de France, Memorial Louis Petit (1948), 142-151.

24. H. Grégoire, Ο Διγενής Ακρίτας. Η Βυζαντινή Εποποιία στην ιστορία και την ποίηση, Νέα Υόρκη , 1942, σελ. 69 κ.ε.

25. E. J. Martin, A History of the Iconoclastic Controversy, σελ. 276.

26. Γεώργιος Μοναχός, Β΄ σελ. 751.

27. Θεοφάνης (de Boor), A, σελ. 501.

28. Αυτόθι, σελ. 488.

29. Louis Bréhier, La Querelle des Images, Paris, 1904, 47.

30. K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Σωτηριάδου, τομ. Α΄, σελ. 20.

31. Α. Σιγάλα, Ιστορία της Ελληνικής γραφής, Θεσαλλονίκη 1934, σελ. 204 κ.ε.

32. Τα μετά τόν Θεοφάνη (Bonn), σελ. 49.

33. J. B. Bury , A History of the Eastern Roman Empire, σελ. 79, σημ. 2.

34. H. Grégoire, Etudes sur l'épopée byzantine, Revue des études grecques 46 (1933), σελ. 45 κ. ε.

35. Christopher Dawson, Les origines de l'Europe et de la civilisation européenne, Paris 1934, σελ. 179..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου